Τόνοι µελάνι έχουν σπαταληθεί για να διαµορφώνεται, µέσα σε κάθε διαφορετική κοινωνική-πολιτική συγκυρία, µια «κοινή γνώµη» για τη Μεταπολίτευση.

Γιατί ήταν µια καθοριστική περίοδος στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, που η ερµηνεία της, και κατά συνέπεια η πολιτική στάση απέναντί της, παράγει ακόµα πολιτικά αποτελέσµατα.

Ο κόσµος του κεφαλαίου, µε την ασφάλεια των 50 χρόνων που πέρασαν από εκείνη την περίοδο των µεγάλων εργατικών-λαϊκών αγώνων, αισθάνεται από καιρό ελεύθερος να συκοφαντεί τη Μεταπολίτευση, αποδίδοντας σε όσα έγιναν τότε όλα τα µετέπειτα δεινά, για να ξεπλένει όλες τις «αµαρτίες» της κυρίαρχης τάξης, συµπεριλαµβανοµένης της άτυπης χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισµού το 2010-11 και της βάρβαρης µνηµονιακής περιόδου που ακολούθησε.

Τµήµα της πολιτικής διαµάχης για τη Μεταπολίτευση είναι η συζήτηση σχετικά µε την αρχή της. Το ελληνικό κράτος, µε πλατιά διακοµµατική συναίνεση (που περιλαµβάνει και την κοινοβουλευτική Αριστερά), «γιορτάζει» την 23η Ιούλη. Τη «στιγµή» που κλήθηκε να επιστρέψει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, ο αυτοεξόριστος «Εθνάρχης» της Δεξιάς, προσκεκληµένος από την ηγεσία του στρατού, για να σχηµατίσει κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης», αξιοποιώντας την προεργασία του «γεφυροποιού» Αβέρωφ µε την χούντα για την πολιτική σύγκλιση µεταξύ των πλειοψηφικών στρατοκρατικών οµάδων και των προδικτατορικών αστικών πολιτικών δυνάµεων.

Έχουµε κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι το «σηµείο αρχής» της Μεταπολίτευσης ήταν η λαϊκή εξέγερση του Νοέµβρη του 1973. Μετά το Πολυτεχνείο, το κρίσιµο πολιτικό ερώτηµα δεν ήταν πλέον το εάν θα ανατραπεί η χούντα, αλλά το πότε και κυρίως µε πόσο σοβαρές συνέπειες για το σύνολο των καθεστωτικών δυνάµεων. Ο Νοέµβρης «αποφάσισε» ότι στην Ελλάδα δεν θα ακολουθηθεί ο δρόµος της συντεταγµένης και σχετικά οµαλής «µετάβασης» από τη δικτατορία στην αστική-κοινοβουλευτική δηµοκρατία, όπως έγινε στην Τουρκία, ή στην Ισπανία µετά τον Φράνκο, ή αργότερα στη Χιλή µετά τον Πινοσέτ. Όποιος δεν κατανοεί αυτό το σηµείο, είναι καταδικασµένος να µην κατανοήσει το ριζοσπαστισµό της περιόδου που ακολούθησε το 1974.

Όταν µετά το πραξικόπηµα στην Κύπρο, η Τουρκία άσκησε τις «εγγυητικές» εξουσίες που της έδιναν οι ιδρυτικές συµφωνίες της κυπριακής ανεξαρτησίας και εισέβαλε στο νησί, η χούντα στην Αθήνα στράφηκε προς τον ελληνοτουρκικό πόλεµο και κάλεσε σε Γενική Επιστράτευση. Όµως στους στρατώνες προσήλθε η άγρια εργατική και λαϊκή νεολαία, που είχε ήδη την εµπειρία του Νοέµβρη. Κάθε έννοια πειθαρχίας στο στρατό και υπακοής των επιστρατευµένων στους αξιωµατικούς υπονοµεύτηκε καίρια.

Το ΚΚΕ, στον τόµο της κοµµατικής ιστορίας που αφορά την περίοδο 1967-74, δίνει κάποια αποσπάσµατα από τα πρακτικά της πανικόβλητης σύσκεψης του Επιτελείου, όπου οι στρατηγοί διαπιστώνουν ότι δεν µπορούν να κάνουν πόλεµο, ότι η επιστράτευση έχει εξελιχθεί σε φιάσκο λόγω της αυθόρµητης άρσης της ανοχής της πλειοψηφίας του πληθυσµού απέναντι στους στρατοκράτες. Πρόκειται για ένα σηµείο κοµβικής σηµασίας, όχι µόνο γιατί έτσι αποφεύχθηκε η µείζων καταστροφή ενός γενικευµένου ελληνοτουρκικού πολέµου, αλλά επίσης γιατί τότε η αστική τάξη άρχισε να συνειδητοποιεί την ανάγκη να «αποσύρει» το στρατό από κάθε εµπλοκή στις πολιτικές εξελίξεις κι αποφάσεις, προκειµένου να αποφύγει µια γενικότερη «επιµόλυνσή του» από το λαϊκό ριζοσπαστισµό. Αυτή η υποχρεωτική ρήξη µε τις παραδόσεις και τις συνήθειες του µετεµφυλιακού κράτους θα αποδεικνυόταν ανθεκτική στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Στα πλαίσια του αφιερώµατός µας στη Μεταπολίτευση θα γράψουµε αναλυτικά για το Κυπριακό. Παρόλα αυτά προκαλεί εντύπωση η υποτίµηση της πολιτικής σηµασίας της κατάρρευσης της Επιστράτευσης µέσα στις «αφηγήσεις» όλης σχεδόν της πολιτικής Αριστεράς, συµπεριλαµβανοµένου του ΚΚΕ και πολλών οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Στις 23 Ιούλη του 1974 ο Καραµανλής δεν γύρισε στην Ελλάδα για «να σώσει τη δηµοκρατία», αλλά για να σώσει τον αστισµό που αντιµετώπιζε µια κοινωνικοπολιτική «περιπέτεια» που αποδείχθηκε παρατεταµένη και επώδυνη.

Η ορµητική είσοδος των µαζών

Οι µάζες δεν έδωσαν στην κυβέρνηση Καραµανλή µια µακρά περίοδο σοβαρής «ανακωχής». Ένα µόλις µήνα µετά την ορκωµοσία του, η ιστορική απεργία στο εργοστάσιο της National Can, στη Μάνδρα της Ελευσίνας, άνοιξε τον άγριο εργατικό χορό της Μεταπολίτευσης. Στη National Can οι αδελφωµένοι Έλληνες και Πακιστανοί απεργοί σήκωσαν το πανώ που έλεγε: «Τα θέλουµε όλα!». Στο πλευρό τους, στην πύλη του εργοστασίου, βρέθηκαν κάποια τµήµατα της φοιτητικής Αριστεράς, που κατανοούσε ότι η συνέχεια του δρόµου του Νοέµβρη ήταν πλέον το «Οι φοιτητές µαζί µε τους εργάτες!». Σκιαγραφούνταν έτσι προδροµικά η στενή σχέση των αγωνιζόµενων εργατών µε τη νεολαία, η συµµαχία που αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά των αγώνων αλλά και της πολιτικοποίησης της εποχής.

Ακολούθησε η µεγάλη απεργία στην ΗΒΗ στο Μαρούσι, και στη συνέχεια  στον Πίτσο, στην Ιζόλα, στην AEG, στη ΜΕΛ, στου Λαδόπουλου, στην ΙΤΤ, στην Εσκιµό, στη ΒΙΑΜΑΞ, στη Φούλγκορ, στου Πετζετάκη, στην Πεταλούδα, στην Τριαντέξ και άλλες κλωστοϋφαντουργίες, στα µεταλλεία του Μαντουδιού και της Μαδεµ-Λακκο στη Χαλκιδική, στη ΛΑΡΚΟ, στα ναυπηγεία κλπ, όπου γράφτηκαν µερικές από τις πιο σηµαντικές σελίδες στην ιστορία του σύγχρονου εργατικού κινήµατος στην Ελλάδα. Η απεργία της ΜΕΛ ανέδειξε την εµβληµατική κραυγή της εποχής: «Νόµος είναι το δίκιο του εργάτη!».

Οι απεργίες της Μεταπολίτευσης δεν είχαν τίποτα κοινό µε τις µετέπειτα «τουφεκιές στον αέρα» που οργανώνονται συνήθως από τα συνδικάτα µε στόχο να πιεστεί η εργοδοσία και να καταστεί πιο «ευέλικτη» στις διαπραγµατεύσεις. Ήταν απεργίες διαρκείας (στου Λαδόπουλου το 1975, η απεργία κράτησε 93 µέρες και στη ΛΑΡΚΟ το 1977 ξεπέρασε τις 110 µέρες…) µε στόχο να τσακίσουν την αντίσταση της εργοδοσίας. Συνδυάζονταν µε την άµεση µαζική παρουσία των εργατών στο κινητοποιηµένο εργοστάσιο και στην πράξη συνδυάζονταν µε την κατάληψή του.

Στο κέντρο αυτού του «κύµατος» ήταν η βιοµηχανική εργατική τάξη: Κλωστές, ηλεκτρικές συσκευές, αµαξώµατα, ορυχεία… Η αλληλεγγύη στους αγωνιζόµενους εργάτες γίνεται γρήγορα κατανοητή ως µαζική υποχρέωση, αποκτά κύρος και παράγει αποτελέσµατα: η τυχόν απόλυση συναδέλφου θεωρείται casus belli, η χωροφυλακή υποχωρεί άτακτα µπροστά στα κινητοποιηµένα χωριά που «προστατεύουν» τους απεργούς στα ορυχεία, τα Προπύλαια γίνονται το ορµητήριο για τις Επιτροπές Συµπαράστασης που διαδηλώνουν απαιτώντας τη νίκη της α΄ ή της β΄ απεργίας.

Αυτό το κύµα δηµιούργησε µια νέα µορφή οργάνωσης: τα εργοστασιακά σωµατεία. Ήταν µια µορφή οργάνωσης άµεσα δεµένη µε τον χώρο δουλειάς, που έδινε τη δυνατότητα δηµοκρατικής συµµετοχής των εργατών στη λήψη και στην υλοποίηση των αποφάσεων, ενώ αποδείχθηκε ικανή να κινητοποιεί πρωτοφανώς µεγάλο τµήµα της «βάσης» των σωµατείων. Ήταν µια ριζοσπαστική ρήξη µε την παράδοση των οµοιοεπαγγελµατικών-κλαδικών σωµατείων, παράδοση που συνδέονταν µε την κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας µέσα στο οργανωµένο εργατικό κίνηµα. Η οργανωµένη πολιτική Αριστερά, µε την εξαίρεση ενός µικρού τµήµατος, που τότε θεωρούνταν η «εξτρεµιστική» πτέρυγα της άκρας Αριστεράς, δεν κατανόησε τη σηµασία των εργοστασιακών σωµατείων.

Το ΚΚΕ επέλεξε να συγκρουστεί απέναντί τους, υποστηρίζοντας συστηµατικά τα παραδοσιακά κλαδικά σωµατεία. Αντίθετα το ΠΑΣΟΚ, έχοντας «κληρονοµήσει» ένα µικρό τµήµα εργατικών στελεχών, µε προέλευση κυρίως από το µαοϊκό χώρο, είχε την ευελιξία να τους αφήσει να κινηθούν µέσα στο ρεύµα του εργοστασιακού συνδικαλισµού. Πλησιάζοντας στο 1981, αυτό το τµήµα κυριάρχησε στη συγκρότηση της ΟΒΕΣ (Οµοσπονδία Βιοµηχανικών Εργοστασιακών Σωµατείων). Ήταν ένας από τους πυλώνες της ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ σε βάρος της επιρροής της «κκεδογενούς» Αριστεράς. Το αντίτιµο, βέβαια, ήταν η σταδιακή αποστέωση της ΟΒΕΣ και τελικά η ένταξή της, µετά το 1981, µέσα στον «κεντρικό» συνδικαλιστικό κορµό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Το κίνηµα του εργοστασιακού συνδικαλισµού έδωσε µεγάλες και παρατεταµένες µάχες. Τα στοιχεία της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι στην τριετία 1975-77 οι «χαµένες» εργατοώρες σε απεργιακή δράση εκτινάσσονται σε περισσότερες από 6 εκατοµµύρια εργατοώρες ετησίως! (παρότι η καταγραφή είναι υποτίµηση της πραγµατικότητας, «περιγράφει» µια εκπληκτική για την εποχή επίδοση). Μέσα από αυτές τις µάχες, το εργατικό κίνηµα πέτυχε µεγάλες νίκες. Η διαρκής πτωτική τάση του µεριδίου των µισθών µέσα στο ετήσια παραγόµενο ΑΕΠ, που είχε εξασφαλίσει η χούντα, για πρώτη φορά αντιστρέφεται και αρχίζει να αυξάνει αλµατωδώς. Οι καπιταλιστές κατανοούν ότι για να «ελέγξουν» το ρεύµα της Μεταπολίτευσης θα χρειαστεί να πληρώσουν, και µάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Σε αυτά τα χρόνια και σε αυτούς τους αγώνες τέθηκαν τα θεµέλια για µια ουσιαστική µείωση του εργάσιµου χρόνου (µε το κέρδισµα τελικά του 40ωρου), αλλά και για ουσιαστικές κατακτήσεις στα ζητήµατα της υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία, που είχαν γίνει κρίσιµα λόγω της προηγούµενης πλήρους «απορρύθµισης» επί χούντας. Ό,τι γνωρίζουµε ως «κοινωνικό κράτος» στη σύγχρονη Ελλάδα κατακτήθηκε από τους αγώνες εκείνης της εποχής που υποχρέωσαν όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου 1974-85 σε πολιτική διαρκούς αύξησης των κοινωνικών δαπανών.

Αυτή η κίνηση του «κορµού» της εργατικής τάξης είχε ευρύτερες συνέπειες. Παντού ξεφύτρωσαν µε ταχύτητα και αποτελεσµατικότητα οι µορφές οργάνωσης και συλλογικής διεκδίκησης των λαϊκών µαζών: Οι αγρότες µπήκαν στο χορό των διεκδικήσεων, οι «Επιτροπές Αγώνα» εµφανίζονταν στα χωριά, στις εργατογειτονιές, στους µαθητές, στους παραπηγµατούχους κ.ο.κ. Η µεγάλη απεργία των τηλεφωνητριών του ΟΤΕ, έγινε το 1978 η αφετηρία του σύγχρονου κινήµατος για την απελευθέρωση των γυναικών, βάζοντας τα πολιτικά θεµέλια της σύνδεσης της πάλης ενάντια στην εκµετάλλευση µε την πάλη ενάντια στη σεξιστική καταπίεση.

Η κυβέρνηση Καραµανλή κέρδισε τις εκλογές του 1974 (µε τρόπο που θα εξηγήσουµε παρακάτω…) µε ποσοστό 54,37%. Όµως αυτή η θεωρητικά πανίσχυρη κυβέρνηση παρέµεινε «πολιορκηµένη» από ένα µεγάλο µαζικό κίνηµα, που απαιτούσε κοινωνικές κατακτήσεις και ελευθερία, µε τρόπο συνεκτικό, διαρκή και ριζοσπαστικό.

Ο Καραµανλής προσπάθησε να συγκρουστεί συνδυάζοντας το «καρότο» (για το οποίο κατηγορήθηκε αργότερα για «σοσιαλ-µανία»…) µε το µαστίγιο της καταστολής. Ο νόµος 330 ήταν κοµµένος και ραµµένος για να τσακίσει τα εργοστασιακά σωµατεία και την απεργιακή δράση. Στην ουσία απέτυχε και έµεινε περισσότερο στα χαρτιά.

Μετά τη φρενήρη περίοδο του 1974-77, το εργοστασιακό κίνηµα αντιµετώπισε µια φυσιολογική κάµψη. Όµως η φωτιά δεν είχε σβήσει. Το 1980, όταν είχαν φανεί οι προοπτικές πτώσης του Καραµανλή, οι «χαµένες» εργατοώρες σε απεργιακή δράση έφτασαν στα 20 εκατοµµύρια! Στον απεργιακό χορό είχαν µπει πλέον και οι ΔΕΚΟ, που επρόκειτο να πρωταγωνιστήσουν στην επόµενη περίοδο.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ως το 1985, ενσωµάτωσαν στην πολιτική τους κάποια από τα αιτήµατα της εποχής (αυξήσεις στους µισθούς και στις συντάξεις, ΕΣΥ και ενίσχυση του δηµόσιου σχολείου, δηµοκρατική µεταρρύθµιση της εργατικής νοµοθεσίας κλπ). Ήταν εν µέρει µια επιλογή «αναθέρµανσης» της εσωτερικής ζήτησης µε στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης. Όµως ήταν επίσης µια υποχρεωτική προσαρµογή σε µια ισχυρότατη πίεση από τα κάτω, που είχε τις ρίζες της στην πρώιµη και πιο ριζοσπαστική περίοδο της Μεταπολίτευσης. Αυτή η προσαρµογή δεν ήταν δωρεάν: όταν οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1985 και µετά επέλεξαν να συγκρουστούν άµεσα µε τις απαιτήσεις και τα συµφέροντα του κόσµου από τα κάτω, µε στόχο την ένταξη του ελληνικού καπιταλισµού στην ευρωζώνη, αντιµετώπισαν σηµαντικότατες εργατικές «ανταρσίες», που περιλάµβαναν και µεγάλο µέρος της ΠΑΣΚΕ. Η διετία 1985-87 ήταν µια νέα κορύφωση της απεργιακής-εργατικής αντίστασης. Όταν η κυβέρνηση πέρασε στα χέρια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και επιχειρήθηκε η πρώτη γενικευµένη λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων, το 1992 το εργατικό κίνηµα «έγραψε» το ιστορικό ρεκόρ απεργιακής δράσης µέσα σε όλη αυτή την µακρά και «καυτή» περίοδο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τελικά έπεσε από τις απεργίες και τις µαχητικές διαδηλώσεις των εργαζοµένων στην εκπαίδευση, στις τράπεζες, στον ΟΤΕ και στην ΕΑΣ και όχι από τη «λιποταξία» του Αντώνη Σαµαρά, όπως ισχυρίζονται όσοι προτιµούν να κατανοούν την πολιτική ιστορία από τα πάνω.

Το αποτέλεσµα όλων αυτών των συγκρούσεων ήταν ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιµεταρρυθµίσεις στην Ελλάδα προωθήθηκαν πιο καθυστερηµένα, πιο διστακτικά και πιο αντιφατικά, σε σύγκριση άλλες χώρες στην Ευρώπη. Και αυτή είναι η βάση του µίσους όλων των συστηµικών «διανοουµένων» απέναντι στη µεγάλη εργατική Μεταπολίτευση.

Πολύ συζήτηση έχει γίνει και για το «τέλος» της Μεταπολίτευσης. Μια «σχολή» σκέψης µέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά το τοποθετεί στο 1985, στη «στιγµή» που ο Α. Παπανδρέου έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση µε τον κόσµο των «µη-προνοµιούχων». Όµως αυτή η σκέψη υποτιµά τη σηµασία και το δυναµισµό των αγώνων που ακολούθησαν. Κατά τη γνώµη µου, πιο κοντά στην αλήθεια είναι το «ορόσηµο» του 2011, µε την κήρυξη του µνηµονιακού πολέµου. Όχι ως ένα «τέλος» (άλλωστε οι αγώνες που ακολούθησαν είναι επίσης καθοριστικής σηµασίας), αλλά ως ένα σηµείο καµπής, µετά το οποίο έχει δηµιουργηθεί η υποχρέωση για ένα νέο µεγάλο κύκλο αγώνων, µε στόχο να τα πάρουµε όλα πίσω.

Η πολιτική της Αριστεράς

Το κίνηµα των εργατών και της νεολαίας, σε όλη αυτή τη µακρά περίοδο, ασφαλώς θα µπορούσε να πάει πιο µακριά, να απαιτήσει και να πετύχει πιο ουσιαστικές και πιο ανθεκτικές κατακτήσεις. Ο πιο βασικός παράγοντας του περιορισµού του, ήταν οι πολιτικές των τότε (σχετικά) µαζικών κοµµάτων της Αριστεράς, του ΚΚΕ εσ. και του ΚΚΕ, που στηρίζονταν στην ακλόνητη εκτίµηση ότι ο µοναδικός θεµιτός στόχος της εποχής (θα έπρεπε να) ήταν η εµπέδωση της αστικής κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας.

Αυτή η γραµµή, στις συνθήκες του 1974, αναγνώριζε την πλήρη πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων και κατά συνέπεια τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον… Κωνσταντίνο Καραµανλή. Όπως το έθετε, στις παραµονές των εκλογών του Νοέµβρη του ’74, ο Μίκης Θεοδωράκης, το κυρίαρχο δίληµµα που έβαζε η συγκυρία ήταν: «ή Καραµανλής ή τανκς!». Με αυτή την κατάσταση πνευµάτων στα ηγετικά και δηµοφιλή στελέχη της Αριστεράς, το 59% που πήρε στις εκλογές ο Καραµανλής είναι εύκολα εξηγήσιµο. Δεν επρόκειτο για µια προσωπική «παρεκτροπή» του Μίκη, αλλά για µια έξω από τα δόντια έκφραση της συνολικότερης γραµµής.

Το ΚΚΕ εσ. είχε καταλήξει στη στρατηγική της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δηµοκρατικής Ενότητας», µε την οποία καλούσε σε πολιτική ενότητα µε τις αστικές πολιτικές δυνάµεις, µε στόχο να αποφευχθεί ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπηµα. Ο κίνδυνος ήταν ανύπαρκτος: ο στρατός είχε πάρει το δρόµο της ιστορικής απόσυρσης στους στρατώνες και τα χουντικά «σταγονίδια» αποδείχθηκαν µικρές µειοψηφίες που έλεγχε εύκολα ο Αβέρωφ. Η γραµµή της ΕΑΔΕ ήταν –και λειτούργησε ως– βούτυρο στο ψωµί του Καραµανλή.

Την ίδια γραµµή είχε επί της ουσίας και το ΚΚΕ. Στις 24 Ιούλη του ’74, η ΚΕ του ΚΚΕ δήλωνε: «Ο ελληνικός λαός… έχει ανάγκη από µια ουσιαστική δηµοκρατική αλλαγή που είναι ασυµβίβαστη µε την κηδεµονία της λαοµίσητης χούντας και των Αµερικανών… Το ΚΚΕ καλεί την εργατική τάξη, τους πατριώτες των Ενόπλων Δυνάµεων (σσ: !!), όλο το λαό, να απαιτήσουν το σχηµατισµό κυβέρνησης εθνικής ανάγκης απ’ όλα τα κόµµατα και οργανώσεις που αντιτάχτηκαν στη δικτατορία και καταπολέµησαν τις προδοσίες της. Αυτά πρέπει να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας». Η σηµερινή ηγεσία του ΚΚΕ, στα «συµπεράσµατα» της αυτοκριτικής επανεξέτασης της περιόδου 1967-74, υπογραµµίζει: «Το βασικό πρόβληµα ήταν… η απόσπαση της πάλης για τα δηµοκρατικά δικαιώµατα και τις λαϊκές ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισµό… (που) λειτούργησε καταστρεπτικά… Αρνητική πείρα προκύπτει και από την αποµόνωση του αιτήµατος για την “εθνική ανεξαρτησία”… µε αποτέλεσµα να οδηγεί το εργατικό-λαϊκό κίνηµα να ταυτίζεται µε µέρος της εγχώριας αστικής τάξης…» (Δοκίµιο Γ2, Συµπεράσµατα, σελ. 836). Περί αυτού ακριβώς πρόκειται: η «απόσπαση» και η «αποµόνωση» του ζητήµατος της δηµοκρατίας και της ανεξαρτησίας από το γενικότερο αναγκαίο πολιτικό πρόγραµµα της Αριστεράς, περιγράφουν τη ρεφορµιστική «στρατηγική των σταδίων» που, µε δευτερεύουσες παραλλαγές, κυριαρχούσε στο ΚΚΕ εσ. και στο ΚΚΕ.

Στις κρίσιµες πολιτικές συγκυρίες, η ρεφορµιστική στρατηγική δεν επιφέρει µόνο την «ταύτιση µε µέρος της εγχώριας αστικής τάξης» (όπως αναγνωρίζει η σηµερινή ηγεσία του ΚΚΕ), αλλά και τη σύγκρουση µε πρωτοπόρα τµήµατα των αγώνων και του κινήµατος. Όταν ο Καραµανλής επιχείρησε να επιβάλει το ν. 330, αποφάσισε πολιτική «πυγµής» απέναντι στις εργατικές διαδηλώσεις. Στις 23 Ιούλη του ’75 και στις 25 Μάη του ’76 οι απεργιακές συγκεντρώσεις στην Αθήνα, µε τους οικοδόµους στην πρώτη γραµµή, απάντησαν στα ίσα. Το κέντρο της Αθήνας φλεγόταν επί ώρες και οι «αύρες» και τα ΜΑΤ αποδείχθηκαν ανίσχυρα µπροστά στην αποφασιστική αντίσταση των εργατών. Οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. καταδίκασαν µε πρωτοφανή σφοδρότητα την αντίσταση των διαδηλωτών, έκαναν λόγο για «σχέδιο που αποσκοπεί στην ανωµαλία» και λάνσαραν τον όρο «χουντο-αριστερισµός». Το «παράπτωµα» της Πανσπουδαστικής Νο 8, µε τις χυδαίες συκοφαντίες ενάντια σε αγωνιστές του Πολυτεχνείου, δεν υπήρξε ένα «στιγµιαίο αδίκηµα» των ηγεσιών της Αριστεράς στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Παίρνοντας έτσι αποστάσεις από ένα σηµαντικό και δραστήριο τµήµα του ριζοσπαστισµού της εποχής, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. έµεναν έκθετα στην επέκταση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Οι ηγεσίες του Χ. Φλωράκη και του Λ. Κύρκου, µέσα σε µια περίοδο γενικευµένων αγώνων και ελπίδων για µαζικές κατακτήσεις, «κατόρθωσαν» στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να βρεθούν υπερκερασµένες από ένα µαζικό σοσιαλδηµοκρατικό ρεύµα που ποτέ µέχρι τότε δεν είχε ριζώσει στην Ελλάδα!

Ο Α. Παπανδρέου δηµαγωγούσε ασύστολα, αλλά έχοντας καταλάβει καλύτερα τον χαρακτήρα της περιόδου δηµαγωγούσε γέρνοντας «προς τα αριστερά» και όχι προς την υπεράσπιση της «δηµοκρατικής νοµιµότητας» απέναντι στην «ανωµαλία». Αµέσως µετά τις εκλογές του 1977, έβαλε µε ένταση το στόχο της ανατροπής της κυβέρνησης Καραµανλή και διεκδικώντας τη µεγάλη πλειοψηφία του αντιδεξιού ρεύµατος του κόσµου, έχτισε τα θεµέλια της «Αλλαγής», την οποία στην αρχική φάση προσδιόριζε ως «σοσιαλιστική».

Οι ηγεσίες Φλωράκη και Κύρκου έµειναν αµήχανες. Εγκλωβισµένες µέσα στις «συµβάσεις» νοµιµοποίησης της κοµµουνιστικής Αριστεράς του 1974, δεν είχαν τολµήσει να πουν τίποτα που θα µπορούσε να ερµηνευτεί ως πρόθεση ανατροπής της κυβέρνησης του «Εθνάρχη». Όταν βρέθηκαν στις παραµονές του 1981, προσπάθησαν να προλάβουν το τρένο, µε µια γρήγορη… προσαρµογή στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Ήταν η εποχή των αξέχαστων πολιτικών συνθηµάτων όπως το «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» και το «ΚΚΕ – Αλλαγή – Δεύτερη κατανοµή!». Όπως αποδείχθηκε, αυτά ο Παπανδρέου µπορούσε να τα µασάει εύκολα, ωθώντας τους άσπονδους φίλους της Αλλαγής σε δευτερεύοντα ρόλο.

Μετά το Πρώτο Σταθεροποιητικό Πρόγραµµα του 1985, που σηµατοδοτούσε τη στροφή του Α. Παπανδρέου προς τις πολιτικές λιτότητας, η πλειοψηφία της ΠΑΣΚΕ αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ, η ΓΣΕΕ διασπάστηκε και ξεκίνησε το µεγάλο απεργιακό κίνηµα του 1985-87. Ήταν σαφές ότι «οι διαγραµµένοι του ΠΑΣΟΚ» αναζητούσαν πολιτική προοπτική κοιτάζοντας προς τα αριστερά. Όµως σύντοµα αποδείχθηκε ότι η προηγούµενη προσαρµογή του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ ήταν βαθύτερη, και δεν περιλάµβανε τα σενάρια «αριστερών» ρήξεων. Η δήλωση του Χ. Φλωράκη το 1987, ότι ο κόσµος δεν αλλάζει «µε γιουρούσια της πρωτοπορίας» ήταν µια ψυχρολουσία, σηµατοδοτούσε την επανασυγκόλληση της «θεσµικής» πλειοψηφίας στη ΓΣΕΕ και τον τερµατισµό µιας δίχρονης απεργιακής ανταρσίας.

Κανείς δεν µπορούσε να προβλέψει, τότε, τις πολιτικές προοπτικές αυτής της βίαιης αναδίπλωσης. Όταν ο Α. Παπανδρέου άρχισε να βυθίζεται στο σκάνδαλο Κοσκωτά, οι Χ. Φλωράκης και Λ. Κύρκος επέλεξαν την είσοδό τους στη «συµµαχία της κάθαρσης», που κατέληξε στη συγκυβέρνηση µε τη ΝΔ υπό τον Τζανετάκη. Ήταν ο «προθάλαµος» της µεταβίβασης της κυβερνητικής εξουσίας στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, µιας µεταβίβασης που για να ολοκληρωθεί χρειάστηκε να γίνουν µια σειρά από εγκληµατικά πολιτικά λάθη των ηγεσιών της Αριστεράς.

Το ΚΚΕ σήµερα επισείει υπερήφανα την «απόρριψη του κυβερνητισµού», αναφερόµενο κυρίως στην περίοδο του 2013-15 και την άρνησή του να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες και πολιτικές ευθύνες για την ανατροπή της µνηµονιακής συγκυβέρνησης των Σαµαρά-Βενιζέλου. Όµως χρωστάει ακόµα µια ειλικρινή και σε βάθος αυτοκριτική για τον «δεξιόστροφο κυβερνητισµό», µε αναφορά στην υπό τον Χαρ. Φλωράκη συµµετοχή στη συγκυβέρνηση µε τη Δεξιά το 1989, όπως άλλωστε και για τη συµµετοχή στη συγκυβέρνηση «Εθνικής Ανοικοδόµησης» του 1945, που άνοιξε το δρόµο για τη συντριβή των εαµικών δυνάµεων.

Ο κόσµος του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. δεν «έζησε» µε τον ίδιο τρόπο τη Μεταπολίτευση. Η Σωτηρία Βασιλακοπούλου, που δολοφονήθηκε το 1980 πουλώντας το «Ριζοσπάστη» στην πύλη του εργοστασίου της ΕΤΜΑ, είναι ένα σύµβολο της συµµετοχής του κόσµου του ΚΚΕ, όπως ανάλογα και του ΚΚΕ εσ., στους αγώνες, στις ελπίδες, στις δοκιµασίες και τα όνειρα της Μεταπολίτευσης.

Αυτό το «µπλοκ» αποδείχθηκε ισχυρό. Γι’ αυτό το ΚΚΕ, αµέσως λίγο µετά το 1989 έχασε το µεγάλο όγκο των δυνάµεων της ΚΝΕ και ένα σηµαντικό τµήµα των στελεχών που διαµορφώθηκαν στον αντιδικτατορικό αγώνα και στην πρώιµη Μεταπολίτευση. Ήταν µια διάσπαση προς τα αριστερά, όπως είχε συµβεί λίγο νωρίτερα και στο ΚΚΕ εσ., µε τη ρήξη της Β΄Πανελλαδικής του Ρήγα Φεραίου.

Οι λογαριασµοί που άνοιξαν πριν από 50 χρόνια στις πύλες των εργοστασίων, στις στοές των ορυχείων, στα οδοφράγµατα των Χαυτείων και πολλούς άλλους «τόπους» εκείνης της µεγάλης κλιµάκωσης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, παραµένουν ανοιχτοί. Σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, µια νέα γενιά αγωνιστών-στριών θα πρέπει να τους κλείσει νικηφόρα. Επιχειρώντας καλύτερα απ’ όπως επιχείρησε η βάρδια της Αριστεράς στη µεγάλη εργατική Μεταπολίτευση.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες