Με αντίπαλο τον κόσµο από τα κάτω…

Μέσα στο 2024, µε τη διαλυτική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναµία του ΠΑΣΟΚ να καταγράψει «εκτίναξη», παρουσιάστηκε ανάγλυφα η αδυναµία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά τον Μητσοτάκη.

Όµως µέσα στον ίδιο χρόνο, παρουσιάστηκε συγκεκριµένα και η φθορά της ΝΔ. Στις ευρωεκλογές του 2024, µόλις λίγους µήνες µετά τη δίδυµη νίκη του Μητσοτάκη στις κοινοβουλευτικές εκλογές του ’23, η ΝΔ έχασε 12 ποσοστιαίες µονάδες από την εκλογική επιρροή της δεχόµενη, για πρώτη φορά από το 2019, ένα ηχηρό «σκαµπίλι» πτώσης. Η δήλωση του Μητσοτάκη ότι «το 41% δεν υπάρχει πλέον» έχει µια «στρατηγική» διάσταση: αν η φθορά της ΝΔ δεν αναταχθεί αποτελεσµατικά, τότε στις επόµενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν, θα παρουσιαστεί πρόβληµα κυβερνητικής σταθερότητας, δηλαδή κίνδυνος πολιτικής κρίσης, για τον ελληνικό καπιταλισµό. Οι εφεδρικές λύσεις των συµµαχικών κυβερνήσεων πάντα υπάρχουν, αλλά έχουν γίνει πιο δύσκολες και πιο αδύναµες και ασταθείς «λύσεις», καθώς στα τελευταία χρόνια της κυριαρχίας του Μητσοτάκη και της αίσθησης αυτάρκειας της ΝΔ έχει υποβαθµιστεί η καλλιέργεια των «ευρύτερων συναινέσεων».

Ο κύκλος του Μητσοτάκη έχει ρίξει όλο του το βάρος στην προσπάθεια για να γυρίσει αυτόκεντρα το παιχνίδι. Περιόρισε, τουλάχιστον για την ώρα, τις συνέπειες από την εσωτερική αµφισβήτηση στο κόµµα της ΝΔ (διαγραφή Σαµαρά, «αντιρρήσεις» Κ. Καραµανλή). Αξιοποιεί την επικοινωνιακή και µιντιακή ισχύ του για να διαµηνύσει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει ούτε βήµα πίσω από το στόχο της ανάκτησης της αυτοδυναµίας και της διατήρησης της απόλυτης κυριαρχίας στις πολιτικές εξελίξεις. Προς την επίτευξη αυτού του στόχου, το 2025 γίνεται µια κρίσιµη χρονιά, γιατί µέσα σε αυτήν θα κριθούν οι πολιτικές δυνατότητες προς τον επερχόµενο εκλογικό κύκλο, κάπου µέσα στη διετία 2026-27.

Η πολιτική του Μητσοτάκη θα παραµείνει σταθερή. Ενισχύοντας ασύστολα την κυρίαρχη τάξη, υποστηρίζοντας κάποιες προοπτικές του ανώτερου τµήµατος των µεσοστρωµάτων, υπολογίζει ότι, παρά τις απώλειες που προκαλεί στους εργαζόµενους και τα λαϊκά στρώµατα, θα κατορθώσει τελικά να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω σε όλες τις πολιτικές διεργασίες.

Δεν πρέπει να υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι αυτή η σκληρή και σαφής «ταξική µονοµέρεια» θα εξακολουθήσει να είναι ο γνώµονας στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.

Έτσι οι αυξήσεις στους µισθούς και στις συντάξεις (που ουσιαστικά αναστέλλονται για το προεκλογικό 2027) θα συνεχίσουν να είναι στο επίπεδο «ψίχουλα». Την ίδια στιγµή, η απόλυτη άρνηση για όποιο αποτελεσµατικό µέτρο ελέγχου των τιµών στα είδα µαζικής και υποχρεωτικής κατανάλωσης, όχι µόνο εξαερώνει ακαριαία τα «ψίχουλα» των αυξήσεων αλλά προκαλεί όλο και µεγαλύτερες απώλειες στο πραγµατικό διαθέσιµο εισόδηµα των εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ακρίβεια καταγράφεται σε όλες τις δηµοσκοπήσεις ως ο υπ. αριθµ. 1 παράγοντας της κυβερνητικής φθοράς. Σε αυτό το ενδεικτικό, αλλά και κρίσιµο, πεδίο η κυβέρνηση προαναγγέλει ότι δεν θα κάνει τίποτα απολύτως, πέρα από τα επικοινωνιακά αποπροσανατολιστικά πυροτεχνήµατα.

Η στροφή προς τα δεξιά που ήταν το «εργαλείο» του Μητσοτάκη για τον έλεγχο των εσωκοµµατικών αµφισβητήσεων, ταιριάζει γάντι µε την πιο απροσχηµάτιστη υποστήριξη των συµφερόντων της «καλής κοινωνίας». Οι προετοιµασίες της συνταγµατικής αναθεώρησης περιέχουν µεγάλες προκλήσεις. Η εισαγωγή του «δηµοσιονοµικού κόφτη» συνταγµατοποιεί τη σκληρή λιτότητα, βάζοντας όρια σε κάθε απόπειρα χαλάρωσής της, ακόµα και από µελλοντικές κυβερνήσεις! Δίπλα στην κατάργηση του εµβληµατικού Άρθρου 16 που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, προετοιµάζεται η κατάργηση της συνταγµατικής προστασίας στους υδάτινους πόρους, η κατάργηση της υποχρεωτικής αναδάσωσης καµένων δηµόσιων και ιδιωτικών δασικών εκτάσεων, και άλλων ανάλογων «αναχρονισµών» της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Το Σύνταγµα που ετοιµάζεται θα είναι µια νεοφιλελεύθερη «κουρελού» προσανατολισµένη κυρίως στην κατοχύρωση των «ελευθεριών» δράσης της επιχειρηµατικότητας.

Τα δρακόντεια διαδοχικά µέτρα του Φλωρίδη, µε πρόσχηµα τάχα την πάταξη της εγκληµατικότητας, ενισχύουν µε ταχύ ρυθµό το αστυνοµικό-δικαστικό κράτος που πάντα, σε τελευταία ανάλυση, έχει ως στόχο τους αγώνες της κοινωνικής πλειοψηφίας για δικαιώµατα και ελευθερίες.

Σε αυτήν την πολιτική εντάσσεται οµαλά και η όξυνση της ρατσιστικής πολιτικής. Την ώρα που όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις διαµηνύουν ότι τους λείπουν, κατ’ ελάχιστον, 300.000 εργάτες, ο Μητσοτάκης επιµένει ότι «θα λύσει το πρόβληµα» µε τις διαβόητες διακρατικές συµφωνίες µεταφοράς εργαζοµένων, ενώ το επίσηµο ελληνικό κράτος συνεχίζει να πνίγει εκατοντάδες µετανάστες και πρόσφυγες στα διαδοχικά «ναυάγια» που προκαλούν οι πολιτικές της αποτροπής και των «επαναπροωθήσεων».

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές δεν είναι γνωστή η επιλογή για την/τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας. Οι δυσκολίες του Μητσοτάκη αφορούν την τακτική αντιµετώπιση της εσωκοµµατικής αµφισβήτησης, αλλά και την υποστήριξη του σχεδίου ανάκτησης της αυτοδυναµίας. Κατά τα άλλα, όποιο πρόσωπο κι αν επιλεγεί θα στέκεται στην κορυφή µιας κρατικής πυραµίδας που έχει στραφεί σε µια καίρια αντεργατική και αντικοινωνική πολιτική. Και γι’ αυτό θα είναι εγκληµατικό πολιτικό λάθος η όποια «συναινετική» αντιµετώπιση της επιλογής Προέδρου από τη µεριά των κοµµάτων της αντιπολίτευσης.

Αυτή η πολιτική ασφαλώς θα κριθεί κυρίως στην αντιπαράθεσή της µε τους αγώνες του κόσµου µας. Θα δοκιµαστεί όµως και σε ένα πρόσθετο πεδίο.

Γεωπολιτική κινούµενη άµµος

Εξαργυρώνοντας το σταθερό φιλονατοϊκό προσανατολισµό όλης της προηγούµενης περιόδου, ο ελληνικό κράτος από την 1/1/2025 ανέλαβε τη θέση του µη µόνιµου µέλους του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ τον ερχόµενο Μάιο θα αναλάβει για ένα µήνα την προεδρία του. Η ατζέντα του Γεραπετρίτη στο υπουργείο Εξωτερικών είναι ενδεικτική της «προωθηµένης» ένταξης στην ευρωατλαντική στρατηγική.

Πρώτη προτεραιότητα είναι, λέει, η ταχύτερη δυνατή προώθηση του Οικονοµικού Διαδρόµου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC). Ο «Διάδροµος», στο οικονοµικό σκέλος του, αφορά την αµφίδροµη εµπορική σύνδεση της Ινδίας µε την ΕΕ, µε την Αθήνα να ελπίζει ότι θα αναδειχθεί σε «πύλη» από την οποία θα διέρχονται µεγάλες αξίες. Όµως είναι σαφές ότι η «σύνδεση» περιλαµβάνει στρατιωτικές και διπλωµατικές πτυχές, µέσω των οποίων ο ευρωατλαντισµός επιδιώκει να µετατρέψει την Ινδία (κατά τα άλλα χώρα-µέλος των BRICS) σε σταθερό στήριγµά του στο θαλάσσιο «τόξο» από τον Ινδικό µέχρι την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το «µεγάλο παιχνίδι», η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει, από την εποχή της πρώτης συνάντησης Μητσοτάκη-Μόντι, να αναλάβει το ρόλο της «προξενήτρας», µε στόχο τα ανταλλάγµατα στον ανταγωνισµό στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε αυτήν την κοντινότερη περιοχή, η αστάθεια έχει χτυπήσει «κόκκινο». Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία έχει αλλάξει όλα τα στρατηγικά δεδοµένα για την Τουρκία του Ερντογάν. Που αντιµετωπίζει πλέον τον «εφιάλτη» της δηµιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους δίπλα στα σύνορά της, που αντιµετωπίζει τις δοκιµασίες «συνύπαρξης» µε µια κυβέρνηση στη Δαµασκό που στηρίζεται σε ττζιχαντιστική ένοπλη δύναµη, που αντιµετωπίζει την προοπτική άµεσης «επαφής» µε το στρατό του Κράτους του Ισραήλ χωρίς το προστατευτικό ενδιάµεσο «µαξιλάρι» της Συρίας του Μπάαθ. Σε αυτή τη συγκυρία, το τουρκικό κράτος µεταφέρει επειγόντως κάθε ικµάδα του «διπλωµατικού κεφαλαίου» αλλά και των ενόπλων δυνάµεών του, προς την αντιµετώπιση των εξελίξεων στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά του. Στο Ανώτατο Συµβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας-Τουρκίας τον ερχόµενο Φλεβάρη θα διαπιστώσουµε το αν αυτή η εξέλιξη θα φέρει υποβάθµιση στο «δυτικό» µέτωπο, στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισµό στο Αιγαίο, ή αν αντίστροφα θα µπούµε σε νέο κύκλο όξυνσης.

Η (εν πολλοίς τεχνητή) αναβάθµιση της πιθανότητας οριοθέτησης ΑΟΖ µεταξύ Τουρκίας και Συρίας στον ελληνικό συστηµικό Τύπο, δείχνει ότι αυξάνουν οι «πειρασµοί» µε στόχο να προσπαθήσει το ελληνικό κράτος να αξιοποιήσει την αστάθεια στα νότια σύνορα της Τουρκίας για την προώθηση των δικών του θέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς αυτήν την κατεύθυνση ο Γεραπετρίτης αναθερµαίνει όλες τις διεργασίες µε τους «συµµάχους» της Αθήνας που ταυτόχρονα είναι καχύποπτες ή ανοιχτά εχθρικές δυνάµεις απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν. Στους επόµενους µήνες οργανώνονται το ΑΣΣ µε τη Σαουδική Αραβία, η Σύνοδος Κορυφής Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, ενώ «πυκνώνει» ο διάλογος Ελλάδας-Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο ότι µέσα σε αυτές τις συνθήκες ανακοινώθηκε η επιτάχυνση του σχεδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, ενώ ξαφνικά βγήκε ξανά από τα συρτάρια το σχέδιο για τον East Med, τον υποθαλάσσιο αγωγό µεταφοράς φυσικού αερίου µεταξύ Ισραήλ-Κύπρου και Ελλάδας, το σχέδιο που µόλις πριν 1 χρόνο οι αγορές είχαν κηρύξει ως «κλινικά νεκρό».

Θα είναι αφελής όποιος πιστέψει ότι οι σχέσεις αυτές περιορίζονται σε διπλωµατικό και οικονοµικό πεδίο. Αφορούν άµεσα τον τοµέα των όπλων.

Και σε αυτόν τον τοµέα εκδηλώνονται η, ίσως, πιο επικίνδυνη πτυχή της πολιτικής Μητσοτάκη. Σύµφωνα µε τον Δένδια οι τρέχουσες αλλαγές στις ένοπλες δυνάµεις συνιστούν «την πιο σηµαντική µεταρρύθµισή τους» από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Αυτή αφορά κολοσσιαίους πόρους («θόλος» στο Αιγαίο, Μπελχάρα µε πυραύλους Κρουζ, F-35 κλπ), αφορά στροφή προς έναν «επαγγελµατικό» στρατό ικανό να χειρίζεται όπλα τεχνολογίας, αλλά επίσης αφορά και ένα µιλιταριστικό αδιαπέραστο «τείχος» διαχωρισµού του στρατού από την κοινωνία. Στις σηµερινές συνθήκες των πολεµικών κινδύνων, οφείλουµε να θυµηθούµε ότι η απόρριψη του µιλιταρισµού υπήρξε ταυτοτική αυταξία για την Αριστερά και το εργατικό κίνηµα.

Σε αυτήν τη γεωπολιτική κινούµενη άµµο, ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να καταγράψει «επιτυχίες» που θα ενισχύουν τη θέση του, στηριγµένος κυρίως στις πλάτες του ευρωατλαντισµού και του Ισραήλ. Όµως είναι εξίσου πιθανό να καταγράψει νέα αδιέξοδα ή και να εισπράξει χαστούκια, που θα κάνουν τη θέση της κυβέρνησης πολιτικά απελπιστική.

Αντιπολίτευση; Είπατε αντιπολίτευση;

Έχουµε συχνά χρησιµοποιήσει τον ισχυρισµό ότι η βασική δύναµη του Μητσοτάκη είναι τα χάλια της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που αντιµετωπίζει.

Το ΠΑΣΟΚ που βρέθηκε στη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης µέσω της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, κινείται µε την εκτίµηση ότι «το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο». Ο Ανδρουλάκης αρκείται σε διαδοχικές ερωτήσεις προς τον Μητσοτάκη στη Βουλή, µε στόχο να αποδείξει τεχνοκρατική επάρκεια και κοστολογηµένο ρεαλισµό που, τάχα, θα φέρουν µετακινήσεις κεντρώων ψηφοφόρων προς τη σοσιαλδηµοκρατία. Το αποτέλεσµα είναι η δηµοσκοπική «στασιµότητα» του ΠΑΣΟΚ, που αν παραταθεί τότε πιθανότατα θα µετατραπεί σε δηµοσκοπική κατηφόρα. Η αµηχανία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ απέναντι σε πλευρές της συνταγµατικής µεταρρύθµισης και η αφωνία για την/τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας, δείχνουν ένα γενικότερο δισταγµό της ηγετικής οµάδας Ανδρουλάκη να «κόψει» οριστικά κάθε συζήτηση για συναινετικές διεργασίες µε τη ΝΔ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του Σ. Φάµελου παπαγαλίζει την ανάγκη «να βρεθεί αντίπαλος απέναντι στον Μητσοτάκη» χωρίς να τολµά να προχωρήσει στα στοιχειώδη πολιτικά διακυβεύµατα πάνω στα οποία θα κριθεί η επόµενη εκλογική/πολιτική µάχη. Είναι πραγµατικά εντυπωσιακό το πόσο αυτό το κόµµα, που τυπικά εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως «ριζοσπαστική Αριστερά», έχει χάσει κάθε δυνατότητα να συνδέει τις όποιες απόψεις του µε πραγµατική κίνηση του κόσµου, ή έστω ορατών τµηµάτων του. Και το πέρασµα του χρόνου, µετά την αποµάκρυνση από την κρίση Κασσελάκη θα κάνει αυτήν την αδυναµία όλο και πιο φανερή, όλο και πιο αποσαθρωτική για τις εκλογικές προοπτικές του.

Κοινό χαρακτηριστικό στην τακτική του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι υπόσχονται ότι θα αντιµετωπίσουν τον Μητσοτάκη στις… επόµενες εκλογές, κάνοντας µέχρι τότε ένα είδος «προγραµµατικής αντιπολίτευσης». Όµως όποιος ζήσει αυτήν την περίοδο περιµένοντας να αρχίσει την πολιτική µάχη κάπου στο 2027, ζει για να ζήσει µια νέα πολιτική ήττα.

Ο κόσµος δεν έχει κανένα λόγο να δώσει δύο χρόνια τάιµ άουτ στους µουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισµού που βρίσκονται στην κυβερνητική εξουσία. Γιατί η µοίρα του, το τι συµβαίνει στη δουλειά ή στο νοσοκοµείο, ή στο σχολείο κλπ, «γράφεται» εδώ και τώρα. Όπως εδώ και τώρα «γράφονται» οι πολιτικές προϋποθέσεις για τη νέα πολιτική συγκυρία που έρχεται µετά τη σηµερινή µεταβατική πολιτική περίοδο. Η µοναδική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη είναι οι αγώνες από τα κάτω, που πρέπει να ενταθούν και να κλιµακωθούν. Οι αγώνες αυτοί χρειάζονται τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά. Όχι µόνο για να οργανωθούν. Αλλά και για να ενοποιηθούν πολιτικά σε µια µίνιµουµ αλλά ουσιαστική βάση. Για να γίνει το «από τα κάτω» ξανά ταυτόσηµο µε το «από τα αριστερά». Και να οδηγήσει αυτή την αντιδραστική κυβέρνηση στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες