Στις αρχές του φθινοπώρου του 2020 η σκληρή πραγματικότητα της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης και των οξυμένων γεωπολιτικών διλημμάτων, έβαλε τέλος στην καθεστωτική αισιοδοξία που δήλωνε ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα ηγεμονικό «κέντρο» πολιτικής καθοδήγησης για τον καπιταλισμό στην Ελλάδα.

Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν στον Τύπο τα πρώτα άρθρα που άνοιγαν τη συζήτηση προς την κατεύθυνση της πιθανότητας μιας κυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης». Είτε με τη μορφή μιας σημαντικής διεύρυνσης της κυβέρνησης της ΝΔ, είτε με τη μορφή μιας νέας εκδοχής «κυβέρνησης Παπαδήμου», είτε ακόμα και με τη μορφή μιας κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που θα έπρεπε να διευκολυνθεί με την ανάδειξη νέων προσωπικοτήτων (ή και νέων κομματιδίων) που θα αναλάμβαναν να λειτουργήσουν ως «ενδιάμεσοι» παράγοντες πολιτικής συνοχής.

Αυτές οι αναζητήσεις μοιάζουν να βρίσκονται σε απόσταση από τις πολιτικές εικόνες που προβάλλονται σήμερα: είτε του κλίματος κυβερνητικής αυτοπεποίθησης που καλλιεργεί το επιτελείο Μητσοτάκη, είτε των συνθηκών «σκληρού ροκ» που (τάχα) έχουν εγκατασταθεί μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αν αφήσει κανείς αυτές τις εικόνες να καθορίσουν την άποψή του για τις πολιτικές προοπτικές, κινδυνεύει να καταλήξει σε μια κοντόθωρη αντιμετώπιση. Που θα διατρέχει τον κίνδυνο να αιφνιδιαστεί από τις μεταβολές που επωάζονται. Γιατί, όπως έλεγε παλιότερα ο Χαρ. Φλωράκης, η σημερινή πολιτική κατάσταση «είναι γκαστρωμένη». Και μάλιστα ο τοκετός εξελίσσεται μέσα σε συνθήκες ιδιαιτέρως ασταθείς, ευμετάβλητες και επικίνδυνες, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διεθνώς.

Ας σταχυολογήσουμε:

Στο μέτωπο της πανδημίας, πριν καν στεγνώσει το μελάνι στα πληρωμένη δημοσιεύματα που ανακήρυσσαν το εμβόλιο ως απελευθέρωση από την απειλή του Covid19, οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης, η μία μετά την άλλη, μπαίνουν ξανά σε μεγάλη πίεση. Οι αρνητικοί αριθμοί εκτοξεύονται προς τα πάνω, η μετάλλαξη του ιού πυροδοτεί ανασφάλεια, ο ΠΟΥ προειδοποιεί για το τρίτο -και πιο φονικό- κύμα στους μήνες της άνοιξης του 2021. Στη Βρετανία, το Royal London Hospital ανακοινώνει επισήμως ότι ασκεί πλέον «πολεμική ιατρική», δηλαδή αφήνει εκατοντάδες ασθενείς να πεθάνουν ουσιαστικά αβοήθητοι.

Στο μέτωπο της οικονομίας, οι διεθνείς θεσμοί και οργανισμοί αναθεωρούν προς τα κάτω όλες τις προβλέψεις για το 2021 ως έτος διεθνούς ανάκαμψης και μάλιστα με τη μορφή της «αναπήδησης» (σενάριο «ριμπάουντ»). Υπονομεύουν έτσι όλη την αρχιτεκτονική της κολοσσιαίας κρατικής ενίσχυσης των «αγορών» που, όμως, σχεδιάστηκε και αιτιολογήθηκε ως μια σύντομη «παράκαμψη» της ορθοδοξίας, για να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες της πανδημίας. Τα μέτρα δρακόντειας ενίσχυσης των εξουσιών του ESM, με στόχο να καθοδηγήσει την επιστροφή όλων των χωρών μελών της ΕΕ στην πειθαρχία στο Σύμφωνο Σταθερότητας, προσωρινά αναστέλλονται, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτό το «τάιμ άουτ» δεν μπορεί να παραταθεί για πολύ. Και όπως προειδοποίησε ο Κ. Σημίτης, στην επόμενη ημέρα «οι υπερχρεωμένες χώρες θα βρεθούν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση».

Σε αυτό το τοπίο, κανείς δεν μπορεί να υποτιμά την εργατική και λαϊκή πίεση. Η κυβέρνηση της Αργεντινής υποχρεώθηκε να επιβάλει ένα νέο (και αρκετά βαρύ) φόρο πάνω στους πλούσιους, προκειμένου να διατηρήσει μια στοιχειώδη συνοχή και τον πολιτικό έλεγχο πάνω στην κοινωνία. Αντίστροφα, μπορεί να διακρίνει κανείς ιδιαίτερα απειλητικές προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του εργατικού/λαϊκού παράγοντα: Στην Ισπανία, μια μεγάλη διαδήλωση (!) των αξιωματικών, προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι η συνοχή του Ισπανικού Κράτους ήταν και παραμένει υπόθεση του στρατού. Στη Γαλλία, ο νόμος του Μακρόν για τη «συνολική ασφάλεια» αναθέτει στην αστυνομία και στο στρατό (!!) τα καθήκοντα αντιμετώπισης «ταραχών» στα προάστια και στα εργοστάσια, προβάλλοντας σενάρια απειλών κατά του γαλλικού κράτους από μια κάποια «ισλαμική διείσδυση».

Όλα τα παραπάνω (τουλάχιστον στο παρόν άρθρο) παρατίθενται ως παραδείγματα των πιέσεων που αναπτύσσονται από τη συγκυρία μέσα στις κυρίαρχες τάξεις, σε σχέση με το ζήτημα της ισχυρής πολιτικής ηγεσίας.

Αντ’ αυτού τι έχουμε στην Ελλάδα;

Μετά τη σημαντική πολιτική και εκλογική νίκη του 2019, το κόμμα της παραδοσιακής Δεξιάς υπό την ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη έχει μπει στη διαδικασία μιας σταθερής διάβρωσης. Στις δημοσκοπήσεις αυτής της εποχής, το μόνο στοιχείο που έχει πολιτική σημασία είναι η διαπίστωση ότι η ΝΔ χάνει από μέτρηση σε μέτρηση ένα ποσοστό της επιρροής της (γύρω στο 3%) που μετακομίζει προς την αδιευκρίνιστη ψήφο. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει επίσης ένα ανάλογο (και ελαφρώς μεγαλύτερο!) ποσοστό της επιρροής του προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι η ανάδειξη της απόσυρσης της εμπιστοσύνης απέναντι στις «μεγάλες» πολιτικές ηγεσίες. Είναι το φαινόμενο που, όπως πάντα, προειδοποιεί για επερχόμενες πολιτικές κρίσεις και αναδιατάξεις του πολιτικού σκηνικού.

Σε αυτή τη διαπίστωση λογοδοτούν πιο συγκεκριμένες πολιτικές «κινήσεις», που -για την ώρα- διακρίνονται μόνο μέσα από την προσεκτική ανάγνωση του «βαθιού» πολιτικού ρεπορτάζ. Η συνοχή της Δεξιάς, όπως διαμορφώθηκε μετά την εκλογική νίκη του 2019, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η πτέρυγα του Αντ. Σαμαρά γίνεται πιο απαιτητική. Ο Κ. Καραμανλής που δήλωνε «εμπιστοσύνη στον Κυριάκο», τώρα διαμηνύει ότι πρέπει «να αφεθεί ο νικητής του 2019 να ολοκληρώσει την τετραετία του δικαιούται». Στον επερχόμενο ανασχηματισμό θα πάρουμε μια γεύση από τις διεργασίες και τους συσχετισμούς μέσα στη Δεξιά σχετικά με την επόμενη μέρα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ κλιμακώνονται οι πιέσεις πάνω στον Αλ. Τσίπρα για «να αποδείξει τα ηγετικά προσόντα του». Δηλαδή, να ξεκαθαρίσει αν τελικά θα γείρει αποφασιστικά προς την «κυβερνησιμότητα» (αναβαθμίζοντας τις πολιτικές και τα πρόσωπα της «Προοδευτικής Συμμαχίας») ή αν θα επιλέξει να διατηρήσει τα φύλλα συκής που είναι απαραίτητα για να κυκλοφορεί ένα κομματικό δυναμικό ως τμήμα μιας κάποιας «ριζοσπαστικής Αριστεράς».

Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική. Η κατάσταση του τρίτου κόμματος μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης. Ίσως η καλύτερη απεικόνιση της σημερινής πολιτικής αβεβαιότητας είναι η χαοτική κατάσταση στο ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματά. Με τον Ανδρέα Λοβέρδο να δηλώνει έτοιμος να γίνει «σερίφης» της Δεξιάς σαν τον Χρυσοχοΐδη, και τον Γ. Παπανδρέου να κινείται προς την «προοδευτική» διακυβέρνηση μαζί με τον Τσίπρα. Και ταυτόχρονα, ένα κύμα «τυχαίων» δημοσιευμάτων να φέρουν τον Π. Μόραλη (γόνο παραδοσιακού πασοκικού τζακιού, αλλά και δήμαρχο υπό την αιγίδα του Β. Μαρινάκη…) ως πρόθυμο για να ηγηθεί σε μια νέα προσπάθεια της κεντροαριστεράς, που θα είναι ανοιχτή για συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ ή και για κυβέρνηση «Εθνικής Σωτηρίας», αν τούτο καταστεί αναγκαίο…

Το 2021 θα είναι μια «συνέχεια» του 2020. Θα είναι μια χρονιά παρατεταμένης πίεσης της πανδημίας, μια χρονιά βαθέματος της οικονομικής κρίσης. Μια χρονιά όπου η «απελευθερωμένη» απληστία των καπιταλιστών θα απειλεί με κλιμάκωση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ η κυβερνητική διαχείριση όλων των παραπάνω παραγόντων θα απειλεί όλο και πιο βάναυσα τις δημοκρατικές ελευθερίες. Όμως η «συνέχεια» μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό τοπίο, και πολύ περισσότεροι οι «κλιμακώσεις» μέσα σε αυτό, ενέχουν ένα σημαντικό κίνδυνο για τους από πάνω: το φαινόμενο του «ριμπάουντ», στην οικονομία μπορεί εύκολα να αποκλειστεί από τις προβλέψεις, αλλά δεν μπορεί καθόλου να αποκλειστεί στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Το τι θα κάνει η οργανωμένη πολιτική Αριστερά, το εργατικό κίνημα και οι κοινωνικές αντιστάσεις μέσα στο 2021, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τις αναδιατάξεις όλων των συσχετισμών δύναμης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών εξελίξεων.

Σε αυτόν το «μεταβατικό» χρόνο που έρχεται, οφείλουμε να δράσουμε με όλες μας τις δυνάμεις έχοντας επίγνωση ότι οι αντίπαλοί μας είναι κατά πολύ λιγότερο ισχυροί απ’ ό,τι καμώνονται ότι είναι…

Ανασχηματισμός-ανεμογκάστρι

Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποδείχτηκε σκέτο ανεμογκάστρι.

Με την παραμονή στην υπουργική καρέκλα των Αδ. Γεωργιάδη, Κικίλια, Κεραμέως, Χρυσοχοΐδη, Σταϊκούρα κ.ο.κ., ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις του 2021 με το σχήμα που απέτυχε παταγωδώς μπροστά στις δοκιμασίες της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης κατά το 2020.

Δεν πρόκειται για αυτοπεποίθηση και για σταθερότητα, αλλά για αδυναμία να στηρίξουν πολιτικές πρωτοβουλίες διεύρυνσης. Διατηρώντας ουσιαστικά τον ίδιο κυβερνητικό σχηματισμό, ο Μητσοτάκης στέλνει το «μήνυμα» ότι πρυτάνευσε το κριτήριο της διατήρησης της κομματικής συνοχής της ΝΔ, σε μια περίοδο που η καταφυγή στις κάλπες γίνεται όλο και πιο πιθανή.

Οι πολιτικές «ειδήσεις» του ανασχηματισμού είναι ελάχιστες. Τη θέση του (κάποτε διατελέσαντος Γραμματέα της ΚΝΕ) Τ. Θεοδωρικάκου στο Υπ. Εσωτερικών, ανέλαβε ο (κάποτε διατελέσας συνοδοιπόρος του Μιχαλολιάκου στη Νεολαία του Παπαδόπουλου) Μάκης Βορίδης. Η αναβάθμιση του Βορίδη είναι τμήμα της ενίσχυσης της σαμαρικής ακροδεξιάς στη νέα κυβερνητική σύνθεση –η Σοφία Βούλτεψη στο Υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου (!), αλλά και ο Θ. Πλεύρης αναπληρωτής κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος… Ταυτόχρονα στο Υπ. Εργασίας ο Γ. Βρούτσης, της «λαϊκής Δεξιάς» που δεν χώνευε εύκολα την πολιτική ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού, δίνει τη θέση του στον Βρυξελλο-αναθρεμμένο Κωστή Χατζηδάκη, που υπήρξε παραδοσιακά αγαπημένο παιδί των «αγορών».

Οι περισσότερες ειδήσεις αφορούν αυτά που δεν έγιναν στον ανασχηματισμό. Δεν υπήρξε καμιά σημαντική «μεταγραφή», δεν σημειώθηκε κανένα σημαντικό «άνοιγμα». Η αναβάθμιση 2-3 «ποταμίσιων» δίπλα στους άλλους γιάπηδες που πλαισιώνουν τον Μητσοτάκη, δεν έχει καμιά γενικότερη σημασία. Για όσους παρακολουθούν τα εσωτερικά της «δεξιάς πολυκατοικίας», η ενίσχυση της σαμαρικής ακροδεξιάς υπογραμμίζεται από την περαιτέρω αποδυνάμωση της καραμανλικής πτέρυγας. Που έχασε τη θέση του Γ. Κουμουτσάκου και δεν πήρε τίποτα από τα υπεσχημένα (Ρουσσόπουλος, Καϊρίδης κ.ά.). Ο Μητσοτάκης θα χρειαστεί σύντομα τους καραμανλικούς –όταν πχ φτάσει η ώρα των αποφάσεων για τον ελληνοτουρκικό «διάλογο»– αλλά, για την ώρα, η πτέρυγα αυτή ακόμα πληρώνει τις «ομαλές» σχέσεις που διατήρησε με τον Αλ. Τσίπρα.

Έχουμε μπροστά μας μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει την ίδια πολιτική, πατώντας γκάζι για την επιβολή των αντεργατικών νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων (με φανερή πλέον την έμφαση στο ασφαλιστικό). Αυτή η κυβέρνηση δεν θα πέσει σαν ώριμο φρούτο. Θα χρειαστεί οργανωμένη πάλη για να τη ρίξουμε. Και αυτό θα γίνεται όλο και πιο καθαρό στις ημέρες μετά τον ανασχηματισμό.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες