Την Παρασκευή 15 Νοέμβρη, την πρώτη ημέρα του τριήμερου εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, 150-200 μέλη της ΑΡΑΣ επιτέθηκαν με τραμπούκικο και δολοφονικό τρόπο σε ομάδες αναρχικών στο όνομα των φοιτητικών συλλόγων με επιχείρημα τάχα την περιφρούρηση του Πολυτεχνείου.

Από αυτή την επίθεση περίπου 15 άτομα κατέληξαν στο νοσοκομείο με σοβαρούς τραυματισμούς, οι οποίοι μάλιστα στη συνέχεια συνελήφθησαν, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν κάνει τίποτα. 

Δυστυχώς αυτή η πρακτική δεν είναι καινούργια, όμως η ωμότητα και η σκληρότητά της αυτή τη φορά ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Και επίσης δυστυχώς, αντίστοιχες μέθοδοι έχουν υιοθετηθεί στο παρελθόν από πολιτικές δυνάμεις, οργανώσεις και συλλογικότητες τόσο στον χώρο της Αριστεράς όσο και στον χώρο της Αναρχίας. Ωστόσο, όσα συνέβησαν στο Πολυτεχνείο αποτέλεσαν τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είναι απαραίτητο τέτοιες πρακτικές να απομονωθούν και να περιθωριοποιηθούν από το μαζικό κίνημα. Για να γίνει αυτό, η σχεδόν καθολική καταδίκη τους από τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αποτελεί την αναγκαία πολιτική βάση. Όμως χρειάζεται και ένα πραγματικό μέτωπο απονομιμοποίησης και περιθωριοποίησης αυτών των συμπεριφορών μέσα στα σχήματα και τους χώρους. 

Σε καμία περίπτωση και για κανέναν λόγο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια δολοφονική επίθεση σε οποιοδήποτε πλαίσιο, πόσο μάλλον στον τριήμερο εορτασμό του Πολυτεχνείου. Ο οποίος φέτος ήταν πολύ μαζικός, με χιλιάδες κόσμου να έρχονται να συμμετέχουν σε πολιτικές εκδηλώσεις και συζητήσεις και να αποτίσουν φόρο τιμής στην εξέγερση του Νοέμβρη. Οι οργανώσεις που υιοθετούν τέτοιες πρακτικές και οι άνθρωποι που τις υλοποιούν και τις στηρίζουν πρέπει να απομονωθούν αποφασιστικά μέσα στο μαζικό κίνημα. Από αυτή την άποψη, ορθώς σχεδόν όλες οι πολιτικές οργανώσεις καταδίκασαν την επίθεση της ΑΡΑΣ στο Πολυτεχνείο στις 15/11. 

Μαζική πολιτική συμμετοχή

Ωστόσο, ανακύπτουν ζητήματα που ταλανίζουν μεγάλα τμήματα της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου, γύρω από την ανάγκη της περιφρούρησης της διαδήλωσης, της εκδήλωσης, της απεργίας κλπ. Καταρχάς, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ως ανάγκη περιφρούρησης μπορεί να νοηθεί μόνο η ανάγκη αυτοπροστασίας του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών αγώνων απέναντι στην καταστολή και τις προβοκάτσιες του κράτους και της αστυνομίας. Δεν έχει καμία σχέση η περιφρούρηση μίας εργατικής απεργίας ή μιας φοιτητικής κατάληψης από την κρατική καταστολή με την αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών κατευθύνσεων και πρακτικών που εκφράζονται από διαφορετικά τμήματα του κινήματος. Και ο ίδιος ο εορτασμός του Πολυτεχνείου και το άσυλο έχει προστατευτεί από επιθέσεις της κρατικής καταστολής, από τους φοιτητικούς συλλόγους, τα σωματεία, τις πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς και φυσικά με τη μαζική συμμετοχή του κόσμου.

Πώς περιφρουρούμε, πώς προστατεύουμε τους αγώνες μας και τις ίδιες μας τις εαυτές απέναντι στην κρατική καταστολή; Η απάντηση απέναντι στην κρατική καταστολή δεν μπορεί να είναι η στρατιωτικού τύπου οργάνωση (ή ακόμα χειρότερα εκπαίδευση) αγωνιστών/τριών απέναντι σε ένα κράτος του οποίου τα σώματα καταστολής στρατιωτικοποιούνται όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα για το δικό μας κόσμο να νικήσει με ένα καδρόνι και ένα κράνος απέναντι σε έναν επαγγελματικό κρατικό μηχανισμό με απεριόριστους πόρους σε όπλα, δακρυγόνα, εξαρτύσεις κλπ. 

Δεν είναι μόνο ότι τα σώματα καταστολής υπερέχουν «τεχνικά». Μια τέτοια προσέγγιση υποτιμάει τη μαζική δύναμη της δράσης των ανθρώπων της εργατικής τάξης από τα κάτω, ανεξάρτητα από τη σωματική τους διάπλαση, το φύλο, την ηλικία. Η εμπειρία των κοινωνικών αγώνων, τόσο ιστορικά όσο και στις σύγχρονες συνθήκες, δείχνει με απόλυτη σαφήνεια ότι η ουσιαστική προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί η κρατική καταστολή δεν βρίσκεται στην «τεχνική» ή επιχειρησιακή υπεροχή απέναντι στους μηχανισμούς της αστυνομίας. Κανένα κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί —ούτε χρειάζεται— να μπει σε έναν στρατιωτικό ανταγωνισμό ισχύος με ένα κράτος που διαθέτει απεριόριστους πόρους, μέσα και προσωπικό. Αυτό που μπορεί όμως να κάνει, και που ιστορικά έχει αποδειχθεί πιο αποτελεσματικό, είναι να χτίσει βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη και στα κοινωνικά κινήματα.

Ενάντια σε λογικές υποκατάστασης

Το άλλο πρόβλημα το οποίο ανακύπτει είναι αυτό της λεγόμενης υποκατάστασης: οι πιο αποφασισμένοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν είτε την «περιφρούρηση» είτε τη «σύγκρουση» στο όνομα πάντα μαζικών φορέων, οι οποίοι τις περισσότερες φορές (αν όχι όλες) δεν έχουν εγκρίνει ποτέ σε καμία δημοκρατική διαδικασία τέτοιες επιλογές. Η επιλογή της ΑΡΑΣ να εξαπολύσει αυτή την επίθεση στο Πολυτεχνείο με περιβραχιόνια και αυτοκόλλητα που έγραφαν «Φοιτητικοί Σύλλογοι», είναι μία ακραία εκδοχή αυτού του προβλήματος. Κάθε εκδοχή υποκατάστασης κάνει ρητά ή άρρητα την παραδοχή ότι κάποιοι, συνήθως οργανωμένοι, «ξέρουν καλύτερα» από τους πολλούς και τις πολλές και αναλαμβάνουν δράση στο όνομά τους και όχι μαζί τους. Όμως, τους αγώνες δεν τους κάνουν μόνο οι οργανωμένοι/ες αγωνιστές/τριες όπως τις επαναστάσεις δεν τις κάνουν μόνο οι επαναστάτες/τριες, αλλά η πολύμορφη και πολύχρωμη εργατική τάξη των ανδρών, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, των ανθρώπων με αναπηρία, των νέων, των μεταναστών/τριών. Θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να ξεριζωθεί αυτή η λογική από τους χώρους της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του χώρου της αναρχίας.

Απέναντι στην εικόνα μιας διαδήλωσης και ενός μπλοκ που «περιφρουρείται» από κράνη και καδρόνια των «ειδικών» (που κατά κανόνα είναι και άντρες) προτάσσουμε μια εικόνα πολύμορφου, πολύχρωμου και συμπεριληπτικού μπλοκ που θα καλεί τον κόσμο να συμμετέχει στη διαδήλωση, να φωνάζει συνθήματα με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή μαζικότητα της διαδήλωσης. Οι μεγάλοι κοινωνικοί εργατικοί αγώνες των προηγούμενων χρόνων έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη σκληρή κρατική καταστολή, με το πιο πρόσφατο αποκορύφωμα να είναι οι απεργίες και οι διαδηλώσεις στις πλατείες (και ιδιαίτερα στην πλατεία Συντάγματος) το καυτό καλοκαίρι του 2011. Ο κόσμος αντιστάθηκε στην καταστολή με όπλο τη μαζικότητα, την πολιτική αποφασιστικότητα, την επιμονή να μην υποχωρήσει εφευρίσκοντας τρόπους να αντέξει τις επιθέσεις της αστυνομίας. Και αυτό δεν έγινε από κάποιους ειδικούς της περιφρούρησης ούτε από «αυτόκλητους προστάτες». 

Η πραγματική μας δύναμη βρίσκεται στη μαζικότητα, στη συμμετοχή και στη δυνατότητα να υπερασπιζόμαστε συλλογικά τους αγώνες μας, τους δημόσιους χώρους, τις γειτονιές, τις σχολές και τα σχολεία μας. Η μαζική συλλογική δράση λειτουργεί αποτρεπτικά, σπάει την αίσθηση παντοδυναμίας της αστυνομίας και δημιουργεί όρους πολιτικού κόστους για κάθε επιθετική ενέργεια του κράτους ή του παρακράτους. Τότε η κρατική καταστολή χάνει έναν κρίσιμο σύμμαχό της: τη δυνατότητα να στοχοποιεί απομονωμένα άτομα. 

Τα φετινά γεγονότα οφείλουν να αποτελέσουν αφορμή για την πλήρη απομόνωση τέτοιων πρακτικών στο εσωτερικό του μαζικού κινήματος και της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και για το άνοιγμα όλης της υπόλοιπης συζήτησης με ανοιχτό τρόπο. Αυτά τα γεγονότα ανέδειξαν με σκληρό τρόπο τα όρια και τις αντιφάσεις μιας λογικής που ευτελίζει την έννοια της συλλογικής οργάνωσης και της περιφρούρησης. Αν κάτι προκύπτει καθαρά από αυτή την εμπειρία, είναι ότι το μαζικό κίνημα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τη δύναμη των πολλών, αλλά έχει πολλά να χάσει αν επιτρέψει σε μικρές και κλειστές ομάδες να λειτουργούν ως υποκατάστατο των ίδιων των αγωνιζόμενων. Με τη μαζική δράση, τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, τη δημοκρατική οργάνωση μπορούμε όχι μόνο να υπερασπιστούμε τους αγώνες μας απέναντι στην κρατική καταστολή, αλλά και να τους κάνουμε πιο αποτελεσματικούς, πιο μαζικούς και πιο ριζοσπαστικούς. Η προοπτική των κοινωνικών αγώνων βρίσκεται στη δύναμη των πολλών —και σε αυτή τη δύναμη οφείλουμε να επενδύσουμε. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες