Στην Πορτογαλία, πριν 50 χρόνια

Στις 25 Απρί­λη του 1974, το ρα­διό­φω­νο της Λισ­σα­βό­νας έπαι­ξε το τρα­γού­δι «Grandola, Vila Morena». Ήταν το σύν­θη­μα για να κι­νη­θούν οι δυ­νά­μεις του Κι­νή­μα­τος Ενό­πλων Δυ­νά­με­ων (MFA) που ανέ­τρε­ψαν τη δι­κτα­το­ρία του Σα­λα­ζάρ (ως το 1968) και του δια­δό­χου Κα­ε­τά­νο (ως το 1974). 

Το πιο αν­θε­κτι­κό δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς στην Ευ­ρώ­πη (επι­βλή­θη­κε τον Μάη του 1926) έπε­φτε, κάτω από το χτύ­πη­μα ενός «κι­νή­μα­τος» που ξε­κι­νού­σε μέσα από τον στρα­τό. 

Την ώρα που στην Ελ­λά­δα ήταν σε εξέ­λι­ξη η «θερμή» Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που στην Ισπα­νία ετοι­μα­ζό­ταν η «ψυχρή» Με­τά­βα­ση από το κα­θε­στώς του Φράν­κο στην αστι­κή δη­μο­κρα­τία, στην Πορ­το­γα­λία η «με­τά­βα­ση» υπήρ­ξε κυ­ριο­λε­κτι­κά καυτή.

Η μα­ζι­κή πα­ρέμ­βα­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης και των φτω­χών οδή­γη­σε στην πιο βαθιά και ου­σια­στι­κή επα­να­στα­τι­κή εμπει­ρία, του­λά­χι­στον στην Ευ­ρώ­πη, της με­γά­λης επο­χής αγώ­νων που εγκαι­νί­α­σε ο διε­θνής Μάης του 1968. 

Η δι­κτα­το­ρία στην Πορ­το­γα­λία στη­ρι­ζό­ταν σε μια αντι­δρα­στι­κή συμ­μα­χία της αστι­κής τάξης, των με­γα­λο­κτη­μα­τιών στο Βορρά και στο Νότο της χώρας, και της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας που -όλοι μαζί!- αγω­νί­ζο­νταν να δια­τη­ρή­σουν τις αποι­κια­κές κτή­σεις στην Αφρι­κή, επω­φε­λού­με­νοι από την ιδιαί­τε­ρα «πρό­θυ­μη» συμ­με­το­χή της Πορ­το­γα­λί­ας στο ΝΑΤΟ. Από το 1961 ως το 1974 το πορ­το­γα­λι­κό κρά­τος βρι­σκό­ταν σε ένα διαρ­κή αι­μα­τη­ρό πό­λε­μο ενά­ντια στα εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά κι­νή­μα­τα στις αποι­κί­ες. Χρειά­στη­κε να κι­νη­το­ποι­ή­σει πάνω από 2 εκα­τομ­μύ­ρια άν­δρες, πο­σο­στό πρω­το­φα­νές σε σύ­γκρι­ση με το μέ­γε­θος του πλη­θυ­σμού, και να «ανοί­ξει» το σώμα των αξιω­μα­τι­κών σε νέους ερ­γα­τι­κής και αγρο­τι­κής κα­τα­γω­γής που, πλέον, έρ­χο­νταν σε άμεση επαφή με τις άγριες σφα­γές του αποι­κιο­κρα­τι­κού στρα­τού, αλλά και με τις επα­να­στα­τι­κές ιδέες που σά­ρω­ναν την Αφρι­κή στη δε­κα­ε­τία του 1960. 

Όταν ο Κα­ε­τά­νο δια­δέ­χθη­κε τον Σα­λα­ζάρ το 1968, υπο­σχέ­θη­κε ένα πο­λι­τι­κό «άνοιγ­μα» της δι­κτα­το­ρί­ας. Η στρο­φή αντα­να­κλού­σε προ­βλη­μα­τι­σμούς μέσα στην αστι­κή τάξη, που επι­θυ­μού­σε δια­κα­ώς να εντα­χθεί στις αγο­ρές της ΕΟΚ.

Αντα­να­κλού­σε, επί­σης, προ­βλη­μα­τι­σμούς στην ηγε­σία του στρα­τού: Ο στρα­τη­γός Σπι­νό­λα, στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής στην Αγκό­λα, δεν έκρυ­βε ότι θε­ω­ρού­σε τους αφρι­κα­νι­κούς πο­λέ­μους ως μελ­λο­ντι­κά χα­μέ­νη υπό­θε­ση. Όπως και στην Ελ­λά­δα, η «φι­λε­λευ­θε­ρο­ποί­η­ση» της δι­κτα­το­ρί­ας άνοι­ξε τη ρωγμή για το ξε­κί­νη­μα των μα­ζι­κών αγώ­νων αντί­στα­σης.

Ο συν­δυα­σμός αυτών των πα­ρα­γό­ντων στην Αφρι­κή και στη μη­τρό­πο­λη, οδή­γη­σε στη δη­μιουρ­γία του MFA, ενός κι­νή­μα­τος που στη­ρι­ζό­ταν κυ­ρί­ως στους μι­κρο­με­σαί­ους αξιω­μα­τι­κούς και υπα­ξιω­μα­τι­κούς στην Αφρι­κή. Το MFA, προ­φα­νώς, δεν ήταν ενιαίο. Για να έχει ο ανα­γνώ­στης μια ει­κό­να για το δυ­να­μι­κό του MFA, ας δώ­σου­με την κα­τά­τα­ξη των δυ­νά­με­ών του, όπως πα­ρου­σια­ζό­ταν δη­μό­σια στους μήνες που ακο­λού­θη­σαν την πτώση της δι­κτα­το­ρί­ας: Η δεξιά πτέ­ρυ­γα ήταν οι «σπι­νο­λί­στας», γύρω από τον στρα­τη­γό Σπι­νό­λα και το σχέ­διο για τη στα­δια­κή απα­γκί­στρω­ση από την Αφρι­κή και την έντα­ξη στην ΕΟΚ. Η «κε­ντρώα» πτέ­ρυ­γα ήταν η «ομάδα των 9» (συν­δε­δε­μέ­νη με το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα) και οι «γκον­σαλ­βί­στας» (οι οπα­δοί του στρα­τη­γού Γκον­σάλ­βες, συν­δε­δε­μέ­νοι με το ΚΚ Πορ­το­γα­λί­ας). Η ισχυ­ρή ρι­ζο­σπα­στι­κή πτέ­ρυ­γα είχε ως σύμ­βο­λο των «κόκ­κι­νο Οτέλο», τον Οτέλο ντε Καρ­βά­λιο, ηγε­τι­κό στέ­λε­χος της ορ­γά­νω­σης της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς PRP-BR (Προ­λε­τα­ρια­κό Επα­να­στα­τι­κό Κόμμα -Επα­να­στα­τι­κές Τα­ξιαρ­χί­ες).

Γρά­φε­ται συχνά ότι η Επα­νά­στα­ση με τα Γα­ρύ­φαλ­λα ήταν αναί­μα­κτη. Όμως αυτό που είχε προη­γη­θεί στην Αφρι­κή, δεν ήταν: ο πορ­το­γα­λι­κός στρα­τός έχασε πε­ρισ­σό­τε­ρους από 10.000 άν­δρες, ενώ τα θύ­μα­τά του υπο­λο­γί­ζο­νται σε πολ­λές εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες. Μέσα σε αυτήν την αγριό­τη­τα και στις ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές συν­θή­κες της επο­χής του Πο­λέ­μου στο Βιετ­νάμ, πρέ­πει να γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή η ίδρυ­ση, η δύ­να­μη και το πο­λι­τι­κό «χρώμα» του MFA. 

Στις 25 Απρί­λη η δι­κτα­το­ρία κα­τέρ­ρευ­σε αμα­χη­τί. Ο Κα­ε­τά­νο δρα­πέ­τευ­σε προς τη Βρα­ζι­λία. Στην κο­ρυ­φή του κρά­τους βρέ­θη­κε ο στρα­τη­γός Σπι­νό­λα, που προ­σπά­θη­σε να πε­ριο­ρί­σει την κα­τάρ­ρευ­ση της αποι­κιο­κρα­τί­ας και να δια­τη­ρή­σει μια κά­ποια στα­θε­ρό­τη­τα στην μη­τρο­πο­λι­τι­κή Πορ­το­γα­λία. Οι προ­σπά­θειές του απέ­τυ­χαν πα­τα­γω­δώς. Σε ελά­χι­στους μήνες η Γου­ϊ­νέα-Μπι­σά­ου, η Αγκό­λα, η Μο­ζαμ­βί­κη, το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι, το Σάο Το­μέ-Πρίν­σι­πο στην Αφρι­κή και το Ανα­το­λι­κό Τιμόρ στην Ασία, απέ­κτη­σαν την ανε­ξαρ­τη­σία τους. Και μόνο γι’ αυτό θα άξιζε να «γιορ­τά­ζου­με» ακόμα την 25η Απρί­λη. Όμως η απο­τυ­χία του Σπι­νό­λα ήταν με­γα­λύ­τε­ρη στο εσω­τε­ρι­κό της Πορ­το­γα­λί­ας. Τον Σε­πτέμ­βρη του 1974, μετά από μια απο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια να κι­νη­το­ποι­ή­σει το συ­ντη­ρη­τι­κό στρα­τό­πε­δο, ο φι­λό­δο­ξος στρα­τη­γός υπο­χρε­ώ­θη­κε να δρα­πε­τεύ­σει από την χώρα και να κα­τα­φύ­γει στη Βρα­ζι­λία, παρέα με τον Μαρ­σέ­λο Κα­ε­τά­νο. 

Γιατί στο με­τα­ξύ ξέ­σπα­σε μια ορ­μη­τι­κή εί­σο­δος του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο. Στην πρώτη εβδο­μά­δα μετά την 25 Απρί­λη, ξέ­σπα­σαν δε­κά­δες μα­ζι­κές απερ­γί­ες. Την Πρω­το­μα­γιά του ’74 μια απει­λη­τι­κή δια­δή­λω­ση εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων ερ­γα­τών σά­ρω­σε το κέ­ντρο της Λισ­σα­βό­νας, με την προ­στα­τευ­τι­κή συ­νο­δεία ένο­πλων φα­ντά­ρων. 

Ακο­λού­θη­σε ένα κύμα απερ­γιών και κα­τα­λή­ψε­ων των με­γά­λων ερ­γο­στα­σί­ων. Δε­κά­δες ση­μα­ντι­κές επι­χει­ρή­σεις τέ­θη­καν σε κα­θε­στώς λει­τουρ­γί­ας υπό κα­τά­λη­ψη και ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο. Τα συν­δι­κά­τα στρα­το­λο­γού­σαν μα­ζι­κά, ενώ μια νέα μορφή ορ­γά­νω­σης ανα­δει­κνυό­ταν με τα­χύ­τη­τα: τα Ερ­γα­τι­κά Συμ­βού­λια. 

Το κύμα επε­κτά­θη­κε στους ερ­γά­τες γης. Τα λα­τι­φού­ντια των με­γα­λο­κτη­μα­τιών και τα κτή­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας και των μο­να­στη­ριών κα­τα­λή­φθη­καν από τους αγρό­τες, που απο­φά­σι­σαν να τα καλ­λιερ­γή­σουν χωρίς την άδεια των «νό­μι­μων» ιδιο­κτη­τών. Χρειά­στη­κε να πε­ρά­σουν πάνω από 10 χρό­νια μέ­χρις ότου, κά­ποια από αυτά, να επι­στρα­φούν στους κα­τό­χους τί­τλων ιδιο­κτη­σί­ας. 

Κάθε μορ­φής ορ­γα­νώ­σεις των μαζών φύ­τρω­ναν αυ­θόρ­μη­τα πα­ντού. Επι­τρο­πές κα­τοί­κων κα­τέ­λα­βαν τα άδεια σπί­τια και τα μοί­ρα­σαν στους άστε­γους και στους δια­μέ­νο­ντες στις πα­ρα­γκο­συ­νοι­κί­ες. Τα νο­σο­κο­μεία και τα σχο­λεία (που σε με­γά­λο βαθμό ήταν υπό τον έλεγ­χο της Εκ­κλη­σί­ας) μπή­καν σε λει­τουρ­γία υπό τον έλεγ­χο μι­κτών επι­τρο­πών από τους ερ­γα­ζό­με­νους και από τους χρή­στες των υπη­ρε­σιών τους. 

Η πα­ρά­λυ­ση των μη­χα­νι­σμών κα­τα­στο­λής, υπό την απει­λη­τι­κή επο­πτεία της ρι­ζο­σπα­στι­κής πτέ­ρυ­γας του MFA, επέ­τρε­πε στις μάζες μια αυ­θε­ντι­κή δη­μο­κρα­τι­κή ανά­τα­ση. Η ιστο­ρι­κός της πορ­το­γα­λέ­ζι­κης επα­νά­στα­σης, Ρακέλ Βα­ρέ­λα, ση­μειώ­νει ότι σε όλες τις φω­το­γρα­φί­ες του 1975-75 κυ­ριαρ­χούν τα χα­μο­γε­λα­στά πρό­σω­πα. Στις ανα­μνή­σεις των πρω­τα­γω­νι­στών έρ­χε­ται ξανά και ξανά η φράση: «Ήταν οι πιο ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέρες της ζωής μας!». 

Η «απο­χου­ντο­ποί­η­ση» πήρε ιδιαί­τε­ρα ρι­ζο­σπα­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τα στε­λέ­χη των φα­σι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, όπως και οι αξιω­μα­τι­κοί της PIDE, της μι­ση­τής μυ­στι­κής αστυ­νο­μί­ας, κα­τέ­φυ­γαν έντρο­μοι στη φραν­κι­κή Ισπα­νία. Δε­κά­δες κα­πι­τα­λι­στές κα­τη­γο­ρή­θη­καν για σα­μπο­τάζ ή για κερ­δο­σκο­πία κι έχα­σαν τις επι­χει­ρή­σεις τους. 

Μαζί με τον έλεγ­χο των μη­χα­νι­σμών κα­τα­στο­λής, η κυ­ρί­αρ­χη τάξη έχανε στα­δια­κά και τον έλεγ­χο των ΜΜΕ: το με­γά­λο ρα­διό­φω­νο της Λισ­σα­βό­νας (Ράδιο Ρε­να­σέν­κα) και η με­γα­λύ­τε­ρη εφη­με­ρί­δα της χώρας (Λα Ρε­πού­μπλι­κα) κα­τα­λή­φθη­καν και συ­νέ­χι­σαν να λει­τουρ­γούν υπό ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο. 

Η άνο­δος της δύ­να­μης των ερ­γα­τι­κών αγώ­νων οδη­γού­σε σε οξύ­τε­ρη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση μέσα στο στρα­τό. Την άνοι­ξη του 1975 ιδρύ­θη­καν οι SUV (Στρα­τιώ­τες Ενω­μέ­νοι Θα Νι­κή­σου­με). Έκα­ναν την παρ­θε­νι­κή τους εμ­φά­νι­ση επι­δει­κτι­κά στο κέ­ντρο του συ­ντη­ρη­τι­κού Βορρά, με μια με­γά­λη δια­δή­λω­ση ένο­πλων φα­ντά­ρων στο Πόρτο, που συ­νο­δευό­ταν από ένα προ­στα­τευ­τι­κό κομ­βόι τανκς και τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων οχη­μά­των με κόκ­κι­νες ση­μαί­ες. Τον Ιούνη του 1975, η πρώτη «Λαϊκή Συ­νέ­λευ­ση» στη Λισ­σα­βό­να, που κά­λε­σαν 26 με­γά­λα Ερ­γα­τι­κά Συμ­βού­λια και 50 Επι­τρο­πές Συ­νοι­κιών, φι­λο­ξε­νή­θη­κε στο στρα­τό­πε­δο του Συ­ντάγ­μα­τος Μη­χα­νι­κού, υπό την προ­στα­σία της Στρα­τιω­τι­κής Αστυ­νο­μί­ας (CopCon) που έλεγ­χο ο Οτέλο ντε Καρ­βά­λιο. 

Στους 19 μήνες της πορ­το­γα­λι­κής επα­νά­στα­σης (Απρί­λης 1974-Νο­έμ­βρης 1975), οι 6 (!) δια­δο­χι­κές «προ­σω­ρι­νές κυ­βερ­νή­σεις» ανέ­βη­καν και έπε­σαν σαν αδεια­νά που­κά­μι­σα. 

Η κυ­ρί­αρ­χη τάξη γα­τζω­νό­ταν στο μο­να­δι­κό απο­κού­μπι της, στην έκ­κλη­ση για «συ­νέ­χεια του κρά­τους», που μπο­ρού­σε να στη­ρί­ζει η δεξιά και κε­ντρώα τάση του MFA, με την πο­λι­τι­κή κά­λυ­ψη του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος και του ΚΚ Πορ­το­γα­λί­ας. 

Η εξέ­λι­ξη έφτα­νε σε ορια­κό ση­μείο. Θε­ω­ρη­τι­κά θα μπο­ρού­σε να πα­ρο­μοια­στεί με κα­θε­στώς «δυα­δι­κής εξου­σί­ας». Δεν είναι ακρι­βές. Η κυ­ρί­αρ­χη τάξη είχε απο­στε­ρη­θεί βα­σι­κά μέσα για να ασκεί την εξου­σία της. Η ερ­γα­τι­κή τάξη, παρά την εκρη­κτι­κή άνοδο του κι­νή­μα­τος, ξε­κι­νώ­ντας από την χα­μη­λή αφε­τη­ρία των δε­κα­ε­τιών στέ­ρη­σης πο­λι­τι­κής πεί­ρας μέσα στη δι­κτα­το­ρία, δεν είχε πλειο­ψη­φι­κά τη συ­νεί­δη­ση ότι η υπε­ρά­σπι­ση των κα­τα­κτή­σε­ών της και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η διεύ­ρυν­σή τους ήταν πλέον ζή­τη­μα ταυ­τι­σμέ­νο με το ζή­τη­μα της εξου­σί­ας. Ο Βρε­τα­νός μαρ­ξι­στής Τόνι Κλιφ χα­ρα­κτή­ρι­ζε αυτήν την κα­τά­στα­ση, κυ­ρί­ως, ως διπλή αδυ­να­μία να αντι­με­τω­πι­στεί το απο­φα­σι­στι­κό ζή­τη­μα της εξου­σί­ας, παρά ως δυα­δι­κή εξου­σία. Αυτό το σχήμα εξη­γεί κα­λύ­τε­ρα τη συ­νέ­χεια των γε­γο­νό­των. 

Δη­μο­κρα­τι­κή αντε­πα­νά­στα­ση

Ο «διε­θνής πα­ρά­γο­ντας» δεν έμει­νε αδρα­νής. Ο Τζέ­ραλντ Φορντ εξέ­φρα­ζε φω­να­χτά τις αμε­ρι­κα­νι­κές ανη­συ­χί­ες ότι η Πορ­το­γα­λία μπο­ρού­σε να με­τα­τρα­πεί σε θρυαλ­λί­δα προς μια «κόκ­κι­νη Με­σό­γειο». Οι να­τοϊ­κές δομές έρι­χναν το βάρος τους στην ενί­σχυ­ση των «υπεύ­θυ­νων» δυ­νά­με­ων μέσα στο MFA, κυ­ρί­ως της «ομά­δας των 9», με επι­κε­φα­λής τον «σο­σια­λι­στή» Εάνες, που αρ­γό­τε­ρα έγινε Πρό­ε­δρος της Δη­μο­κρα­τί­ας. Το γερ­μα­νι­κό SPD έχει ομο­λο­γή­σει ότι η με­γα­λύ­τε­ρη διε­θνής επέν­δυ­ση που έκανε στην ιστο­ρία του ήταν η χρη­μα­το­δό­τη­ση του νέου Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος του Σο­ά­ρες, που υπο­σχό­ταν έναν κά­ποιο σο­σια­λι­σμό, μέσω των δη­μο­κρα­τι­κών εκλο­γών και της «ευ­ρω­παϊ­κής πο­ρεί­ας της χώρας». 

Αυτή η μα­νού­βρα θα ήταν απο­λύ­τως αδύ­να­τη χωρίς την υπο­στή­ρι­ξη του ΚΚ Πορ­το­γα­λί­ας. Το ΚΚΠ, το πιο «ορ­θό­δο­ξο» και πιο στενά συν­δε­δε­μέ­νο με τη Μόσχα ΚΚ στην Ευ­ρώ­πη, είχε τη στρα­τη­γι­κή μιας «δη­μο­κρα­τι­κής-αντι­μο­νο­πω­λια­κής επα­νά­στα­σης». Επι­κα­λού­με­νο τον (ανύ­παρ­κτο) κίν­δυ­νο ενός «φα­σι­στι­κού πι­σω­γυ­ρί­σμα­τος», έπαιρ­νε με προ­σο­χή απο­στά­σεις από το ρι­ζο­σπα­στι­σμό των μαζών, κά­νο­ντας λόγο για «άγριες»-αδιέ­ξο­δες απερ­γί­ες, δη­λώ­νο­ντας ότι η απο­χώ­ρη­ση από το ΝΑΤΟ ήταν ένα «άκαι­ρο πο­λι­τι­κό κα­θή­κον» και υπο­στη­ρί­ζο­ντας τη «θε­σμο­θέ­τη­ση» του ρόλου του MFA ως ορ­γά­νου δια­σφά­λι­σης της συ­νέ­χειας του κρά­τους. Η εφη­με­ρί­δα του ΚΚΠ, «Avante!», προει­δο­ποιού­σε: «Η ΚΕ του ΚΚΠ ζητά την προ­σο­χή απέ­να­ντι στις ιδε­α­λι­στι­κές αυ­τα­πά­τες, που οδη­γούν κά­ποια τμή­μα­τα να βλέ­πουν αυτές τις μορ­φές της λαϊ­κής ορ­γά­νω­σης σαν μελ­λο­ντι­κά σώ­μα­τα της κρα­τι­κής εξου­σί­ας. Επί­σης ζητά την προ­σο­χή απέ­να­ντι στις αφη­ρη­μέ­νες θε­ω­ρη­τι­κο­ποι­ή­σεις περί μιας “λαϊ­κής εξου­σί­ας” που δη­μιουρ­γούν τις αυ­τα­πά­τες σχε­τι­κά με την ύπαρ­ξη μιας λαϊ­κής πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας σε αντί­θε­ση με την υπάρ­χου­σα στρα­τιω­τι­κή και κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία». Η ηγε­σία του ΚΚΠ είχε πάρει την από­φα­ση να λει­τουρ­γή­σει ως λι­πα­ντι­κό στα γρα­νά­ζια του «δη­μο­κρα­τι­κού» μη­χα­νι­σμού, με στόχο να επα­νέλ­θει η χώρα στην ομα­λό­τη­τα. 

Στο με­τα­ξύ το MFA είχε φτά­σει στο όριο της δυ­να­τό­τη­τας να λει­τουρ­γεί ως «δια­με­σο­λα­βη­τής» με­τα­ξύ της κυ­ρί­αρ­χης τάξης και των κι­νη­το­ποι­η­μέ­νων μαζών. 

Οι εκλο­γές στις 25 Απρί­λη του 1975 ήταν ένα πρώτο ση­μείο κα­μπής. Το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα υπήρ­ξε ο νι­κη­τής των εκλο­γών με 38%. Το ΚΚ πήρε το 16,5% των ψήφων. Το άθροι­σμα όλων των κομ­μά­των της Δε­ξιάς έφτα­νε μόλις στο 34%. Το (μικρό) τμήμα της άκρας Αρι­στε­ράς που κα­τέ­βη­κε στις εκλο­γές πήρε το όχι ευ­κα­τα­φρό­νη­το 4%. 

Μετά το «καυτό» κα­λο­καί­ρι του ’75, το κα­θο­ρι­στι­κό χτύ­πη­μα ήρθε στις 25 Νο­έμ­βρη. Τότε μια συμ­μα­χία των πο­λι­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών δυ­νά­με­ων της Δε­ξιάς και των Σο­σια­λι­στών υπό την ηγε­σία του Εάνες, με την ανοχή του ΚΚΠ, επι­τέ­θη­κε στην αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του MFA, συ­νέ­λα­βε και φυ­λά­κι­σε τον Καρ­βά­λιο. Το πρό­σχη­μα ήταν ότι η CopCon μαζί με κά­ποια ρι­ζο­σπα­στι­κά συ­ντάγ­μα­τα της Λισ­σα­βό­νας ετοί­μα­ζαν αρι­στε­ρό στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα. Ο Αντό­νιο Εάνες ανα­κη­ρύ­χθη­κε το 1976 Πρό­ε­δρος της Δη­μο­κρα­τί­ας. 

Γύρω από αυτήν την ηγε­σία και αυτόν τον μη­χα­νι­σμό «δη­μο­κρα­τι­κής» απο­κα­τά­στα­σης της τάξης, ο αστι­σμός στα­δια­κά ανα­συ­ντά­χτη­κε. Ένα με­γά­λο ερ­γα­τι­κό και λαϊκό κί­νη­μα, χωρίς όμως μια σαφή πο­λι­τι­κή ηγε­σία, μετά από 19 μήνες με­γά­λων κα­τα­κτή­σε­ων ανα­δι­πλώ­θη­κε και, τε­λι­κά, ητ­τή­θη­κε. 

Για να το πε­τύ­χει αυτό η κυ­ρί­αρ­χη τάξη χρειά­στη­κε να πλη­ρώ­σει, και μά­λι­στα ακρι­βά. Η Ρακέλ Βα­ρέ­λα υπο­λο­γί­ζει ότι το με­ρί­διο των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων ως πο­σο­στό στο ΑΕΠ αυ­ξή­θη­κε σε αυτήν την πε­ρί­ο­δο κατά 18%, προ­κα­λώ­ντας ισό­πο­ση μεί­ω­ση του με­ρι­δί­ου του κε­φα­λαί­ου. Οι λαϊ­κές μάζες κέρ­δι­σαν για πρώτη φορά τα δι­καιώ­μα­τα σε δη­μό­σια κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση, πε­ρί­θαλ­ψη και εκ­παί­δευ­ση. Οι γυ­ναί­κες έκα­ναν ένα ιστο­ρι­κό βήμα μπρο­στά. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από 3 εκα­τομ­μύ­ρια άν­θρω­ποι πήραν μέρος στις δια­δι­κα­σί­ες των ερ­γα­τι­κών, συ­νοι­κια­κών, αγρο­τι­κών, στρα­τιω­τι­κών, Συμ­βου­λί­ων. Οι τρά­πε­ζες και πολ­λές με­γά­λες βιο­μη­χα­νι­κές και εμπο­ρι­κές επι­χει­ρή­σεις εθνι­κο­ποι­ή­θη­καν. 

Όμως στα­δια­κά αυτές οι κα­τα­κτή­σεις υπο­νο­μεύ­τη­καν και δια­βρώ­θη­καν. Το 1986 η Πορ­το­γα­λία προ­σχώ­ρη­σε στην ΕΕ. Όπως κι εδώ, οι δια­δι­κα­σί­ες έντα­ξης, και αρ­γό­τε­ρα συμ­με­το­χής στην Ευ­ρω­ζώ­νη, λει­τούρ­γη­σαν σαν ένας ισχυ­ρός μο­χλός για την προ­ώ­θη­ση του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. 

Η συ­νέ­χεια είναι μια εμπει­ρία ανά­λο­γη με τη δική μας. Μετά την κρίση του 2008, η Πορ­το­γα­λία υπήρ­ξε μέλος του κλαμπ των PIGS (Πορ­το­γα­λία, Ιρ­λαν­δία, Ελ­λά­δα, Ισπα­νία) που δέ­χθη­καν την τρο­με­ρή μνη­μο­νια­κή επί­θε­ση λι­τό­τη­τας. Απέ­να­ντι στην Τρόι­κα, οι εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες δια­δη­λω­τές στη Λισ­σα­βό­να τρα­γου­δού­σαν ξανά το Grandola, Vila Morena. Γνω­ρί­ζο­ντας ότι μπρο­στά στην επί­θε­ση που δε­χό­μα­στε σή­με­ρα, θα χρεια­στεί να κά­νου­με ξανά, και ακόμα κα­λύ­τε­ρα, εκεί­να που κά­να­με στα 1974, στις μέρες με τα γα­ρύ­φαλ­λα, «στις πιο ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέρες της ζωής μας». 

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες