Συµπληρώνονται φέτος 15 χρόνια από τον Δεκέµβρη του 2008, όταν η κρατική-αστυνοµική δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πυροδότησε µία µαζική νεολαιίστικη εξέγερση, µε βασικούς πρωταγωνιστές τους µαθητές και τις µαθήτριες σε όλη την Ελλάδα
Ήταν µία γνήσια εξέγερση τόσο απέναντι στη δολοφονική αυθαιρεσία της κρατικής καταστολής όσο και απέναντι στο µέλλον που επιφυλασσόταν για µία ολόκληρη γενιά, που της έµελλε να είναι η πρώτη που ζει πλέον την ενήλικη ζωή της χειρότερα από την προηγούµενη. Ακόµα, χρόνια µετά, η ΕΛΑΣ εξακολουθεί να δολοφονεί νέους ανθρώπους.
Κατασταλτική θωράκιση
Οι µαζικές κινητοποιήσεις εκείνου του Δεκέµβρη λοιδωρήθηκαν ως «µπάχαλα» και ταραχές από τα συστηµικά ΜΜΕ και τα αστικά κόµµατα (συµπεριλαµβανοµένου δυστυχώς και του ΚΚΕ), όµως οι συστηµικές/καθεστωτικές δυνάµεις κατανοούσαν ότι ήταν απότοκο ενός µαζικού αισθήµατος απογοήτευσης και µαταίωσης προσδοκιών. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα συνθήµατα της εξέγερσης ήταν «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές µας µέρες». Λίγες µέρες πριν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η τότε κυβέρνηση Καραµανλή δώριζε 28 δις ευρώ στις τράπεζες.
Η απάντηση στην κάµψη της δυναµικής των κινητοποιήσεων, ήταν η κατασταλτική θωράκιση του κράτους. Στην αυγή της µεγάλης καπιταλιστικής κρίσης των επόµενων χρόνων, η εξέγερση του Δεκέµβρη ήταν µία εικόνα από το τι θα ακολουθούσε στο επίπεδο της κοινωνικής αντίστασης. Πράγµατι, οι µεγάλες κινητοποιήσεις και οι απεργίες ενάντια στα µνηµόνια τα επόµενα χρόνια το απόδειξαν. Εκείνη την εποχή εγκαινιάζεται µία περίοδος συστηµατικής ενίσχυσης των κατασταλτικών µηχανισµών. Στις αρχές του 2009 ιδρύονται οι πρώτες µηχανοκίνητες τραµπούκικες συµµορίες που µετεξελίχθηκαν στις οµάδες ΔΙΑΣ και ΔΡΑΣΗ (πρώην ΔΕΛΤΑ), ενώ συστηµατοποιείται η καθηµερινή παρουσία δυνάµεων των ΜΑΤ στο κέντρο, γύρω από τα πανεπιστήµια και στη γειτονιά των Εξαρχείων.
Όλες οι κυβερνήσεις έχουν δώσει πλήρη πολιτική κάλυψη στη δράση της αστυνοµίας, δίνοντας το σήµα πως «µπορείτε να χτυπάτε και να δολοφονείτε ελεύθερα» µέσα από τη συστηµατική ατιµωρησία της αστυνοµικής βίας και των δολοφονιών που έχουν τελεστεί από ένστολους. Κάθε χρόνο µετράµε νεκρούς από την υπέρµετρη αστυνοµική βία. Κάθε χρόνο «µεµονωµένα περιστατικά» κοστίζουν τις ζωές ανθρώπων. Τα «µεµονωµένα περιστατικά» της δολοφονικής δράσης της ΕΛΑΣ δεν είναι µεµονωµένα αλλά αποτελούν καθεστώς.
Δολοφονική ατιµωρησία
Τον προηγούµενο µήνα, αστυνοµικοί στη Βοιωτία δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον 16χρονο Ροµά, Χρήστο Μιχαλόπουλο, επειδή δε σταµάτησε µε το αυτοκίνητο σε έλεγχο της αστυνοµίας. Όλα τα στοιχεία, οι µαρτυρίες και τα ρεπορτάζ, υποδεικνύουν ότι ήταν µία εν ψυχρώ εκτέλεση ενός παιδιού από πάνοπλους αστυνοµικούς. Είναι η τρίτη δολοφονία νεαρού Ροµά τα τελευταία δύο χρόνια, µετά τις δολοφονίες του Νίκου Σαµπάνη και του Κώστα Φραγκούλη. Και οι τρεις δολοφονίες είναι µετά από καταδιώξεις όπου τα όπλα των αστυνοµικών εκπυρσοκρότησαν. Παρά τις διαβεβαιώσεις των αρµόδιων υπουργών και της ΕΛΑΣ ότι κάθε περίπτωση από αυτές ήταν εξαίρεση -η «κακιά στιγµή»- και πως οι εµπλεκόµενοι αστυνοµικοί παραβίασαν τον κανονισµό των καταδιώξεων, όταν αυτό επαναλαµβάνεται τρεις φορές µέσα σε δύο χρόνια τότε δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας. Το µήνυµα είναι σαφές: οποιαδήποτε µορφή ή υπόνοια ανυπακοής σε έλεγχο ή εντολή της αστυνοµίας µπορεί να σου κοστίσει τη ζωή.
Μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η συστηµική επιχειρηµατολογία προσπαθούσε να αποδώσει χαρακτηριστικά στο θύµα για να δικαιολογήσει µέχρι έναν ορισµένο βαθµό τα αδικαιολόγητα, µε τρόπο εξοργιστικό. Ήδη από τις πρώτες ώρες µετά τη δολοφονία διατυπώνονταν ερωτηµατα όπως «τι ήθελε ένας δεκαπεντάχρονος στα Εξάρχεια», σα να µην είναι µία γειτονιά µε κανονικούς ανθρώπους όλων των ηλικιών, τον χαρακτήριζαν πολιτικά ως αναρχικό, το MEGA είχε παραποιήσει βίντεο την ώρα της δολοφονίας προσθέτωντας ήχους από συµπλοκές και συνθήµατα. Στηνόταν µία ολόκληρη εκστρατεία επίθεσης στο χαρακτήρα του θύµατος -αλλά και στην περιοχή των Εξαρχείων που διαπράχθηκε το έγκληµα- ώστε να δικαιολογηθεί η χρήση όπλου απέναντι σε ένα άοπλο παιδί. Ουσιαστικά, ήταν µία εκστρατεία υποβάθµισης της ανθρώπινης ζωής: εάν είσαι ή κάνεις όλα αυτά που έκανε ο Γρηγορόπουλος (πραγµατικά ή όχι , λίγη σηµασία έχει) η ζωή σου δε µετράει το ίδιο.
Το ίδιο µοτίβο ισχύει σε πολύ µεγαλύτερο βαθµό για τους Ροµά, µία οµάδα ανθρώπων που αντιµετωπίζονται συστηµατικά από το ελληνικό κράτος ως πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Μεγάλα τµήµατα του πληθυσµού των Ροµά στην Ελλάδα δεν έχουν πρόσβαση στην εργασία, στο εκπαιδευτικό σύστηµα, στη δηµόσια υγεία. Πάνω σε αυτή την πραγµατικότητα έχει κατασκευαστεί και µία a priori εικόνα του Ροµά – εγκληµατία, η οποία τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον κοινωνικό αποκλεισµό που επιβάλλει το ελληνικό κράτος. Εάν κάθε Ροµά είναι εν δυνάµει εγκληµατίας, τότε κάθε πρακτική καταστολής µπορεί να δικαιολογηθεί. Αρκεί να αναλογιστούµε ότι στην περίπτωση του Χρήστου Μιχαλόπουλου, κανένας επιβάτης δεν οπλοφορούσε (άρα κανέναν κίνδυνο δε διέτρεχαν οι αστυνοµικοί), το όχηµα δεν ήταν κλεµµένο, άρα δε φαίνεται τίποτα να δικαιολογεί τη χρήση όπλου, πέρα από το ήταν Ροµά.
Οι αποδέκτες της δολοφονικής µανίας της ΕΛΑΣ διευρύνονται και δεν είναι «προνόµιο» των κοινωνικά αποκλεισµένων. Πρόσφυγες (ένας 20χρονος Σύρος πρόσφυγας λίγους µήνες πριν δολοφονήθηκε από την αστυνοµία πάλι µετά από καταδίωξη) και µετανάστες, Ροµά, νέοι και νέες, φοιτητές και εργαζόµενες. Αρκεί να µη συµµορφωθείς «προς τας υποδείξεις» για να µπεις στη λίστα των υποψήφιων θυµάτων της ΕΛΑΣ. Τέτοια είναι η ιστορία της δολοφονίας του 52χρονου Κώστα Μανιουδάκη τον προηγούµενο Ιούλιο στα Χανιά, µετά από αστυνοµικό έλεγχο στο αµάξι του. Την υπόθεση έχει προσπαθήσει να συγκαλύψει η ΕΛΑΣ µε κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, από καθυστερήσεις στις διαδικασίες µέχρι χοντροκοµµένα ψέµµατα, όπως ότι έπαθε ανακοπή ενώ στο σηµείο της δολοφονίας βρέθηκαν τα γυαλιά του σπασµένα και µία µεγάλη κηλίδα αίµατος. Ο υπέρµετρος ζήλος της ΕΛΑΣ, κόστισε τη ζωή ενός ανθρώπου, που µάλλον δεν υπάκουσε επακριβώς τις αστυνοµικές διαταγές
Δικαιοσύνη για τα θύµατα – Αφοπλισµός της Αστυνοµίας
Όλα αυτά τα περιστατικά είναι αποτέλεσµα της ατιµωρησίας και της πολιτικής κάλυψης (µέχρι ενθάρρυνσης) που απολαµβάνουν όλα τα σώµατα της ΕΛΑΣ. Για όλες αυτές τις δολοφονίες έχουν επιβληθεί ελάχιστες ποινές (και αυτές αναντίστοιχες ως προς το έγκληµα που έχει τελεστεί) ενώ πολλές υποθέσεις µπαίνουν στο αρχείο και πόσες ακόµα δεν έχουν δει ποτέ το φως της δηµοσιότητας. Ειδικά η κυβέρνηση της ΝΔ, από το 2019 και µετά σταθερά επενδύει στην καταστολή για κάθε ζήτηµα. Ακόµα και την περίοδο έξαρσης της πανδηµίας η κυβέρνηση προσλάµβανε αστυνοµικούς και αντιµετώπιζε το ζήτηµα της προστασίας της δηµόσιας υγείας µε καταστολή αντί να ενισχύσει τη δηµόσια υγεία.
Απέναντι στο δολοφονικό µένος της ΕΛΑΣ, οφείλουµε να προτάξουµε την αλληλεγγύη σε όλα τα θύµατα της αστυνοµικής βίας και να απαιτούµε δικαιοσύνη για τα θύµατα και τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν άδικα. Η αλληλεγγύη και οι µαζικοί κοινωνικοί αγώνες είναι ο µόνος τρόπος να αντιµετωπιστεί η καταστολή και κατ’ επέκταση οι δολοφονικές πρακτικές της ΕΛΑΣ, γιατί αγωνιζόµαστε για να µπορούµε να ζούµε σε έναν κόσµο χωρίς αστυνοµία, σε έναν κόσµο που δε θα κινδυνεύεις να βρεθείς δολοφονηµένος από µία «τυχαία εκπυρσοκρότηση».
Σε αυτή τη συγκυρία χρειάζεται από τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά µία σαφή θέση ενάντια στην αστυνοµική βία και υπεράσπισης της ανθρώπινης ζωής και των κοινωνικών αναγκών. Μία τέτοια θέση δεν µπορεί να υπηρετηθεί από αυταπάτες για µία κάποια πιο δηµοκρατική αστυνοµία ή καλύτερα εκπαιδευµένη ούτε µε ταλαντεύσεις που «χαϊδεύουν αυτιά» αστυνοµικών, ως µία ακόµη κατηγορία δηµοσίων υπαλλήλων. Η αστυνοµία και το έµψυχο δυναµικό της είναι στο σκληρό πυρήνα καταστολής του κράτους.
Το Δεκέµβρη του 2008, ανάµεσα στα µαζικότερα αιτήµατα της εξέγερσης ήταν ο αφοπλισµός της αστυνοµίας και η κατάργηση όλων των ειδικών σωµάτων καταστολής (ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ) οι οποίες άλλωστε δρουν ως ανεξέλεγκτες συµµορίες µε την κάλυψη του κράτους και της κυβέρνησης. Αυτός είναι ο µόνος δρόµος για να µπορέσουµε να υπερασπιστούµε τις ζωές µας απέναντι στις δολοφονικές πρακτικές της ΕΛΑΣ.
Απέναντι στη διαρκή ενίσχυση της ΕΛΑΣ, σε εξοπλισµό και έµψυχο δυναµικό, χρειάζεται να διεκδικήσουµε λεφτά για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των εργαζοµένων και της νεολαίας. Η διεθνής εµπειρία του κινήµατος Black Lives Matter στις ΗΠΑ είναι πολύ χρήσιµη γιατί επικοινωνεί µε τις ίδιες ανάγκες αλλά και τα αιτήµατα όσων αγωνίζονται ενάντια στην αστυνοµική βία και την καταστολή. Το σύνθηµα που υιοθέτησαν απέναντι σε µία από τις πιο ρατσιστικές και δολοφονικές αστυνοµικές δυνάµεις του δυτικού κόσµου ήταν «αποχρηµατοδότηση-αφοπλισµός-διάλυση», ζητώντας ταυτόχρονα δικαιοσύνη.
Η µνήµη της εξέγερσης τιµάται σήµερα στον αγώνα για αφοπλισµό της αστυνοµίας και κατάργηση των ειδικών σωµάτων, στον αγώνα για να κατευθυνθούν οι δηµόσιοι πόροι στην παιδεία, την υγεία, τις κοινωνικές δοµές που έχει διαλύσει ο νεοφιλελευθερισµός αντί να πηγαίνουν για προσλήψεις στην αστυνοµία και περαιτέρω εξοπλισµό της. Με αυτόν τον τρόπο, 15 χρόνια µετά το Δεκέµβρη του 2008, αγωνιζόµαστε για να µη χρειαστεί να θρηνήσουµε ποτέ ξανά ένα νέο παιδί δολοφονηµένο από όπλο µπάτσου.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά