Πριν από 50 χρόνια ξέσπασε στην Ιταλία το μεγάλο κύμα εργατικών και λαϊκών αγώνων, που έμεινε στην ιστορία σαν το ιταλικό «Καυτό Φθινόπωρο». Ήταν το βαθύτερο και πιο ουσιαστικό κύμα του διεθνούς κινήματος του «Μάη 1968», που συντάραξε την Ιταλία για περίπου μία δεκαετία και έγινε το σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης διεθνώς.

Στο κέντρο του βρισκόταν μια πρωτοφανής σε διάρκεια, επιμονή και ριζοσπαστισμό εργατική απεργιακή δράση, που συσπείρωσε γύρω της όλους τους καταπιεσμένους: οι εσωτερικοί μετανάστες (οι «τερόνι» από τον φτωχό αγροτικό Νότο), η νεολαία, οι γυναίκες (σε μια χώρα όπου η δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας απαγόρευε το διαζύγιο), οι φτωχοί των εργατογειτονιών στο Μιλάνο και το Τορίνο, έχτισαν ένα εκπληκτικό μαζικό κίνημα που έβαλε δυναμικά το ζήτημα της ανατροπής του καθεστώτος, για πρώτη φορά στην Ιταλία μετά το 1945. Την άνοιξη του ’69, σε μια τεράστια διαδήλωση έξω από το εργοστάσιο της FIAT στο Τορίνο με αίτημα να μειωθούν τα ενοίκια στις εργατικές κατοικίες, όλοι αυτοί οι «ξεβράκωτοι», όταν ρωτήθηκαν γιατί παλεύουν, έδωσαν την περήφανη απάντηση: «Τα θέλουμε όλα!». Μια απάντηση που έγινε σήμα κατατεθέν ενός κινήματος, μιας εποχής, μιας νέας πολιτικοποίησης, μιας Νέας Αριστεράς.

Αυτά συνέβησαν στη χώρα με το μεγαλύτερο Κομουνιστικό Κόμμα στον κόσμο –πέρα από τη Ρωσία και την Κίνα. Το PCI, υπό την ηγεσία του Τολιάτι, είχε πρωτοστατήσει στη διάσωση του καπιταλισμού στην Ιταλία το 1945-1947, με τη γραμμή της «Εθνικής Ενότητας» που εκφράστηκε με τη συγκυβέρνηση με τη χριστιανοδημοκρατική Δεξιά. Το PCI κράτησε τις δυνάμεις του και τις αυγάτισε: τα εκατομμύρια των μελών του και οι ισχυρές οργανώσεις του τέθηκαν στην υπηρεσία ενός μακρού «δημοκρατικού δρόμου», που είχε ως προτεραιότητα την «ανάπτυξη» της ιταλικής πατρίδας και, τάχα, ως προοπτική αργότερα την «ειρηνική μετάβαση» σε έναν κάποιο σοσιαλισμό. Όμως η Δεξιά δεν συμμεριζόταν αυτές τις αυταπάτες: Μεταξύ του 1948 και του 1956 η αστυνομία είχε δολοφονήσει πάνω από 80 εργάτες σε συμπλοκές και διαδηλώσεις, το 1960 η Χριστιανοδημοκρατία επιχείρησε να κυβερνήσει μαζί με το φασιστικό κόμμα MSI, τα στελέχη του μηχανισμού του Μουσολίνι είχαν παραμείνει ισχυρά μέσα στη δομή του στρατού, της αστυνομίας, των μυστικών υπηρεσιών. Το ιταλικό «οικονομικό θαύμα» είχε ως προϋπόθεση τη συντριβή του εργατικού κινήματος και τη μείωση της ουσιαστικής δύναμης της Αριστεράς. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τα συνδικάτα είχαν περιοριστεί και ειδικότερα στα μεγάλα εργοστάσια είχαν εξουδετερωθεί.

Στο τέλος της περιόδου του «Καυτού Φθινοπώρου» η εικόνα είχε αντιστραφεί: ένα καινούργιο, αρκετά διαφορετικό και πολύ πιο ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό κίνημα είχε γίνει πανίσχυρο μέσα στους χώρους εργασίας και ειδικά στα μεγάλα εργοστάσια, ακόμα και μέσα στις εργατογειτονιές. Αυτή η δύναμη είναι ο παράγοντας-κλειδί για να κατανοήσει κανείς όλες τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ιταλία (π.χ. οι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές αποδίδουν όλες τις «καθυστερήσεις» και τις αστάθειες του ιταλικού καπιταλισμού στη δύναμη που απέκτησε ο κόσμος μας εκείνη την εποχή). Μια νέα παρατεταμένη στρατηγική αντεπίθεσης του κεφαλαίου, η «αναδιάρθρωση» (όπως στην Ελλάδα, μετά τη Μεταπολίτευση, ο «εκσυγχρονισμός»…) έγινε αναγκαία και αποτέλεσε το κέντρο της προσοχής των καπιταλιστών και του κράτους για μια ολόκληρη μακρά περίοδο.

Επίσης άλλαξε η εικόνα μέσα στην Αριστερά. Οι «ομάδες» της Νέας Αριστεράς –η Avanguardia Operaia (Εργατική Πρωτοπορία), η Lotta Continua (Ο Αγώνας Συνεχίζεται), η Pottere Operaio (Εργατική Εξουσία)– μετατράπηκαν σε μαζικές πολιτικές οργανώσεις στα αριστερά του ΚΚ Ιταλίας, με δεκάδες χιλιάδες μέλη, με καθημερινές εφημερίδες και πραγματικές ρίζες μέσα στα εργοστάσια. Η ίδρυση του PdUP (Κόμμα Εργατικής Ενότητας) –πιο γνωστού από την εφημερίδα του «Il Manifesto»– σηματοδότησε την επικοινωνία ανάμεσα στην επαναστατική Αριστερά και τα στελέχη και τα μέλη της αριστερής πτέρυγας του PCI.

Η γενιά του ’68 σημαδεύεται από μια βασική θέση: τη δυνατότητα της ενότητας στη δράση μεταξύ του ριζοσπαστικού φοιτητικού και νεολαιίστικου κινήματος και του εργατικού κινήματος, με στόχο τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Η θέση αυτή εκφράστηκε με κεντρικά συνθήματα σε όλες τις γλώσσες, όπως το ηρωικό «Εργάτες-φοιτητές! Ενωμένοι-νικητές!» ή το πιο μελαγχολικό «Η εργατική τάξη θα πάρει τη σημαία της επανάστασης από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών» του παρισινού Μάη. Δεν ήταν μόνο προϊόν πολιτικής ανάλυσης, αλλά και προϊόν πρακτικής πολιτικής πείρας.

Κορυφαίο σημείο αυτής της πολιτικής πείρας είναι ο ιταλικός «μακρύς Μάης».

Το κίνημα άρχισε, όπως στη Γαλλία, στα πανεπιστήμια στο Μιλάνο, στο Τορίνο, στη Ρώμη. Όμως το 1968 κύλησε χωρίς μεγάλα ξεσπάσματα και κλιμακώσεις. Αντίθετα, το 1969 ήταν ο χρόνος αρχής της διαρκούς εργατικής δράσης. Υπήρχαν οι παράγοντες που έσπρωξαν «αυθόρμητα» σε αυτό το φαινόμενο. Στις μεγάλες φάμπρικες της εποχής, η ζωή και η δουλειά ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστη: στα βαφεία της FIAT ή στα χυτήρια της Pirelli οι νέοι εργάτες δεν είχαν καμιά ελπίδα να φτάσουν στο γενικό προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού, στις εργατογειτονιές τα υψηλά ενοίκια και το κόστος μετακίνησης ροκάνιζαν τάχιστα το μισθό, οι νέοι εργάτες, που κατά πλειοψηφία προέρχονταν από το Νότο, αντιμετωπίζονταν με ρατσισμό από την ψηλομύτικη παράδοση του Βορρά.

Όμως τίποτα δεν υπήρξε ποτέ ως απόλυτα αυθόρμητο κίνημα. Στο Μιλάνο, με κέντρο την Pirelli, η Avanguardia Operaia ξεκίνησε τον «πειραματισμό» με τις Ενωτικές Επιτροπές Βάσης (CUB). Στο Τορίνο, με κέντρο το γιγάντιο εργοστάσιο της FIAT, η Lotta Continua και η Pottere Operaio ξεκίνησαν τις προσπάθειες για τις συνελεύσεις βάσης, για την άμεση εκλογή «αντιπροσώπων» στα τμήματα («Είμαστε όλοι αντιπρόσωποι!»), για μια λειτουργία παρέμβασης που έθετε τις βάσεις για την καινούργια μορφή των Εργοστασιακών Συμβουλίων.

Τα συνδικάτα παρατηρούσαν με έκπληξη την αλλαγή των αιτημάτων. Στη θέση της παραδοσιακής διεκδίκησης «λελογισμένων» αυξήσεων με βάση την παραγωγικότητα κάθε τμήματος, άρχισαν να ξεσπούν μαζικοί αγώνες που απαιτούσαν ενιαίο ποσοστό αύξησης για όλους τους εργάτες, ενοποιώντας τους ειδικευμένους με τους ανειδίκευτους. Νέα αιτήματα –για τα νοίκια, για φτηνότερα εισιτήρια, για έλεγχο στις τιμές στα τρόφιμα κ.ο.κ.– «άνοιγαν» τη φάμπρικα προς την εργατογειτονιά. Όταν σε συμπλοκές στο Νότο η αστυνομία δολοφόνησε κάποιους εργάτες στη Νάπολη και στη Σικελία, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στην Ιταλία δόθηκε σκληρή απάντηση με απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις στο Μιλάνο και το Τορίνο.

Ένα μαζικό, αποφασιστικό και σοβαρό γυναικείο κίνημα ταρακούνησε τα εργοστάσια και τις συνοικίες, βάζοντας σε δοκιμασία ακόμα και την ανδροκρατούμενη εικόνα που παραδοσιακά κυριαρχούσε στα συνδικάτα, αλλά και στις οργανώσεις της Αριστεράς.

Ασφαλώς το κίνημα ενισχυόταν από το γενικευμένο κλίμα της εποχής: δεκάδες χιλιάδες απεργοί της FIAT διαδήλωναν κραυγάζοντας επηρεασμένοι από τον αγώνα στο Βιετνάμ «Ανιέλι, η Ινδοκίνα βρίσκεται πια μέσα στα εργοστάσιά σου!».

Όταν η Pirelli προσπάθησε να σπάσει μια απεργία ενάντια στις απολύσεις, εισάγοντας λάστιχα από το εργοστάσιό της στην Πάτρα, όλο το Μιλάνο συγκλονίστηκε από αντιχουντικές διαδηλώσεις υποστήριξης στον αγωνιζόμενο λαό στην Ελλάδα. Η απεργία εξαπλώθηκε στις συγκοινωνίες και στα σχολεία και η Pirelli αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Λίγο αργότερα έκλεισε το εργοστάσιο και «δραπέτευσε» από το ταραγμένο Μιλάνο, εγκαινιάζοντας την τακτική της «μετεγκατάστασης» που ακολούθησε αργότερα και στην Πάτρα, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα επίσης μαχητικό εργατικό κίνημα.

Η κοσμογονία πέρασε στις μορφές πάλης: η «άγρια»-αιφνιδιαστική απεργία, η απεργία κατά τμήματα, η σχεδιασμένα διακεκομμένη κι επαναλαμβανόμενη απεργία, έδιναν μαθήματα ενός αποφασιστικού και παρατεταμένου εργατικού πολέμου. Στις μεγάλες φάμπρικες ξεκίνησαν οι «εσωτερικές διαδηλώσεις». Ένας βετεράνος αγωνιστής στη FIAT θυμάται: «τους άκουσα να έρχονται, με συνθήματα, με σφυρίχτρες, με ταμπούρλα. Δεν είχα δεύτερη σκέψη. Έβγαλα τα γάντια και τους ακολούθησα. Η απεργία εξαπλωνόταν από τμήμα σε τμήμα, ακολουθώντας τη διαδρομή της εσωτερικής διαδήλωσης. Οι επιστάτες και οι άνθρωποι της εργοδοσίας δεν τόλμησαν να αντισταθούν…».

Το αίσθημα της ταξικής περηφάνιας εξαπλωνόταν με ταχύτητα: κόκκινο μαντήλι στο λαιμό στη δουλειά, ρούχα της δουλειάς χωρίς ντροπή στο μπαρ ή στο πάρτι, ανεξαρτησία-αυθάδεια και όλο και συχνότερα απειλητικό ύφος απέναντι στα πρόσωπα, στους θεσμούς, στις συνήθειες που συμβόλιζαν το καθεστώς. Όπως έγραψε ένας βετεράνος του «εργατισμού»: «Ήταν μια εποχή που οι εργάτες άρχισαν να μιλούν, να σκέφτονται, να δρουν σαν εργάτες…».

Αυτή η δύναμη συγκλόνισε την Ιταλία για μια δεκαετία. Τα συνδικάτα από ένα σημείο και μετά άλλαξαν τακτική, προσπάθησαν να επωφεληθούν από τις συνθήκες που δημιουργούσε αυτό το κίνημα. Με τη γλώσσα της εποχής επιχείρησαν να «καβαλήσουν τον τίγρη»: υιοθέτησαν τα εργοστασιακά συμβούλια και μέσω της εκλογικής διαδικασίας προσπάθησαν και τελικά κατόρθωσαν να τα καθορίσουν. Όχι ασφαλώς χωρίς συνέπειες: Η FIOM (η Ομοσπονδία των μεταλλεργατών, των θρυλικών μεταλμεκάνιτσι), κάποιες σοβαρές συνδικαλιστικές κατακτήσεις και μια πολύ πιο βαθιά συνδικαλιστική συνείδηση σε σύγκριση με τις άλλες χώρες στην Ευρώπη, είναι αποτελέσματα αυτής της περιόδου.

Τον ελιγμό των συνδικάτων δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει η υπαρκτή οργανωμένη Αριστερά του κινήματος, ούτε στην «εργατίστικη» εκδοχή της, ούτε στην ακροαριστερή «λενινιστική» εκδοχή της. Το ερώτημα μιας επαναστατικής τακτικής σε συνθήκες πιο παρατεταμένες από τις αρχικές προβλέψεις, σε συνθήκες που άρχιζαν να εμπεριέχουν μια σχετική κάμψη των μαζικών αγώνων, έγινε βασανιστικό και τελικά έμεινε αναπάντητο.

Σε αυτό το σημείο οι πολιτικές δυσκολίες μέσα στο κίνημα συνδυάστηκαν με τη μεγάλη αντεπίθεση του κεφαλαίου και του κράτους. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν τις «αναδιαρθρώσεις» με αιχμή τις απολύσεις των πιο μαχητικών στοιχείων, ακόμα και το κλείσιμο «αντάρτικων» τμημάτων σε μεγάλα εργοστάσια. Η κυβέρνηση, οι μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τους φασίστες, ξεκίνησαν τη «στρατηγική της έντασης» που περιλάμβανε ένοπλες δολοφονικές επιθέσεις και τυφλά βομβιστικά χτυπήματα.

Στις εκλογές του 1976, αρχικά η Lotta Continua και σταδιακά όλη η επαναστατική Αριστερά, στράφηκαν προς την πολιτική της διεκδίκησης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, θεωρώντας ότι το PCI στην κυβερνητική εξουσία θα έδινε χώρο και χρόνο στο κίνημα για να ανασυνταχθεί και να αντιμετωπίσει την επίθεση.

Κάποιοι, από μακριά, θεώρησαν ότι ήταν μια «ρεφορμιστική στροφή» της μεγάλης ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς. Η κατηγορία ήταν άδικη και εκτός τόπου και χρόνου: Την πολιτική ανατροπής της κυβέρνησης της Δεξιάς απέρριψε το ίδιο το… PCI! Υπό την ηγεσία του Μπερλίνγκουερ στράφηκε στον «ιστορικό συμβιβασμό» με τη χριστιανοδημοκρατία και έριξε το οργανωτικό και πολιτικό βάρος του PCI υπέρ της ανοχής απέναντι στην κατασταλτική αντεπίθεση του κράτους ενάντια στο κίνημα του ’69.

Η μετατόπιση του Μπερλινγκουέρ στον «ιστορικό συμβιβασμό» δημιουργούσε ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Το μούδιασμα της εργατικής τάξης –ακόμα και μεγάλου τμήματος των «πρωτοποριών» του ’69– απαντήθηκε με μια αυθαίρετη έκρηξη. Ομάδες και διανοούμενοι, που είχαν μέχρι τότε αφιερώσει τη ζωή τους στην ανάλυση και την υποστήριξη του «εργάτη-μάζα», στράφηκαν προς την ιδέα του «κοινωνικού προλετάριου». Εργάτης είναι όποιος εξεγείρεται! Με σημείο αρχής τη Μπολόνια, στα 1977 ξέσπασε η σύντομη περίοδος της Αυτονομίας. Μέσα σε αυτή την περίοδο γίνηκαν πολλά που αξίζουν σεβασμό: οι αγώνες για την κατοικία, οι αγώνες για τη (και στη) φυλακή, η εκτόξευση της γυναικείας υπερηφάνειας, οι καταλήψεις και οι κοινοβιακοί πειραματισμοί, οι απόπειρες να απαντηθεί το ζήτημα της ακρίβειας με «απαλλοτριώσεις» σούπερ μάρκετ και διανομή των τροφίμων κ.ο.κ. Όμως ο «κοινωνικός προλετάριος» ήταν πολύ αδύναμος για να καλύψει το κενό της υποχώρησης στα εργοστάσια. Και μετά την απαγωγή και την εκτέλεση του Μόρο από τις Ταξιαρχίες, ξέσπασε η σαρωτική επίθεση του κράτους, των φασιστών, της Δεξιάς, με την ανοχή/υποστήριξη της πιο μαζικής ρεφορμιστικής Αριστεράς στη δυτική Ευρώπη. 

Μετά το σύντομο εκρηκτικό διάλλειμα της «Αυτονομίας», η πλειοψηφία των αγωνιστών-στριών του «Καυτού Φθινοπώρου» βρέθηκε μεταξύ της Σκύλλας της υποταγής και της Χάρυβδης της στροφής προς τον «ένοπλο αγώνα για τον κομουνισμό» με κέντρο τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Μεγάλο τμήμα πήρε το δεύτερο δρόμο. Γι’ αυτό οι Ερυθρές Ταξιαρχίες υπήρξαν το πιο μαζικό (και ίσως το πιο σοβαρό) από τα ένοπλα εγχειρήματα μετά το ’68 στην Ευρώπη. Όμως το «ένοπλο κόμμα» ήταν ακόμα πιο αδύναμο από τον «κοινωνικό προλετάριο» στην απόπειρα να απαντηθεί η υποχώρηση του πραγματικού εργατικού κινήματος. Ο Μάριο Μορέτι, ο πιο ουσιαστικός ηγέτης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο «μιλιταριστής» που καθοδήγησε την απαγωγή του Μόρο, αναγνωρίζει στην αυτοβιογραφία του ότι η κλιμάκωση με το «χτύπημα στην καρδιά του κράτους» ήταν λάθος κι ότι η μόνη ελπίδα ήταν να βρεθεί η δύναμη για μια συντεταγμένη υποχώρηση στον αγώνα στο εργοστάσιο (βλ. Μ. Μορέτι, εκδόσεις Διάδοση). Δεν επιχειρήθηκε και ίσως ήταν αργά για να γίνει.

Το κίνημα του ’69 στην Ιταλία και η μεγάλη επαναστατική Αριστερά, που αυτό δημιούργησε, έφτασαν στην ήττα. Πρόλαβαν όμως να δημιουργήσουν μια μεγάλη παράδοση. Αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε ξανά μπροστά στο μεγάλο ερώτημα: Τι θέλουμε; Και εκεί θα αντηχεί ξανά και ξανά η απάντηση της φάμπρικας και του δρόμου, από το Μιλάνο και το Τορίνο: Τα θέλουμε όλα!

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες