Το θεσμικό πλαίσιο για την πραγματοποίηση συλλογικών διαπραγματεύσεων και την σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Ν. 1876 / 90), ήρθε να καταργηθεί από τη μνημονιακή κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να συνεργήσει στην ακόμη παραπέρα αποψίλωση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας που προωθούνταν με όλο το πλέγμα των μνημονιακώνεφαρμοστικών νόμων (Πράξη 6 Υπουργικού Συμβουλίου της 28-Φεβρουαρίου-2012).
Στη σημερινή συγκυρία η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑεπιδιώκει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας), της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων κλπ. Και βέβαια γίνεται λόγος για ένα μοντέρνο ευρωπαϊκό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων που να εξυπηρετεί ταυτόχρονα την απασχόληση, να συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων κ.ά.[συνοπτική παρουσίαση Γ. Κουζής «Από το Μνημόνιο στην επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων», Αυγή, 10-Μαίου-2015].
Από μια γενική άποψη χρειάζεται να επισημανθεί το γεγονός της συνάρτησης ανάμεσα στην διαπραγματευτική ισχύ της μισθωτής εργασίας, της συνδικαλιστικής πυκνότητας και του ύψους της ανεργίας του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης και σύναψης συλλογικών συμβάσεων εξαρτάται από την πυκνότητα της συνδικαλιστικής παρουσίας στους κλάδους παραγωγής και στις επιχειρήσεις : Όσο μικρότερη είναι αυτή η τελευταία τόσο μεγαλύτερη είναι αδυναμία διεκδικήσεων των εργαζομένων απέναντι στο επιχειρηματικό κεφάλαιο, και αντίστροφα. Η συνδικαλιστική πυκνότητα με τη σειρά της εξαρτάται καθοριστικά από το επίπεδο απασχόλησης : Όσο διασφαλίζεται σε μια ορισμένη περίοδο μιας πλήρης σχετικά απασχόληση, τόσο μεγαλύτερη είναι η εργατική συνδικαλιστική συμμετοχή και άρα η διαπραγματευτική ισχύς της εργατικής τάξης και το αντίστροφο.
Η συνάρτηση διαπραγματευτικής ισχύος, συνδικαλιστικής πυκνότητας και επιπέδου απασχόλησης
α) Από αυτή την άποψη στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαπενταετία (1974 – 89), όπου το ποσοστό ανεργίας ήταν σχετικά χαμηλό ( 3% - 4% ), αναδεικνύονταν μια ισχυρή συνδικαλιστική συμμετοχή της μισθωτής εργασίας, σε εργοστασιακό και κλαδικό επίπεδο, που διεκδικούσε αυξήσεις μισθών, έλεγχο των απολύσεων, περιορισμό του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου. Μ’ αυτή την έννοια οι «ελεύθερες» συλλογικές διαπραγματεύσεις ήταν ο κανόνας και δεν ήταν παρά η καπιταλιστική εργοδοσία και το αστικό κράτος που επιχειρούσαν να τερματίσουν τον συλλογικό ταξικό ανταγωνισμό με την προσφυγή σε διαιτητικές διαδικασίες που ανέστελλαν την όποια αγωνιστική εργατική κινητοποίηση.
β) Σε μια δεύτερη φάση που κάλυψε την επόμενη εικοσαετία (1990 – 2008), μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας, η ανεργία άρχισε να παίρνει διψήφια νούμερα (από το 6% το 1990 στο 12% το 2000), εξ αιτίας της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής. Σ’ αυτή την περίοδο άρχισε να καταγράφεται μια σχετική αποψίλωση του συνδικαλιστικού δυναμικού της εργατικής τάξης, και να γίνεται ως εκ τούτου όλο και πιο συχνά η προσφυγή στον ΟΜΕΔ από τις εργατικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, στο βαθμό που οι εργοδοτικές οργανώσεις ήταν ισχυροποιημένες, ενώ οι εργατικές συλλογικότητες συστηματικά αιμορραγούσαν. Μέσα από αυτές τις προσφυγές επιβάλλονταν συνήθως η αστική κυβερνητική εισοδηματική πολιτική και η «διατίμηση» της μισθωτής εργασίας, γιατί ακριβώς το εργατικό κίνημα αδυνατούσε να ασκήσει αποτελεσματική απεργιακή πίεση στο επιχειρηματικό κεφάλαιο.
γ) Με την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, ξεκίνησε η διαδικασία εκκαθάρισης του μη επαρκώς αξιοποιουμένου (ζημιογόνου) κεφαλαίου, με το συνεχές κλείσιμο εκατοντάδων επιχειρήσεων του δευτερογενούς, αλλά και του τριτογενούς τομέα, της οικονομίας, πράγμα που σε σύντομο χρονικό διάστημα τετραπλασίασε το ποσοστό ανεργίας του εργατικού δυναμικού (από το 7% στο 27%). Παρόλες τις εν τω μεταξύ πανεθνικές πανεργατικές απεργίες απέναντι στις ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές (2010 – 11), η υπερδιόγκωση της ανεργίας έθεσε τέρμα στην εργατική κινητικότητα, εξ αιτίας της παραλυτικής της επίδρασης στον ενεργό εργατικό κόσμο. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τα μέτρα των μνημονίων, επέφεραν την σχεδόν ολοσχερή αποψίλωση των εργατικών συνδικάτων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (ενώ στον δημόσιο τομέα η σταθερότητα της απασχόλησης επέτρεπε την άσκηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών), την πλήρη διαπραγματευτική τους εξασθένιση, τη ραγδαία μείωση των εργατικών μισθών, την απονέκρωση των συλλογικών διαπραγματευτικών διαδικασιών, όπως και την ντε φάκτο αδρανοποίηση της δημοκρατικής συνδικαλιστικής νομοθεσίας του Ν. 1264/82.
Έτσι, η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπως και της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής (κυρίαρχα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων) στον ΟΜΕΔ, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2012, μαζί με την μείωση κατά 22% του κατώτερου μισθού και ημερομισθίου (από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ), ήρθε να επικυρώσει στο θεσμικό εποικοδόμημα μια ήδη υπαρκτή πραγματικότητα που επικρατούσε ήδη στην κοινωνική παραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας. Μ’ άλλες λέξεις, υπό την παραλυτική πίεση της ανεργίας υπογράγονταν συλλογικές συμβάσεις σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ατομικών συμφωνιών, που για πρώτη ιστορικά φορά προέβλεπαν μείωση των εργατικών αποδοχών. Οι εργατικοί μισθοί με βάση το 100 το 1990 έφτασαν στο 123 το 2008 και στη συνέχεια κατακρημνίστηκαν στο 90. [ΙΝΕ / ΓΣΕΕ «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, ετήσια έκθεση 2014» ].Μια τέτοια βίαιη μετάλλαξη τόσο σημαντικών κανόνων του εργατικού δικαίου δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία : Προηγείται πάντοτε η ντε φάκτο αποδόμηση αυτών των διαδικασιών από τους όρους της αντικειμενικής πραγματικότητας (υπέρμετρη αύξηση της ανεργίας, ισοπέδωση του εργατικού συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα).
Ο αμυντικός χαρακτήρας της προσφυγής στον ΟΜΕΔ και η αποκατάσταση της ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης
Το σημερινό κυβερνητικό εγχείρημα αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και δυνατότητας σύναψης συλλογικών συμβάσεων, ανταποκρίνεται στα σίγουρα στις ζωτικές ανάγκες του εργατικού κινήματος, στο βαθμό που η στέρησή τους του αφαιρεί τον πρωταρχικό λόγο της ύπαρξής του : Της δυνατότητας διαπραγμάτευσης της «τιμής» του «εμπορεύματος» εργατική δύναμη στον σύγχρονο καπιταλισμό. Εντούτοις η οικονομική κατάσταση καταστροφής (παραγωγικής, κοινωνικής κλπ.) που έχει προκληθεί στην προηγούμενη εξαετία της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και των μνημονιακών πολιτικών, οδηγεί σε μια σαφή εξασθένιση την άσκηση αυτών των συνδικαλιστικών συλλογικών ελευθεριών. Κι’ αυτό γιατί η διαπραγματευτική θέση της σημερινής εργατικής τάξης βρίσκεται στο ιστορικό ναδίρ της.
Η ανεργία συνεχίζει να βρίσκεται στο 27% της μισθωτής εργασίας (735.926 άνεργοι έναντι 2.034.610 απασχολουμένων, δηλαδή ενός συνόλου 2.770.536, σ’ ό,τι αφορά το δυναμικό της μισθωτής εργασίας, λαμβάνοντας βέβαια υπόψιν ότι το σύνολο των ανέργων ανέρχεται σε 1.280.101 άτομα έναντι συνολικού δυναμικού απασχολουμένων 3.539.085) και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδρά παραλυτικά στον ενεργό κόσμο της μισθωτής εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άκρατη μείωση του ποσοστού συνδικαλιστικής πυκνότητας και άρα την αδυναμία διεξαγωγής συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων διεκδίκησης αυξήσεων, ελέγχου απολύσεων, τακτικής πληρωμής μισθών κλπ. [Δ. Κατσορίδας «Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα», Αθήνα 2015]. Μ’ αυτή την έννοια η επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, προφανώς από την «αδύναμη» ταξικά θέση των εργαζομένων, έχει καίρια σημασία, τουλάχιστον ως μέσον κοινωνικής άμυνας.
Κατά συνέπεια η επαναφορά αυτής της δυνατότητας (άρθρα 11 και 16 του Ν. 1876/90) συμβάλλει στην προβολή μιας ορισμένης αντίστασης από την πλευρά του εργατικού συνδικαλισμού, στο βαθμό που οι διαιτητικές αποφάσεις του ΟΜΕΔ θα σέβονται, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, τα ισχύοντα κατώτατα μισθολογικά όρια, και δεν θα απολήγουν σε περαιτέρω μειώσεις των εργατικών αποδοχών[ σχετικά Π. Σερμπέζης «Ασφαλιστικά και εργασιακά θέματα», Θεσσαλονίκη 2015 ]. Εντούτοις αυτό το γεγονός, παρά την σχετική του σημασία, δεν σημαίνει και τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της «ελεύθερης» συλλογικής διαπραγμάτευσης, αφού ο ισχύον ταξικός συσχετισμός δυνάμεων είναι κατηγορηματικά υπέρ του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Ως εκ τούτου μόνον η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας με δραστικούς και ρηξικέλευθους όρους μπορεί να αποκαταστήσει τη διαπραγματευτική δύναμη του παράγοντα «μισθωτή εργασία», εφόσον από την άλλη όχθη η εργοδοσία έχει ενισχύσει τα μέγιστα την θέση της με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και την μαζική εκκαθάριση επιχειρήσεων. Αυτή η ριζοσπαστική πολιτική είναι που έχει προτεραιότητα έναντι των οποιονδήποτε άλλων προτεραιοτήτων, και που μπορεί να έχει ευνοϊκά αποτελέσματα στην συνολική οικονομική δραστηριότητα. Η χορήγηση επιδομάτων ανεργίας στο σύνολο των ανέργων (έναντι του σημερινού 12% που λαμβάνει επίδομα ανεργίας), η άμεση δημιουργία των 300 χιλιάδων θέσεων προσωρινής διετούς απασχόλησης με χρηματοδότηση 5 δισεκατ. ευρώ από τα κονδύλια του τρέχοντος ΕΣΠΑ ή την ισχυρή φορολόγηση των κερδοφόρων εταιριών, η παραγωγική διάσωση των επιχειρήσεων που βρίσκονται στην τροχιά της εκκαθάρισής τους κ.ά. Αυτή είναι η θεμελιώδης κοινωνική προϋπόθεση για να αποκτήσουν οι νομικές διαστάσεις του εποικοδομήματος πραγματική υλική ισχύ στην παραγωγική και ταξική πραγματικότητα.
Θεσσαλονίκη – Μάιος 2015