1) Η κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η καπιταλιστική παλινόρθωση συνοδεύτηκε από μεγάλη κινητικότητα.

Παλιά κράτη διαλύθηκαν, νέα συγκροτήθηκαν, νέες αντιθέσεις δημιουργήθηκαν. Το παράδειγμα της κοντινής μας πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, καθώς και της ΕΣΣΔ, είναι χαρακτηριστικό. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων χαρακτηρίζεται από την αναζωπύρωση των εθνικισμών, μεγαλοϊδεατισμών, επεκτατισμών και την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής. Η καπιταλιστική παλινόρθωση και η επικράτηση της αγοράς μπορούσε να γίνει μόνο στη βάση ενός εθνικού χώρου. Έτσι, μόνο, μέσω του εθνικισμού οι νέες ανερχόμενες αστικές τάξεις μπορούσαν να δημιουργήσουν εθνικά καπιταλιστικά κράτη

2) Είναι γεγονός ότι ο εθνικισμός σαν ιδεολογία, αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά καθημερινά κοινωνικά προβλήματα και καλλιεργεί μίσος στους γειτονικούς λαούς, διότι συμπλέει με τις ρατσιστικές θεωρίες περί «φυλετικής ανωτερότητας» ή «κατωτερότητας» ορισμένων λαών και ξενοφοβίας. Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ελλάδα με το Μακεδονικό, όπου, από το 1992, με τα συλλαλητήρια, καλλιεργήθηκε κλίμα εθνικισμού, συνοδευόμενο και από απαράδεκτα φαινόμενα ιδεολογικής και κατασταλτικής τρομοκρατίας, καθώς επίσης ποινικοποίησης και δίωξης ιδεών και διαφορετικών απόψεων (π.χ. η δίωξη του Σ.Ε.Κ. εξαιτίας του βιβλίου που κυκλοφόρησε τότε ή της Ο.Α.ΚΚΕ για την αφίσα της κλπ.). Ταυτόχρονα, όλα αυτά, τροφοδοτούνταν και από τον ανάλογο εθνικισμό και τις μεγαλοϊδεάτικες βλέψεις, που καλλιεργούνταν στο κράτος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (FYROM).

3) Το Μακεδονικό πρόβλημα είναι προϊόν μιας μακράς ιστορικής πορείας των βαλκανικών λαών προς την εθνική τους συγκρότηση, η οποία εμπεριέχει τη διεκδίκηση εδαφών από όλες τις χώρες που ενεπλάκησαν σ’ αυτό το ζήτημα. Στο χώρο της ευρύτερης Μακεδονίας, από την εποχή ακόμη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν κατοικούσε μόνο ένα έθνος, αλλά ένα σύνολο από πολλά έθνη. Ήταν η δημιουργία ζωνών από ομοιογενή εθνικά κράτη, που οδήγησε -με τη σύμφωνη γνώμη και των τριών βαλκανικών χωρών (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας)- στον διαμελισμό, το 1913, των επιμέρους τμημάτων, όπου το μεγαλύτερο τμήμα της ευρύτερης Μακεδονίας (51,57%) το κράτησε η Ελλάδα, ενώ η Σερβία κράτησε το 38,2% και η Βουλγαρία το 10,11%. Έτσι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική -κάτι το οποίο δεν πρέπει να ξεχνούμε- στις αρχές περίπου του 20ου αιώνα, μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με αμοιβαίες ανταλλαγές πληθυσμών και με τον ερχομό Ελλήνων μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

4) Όπως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μόνο το μέρος της Μακεδονίας που ανήκει στην ελληνική επικράτεια είναι ελληνικό, άλλο τόσο δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι υπάρχει και άλλη Μακεδονία που δεν είναι ελληνική. Μέρος αυτής της Μακεδονίας, όπου βασική πληθυσμιακή της συνιστώσα είναι το σλάβικο στοιχείο, αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν επιτρέπεται να την καταργούμε αυθαίρετα με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, όπως «κρατίδιο», «σκοπιανοί» κ.ά.τ. Έχουμε, μήπως, σκεφθεί πως όταν τους αποκαλούμε «κρατίδιο» ό,τι η Κύπρος είναι το 1/4 αυτού του κράτους; Θα θέλαμε να την αποκαλούν «κρατίδιο»;

5) Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσον οι Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας δικαιούνται να ονομάζονται Μακεδόνες, ούτε αντίστοιχα κατά πόσον οι γείτονές μας έχουν το ίδιο δικαίωμα, σύμφωνα με τους ίδιους τίτλους. Αν είναι αυτό το κριτήριο, τότε ούτε οι μεν ούτε οι δε δικαιούνται να αποκαλούνται Μακεδόνες, αλλά ούτε οι κάτοικοι της σημερινής Αθήνας των 4.000.000 ανθρώπων δικαιούνται να αποκαλούνται Αθηναίοι, επειδή οι περισσότεροι έχουν άλλο μέρος καταγωγής. Δεν είναι ζήτημα τίτλων. Διότι, πρέπει να επισημάνουμε, ότι ο όρος Μακεδονία-Μακεδόνας, ουσιαστικά χρησιμοποιείται, πάλι, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Όμως και τότε, δεν δήλωνε ένα έθνος, αλλά ένα πολυεθνικό πληθυσμό που κατοικούσε στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μάλιστα, με βάση τα ιστορικά γεγονότα, το κίνημα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάνει την εμφάνισή του το 1893, ενώ στις 20 Ιουλίου 1903, την ημέρα του Προφήτη Ηλία, γίνεται η εξέγερση του Ίλιντεν, και ιδρύεται η Μακεδονική Δημοκρατία, η οποία όμως καταστέλλεται βίαια από τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Η κρατική χειραφέτηση έγινε με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το 1945, στο πλαίσιο της Γιουγκοσλάβικης Ομοσπονδίας, η οποία όμως διαλύθηκε και άρα ο λαός αυτός διεκδικεί να έχει το όνομα με βάση το οποίο έχει μάθει.

6) Το Μακεδονικό έχει οδηγηθεί σε σοβαρό αδιέξοδο εξαιτίας των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες, προσπαθώντας να αποπροσανατολίσουν το λαό από τα κοινωνικά προβλήματα, καλλιέργησαν, κάθε φορά όπως τους συνέφερε, τον εθνικισμό. Επιπρόσθετα, το πρόβλημα είναι γενικότερο, με την έννοια ότι κάποιες φωνές είχαν, ήδη, προειδοποιήσει από το 1992, για την αδιέξοδη γραμμή σχετικά με το ζήτημα αυτό. Όμως, δεν εισακούστηκαν. Αντίθετα, κυριάρχησαν οι άκρως επικίνδυνες εθνικιστικές απόψεις. Επίσης, ευθύνη έχουν και όσα τμήματα της Αριστεράς, με την άκαμπτη στάση τους στο Μακεδονικό, συνέβαλαν στο να καλλιεργηθούν εθνικιστικές απόψεις στο λαό.

7) Η διαμόρφωση της εν λόγω κατάστασης, έχει ως συνέπεια να εμφανίζεται η Ελλάδα, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, ως εκείνη που θέλει να επιβάλει το όνομα που θα έχει άλλο κράτος και οι κάτοικοί του, παραβιάζοντας την «Αρχή του αυτοπροσδιορισμού» (άρθρο 41 του χάρτη των Παρισίων), ο οποίος λέει ότι ο καθένας είναι ως προς την εθνική του καταγωγή αυτό που δηλώνει. Ήδη, πάνω από 120 χώρες, η απόλυτη πλειοψηφία των κρατών-μελών του ΟΗΕ, αναγνωρίζουν τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Όταν, λοιπόν, υποστηρίζεται από πολλούς ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», τότε οι ερμηνείες είναι δύο: είτε είμαστε ανιστόρητοι και αγνοούμε ότι η Μακεδονία διαμελίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη και της Ελλάδας είτε αμφισβητούμε τον διαμελισμό και άρα ο ελληνικός καπιταλισμός έχει σχέδια προσάρτησης και των άλλων δύο μακεδονικών περιοχών. Αν δεν ισχύει τίποτε από τα δύο, τότε είναι λάθος να αποφασίσουμε εμείς για τη συνείδηση των άλλων, όπως δεν επιτρέπουμε σε άλλους να αποφασίσουν για τη δική μας συνείδηση. Διότι, το περιεχόμενο της συνείδησης ενός λαού καθορίζεται από εκείνο που πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και όχι από αυτό που διατείνονται οι άλλοι. Αν αποδεχόμαστε ότι «το όνομα είναι η ψυχή μας», τότε το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς: δηλαδή ότι «το όνομα τους είναι η ψυχή τους». Το να θες να επιβάλλεις το όνομα του γούστου σου σε κάποιον άλλο είναι η αντίληψη του Νονού. Το να ξαναβαφτίζεις, λοιπόν, κάποιον με το όνομα που εσύ θέλεις αποδεικνύει τη σχέση κυριότητας επάνω του, όπως ακριβώς κάνουν οι άρχουσες τάξεις της Τουρκίας, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν Κούρδοι ή της Αγγλίας ότι δεν υπάρχουν Ιρλανδοί ή του Ισραήλ ότι δεν υπάρχουν Παλαιστίνιοι κ.ό.κ.

8) Η ελληνική άρχουσα τάξη ή μερίδα της, μέσω του ονόματος της γειτονικής χώρας επιδιώκει να υποχρεώσει την άρχουσα τάξη του κράτους αυτού να παραδεχτεί ότι είναι εξάρτημα του ελληνικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος μάλιστα έρχεται πρώτος σε επενδύσεις σε σχέση με άλλα κράτη της Δύσης. Συγκεκριμένα, τα επενδυμένα ελληνικά κεφάλαια εκεί, υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν το 1 δις ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το 35% του μεριδίου της αγοράς. Γενικά, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη FYROM, κατέχοντας μερίδιο της τάξης του 70% των άμεσων ξένων επενδύσεων. Υπό αυτή την έννοια, είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι ένας λαός δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, από τους οποίους το 30%, περίπου, είναι Αλβανοί και ένας επιπλέον μικρός αριθμός είναι Τσιγγάνοι, Βλάχοι και Μουσουλμάνοι, ο οποίος έχει πολλά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, χωρίς στρατό, βιομηχανία και με εξαρτημένη οικονομία μπορεί να απειλήσει τον ελληνικό καπιταλισμό. Μάλλον το αντίθετο μπορεί να συμβεί.

9) Οι κάτοικοι της γειτονικής μας χώρας δικαιούνται να προβάλουν μια ταυτότητα που διαμόρφωσαν οι ίδιοι, όπως όλοι οι λαοί, στην πορεία της ιστορίας τους. Και η ιστορική τους διαμόρφωση επιβεβαιώνεται από διάφορες πηγές. Για παράδειγμα, ο Παύλος Μελάς, την εποχή του Μακεδονικού αγώνα, σε επιστολές προς τη γυναίκα του, Ναταλία (περιλαμβάνονται στο βιβλίο της τελευταίας με τίτλο, «Παύλος Μελάς», Αθήνα 1964),  γράφει τα εξής: «Ανερχόμεθα και ημείς εις το χαγιάτι και τα ‘’ντόμπρο βέτσερ’’ των γυναικών (δεν γνωρίζουν λέξιν ελληνικά) και τα ‘’καλώς ορίσατε αδέλφια’’ των ανδρών δίνουν και παίρνουν..» (σελ. 239). «Το απόγευμα… κατόπιν προσκλήσεως του Κώτα, συγκεντρώθησαν εις το δωμάτιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικότατα –μετέφραζε ο Πύρζας– ωμίλησε, μακεδονικά, ο Κώτας» (σελ. 241). «Ο διδάσκαλος βάζει τα παιδιά να τραγουδήσουν κάτι. Δεν εννοήσαμεν αν η γλώσσα ήτον η μακεδονική ή η ελληνική» (σελ. 244). «Έμαθα και ολίγας μακεδονικάς λέξεις, που λέγω εις τας γυναίκας και μητέρας προπάντων και ενθουσιάζονται μαζί μου…» (σελ. 253). Ο δε Χ. Τρικούπης, αναφέρει (1880) ότι «…όταν έλθει ο μέγας πόλεμος… η Μακεδονία θα γίνη ελληνική ή βουλγαρική κατά τον νικήσαντα. Αν την λάβωσιν οι Βούλγαροι δεν αμφιβάλλω ότι εντός ολίγων ετών θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς την λάβωμεν, θα τους κάμωμεν όλους Έλληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας» (δες Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμος 12, σελ. 478-479 και 499). Από τα προαναφερθέντα διαπιστώνουμε ότι έγινε μεγάλος αγώνας και πολλές εθνοκαθάρσεις για το σε ποιο κράτος θα προσαρτηθεί η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Το μεγαλύτερο προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Όμως, ένα τμήμα είναι αυτό, το οποίο ήταν στην ομόσπονδη πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία, όπου από το 1945 φέρει επίσημα το όνομα «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το οποίο, μετά τη διάλυσή της και την ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους κρατών της, ζητά να αναγνωρισθεί με το όνομα με το οποίο έμαθαν και μεγάλωσαν αρκετές γενιές από τους κατοίκους της.  

10) Είναι γεγονός ότι και στη FYROM υπάρχουν εθνικιστικές εξάρσεις και επεκτατικές βλέψεις. Αυτή, εξάλλου, είναι η αντίληψη του κάθε εθνικισμού, μηδέ εξαιρουμένου του ελληνικού. Μπορούν, βέβαια, να αντιμετωπισθούν με πλήρη διασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, μέσα από διεθνείς και διμερείς εγγυήσεις, την φιλία, την πολιτιστική ανάπτυξη και τη μόρφωση των λαών και με την αναζήτηση ενδεχομένως μιας σύνθετης ονομασίας, η οποία θα λαμβάνει κατά το δυνατόν υπόψη τα ιστορικά και γεωγραφικά δεδομένα και θα σέβεται το εθνικό αίσθημα και των Ελλήνων γειτόνων. Όταν τρεις περιοχές προσδιορίζονται με το ίδιο όνομα, αποτελεί χειρονομία καλής θέλησης να εξειδικεύσει κάθε κράτος το δικό του αυτοπροσδιορισμό, λαμβάνοντας υπόψη την αντίστοιχη επιθυμία της άλλης πλευράς. 11) Η επίλυση του προβλήματος είναι, πρωτίστως, ζήτημα των εργατικών τάξεων της περιοχής και ιδιαίτερα της ελληνικής εργατικής τάξης, ως η τάξη ενός ισχυρού έθνους, η οποία θα πρέπει να δηλώσει ότι είναι ανεπιφύλακτα κατά της βίας, του πολέμου, της εθνικιστικής υστερίας, της διεκδίκησης ξένων εδαφών, και υπέρ της ειρήνης, του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση και του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των μειονοτήτων. Να καταδικάσει κατηγορηματικά κάθε εμφάνιση ρατσισμού και ξενοφοβίας και να ταχθεί ενάντια σε κάθε εθνική, φυλετική ή θρησκευτική διάκριση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προστατευτούν απολύτως και τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών που βρίσκονται στην Ελλάδα, της μουσουλμάνικης μειονότητας, της σλαβομακεδονικής και γενικά κάθε μειονότητας.

12) Η υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης κάθε Δημοκρατίας, με εγγυήσεις για όλες τις εθνότητες και μειονότητες που υπάρχουν στο εσωτερικό κάθε κράτους, είναι η μόνη λύση ενάντια στην διάσπαση, τον κατακερματισμό και τον κίνδυνο του πολέμων. Επίσης, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της Αριστεράς ότι η τελική λύση του εκάστοτε εθνικού ζητήματος, θα επέλθει σε μια γνήσια σοσιαλιστική δημοκρατία, ως η μόνη εγγύηση για την ειρήνη και τη φιλία ανάμεσα στους λαούς.

13) Τα Βαλκάνια, εκτός από πολέμους, έχουν να δείξουν και αιώνες δημιουργικής συνύπαρξης των λαών. Τα οράματα και οι θεμελιώσεις του Ρήγα Φεραίου, οι οποίες εκφράστηκαν μέσα από τον «Θούριο» και τη «Χάρτα» για μια Βαλκανική Ομοσπονδία, σήμερα γίνονται πάλι επίκαιρα, στο πλαίσιο, όμως, μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Αποτελούν και θα αποτελούν πηγή έμπνευσης και δεξαμενή ιδεών για τους επερχόμενους αγώνες των λαών εναντίον του σημερινού κεφαλαίου. Είναι δε η μόνη εναλλακτική λύση αντί για τη «Μεγάλη Σερβία», τη «Μεγάλη Βουλγαρία», τη «Μεγάλη Αλβανία», τη «Μεγάλη Μακεδονία» ή τη «Μεγάλη Ελλάδα», οι οποίες θα μπορούσαν να οικοδομηθούν σαν «Μεγάλες», μόνο μέσα από ατελείωτους πολέμους, μετακινήσεις πληθυσμών, εθνοκαθάρσεις και αιματοκύλισμα των λαών, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία.

Ετικέτες