Πριν από 46 χρόνια, το πρωί της 15ης Ιουλίου, ο επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο, ταξίαρχος Μιχ. Γεωργίτσης, ενημέρωνε τη Χούντα στην Αθήνα ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο είχε αρχίσει.
Σήμερα, στην επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώνεται στην ανατολική Μεσόγειο, κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την ιστορία και τους επικίνδυνους μύθους που συντηρούν το δηλητηριώδες πολιτικό ρεύμα του εθνικισμού.
Οι άνθρωποι που οργάνωσαν το πραξικόπημα έχτιζαν την επιρροή τους στην Κύπρο με βάση το αφήγημα της Ένωσης με την Ελλάδα. Ήταν οι «ενωτικοί αγωνιστές», που πέρα από τους ελλαδίτες αξιωματικούς περιλάμβαναν τους ακροδεξιούς της ΕΟΚΑ Β.
Ο Ν. Σαμψών, που επιλέχθηκε από τους πραξικοπηματίες ως «Πρόεδρος» της Κύπρου, προερχόταν από τις πιο «εξτρεμιστικές» ένοπλες ομάδες της ΕΟΚΑ που, μετά την ανεξαρτησία, συνέχισαν ως παραστρατιωτικές οργανώσεις, με δράση κυρίως κατά των τουρκοκυπρίων αλλά και κατά ελληνοκυπρίων αριστερών αγωνιστών. Κατά τους τουρκοκύπριους ο Σαμψών ήταν «ο χασάπης της Μόρφου», αφού έπαιξε ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο στην καταπίεση και στις διώξεις των αμάχων τουρκοκυπρίων στα τραγικά γεγονότα του 1963.
Επικεφαλής της ΕΟΚΑ Β, όπως άλλωστε και της ΕΟΚΑ, ήταν ο Γ. Γρίβας ή «Διγενής». Ο Γρίβας υπήρξε επίσης ο επικεφαλής της φασιστικής οργάνωσης «Χ» κατά την περίοδο της κατοχής στην Ελλάδα. Σε στενή συνεργασία με τις βρετανικές υπηρεσίες αλλά και τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, υπήρξε ο «πρωτομάστορας» της δράσης που έβλεπε τον «αντικομμουνιστικό αγώνα» ως πρωταρχικό καθήκον. Το ερώτημα του πώς ένας άνθρωπος των Εγγλέζων στη δεκαετία του ’40, αναλαμβάνει την ηγεσία ενός «εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα» κατά των Εγγλέζων το 1955, παραμένει ένα από αυτά τα «καυτά» ζητήματα που οι εθνικιστές αφήνουν αναπάντητα.
Το 1959 οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου έδωσαν στην Κύπρο μια ελεγχόμενη «ανεξαρτησία» (κατά τις συνήθειες της πολύπειρης Βρετανικής Αυτοκρατορίας που είχε πλέον στραφεί στο ρεαλισμό της «αποαποικιοποίησης»), όμως υπό την «εγγύηση» της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αυτός ο συμβιβασμός δεν γινόταν αποδεκτός από ένα τμήμα των παλιών «ενωτικών» που ήλπιζαν ότι με ένοπλη δράση κατά των τουρκοκυπρίων θα μπορούσαν να τον προβοκάρουν και να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την Ένωση. Αυτό ήταν το νόημα της ίδρυσης της ΕΟΚΑ Β, αλλά και των αντιπαραθέσεων, που εξελίχθηκαν σε συγκρούσεις, μεταξύ του Μακαρίου και της Χούντας στην Αθήνα. Γιατί ο πυρήνας της Χούντας θεωρούσε ότι η Ένωση θα ήταν μια «εθνική επιτυχία» που θα έδινε στο χουντικό καθεστώς νομιμοποίηση και προοπτικές μακροημέρευσης.
Όμως, στο μεταξύ, η κοινωνική βάση του ενωτικού ρεύματος στην Κύπρο είχε αλλάξει σημαντικά μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας. Η Εκκλησία, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στην Κύπρο, δεν έβλεπε πλέον κανένα λόγο για να βιαστεί να «ενωθεί» με ένα κράτος όπου είχε συντελεστεί (σε ένα βαθμό) η αγροτική μεταρρύθμιση και είχαν περιοριστεί τα ελέω Θεού δικαιώματα των μεγαλοτσιφλικάδων. Η αστική τάξη στην Κύπρο, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά της η προοπτική να κληρονομήσουν ένα ρόλο ανάλογο με της Βηρυττού, να γίνουν οι τοκογλύφοι, οι τραπεζίτες, οι ξενοδόχοι και οι έμποροι της ανατολικής Μεσογείου (η εξέλιξή τους έδειξε ότι αυτοί οι υπολογισμοί είχαν βάσεις…). Δεν είχαν πλέον λόγο να βιαστούν να γίνουν από «πρώτοι στο χωριό τους» δεύτεροι σε μια μεγαλύτερη αλλά όχι και τεράστια νέα κρατική οντότητα. Και ένα τμήμα της Αριστεράς συνειδητοποιούσε ότι μόνο σπάζοντας τον εθνικό διαχωρισμό, επιστρέφοντας στις παραδόσεις του κοινού αγώνα με τους τουρκοκύπριους, θα μπορούσε να υπάρξει μέλλον για την Αριστερά στην Κύπρο.
Έτσι, το δεύτερο κύμα του «ενωτισμού» υπήρξε μειοψηφικό, σε πλήρη εξάρτηση από το χουντικό καθεστώς της Αθήνας.
Η Χούντα, μετά την απομόνωσή της στα χρόνια του ’70, που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είχε κάθε λόγο να «επιταχύνει» τις εξελίξεις στην Κύπρο. Αυτό ήταν το βασικό μέλημα της ομάδας των «σκληρών» της Χούντας, της ομάδας Ιωαννίδη, που ανέλαβε την εξουσία μετά το Νοέμβρη του 1973. Έτσι φτάσαμε, πραγματικά, στο πραξικόπημα.
Το οποίο απέτυχε λόγω της σκληρής αντίστασης των ελληνοκυπρίων. Η «εθνική αφήγηση» θέλει να ξεχνά και να υποβαθμίζει τις σκληρότατες μάχες μεταξύ τμημάτων των κυπριακών ενόπλων δυνάμεων με την υποστήριξη του πληθυσμού και των πραξικοπηματιών που στηρίζονταν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Ο Μακάριος σώθηκε και διέφυγε προς το Λονδίνο με ένα βρετανικό (δηλαδή Νατοϊκό) πολεμικό αεροπλάνο (να άλλο ένα «ανεξήγητο» ερωτηματικό για όσους περιορίζουν την κριτική τους στο πραξικόπημα, θεωρώντας ότι ήταν αποκλειστικά «ξενοκίνητο»…).
Η Τουρκία, ανεμίζοντας τις «προγραμματικές δηλώσεις» του Σαμψών που προανήγγειλαν την Ένωση, άσκησε τα «εγγυητικά» δικαιώματα και εισέβαλε στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο τμήμα του νησιού. Η τραγωδία του ξεριζωμού των προσφύγων και της πολυετούς διχοτόμησης του νησιού, είχε αρχίσει.
Η Χούντα στην Αθήνα προετοιμάστηκε για ελληνοτουρκικό πόλεμο και κήρυξε τη γενική επιστράτευση. Όμως η απομόνωσή της ήταν τόσο βαθιά που η επιστράτευση αντί να δημιουργήσει πολεμικό ενθουσιασμό επέφερε την κατάρρευση του καθεστώτος και την αρχή της Μεταπολίτευσης…
Ένας άλλος εθνικός μύθος είναι ότι οι «ξένοι» δεν προειδοποίησαν για την τουρκική εισβολή. Σήμερα είναι γνωστό (από τα «απομνημονεύματα» του Κίσιγκερ και τα αποχαρακτηρισμένα πλέον αρχεία του Πενταγώνου) ότι οι Αμερικανοί ενημέρωσαν τους Έλληνες αστούς πολιτικούς της Δεξιάς και του Κέντρου για τα σχέδια της Χούντας για πραξικόπημα, προειδοποίησαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε τουρκική εισβολή και δήλωσαν ότι σε αυτό το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα παρέμεναν «ουδέτεροι», ιεραρχώντας την επιβίωση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ πάνω από κάθε άλλη σκοπιμότητα. Δεν είναι γνωστό αν η ντόπια αστική πολιτική ηγεσία δεν μπόρεσε να «ελέγξει» τη Χούντα, ή αν δεν θέλησε καν να το κάνει, αφήνοντας τους στρατοκράτες να δοκιμάσουν την τύχη σε ένα «τολμηρό» σχεδιασμό.
Είναι σίγουρο ότι αν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήθελαν πράγματι να εμποδίσουν αυτήν την εγκληματική εξέλιξη, είχαν τη δύναμη να το κάνουν. Είναι όμως επίσης σίγουρο ότι οι εγκληματικές ευθύνες βαρύνουν εξίσου, ή και περισσότερο, τις ντόπιες πολιτικές, στρατιωτικές, διπλωματικές και οικονομικές ηγεσίες.
Για άλλη μια φορά στην ιστορία, η ανεξέλεγκτη δράση του εθνικισμού είχε εξελιχθεί σε μια τραγωδία που πλήρωσαν με αίμα και συμφορές οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι στην Κύπρο. Και αυτό σήμερα, εν μέσω κραυγών για γεωτρήσεις και ΑΟΖ, δεν δικαιούται να το ξεχνά κανείς.