Ο τραγικός απολογισμός των εγκληματικών πράξεων του σερβοβοσνιακού στρατού στη Σρεμπρένιτσα είναι τουλάχιστον 8.000 νεκροί Μουσουλμάνοι, από τους οποίους οι 2.000 ήταν αγόρια ηλικίας 10-16 χρόνων.

Οι περισσότερες μαζικές εκτελέσεις διαπράχτηκαν σύμφωνα με ένα ακριβές σχέδιο: Μετέφεραν τους αιχμάλωτους άντρες σε εγκαταλειμμένα σχολεία ή αποθήκες, όπου τους βασάνιζαν επανειλημμένα. Μετά, τους έβαζαν σε λεωφορεία ή φορτηγά και τους μετέφεραν σε άλλα σημεία. Παρόλο που οι αιχμάλωτοι δεν είχαν όπλα, σε αρκετές περιπτώσεις οι Σέρβοι στρατιώτες τούς κάλυπταν τα μάτια με επίδεσμο και τούς έδεναν τα χέρια με σύρμα. Όταν έφταναν στον τόπο εκτέλεσης, τους κατέβαζαν από τα φορτηγά σε μικρές ομάδες και τους πυροβολούσαν. Τα πτώματά τους ρίχνονταν σε κοινούς λάκκους. Πολλοί ήταν οι άντρες που θάφτηκαν κυριολεκτικά ζωντανοί. Υπήρξαν ωστόσο και κάποιες εξαιρέσεις στο σχέδιο αυτό: τα κτηνώδη ένστικτα που ξύπνησαν δεν μπορούσαν να περιμένουν και σε κάποιες περιπτώσεις οι Σέρβοι εθνικιστές προέβαιναν σε εγκλήματα “εκτός σχεδίου”, ακρωτηριάζοντας, σφάζοντας ή βασανίζοντας μέχρι θανάτου τους αιχμάλωτους ανθρώπους.

Αρκετοί από τους δολοφόνους γνώριζαν τα θύματά τους – ήταν οι πρώην γείτονές τους, συνάδελφοι, συγχωριανοί, άνθρωποι με τους οποίους πέρασαν πολλά χρόνια έχοντας σχέσεις γειτονικές, φιλικές ή λιγότερο φιλικές, όπως συμβαίνει άλλωστε με  τους περισσότερους ανθρώπους σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Τι τους έκανε να αλλάξουν; Πώς από καθημερινοί άνθρωποι έγιναν οι εκτελεστές του μεγαλύτερου εγκλήματος στο ευρωπαϊκό έδαφος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Η άνοδος του εθνικισμού

Τη δεκαετία του 1970 η ειρηνική συνύπαρξη διαφόρων λαών και μειονοτήτων στη Γιουγκοσλαβία φαινόταν κεκτημένη. Από το τέλος του πολέμου το ΄45, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας είχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες στην καταπολέμηση του εθνικισμού ή, μάλλον, των πολλών εθνικισμών, από τους οποίους ο σερβικός και ο κροατικός ήταν οι πιο ισχυροί. Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της λεγόμενης δεύτερης Γιουγκοσλαβίας, το ΚΚΓ ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό το σταλινικό πολιτικό και οικονομικό μοντέλο. Ήδη από το 1950, όμως, αρχίζει μια περίοδος σταδιακής ιδεολογικής αλλαγής προς την κατεύθυνση της άμεσης σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Βέβαια, το Κόμμα στην ουσία παρέμεινε σταλινικό ως το τέλος και οι περισσότερες αλλαγές έμειναν στα χαρτιά. Παρ΄ όλα αυτά, υπό την επιρροή διαφόρων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων (όπως: η προσπάθεια του Κόμματος να παρουσιάσει τη ρήξη με τη Μόσχα ως ιδεολογική, η πίεση των κοινωνικών κινημάτων με αιτήματα για εκδημοκρατισμό και έναν πραγματικό σοσιαλισμό κ.ά.), κάποια βήματα έγιναν και έτσι στη χώρα εφαρμόστηκαν κάποιες αρχές που έκαναν το γιουγκοσλαβικό μοντέλο να διαφέρει αρκετά από τον “υπαρκτό σοσιαλισμό” των χωρών του Σοβιετικού μπλοκ.

Στο πολιτικό πεδίο συρρικνώθηκε δραστικά η κεντρική εξουσία και μέχρι το ΄74 εφαρμόστηκαν πραγματικές ομοσπονδιακές δομές με σημαντικά δικαιώματα για τις έξι δημοκρατίες και τις δύο αυτόνομες περιοχές. Στον οικονομικό τομέα, όμως, οι όποιες προσπάθειες καταπολέμησης της κρίσης (της οποίας τα πρώτα σημάδια φάνηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60) απέτυχαν και το ΄85 το εξωτερικό χρέος της Γιουγκοσλαβίας έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα, και εν μέρει ανεξάρτητα από την οικονομική κρίση, από το 1980 περίπου στη Σερβία αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη “αντιπολίτευση”, οι φορείς της οποίας ήταν οι κύκλοι των διανοουμένων στο Βελιγράδι. Χάρη στην αρκετά μεγάλη ελευθερία έκφρασης σε όλους τους τομείς εκτός του “αυστηρά πολιτικού”, κάποιοι γνωστοί συγγραφείς ανάπτυξαν μια κριτική του πολιτικού μοντέλου της Γιουγκοσλαβίας, όχι επειδή αυτό απείχε από το θεωρητικό σοσιαλιστικό μοντέλο, αλλά από τα δεξιά, με καθαρά αστικές θέσεις και αντιλήψεις. Αυτή η οπισθοδρομική κριτική εκφράστηκε με τον πιο “πετυχημένο” τρόπο στην παλιά εθνικιστική ιδέα της “Μεγάλης Σερβίας”.

Το 1986 η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών παρουσίασε ένα κείμενο που λεγόταν Μνημόνιο με θέμα το “σερβικό εθνικό ζήτημα”. Οι Σέρβοι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονταν ότι ο σερβικός λαός βρισκόταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, που απειλείτο ακόμα και η ίδια η ύπαρξή του σε όλη την Γιουγκοσλαβία, ειδικά όμως στο Κόσοβο, τη Βοσνία και την Κροατία. Στο κείμενο αναφερόταν ότι η λύση του “εθνικού ζητήματος” του σερβικού λαού εμποδίστηκε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με έναν δραματικό τρόπο περιγραφόταν η δήθεν ανισότιμη θέση του σερβικού λαού, διάφοροι “κίνδυνοι” που απειλούν την ύπαρξή του, η “αντισερβική πολιτική” των ηγεσιών των άλλων δημοκρατιών κλπ.

Το Μνημόνιο της Σερβικής Ακαδημίας, όπως ήταν αναμενόμενο, έκανε μεγάλη εντύπωση στη σερβική κοινωνία και (μαζί με κάποια μυθιστορήματα αντίστοιχου περιεχομένου που πωλούνταν σε εκατοντάδες χιλιάδες έντυπα) άρχισε να δημιουργεί ένα κλίμα φόβου και έντονης δυσπιστίας απέναντι σε όλους τους άλλους λαούς. Το γεγονός ότι η χώρα βυθιζόταν σε όλο και πιο σοβαρή οικονομική και, στη συνέχεια, πολιτική και κοινωνική κρίση, ήταν μείζονος σημασίας στην υποδοχή του εθνικισμού από ένα μεγάλο μέρος του σερβικού πληθυσμού.

Εκείνη την περίοδο ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς έγινε πρόεδρος του σερβικού Κ.Κ. (1986) και μέσα σε έναν χρόνο κατάφερε να διαγράψει όλους τους αντιπάλους του από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Ο Μιλόσεβιτς, ένας σταλινικός γραφειοκράτης με πρακτικό μυαλό, κατάλαβε αμέσως τις δυνατότητες αυτού του εθνικιστικού κύματος και το εκμεταλλεύτηκε προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία τη στιγμή που η “περεστρόικα” και η “γκλάσνοστ” προανήγγειλαν το τέλος της παλιάς εποχής.

Στη συνέχεια, στη Σερβία αναπτύχθηκε μια ολοκληρωτική εθνικιστική καμπάνια με πολλούς πρωταγωνιστές. Την ηγεσία του Μεγαλοσερβικού Κινήματος ανέλαβε το κόμμα του Μιλόσεβιτς, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα ΜΜΕ, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, γνωστοί συγγραφείς και αργότερα τα νεοφασιστικά κόμματα του Βόγισλαβ Σέσελι και Βουκ Ντράσκοβιτς. Όλοι αυτοί βομβάρδιζαν καθημερινά τους Σέρβους με μηνύματα μίσους, με ειδήσεις και αναλύσεις περί διαφόρων κινδύνων που τους απειλούν κλπ. Με υπομονή και επιμονή, αφού  ξύπνησαν πρώτα την δυσπιστία, κατάφεραν να ξυπνήσουν και το μίσος απέναντι σε όλους τους άλλους μη-Σέρβους. Από ‘κει και πέρα, ο σερβικός λαός στην πλειοψηφία του άρχισε να αναπαράγει αυτά που άκουγε ή διάβαζε και όχι μόνο. Άρχισε σιγά-σιγά να αποδέχεται την ιδέα ότι ο πόλεμος είναι πράγματι αναγκαίος.

Η εκκλησία συνέβαλε οριστικά σε αυτή την καμπάνια. Ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες σε σχεδόν όλες τις ομιλίες τους προειδοποιούσαν για τους κινδύνους από το Ισλάμ, το Βατικανό κλπ. Ο “μετριοπαθής” Σέρβος πατριάρχης έλεγε ότι “για τους Σέρβους στην Κροατία δεν υπάρχει τρίτος δρόμος – ή θα πάρουν τα όπλα ή πρέπει να φύγουν”. Το 1990, η Σερβική Εκκλησία ζήτησε από τις αρχές άδεια για να γίνουν ανασκαφές στους μαζικούς τάφους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να κηδευτούν τα θύματα κοντά σε χριστιανικούς ναούς. Οι ανασκαφές, αντί να γίνουν σε μια ήρεμη και αξιοπρεπή ατμόσφαιρα, έγιναν παρουσία τηλεοπτικών καμερών, προβολέων, δημοσιογράφων, πολιτικών και πολλών άλλων. Η κρατική τηλεόραση μετέδωσε ζωντανά αυτές τις φρικτές εικόνες.

Με αυτό τον τρόπο, αναδεικνύοντας τα εγκλήματα που έγιναν στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Κροάτες φασίστες ενάντια στους Σέρβους και ανοίγοντας τις “παλιές πληγές”, η Σερβική Εκκλησία καλούσε τους Σέρβους να πάρουν μέτρα προστασίας έναντι του δήθεν καινούριου κινδύνου• στην ουσία τους καλούσε να πάρουν εκδίκηση. Είναι ενδεικτικό ότι σε κανέναν από τους μαζικούς τάφους στη Σερβία δεν έγινε ανασκαφή – μόνο σε αυτούς που ήταν στην Κροατία και τη Βοσνία!

Τα ΜΜΕ υποστήριζαν σταθερά αυτή την πολιτική. Για παράδειγμα, προωθούσαν μεθοδικά την κατηγορία ότι η κυβέρνηση της Βοσνίας, με τη βοήθεια του Βατικανού και της Γερμανίας, θέλει να δημιουργήσει ένα “ισλαμικό φρούριο στην καρδιά της Ευρώπης”, όπως έλεγαν, με σκοπό να “εξαφανίσει όλους τους Σέρβους”.

Ο Μιλόσεβιτς άφηνε πρώτα τους πιο ακραίους πολιτικούς να μιλάνε για μια Σερβία μέχρι τη Βιέννη ή την Τεργέστη, και μετά ερχόταν ο ίδιος ο ηγέτης για να επιβεβαιώσει, με σοβαρό ύφος, ότι “όντως ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος και πρέπει να αμυνθούμε”. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία του Μιλόσεβιτς στη σερβική Βουλή τον Απρίλιο του ΄91: “Το ζήτημα των συνόρων είναι ζωτικής σημασίας για ένα κράτος. Όπως ξέρετε, είναι πάντα οι δυνατοί που καθορίζουν ποια είναι τα σύνορα, και ποτέ οι αδύναμοι. Γι΄ αυτό, πρέπει να είμαστε δυνατοί. (...) Μίλησα με τους ανθρώπους μας στο Κνιν [Κροατία] και στη Βοσνία. Η πίεση πάνω τους είναι μεγάλη (..) Μήπως θα έπρεπε να προαναγγείλουμε στο ραδιόφωνο όσα σκοπεύουμε να κάνουμε; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αν πρέπει να πολεμήσουμε, θα πολεμήσουμε πραγματικά”.

Η καμπάνια διήρκεσε χρόνια και έμοιαζε με πραγματική εθνικιστική υστερία. Και ενώ στα συλλαλητήρια που οργάνωνε το κόμμα του Μιλόσεβιτς ακούγονταν συνθήματα όπως “θα πιούμε το τούρκικο αίμα”, η πολιτική ηγεσία της Σερβίας ετοιμαζόταν για πόλεμο.

Ο πόλεμος

Το 1989 διεξάγονταν συζητήσεις στα κεντρικά όργανα της Γιουγκοσλαβίας με θέμα την επίλυση της πολιτικής κρίσης. Η Σερβία τασσόταν υπέρ του μετασχηματισμού της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας σε ένα κράτος με ισχυρή κεντρική εξουσία, στο οποίο θα κυριαρχούσε η ίδια. Οι άλλες δημοκρατίες δεν το δέχονταν και πρότειναν αναδιοργάνωση της χώρας στη βάση μιας “χαλαρής” ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας. Από τον ερχομό του Βέλικο Καντίγιεβιτς στη θέση του υπουργού Άμυνας της Γιουγκοσλαβίας (1988), η στρατιωτική ηγεσία εκτίμησε ότι η ισχυρή κεντρική εξουσία ήταν προς το συμφέρον της και δέχτηκε την μεγαλοσερβική πολιτική για τη λύση της γιουγκοσλαβικής κρίσης.

Το ΄89 και το ΄90 αποφασίστηκαν και εφαρμόστηκαν πολλές αλλαγές στην οργάνωση της άμυνας. Για παράδειγμα, η “Εδαφική Άμυνα” (ένα μέρος των ενόπλων δυνάμεων το οποίο ήταν στην αρμοδιότητα των δημοκρατιών της ομοσπονδίας με βασική αρχή την οργάνωση της αυτοάμυνας στο επίπεδο των δήμων) συρρικνώθηκε και σε μεγάλο βαθμό αφοπλίστηκε, εκτός από τις περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στις οποίες οι Σέρβοι αποτελούσαν πλειοψηφία.

Όταν στις αρχές του ΄90 διαλύθηκε το ΚΚΓ, η ηγεσία του Μεγαλοσερβικού Κινήματος - οι Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Βέλικο Καντίγιεβιτς, Μπόρισαβ Γιόβιτς (μέλος και αργότερα, από το Μάιο του ΄90, πρόεδρος της προεδρίας της Γιουγκοσλαβίας), Πέταρ Γκράτσανιν (υπουργός Δημόσιας Τάξης της Γιουγκοσλαβίας το 1989-91) εκτίμησε ότι ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και άλλαξε τη στρατηγική, βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο για το διαμελισμό του ομοσπονδιακού κράτους και τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας.

Αφού όλες οι προσπάθειες της αναδιοργάνωσης της Γιουγκοσλαβίας απέτυχαν, η Σλοβενία και η Κροατία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 25 και 26 Ιουνίου του ΄91. Στη Σλοβενία ξέσπασε μια σύγκρουση μικρής διάρκειας μεταξύ των τοπικών δυνάμεων και του γιουγκοσλαβικού στρατού, ενώ οι συγκρούσεις στην Κροατία μετατράπηκαν σε πραγματικό πόλεμο. Υπό την πίεση των χωρών της ΕΟΚ και του ΟΗΕ (αλλά και επειδή η Σερβία προετοιμάζονταν για τον πόλεμο στη Βοσνία), στις αρχές Ιανουαρίου του ΄92, υπογράφηκε ανακωχή.

Στη Βοσνία, ήδη από το 1990 οι Σέρβοι εθνικιστές ακολούθησαν μια καλά σχεδιασμένη στρατηγική για την κατάκτηση της εξουσίας στις περιοχές που θα γίνονταν μέρη του μεγαλοσερβικού κράτους. Όταν το 1992 ξέσπασε ο πόλεμος στη Βοσνία, το εθνικιστικό Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα (SDS) του Ράντοβαν Κάρατζιτς είχε ήδη μετατρέψει όλες τις τοπικές αρχές (ιδιαίτερα τα αστυνομικά τμήματα) σε καθαρά σερβικές και είχε μοιράσει όπλα στους οπαδούς του. Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 1991 ο Ράντοβαν Κάρατζιτς δήλωσε ότι η μουσουλμανική κοινότητα “θα εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης” αν “αποφασίσει υπέρ του πολέμου”, κανείς δεν αμφέβαλε ότι το εννοούσε πραγματικά.

Η κατάσταση στη χώρα χειροτέρεψε ειδικά όταν ο γιουγκοσλαβικός στρατός μετέφερε τα όπλα του από την Κροατία στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Υπό την πίεση της διεθνούς κοινότητας, ο γιουγκοσλαβικός στρατός αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τη Βοσνία το Μάιο του ΄92, αυτή η απόσυρση, όμως, ήταν μόνο τυπική, εφ΄ όσον ένα μεγάλο κομμάτι του εξοπλισμού - ειδικά τα βαριά όπλα - παρέμεινε στα χέρια των Σέρβων εθνικιστών. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία ο στρατός της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης παρέμεινε στενά συνδεδεμένος με το γιουγκοσλαβικό στρατό και την ηγεσία του Βελιγραδίου, οι οποίοι του πρόσφεραν εξοπλισμό, οικονομική βοήθεια και πληροφορίες.

Η Σρεμπρένιτσα

Η Σρεμπρένιτσα ήταν στο στόχαστρο του στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς από την αρχή του πολέμου. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική Βοσνία, 15 περίπου χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Σερβία. Το 1991, ο πληθυσμός της πόλης αριθμούσε 9.000 κατοίκους (μαζί με τα γύρω χωριά έφτανε τις 37.000), εκ των οποίων το 73% ήταν οι Μουσουλμάνοι και το 25% οι Σέρβοι. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Σρεμπρένιτσα (το Πόντρινιε) είχε στρατηγική σημασία για τους Σερβοβόσνιους: με τον έλεγχο της περιοχής θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν τη δημιουργία μιας πολιτικής οντότητας και να καταργήσουν τα σύνορα ανάμεσα στις λεγόμενες σερβικές χώρες.

Στις αρχές του ΄93, η πόλη της Σρεμπρένιτσα βρισκόταν μεν υπό μουσουλμανικό έλεγχο, αποτελώντας ωστόσο ένα πολύ ευάλωτο σημείο, μέσα σε μια περιοχή την οποία έλεγχαν οι Σερβοβόσνιοι. Στη Σρεμπρένιτσα είχαν βρει καταφύγιο πολλοί πρόσφυγες από τις γύρω πόλεις και χωριά και εκείνη τη στιγμή στην πόλη ζούσαν 60.000 άνθρωποι. Η Σρεμπρένιτσα βρισκόταν υπό καθεστώς πολιορκίας. Η κατάσταση στην πόλη ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Το ηλεκτρικό και  το νερό είχαν κοπεί, το αποχετευτικό σύστημα είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και ιατρικής βοήθειας. Οι πολιορκημένοι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν στοιβαγμένοι σε μια πόλη που σε φυσιολογικές συνθήκες είχε πολύ μικρότερο πληθυσμό και να περιμένουν την ελεημοσύνη των Ηνωμένων Εθνών.

Τον Απρίλιο, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ ψήφισε μια απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι περιοχές της Σρεμπρένιτσα, της Τούζλα, του Γκόραζντε, της Ζέπα και του Μπίχατς ανακηρύσσονταν σαν “ασφαλείς περιοχές”. Δύο χρόνια αργότερα, στις αρχές του ΄95, η ζωή στην πόλη ήταν ελάχιστα καλύτερη σε σχέση με την κατάσταση πριν την ανακήρυξη της “ασφαλούς περιοχής”. Οι βομβαρδισμοί της πόλης από τους γύρω λόφους ήταν αραιοί αλλά σταθεροί. Τα προβλήματα με το νερό και το ηλεκτρικό εξακολουθούσαν να υπάρχουν, ενώ ο σερβικός στρατός εμπόδιζε όλο και περισσότερο την βοήθεια του ΟΗΕ – τώρα πια μόνο το 30% περίπου της βοήθειας έφτανε στην πόλη.

Το Μάρτιο του ΄95, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς έδωσε μια διαταγή, γνωστή ως Ντιρεκτίβα 7, στην οποία αναφερόταν συγκεκριμένα ότι ο σερβοβοσνιακός στρατός έπρεπε να ξεκόψει απόλυτα ακόμα και την επικοινωνία μεταξύ των πόλεων Σρεμπρένιτσα και Ζέπα. Επίσης αναφερόταν ότι “με τις προγραμματισμένες και καλά μελετημένες πολεμικές επιχειρήσεις έπρεπε να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες στην πόλη, ώστε η ζωή των κατοίκων να γίνει απόλυτα ανασφαλής, ανυπόφορη και χωρίς καμία προοπτική”. Το επόμενο βήμα ήταν η κατάληψη της πόλης. Η επίθεση στη Σρεμπρένιτσα ξεκίνησε στις 6 Ιουλίου του 1995. Στις 11 Ιουλίου η Σρεμπρένιτσα έπεσε στα χέρια των σέρβων εθνικιστών.

Οι επιπτώσεις είναι γνωστές: όπως ειπώθηκε πολλές φορές, στη Βοσνία στο τέλος του 20ού αιώνα γράφτηκαν οι πιο σκοτεινές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Ο πόλεμος στη Βοσνία από την αρχή είχε γενοκτονικό χαρακτήρα, διότι η πολιτική του Βελιγραδίου συμπεριλάμβανε την “εθνική εκκαθάριση” – αυτή ήταν ο στόχος και όχι η επίπτωση του πολέμου. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου ο σερβοβοσνιακός στρατός κράτησε το μεγαλύτερο μέρος (μέχρι και 70%) των εδαφών της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης υπό τον έλεγχό του, πολιορκούσε και βομβάρδιζε πόλεις και περιοχές για τριάμισι χρόνια, μπλόκαρε συστηματικά την ανθρωπιστική βοήθεια, έκανε συστηματικές “εκκαθαρίσεις (έδιωξε τον μη σερβικό πληθυσμό από τις περιοχές που είχε κατακτήσει) και έκανε μαζικές εκτελέσεις και βιασμούς.

Τον Ιούνιο 2004 η σερβική πλευρά ζήτησε για πρώτη φορά συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων της Σρεμπρένιτσα. Η επιτροπή της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ανακοίνωσε ότι “στη Σρεμπρένιτσα σχεδιάστηκε και διαπράχτηκε μαζική δολοφονία Βόσνιων Μουσουλμάνων” και ότι “τα θύματα ήταν περισσότεροι από 7.800 άντρες και αγόρια”.

Η Σερβία σήμερα

Οι περισσότεροι Σέρβοι ακόμα αρνούνται να παραδεχτούν την αλήθεια. Διάφορα επιχειρήματα ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια: ότι ο σερβικός στρατός δεν έκανε μαζικές εκτελέσεις, ότι ο αριθμός των θυμάτων είναι πολύ μικρότερος, ότι αυτοί που σκοτώθηκαν δεν ήταν Μουσουλμάνοι, κλπ. Η διαδικασία αναγνώρισης των θυμάτων είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, λόγω μεγάλου κόστους και λόγω του ότι οι σερβικές δυνάμεις από το φθινόπωρο του ΄95, μετά τη σφαγή, έκαναν ανασκαφές και μετέφεραν τα πτώματα σε άλλα σημεία. Όταν, μετά από 10 χρόνια περίπου είχε γίνει αναγνώριση ενός αρκετού αριθμού θυμάτων και το ίδιο το γεγονός δεν μπορούσε πια κανείς να αμφισβητήσει, κάποιοι προσπάθησαν να το δικαιολογήσουν λέγοντας ότι “αυτά γίνονται στους πολέμους”, ότι “όλες οι πλευρές έκαναν τα ίδια” και άλλα παρόμοια.

Όσον αφορά τη Σερβία, μία από τις χειρότερες επιπτώσεις του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία είναι αυτή η αλλαγή της κοινωνίας. Ο σερβικός λαός είναι ακόμα αιχμάλωτος του πιο ακραίου εθνικισμού και ρατσισμού. Ένας από τους λόγους για αυτή την κατάσταση είναι ίσως και το γεγονός ότι σαν πρωταγωνιστές της καταπολέμησης του εθνικισμού φαίνονται μόνο κάποιοι φιλελεύθεροι πολίτες και ΜΚΟ. Η διεθνιστική αριστερά στη Σερβία είναι σχεδόν ανύπαρκτη (υπάρχουν 3-4 οργανώσεις, όλες μαζί όμως δεν ξεπερνάνε τα 50-60 μέλη). Στη Γερμανία, η κοινωνία παραδέχτηκε την αλήθεια για το ναζισμό υπό την πίεση των ξένων δυνάμεων. Στη Σερβία ας ελπίζουμε ότι θα το κάνει μια νέα αριστερά, γιατί μόνο αυτή θα μπορούσε να εξηγήσει τι είναι στην πραγματικότητα ο εθνικισμός, ποιους συμφέρει και ποια είναι τα θύματά του.

Ο ιμπεριαλισμός και η Αριστερά

Η ειρήνη που επιβλήθηκε με τη συνθήκη του Ντέιτον ήταν μια επικύρωση των περισσότερων εθνικών κατακτήσεων και επομένως δεν μπόρεσε να αποτελέσει τη βάση για την ανοικοδόμηση  της πολυεθνικής κοινωνίας. Από την άλλη, ο εθνικισμός εξυπηρέτησε και τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Τα εγκλήματα των Σέρβων εθνικιστών προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση της κοινής γνώμης στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και αυτό συνέβαλε οριστικά στην εγκατάσταση των νατοϊκών δυνάμεων στα Βαλκάνια.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε από μέσα, ενώ οι ιμπεριαλιστικές χώρες αναμείχτηκαν στην πορεία. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ ανέχονταν παθητικά όλες τις βαρβαρότητες, αλλά όχι μόνο. Με την πολιτική “καντονοποίησης” (εθνικού διαμελισμού) της Βοσνίας ενθάρρυναν τις “εθνικές εκκαθαρίσεις”. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν ουσιαστικά για τα “ανθρώπινα δικαιώματα” και οι προσπάθειες που έκαναν για να σταματήσει ο πόλεμος ήταν για να εξασφαλίσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα – η ειρήνη γι΄ αυτούς ήταν απλά μια προϋπόθεση για τη δημιουργία καινούργιων αγορών και για την εξόφληση των χρεών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Με τη στάση που κράτησε το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής αριστεράς κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία έχει και ένα αντίστοιχο μερίδιο ευθύνης για τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από τους Σέρβους εθνικιστές ενάντια στον άμαχο πληθυσμό της Βοσνίας. Αυτός ο “αντιιμπεριαλισμός” της ελληνικής (αλλά σε μεγάλο βαθμό και της ευρωπαϊκής αριστεράς) στο τέλος του 20ού αιώνα είναι λιγότερο εγκληματικός από την στάση των οργανώσεων της Δεύτερης Διεθνούς το 1914 μόνο όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων. Η ουσία παραμένει ίδια.

Βιβλιογραφία:

• Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Η μάχη της πολυεθνικής κοινωνίας. Εκδόσεις “Δελτίο Θυέλλης”, Αθήνα, 1996.

• Σρεμπρένιτσα, το μεγαλύτερο έγκλημα του “πολιτισμένου κόσμου” στην Ευρώπη, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Έκδοση Carthago/Αντισχολείο, Αθήνα 1999.

• Smail Čekić: Agresija na Republiku Bosnu i Hercegovinu, Planiranje, priprema, izvođenje [Σμάιλ Τσέκιτς: Επίθεση στη Δημοκρατία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, Σχεδιασμός, προετοιμασία, εκτέλεση] Institut za istraživanje zločina protiv čovječnosti i međunarodnog prava, Sarajevo. KULT/B, Sarajevo, 2004.

• Srebrenica: od poricanja do priznanja. [Σρεμπρένιτσα: από την άρνηση ως την ομολογία] Helsinški odbor za ljudska prava u Srbiji. Beograd, 2005.

* Το άρθρο αυτό αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση της ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε στις 27 Νοέμβρη 2010 στην «Ετεροτοπία», με τίτλο: «15 χρόνια από τη γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα».

Δημοσιεύτηκε στο alterthess.gr

http://rnbnet.gr/details.php?id=2908

Ετικέτες