Στην Πορτογαλία, πριν 50 χρόνια
Στις 25 Απρίλη του 1974, το ραδιόφωνο της Λισσαβόνας έπαιξε το τραγούδι «Grandola, Vila Morena». Ήταν το σύνθημα για να κινηθούν οι δυνάμεις του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων (MFA) που ανέτρεψαν τη δικτατορία του Σαλαζάρ (ως το 1968) και του διαδόχου Καετάνο (ως το 1974).
Το πιο ανθεκτικό δικτατορικό καθεστώς στην Ευρώπη (επιβλήθηκε τον Μάη του 1926) έπεφτε, κάτω από το χτύπημα ενός «κινήματος» που ξεκινούσε μέσα από τον στρατό.
Την ώρα που στην Ελλάδα ήταν σε εξέλιξη η «θερμή» Μεταπολίτευση, που στην Ισπανία ετοιμαζόταν η «ψυχρή» Μετάβαση από το καθεστώς του Φράνκο στην αστική δημοκρατία, στην Πορτογαλία η «μετάβαση» υπήρξε κυριολεκτικά καυτή.
Η μαζική παρέμβαση της εργατικής τάξης και των φτωχών οδήγησε στην πιο βαθιά και ουσιαστική επαναστατική εμπειρία, τουλάχιστον στην Ευρώπη, της μεγάλης εποχής αγώνων που εγκαινίασε ο διεθνής Μάης του 1968.
Η δικτατορία στην Πορτογαλία στηριζόταν σε μια αντιδραστική συμμαχία της αστικής τάξης, των μεγαλοκτηματιών στο Βορρά και στο Νότο της χώρας, και της Καθολικής Εκκλησίας που -όλοι μαζί!- αγωνίζονταν να διατηρήσουν τις αποικιακές κτήσεις στην Αφρική, επωφελούμενοι από την ιδιαίτερα «πρόθυμη» συμμετοχή της Πορτογαλίας στο ΝΑΤΟ. Από το 1961 ως το 1974 το πορτογαλικό κράτος βρισκόταν σε ένα διαρκή αιματηρό πόλεμο ενάντια στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες. Χρειάστηκε να κινητοποιήσει πάνω από 2 εκατομμύρια άνδρες, ποσοστό πρωτοφανές σε σύγκριση με το μέγεθος του πληθυσμού, και να «ανοίξει» το σώμα των αξιωματικών σε νέους εργατικής και αγροτικής καταγωγής που, πλέον, έρχονταν σε άμεση επαφή με τις άγριες σφαγές του αποικιοκρατικού στρατού, αλλά και με τις επαναστατικές ιδέες που σάρωναν την Αφρική στη δεκαετία του 1960.
Όταν ο Καετάνο διαδέχθηκε τον Σαλαζάρ το 1968, υποσχέθηκε ένα πολιτικό «άνοιγμα» της δικτατορίας. Η στροφή αντανακλούσε προβληματισμούς μέσα στην αστική τάξη, που επιθυμούσε διακαώς να ενταχθεί στις αγορές της ΕΟΚ.
Αντανακλούσε, επίσης, προβληματισμούς στην ηγεσία του στρατού: Ο στρατηγός Σπινόλα, στρατιωτικός διοικητής στην Αγκόλα, δεν έκρυβε ότι θεωρούσε τους αφρικανικούς πολέμους ως μελλοντικά χαμένη υπόθεση. Όπως και στην Ελλάδα, η «φιλελευθεροποίηση» της δικτατορίας άνοιξε τη ρωγμή για το ξεκίνημα των μαζικών αγώνων αντίστασης.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων στην Αφρική και στη μητρόπολη, οδήγησε στη δημιουργία του MFA, ενός κινήματος που στηριζόταν κυρίως στους μικρομεσαίους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς στην Αφρική. Το MFA, προφανώς, δεν ήταν ενιαίο. Για να έχει ο αναγνώστης μια εικόνα για το δυναμικό του MFA, ας δώσουμε την κατάταξη των δυνάμεών του, όπως παρουσιαζόταν δημόσια στους μήνες που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας: Η δεξιά πτέρυγα ήταν οι «σπινολίστας», γύρω από τον στρατηγό Σπινόλα και το σχέδιο για τη σταδιακή απαγκίστρωση από την Αφρική και την ένταξη στην ΕΟΚ. Η «κεντρώα» πτέρυγα ήταν η «ομάδα των 9» (συνδεδεμένη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα) και οι «γκονσαλβίστας» (οι οπαδοί του στρατηγού Γκονσάλβες, συνδεδεμένοι με το ΚΚ Πορτογαλίας). Η ισχυρή ριζοσπαστική πτέρυγα είχε ως σύμβολο των «κόκκινο Οτέλο», τον Οτέλο ντε Καρβάλιο, ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης της επαναστατικής Αριστεράς PRP-BR (Προλεταριακό Επαναστατικό Κόμμα -Επαναστατικές Ταξιαρχίες).
Γράφεται συχνά ότι η Επανάσταση με τα Γαρύφαλλα ήταν αναίμακτη. Όμως αυτό που είχε προηγηθεί στην Αφρική, δεν ήταν: ο πορτογαλικός στρατός έχασε περισσότερους από 10.000 άνδρες, ενώ τα θύματά του υπολογίζονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες. Μέσα σε αυτήν την αγριότητα και στις ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες της εποχής του Πολέμου στο Βιετνάμ, πρέπει να γίνεται κατανοητή η ίδρυση, η δύναμη και το πολιτικό «χρώμα» του MFA.
Στις 25 Απρίλη η δικτατορία κατέρρευσε αμαχητί. Ο Καετάνο δραπέτευσε προς τη Βραζιλία. Στην κορυφή του κράτους βρέθηκε ο στρατηγός Σπινόλα, που προσπάθησε να περιορίσει την κατάρρευση της αποικιοκρατίας και να διατηρήσει μια κάποια σταθερότητα στην μητροπολιτική Πορτογαλία. Οι προσπάθειές του απέτυχαν παταγωδώς. Σε ελάχιστους μήνες η Γουϊνέα-Μπισάου, η Αγκόλα, η Μοζαμβίκη, το Πράσινο Ακρωτήρι, το Σάο Τομέ-Πρίνσιπο στην Αφρική και το Ανατολικό Τιμόρ στην Ασία, απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Και μόνο γι’ αυτό θα άξιζε να «γιορτάζουμε» ακόμα την 25η Απρίλη. Όμως η αποτυχία του Σπινόλα ήταν μεγαλύτερη στο εσωτερικό της Πορτογαλίας. Τον Σεπτέμβρη του 1974, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κινητοποιήσει το συντηρητικό στρατόπεδο, ο φιλόδοξος στρατηγός υποχρεώθηκε να δραπετεύσει από την χώρα και να καταφύγει στη Βραζιλία, παρέα με τον Μαρσέλο Καετάνο.
Γιατί στο μεταξύ ξέσπασε μια ορμητική είσοδος του εργατικού κινήματος στο πολιτικό προσκήνιο. Στην πρώτη εβδομάδα μετά την 25 Απρίλη, ξέσπασαν δεκάδες μαζικές απεργίες. Την Πρωτομαγιά του ’74 μια απειλητική διαδήλωση εκατοντάδων χιλιάδων εργατών σάρωσε το κέντρο της Λισσαβόνας, με την προστατευτική συνοδεία ένοπλων φαντάρων.
Ακολούθησε ένα κύμα απεργιών και καταλήψεων των μεγάλων εργοστασίων. Δεκάδες σημαντικές επιχειρήσεις τέθηκαν σε καθεστώς λειτουργίας υπό κατάληψη και εργατικό έλεγχο. Τα συνδικάτα στρατολογούσαν μαζικά, ενώ μια νέα μορφή οργάνωσης αναδεικνυόταν με ταχύτητα: τα Εργατικά Συμβούλια.
Το κύμα επεκτάθηκε στους εργάτες γης. Τα λατιφούντια των μεγαλοκτηματιών και τα κτήματα της Εκκλησίας και των μοναστηριών καταλήφθηκαν από τους αγρότες, που αποφάσισαν να τα καλλιεργήσουν χωρίς την άδεια των «νόμιμων» ιδιοκτητών. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 10 χρόνια μέχρις ότου, κάποια από αυτά, να επιστραφούν στους κατόχους τίτλων ιδιοκτησίας.
Κάθε μορφής οργανώσεις των μαζών φύτρωναν αυθόρμητα παντού. Επιτροπές κατοίκων κατέλαβαν τα άδεια σπίτια και τα μοίρασαν στους άστεγους και στους διαμένοντες στις παραγκοσυνοικίες. Τα νοσοκομεία και τα σχολεία (που σε μεγάλο βαθμό ήταν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας) μπήκαν σε λειτουργία υπό τον έλεγχο μικτών επιτροπών από τους εργαζόμενους και από τους χρήστες των υπηρεσιών τους.
Η παράλυση των μηχανισμών καταστολής, υπό την απειλητική εποπτεία της ριζοσπαστικής πτέρυγας του MFA, επέτρεπε στις μάζες μια αυθεντική δημοκρατική ανάταση. Η ιστορικός της πορτογαλέζικης επανάστασης, Ρακέλ Βαρέλα, σημειώνει ότι σε όλες τις φωτογραφίες του 1975-75 κυριαρχούν τα χαμογελαστά πρόσωπα. Στις αναμνήσεις των πρωταγωνιστών έρχεται ξανά και ξανά η φράση: «Ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μας!».
Η «αποχουντοποίηση» πήρε ιδιαίτερα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Τα στελέχη των φασιστικών οργανώσεων, όπως και οι αξιωματικοί της PIDE, της μισητής μυστικής αστυνομίας, κατέφυγαν έντρομοι στη φρανκική Ισπανία. Δεκάδες καπιταλιστές κατηγορήθηκαν για σαμποτάζ ή για κερδοσκοπία κι έχασαν τις επιχειρήσεις τους.
Μαζί με τον έλεγχο των μηχανισμών καταστολής, η κυρίαρχη τάξη έχανε σταδιακά και τον έλεγχο των ΜΜΕ: το μεγάλο ραδιόφωνο της Λισσαβόνας (Ράδιο Ρενασένκα) και η μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας (Λα Ρεπούμπλικα) καταλήφθηκαν και συνέχισαν να λειτουργούν υπό εργατικό έλεγχο.
Η άνοδος της δύναμης των εργατικών αγώνων οδηγούσε σε οξύτερη ριζοσπαστικοποίηση μέσα στο στρατό. Την άνοιξη του 1975 ιδρύθηκαν οι SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι Θα Νικήσουμε). Έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση επιδεικτικά στο κέντρο του συντηρητικού Βορρά, με μια μεγάλη διαδήλωση ένοπλων φαντάρων στο Πόρτο, που συνοδευόταν από ένα προστατευτικό κομβόι τανκς και τεθωρακισμένων οχημάτων με κόκκινες σημαίες. Τον Ιούνη του 1975, η πρώτη «Λαϊκή Συνέλευση» στη Λισσαβόνα, που κάλεσαν 26 μεγάλα Εργατικά Συμβούλια και 50 Επιτροπές Συνοικιών, φιλοξενήθηκε στο στρατόπεδο του Συντάγματος Μηχανικού, υπό την προστασία της Στρατιωτικής Αστυνομίας (CopCon) που έλεγχο ο Οτέλο ντε Καρβάλιο.
Στους 19 μήνες της πορτογαλικής επανάστασης (Απρίλης 1974-Νοέμβρης 1975), οι 6 (!) διαδοχικές «προσωρινές κυβερνήσεις» ανέβηκαν και έπεσαν σαν αδειανά πουκάμισα.
Η κυρίαρχη τάξη γατζωνόταν στο μοναδικό αποκούμπι της, στην έκκληση για «συνέχεια του κράτους», που μπορούσε να στηρίζει η δεξιά και κεντρώα τάση του MFA, με την πολιτική κάλυψη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του ΚΚ Πορτογαλίας.
Η εξέλιξη έφτανε σε οριακό σημείο. Θεωρητικά θα μπορούσε να παρομοιαστεί με καθεστώς «δυαδικής εξουσίας». Δεν είναι ακριβές. Η κυρίαρχη τάξη είχε αποστερηθεί βασικά μέσα για να ασκεί την εξουσία της. Η εργατική τάξη, παρά την εκρηκτική άνοδο του κινήματος, ξεκινώντας από την χαμηλή αφετηρία των δεκαετιών στέρησης πολιτικής πείρας μέσα στη δικτατορία, δεν είχε πλειοψηφικά τη συνείδηση ότι η υπεράσπιση των κατακτήσεών της και πολύ περισσότερο η διεύρυνσή τους ήταν πλέον ζήτημα ταυτισμένο με το ζήτημα της εξουσίας. Ο Βρετανός μαρξιστής Τόνι Κλιφ χαρακτήριζε αυτήν την κατάσταση, κυρίως, ως διπλή αδυναμία να αντιμετωπιστεί το αποφασιστικό ζήτημα της εξουσίας, παρά ως δυαδική εξουσία. Αυτό το σχήμα εξηγεί καλύτερα τη συνέχεια των γεγονότων.
Δημοκρατική αντεπανάσταση
Ο «διεθνής παράγοντας» δεν έμεινε αδρανής. Ο Τζέραλντ Φορντ εξέφραζε φωναχτά τις αμερικανικές ανησυχίες ότι η Πορτογαλία μπορούσε να μετατραπεί σε θρυαλλίδα προς μια «κόκκινη Μεσόγειο». Οι νατοϊκές δομές έριχναν το βάρος τους στην ενίσχυση των «υπεύθυνων» δυνάμεων μέσα στο MFA, κυρίως της «ομάδας των 9», με επικεφαλής τον «σοσιαλιστή» Εάνες, που αργότερα έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το γερμανικό SPD έχει ομολογήσει ότι η μεγαλύτερη διεθνής επένδυση που έκανε στην ιστορία του ήταν η χρηματοδότηση του νέου Σοσιαλιστικού Κόμματος του Σοάρες, που υποσχόταν έναν κάποιο σοσιαλισμό, μέσω των δημοκρατικών εκλογών και της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας».
Αυτή η μανούβρα θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς την υποστήριξη του ΚΚ Πορτογαλίας. Το ΚΚΠ, το πιο «ορθόδοξο» και πιο στενά συνδεδεμένο με τη Μόσχα ΚΚ στην Ευρώπη, είχε τη στρατηγική μιας «δημοκρατικής-αντιμονοπωλιακής επανάστασης». Επικαλούμενο τον (ανύπαρκτο) κίνδυνο ενός «φασιστικού πισωγυρίσματος», έπαιρνε με προσοχή αποστάσεις από το ριζοσπαστισμό των μαζών, κάνοντας λόγο για «άγριες»-αδιέξοδες απεργίες, δηλώνοντας ότι η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ήταν ένα «άκαιρο πολιτικό καθήκον» και υποστηρίζοντας τη «θεσμοθέτηση» του ρόλου του MFA ως οργάνου διασφάλισης της συνέχειας του κράτους. Η εφημερίδα του ΚΚΠ, «Avante!», προειδοποιούσε: «Η ΚΕ του ΚΚΠ ζητά την προσοχή απέναντι στις ιδεαλιστικές αυταπάτες, που οδηγούν κάποια τμήματα να βλέπουν αυτές τις μορφές της λαϊκής οργάνωσης σαν μελλοντικά σώματα της κρατικής εξουσίας. Επίσης ζητά την προσοχή απέναντι στις αφηρημένες θεωρητικοποιήσεις περί μιας “λαϊκής εξουσίας” που δημιουργούν τις αυταπάτες σχετικά με την ύπαρξη μιας λαϊκής πολιτικής εξουσίας σε αντίθεση με την υπάρχουσα στρατιωτική και κυβερνητική εξουσία». Η ηγεσία του ΚΚΠ είχε πάρει την απόφαση να λειτουργήσει ως λιπαντικό στα γρανάζια του «δημοκρατικού» μηχανισμού, με στόχο να επανέλθει η χώρα στην ομαλότητα.
Στο μεταξύ το MFA είχε φτάσει στο όριο της δυνατότητας να λειτουργεί ως «διαμεσολαβητής» μεταξύ της κυρίαρχης τάξης και των κινητοποιημένων μαζών.
Οι εκλογές στις 25 Απρίλη του 1975 ήταν ένα πρώτο σημείο καμπής. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπήρξε ο νικητής των εκλογών με 38%. Το ΚΚ πήρε το 16,5% των ψήφων. Το άθροισμα όλων των κομμάτων της Δεξιάς έφτανε μόλις στο 34%. Το (μικρό) τμήμα της άκρας Αριστεράς που κατέβηκε στις εκλογές πήρε το όχι ευκαταφρόνητο 4%.
Μετά το «καυτό» καλοκαίρι του ’75, το καθοριστικό χτύπημα ήρθε στις 25 Νοέμβρη. Τότε μια συμμαχία των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της Δεξιάς και των Σοσιαλιστών υπό την ηγεσία του Εάνες, με την ανοχή του ΚΚΠ, επιτέθηκε στην αριστερή πτέρυγα του MFA, συνέλαβε και φυλάκισε τον Καρβάλιο. Το πρόσχημα ήταν ότι η CopCon μαζί με κάποια ριζοσπαστικά συντάγματα της Λισσαβόνας ετοίμαζαν αριστερό στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Αντόνιο Εάνες ανακηρύχθηκε το 1976 Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γύρω από αυτήν την ηγεσία και αυτόν τον μηχανισμό «δημοκρατικής» αποκατάστασης της τάξης, ο αστισμός σταδιακά ανασυντάχτηκε. Ένα μεγάλο εργατικό και λαϊκό κίνημα, χωρίς όμως μια σαφή πολιτική ηγεσία, μετά από 19 μήνες μεγάλων κατακτήσεων αναδιπλώθηκε και, τελικά, ηττήθηκε.
Για να το πετύχει αυτό η κυρίαρχη τάξη χρειάστηκε να πληρώσει, και μάλιστα ακριβά. Η Ρακέλ Βαρέλα υπολογίζει ότι το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων ως ποσοστό στο ΑΕΠ αυξήθηκε σε αυτήν την περίοδο κατά 18%, προκαλώντας ισόποση μείωση του μεριδίου του κεφαλαίου. Οι λαϊκές μάζες κέρδισαν για πρώτη φορά τα δικαιώματα σε δημόσια κοινωνική ασφάλιση, περίθαλψη και εκπαίδευση. Οι γυναίκες έκαναν ένα ιστορικό βήμα μπροστά. Περισσότερο από 3 εκατομμύρια άνθρωποι πήραν μέρος στις διαδικασίες των εργατικών, συνοικιακών, αγροτικών, στρατιωτικών, Συμβουλίων. Οι τράπεζες και πολλές μεγάλες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν.
Όμως σταδιακά αυτές οι κατακτήσεις υπονομεύτηκαν και διαβρώθηκαν. Το 1986 η Πορτογαλία προσχώρησε στην ΕΕ. Όπως κι εδώ, οι διαδικασίες ένταξης, και αργότερα συμμετοχής στην Ευρωζώνη, λειτούργησαν σαν ένας ισχυρός μοχλός για την προώθηση του νεοφιλελευθερισμού.
Η συνέχεια είναι μια εμπειρία ανάλογη με τη δική μας. Μετά την κρίση του 2008, η Πορτογαλία υπήρξε μέλος του κλαμπ των PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) που δέχθηκαν την τρομερή μνημονιακή επίθεση λιτότητας. Απέναντι στην Τρόικα, οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στη Λισσαβόνα τραγουδούσαν ξανά το Grandola, Vila Morena. Γνωρίζοντας ότι μπροστά στην επίθεση που δεχόμαστε σήμερα, θα χρειαστεί να κάνουμε ξανά, και ακόμα καλύτερα, εκείνα που κάναμε στα 1974, στις μέρες με τα γαρύφαλλα, «στις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μας».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά