Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 εγκατέστησε τη χούντα των συνταγματαρχών στην πολιτική εξουσία.
Ήταν η (προσωρινή) κατάληξη μιας οξύτατης πολιτικής κρίσης που συντάραξε τον ελληνικό καπιταλισμό σε όλη τη δεκαετία του 1960. Στα βάση της βρίσκονταν η ταχύτατη ανασύνταξη του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς από την ήττα στον Εμφύλιο, η αμφισβήτηση του «κράτους των εθνικοφρόνων» που είχαν χτίσει οι νικητές του 1949, τόσο οι ντόπιοι όσο και οι διεθνείς σύμμαχοί τους. Κορυφώσεις αυτής της κρίσης δεν ήταν τα εκλογικά «επεισόδια» στα οποία στρέφει σήμερα την προσοχή ένα παγωμένο ακαδημαϊκό ρεύμα ιστορικών, αλλά η ανάδυση ενός μαζικού κινήματος της νεολαίας, η ανασυγκρότηση ενός μαζικού εργατικού κινήματος (με κεντρική «φιγούρα» τους οικοδόμους) και το πάντρεμα μεταξύ τους, που οδήγησε σε έναν ιστορικό μαζικό ξεσηκωμό, στα Ιουλιανά του 1965. Σε αυτήν την πορεία τέθηκαν στο στόχαστρο τα θεμελιώδη δόγματα της αστικής πολιτικής, τόσο της Δεξιάς αλλά και του Κέντρου («Παπανδρέου – παπατζή»), όπως και τέθηκε προδρομικά η ανάγκη να ξεπεραστούν κάποια «ταμπού» στην πολιτική της Αριστεράς, που έρχονταν από μακριά. Από το αναπάντητο ερώτημα: Γιατί ηττηθήκαμε στη μεγάλη δεκαετία του 1940;
Αυτή η διαπίστωση έχει τεράστια πολιτική σημασία. Αφενός, γιατί η Χούντα δεν ήταν μια «τρέλα», μιας απομονωμένης «δράκας αξιωματικών», ούτε (αποκλειστικά) το αποτέλεσμα της παρέμβασης του «ξένου δακτύλου». Απαντούσε στην ανάγκη της κυρίαρχης τάξης να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις και γι’ αυτό οι Έλληνες καπιταλιστές (προφανώς μαζί με τους νατοϊκούς συμμάχους τους) στήριξαν τη χούντα, έκαναν μαζί της «χρυσές δουλειές» και έδωσαν μάχη για να παρατείνουν στο μάξιμουμ την παραμονή της στην εξουσία. Αφετέρου, γιατί η ριζοσπαστικοποίηση της εποχής του Πολυτεχνείου δεν ήταν μια παρθενογένεση, δεν ξεφύτρωσε από το πουθενά. Παρότι το πραξικόπημα και η επιβολή του «γύψου» γενικευμένης ανελευθερίας διέκοψε επιφανειακά τα νήματα της συνέχειας με το 1960, αυτή η «τομή» ήταν προσωρινή. Με αυθόρμητο και υπόγειο τρόπο τα νήματα αναπαράγονταν και αναζητούσαν τους τρόπους και τις ρωγμές για να εκφραστούν.
Η αντίσταση
Η αντίσταση στη δικτατορία άρχισε από την πρώτη στιγμή της. Σε πείσμα ποικίλων σημερινών τζιτζιφιόγκων που προσπαθούν να υποτιμήσουν την σημασία των οργανώσεων της πρώιμης περιόδου της αντίστασης, ο ρόλος τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικός: Κρατούσε αναμμένο το κερί που έδειχνε ότι μπορεί και πρέπει να υπάρξει αντίσταση, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Αντικειμενικά, στην πρώιμη φάση, οι οργανώσεις της αντίστασης καθορίζονταν από το καθεστώς της βαθιάς παρανομίας, έμεναν απομονωμένες και οι πράξεις τους συγκεντρώνονταν σε «υποδειγματικές ενέργειες», λιγότερο ή περισσότερο «δυναμικές». Στις διεργασίες στο εσωτερικό αυτού του κύκλου αγωνιστών-στριών -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- το παλιό ερώτημα για τη στρατηγική και τις ηγεσίες μέσα στην Αριστερά, συνδυαζόταν με ένα καινούργιο: Πώς και γιατί πιαστήκαμε με τις πιζάμες τη νύχτα της 21ης Απριλίου; Πώς και γιατί το μεγάλο κίνημα της δεκαετίας του ’60 οδηγήθηκε στην πολιτική ήττα; Οι απαντήσεις που ιχνηλατούνταν θα είχαν καθοριστική σημασία για την πολιτικοποίηση στον επόμενο πιο μαζικό κύκλο αντίστασης.
Απέναντι σε όλους αυτούς τους συντρόφους και συντρόφισσες των οργανώσεων της πρώιμης αντίστασης της Αριστεράς, αξίζει ο πιο απεριόριστος σεβασμός. Όσοι από εμάς αναφερόμαστε ειδικότερα στην παράδοση του τροτσκισμού, μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για τις πράξεις των βετεράνων μας, μέσω της πρωτοβουλίας τους για τις Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης. Έκαναν πολλά και πρωτοπόρα πράγματα, χτυπήθηκαν άγρια από το καθεστώς και κράτησαν άψογη στάση μπροστά σε οριακές δοκιμασίες.
Οι σημερινοί ακροδεξιοί και οι φασίστες, προσπαθώντας να χτίσουν μαζικά ακροατήρια, προβάλουν τον ισχυρισμό ότι αν έρθουν στην εξουσία θα οδηγήσουν την κοινωνία σε μια κατάσταση καλύτερη για όλους (τους Έλληνες). Αυτός ο ισχυρισμός δεν αντέχει το τεστ της σύγκρισης με την πραγματικότητα της χούντας. Το καθεστώς της 7ετίας ήταν ένα καθεστώς σκληρής ανελευθερίας. Ήταν όμως και ένα καθεστώς επιβολής φτώχειας στις λαϊκές τάξεις: το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων οδήγησε σε ένα μετανάστευση σημαντικά τμήματα των εργατών και των φτωχών αγροτών που δεν μπορούσαν πλέον να επιβιώνουν εδώ. Επίσης όμως ήταν ένα καθεστώς απόλυτης ασυδοσίας για τους βιομήχανους, τους εφοπλιστές και τους τραπεζίτες. Μετά το 1974, η κυβέρνηση Καραμανλή, παρά τις προθέσεις της, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη δικαστική διερεύνηση σχετικά με τον Ωνάση, το Νιάρχο, το Λάτση κ.ά. για το πλιάτσικο που έστησαν στην 7ετία. Ασφαλώς δεν επέτρεψε την καταδίκη των «ολιγαρχών», αλλά δεν μπόρεσε και να αποφύγει τη δικαστική έρευνα για τις μεγάλες απαλλοτριώσεις γης, για τα θαλασσοδάνεια μέσω της ΕΤΒΑ και το γενικότερο «πάρτι» του κεφαλαίου κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες των στρατοκρατών. Το ιδεολογικό πλαίσιο της χούντας, το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» ήταν άμεσα οπισθοδρομικό μπροστά στα ρεύματα που δημιουργούσε η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, αλλά κυρίως άμεσα αντιδραστικό μπροστά στις νέες ιδέες που ωρίμαζαν μέσα στη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας κάτω από την επιρροή των παγκόσμιων κινημάτων για την ελευθερία, στην επαύριο του Μάη του ’68, μέσα στις μέρες της νίκης στο Βιετνάμ κ.ο.κ.
Μπορούσε να ανατραπεί;
Η τότε πολιτικοποίηση «πέρασε» μέσα από το ερώτημα τι είδους καθεστώς ήταν η χούντα. Ας δανειστούμε τον τίτλο του διάσημου βιβλίου του Πουλαντζά: Φασισμός ή δικτατορία; Δεν επρόκειτο για θεολογική ενασχόληση με το φύλο των αγγέλων, γιατί «έσπασε» σε δύο υπο-ερωτήματα με άμεσες πολιτικές συνέπειες: α) Είχε αποκτήσει το καθεστώς μαζική πολιτική βάση, είχε «ριζώσει» μέσα στις λαϊκές τάξεις; Η απάντηση ήταν αρνητική. Παρά τις προσπάθειες της χούντας να χτίσει μαζικές ακροδεξιές οργανώσεις παντού, αυτό δεν έγινε εφικτό σε αξιοσημείωτο βαθμό πουθενά (αγρότες, εργάτες, νεολαία, «κλαδικές» μικρομεσαίων και επιστημόνων κ.ά.) Και κατά συνέπεια: β) Ήταν η χούντα ένα καθεστώς σταθερό και με μακροπρόθεσμες προοπτικές, ή ήταν μια κατάσταση ευάλωτη που μπορούσε να ανατραπεί κάτω από τα χτυπήματα του κινήματος; Σε αυτό το ερώτημα η Αριστερά διχάστηκε: το ΚΚΕ εσ. ευθέως, αλλά και το ΚΚΕ εμμέσως, ήταν δύσπιστα σχετικά με τις δυνατότητες και το «ρεαλισμό» της ανατροπής της δικτατορίας και γι’ αυτό μπήκαν στην πολιτική αξιοποίησης των διαδικασιών της «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, που είχαν ως προοπτική μια σταδιακή μετάβαση σε μια ελεγχόμενη και αυταρχική «δημοκρατία», μέσω της ενότητας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και με την εγγύηση μιας πολιτικής επιβίωσης των στρατοκρατικών δυνάμεων που θα μεταμφιέζονταν πλέον σε ένα ακρο-συντηρητικό πολιτικό «κόμμα». Σε αυτή την εκτίμηση για το εφικτό της ανατροπής της δικτατορίας, λογοδοτούσε η τακτική τους για γοργή πολιτικοποίηση του αγώνα -με το «Κάτω η χούντα!» στην πρώτη γραμμή των συνθημάτων- αλλά και η γοργή ριζοσπαστικοποίηση των μορφών πάλης, με την προσπάθεια για το «πέρασμα» στο δρόμο και από εκεί στις πολυήμερες κινητοποιήσεις και στις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων. Αυτά αρχικά έμοιαζαν ανέφικτα, αλλά μόνο πριν το «φοβερό έτος» 1972. Γιατί η ανάπτυξη του μαζικού φοιτητικού κινήματος λειτούργησε ως «καταλύτης» για να εκφραστεί η γενικότερη εργατική και λαϊκή οργή.
Στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης», η χούντα επιχείρησε να αναβαθμίσει τον έλεγχο, χαλαρώνοντας την άμεση στήριξή της στο Συνδικαλιστικό και στο Σπουδαστικό της Ασφάλειας.
Η συνέπεια ήταν να αναπτυχθούν διεργασίες, αδιόρατες αρχικά, που όμως λίγο αργότερα θα αποδείκνυαν την κολοσσιαία σημασία τους μέσα σε ένα «άκαμπτο» στρατοκρατικό καθεστώς. Σε μαζικούς εργατικούς χώρους άρχισαν προσπάθειες διεκδίκησης και συνδικαλιστικής έκφρασης (συγκοινωνίες, τραπεζοϋπάλληλοι, λιθογράφοι, οικοδόμοι). Οι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν αποδείχθηκαν αναντικατάστατης αξίας όταν ήρθε η ώρα του Νοέμβρη.
Στις σχολές η χούντα προσπάθησε να αναβαθμίσει τα διορισμένα ΔΣ των χαφιέδων σε «εκλεγμένα» όργανα που, όμως, θα όφειλαν να έχουν ως μεγάλη πλειοψηφία τους ίδιους χαφιέδες και φασίστες της νεολαίας του «κόμματος» 4η Αυγούστου, του Πλεύρη-πατρός. Έχασαν τελείως τον έλεγχο και είδαν έντρομοι να αναπτύσσονται συνελεύσεις, να αρχίζουν φοιτητικές διαδηλώσεις, να συγκροτούνται επιτροπές αγώνα, όπου η δύναμη της εν γένει Αριστεράς δεν ήταν δυνατό να υποτιμηθεί. Σε αυτή την ταπεινή και επιφανειακά «ειρηνιάρικη» διαδικασία είχε σε σπέρμα την αρχή της η πορεία προς μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση. Και αυτό είναι ένα μάθημα για πολλούς σημερινούς αγωνιστές που οφείλουν να κάνουν τη δουλειά «πρώτης γραμμής» μέσα στους κοινωνικούς χώρους, σκάβοντας σε ένα έδαφος που, από πρώτη ματιά, μπορεί να μοιάζει άγονο.
Η χούντα προσπάθησε να αντιδράσει επιστρέφοντας στην καταστολή, με την επιστράτευση δεκάδων φοιτητών που είχαν ξεχωρίσει στην προηγούμενη περίοδο. Θα ήταν άγνωστη η εξέλιξη αν το χτύπημα πέρναγε αναπάντητο. Όμως δεν πέρασε. Οι δύο καταλήψεις της Νομικής, στην άνοιξη του 1972, ήταν μια αποφασιστική κλιμάκωση: Με την ίδια τη μορφή πάλης που επιλέχθηκε -κατάληψη ενός κεντρικού κτιρίου μέσα σε μια στρατοκρατούμενη πόλη! Με το πέρασμα στα πολιτικά συνθήματα, με το «Κάτω η χούντα» που βροντοφώναξε η ταράτσα, ξεπερνώντας με καλπασμό τα «φοιτητικά αιτήματα» που μέχρι τότε ήταν ένας φερετζές για την ανάπτυξη του κινήματος. Με την απεύθυνση προς τα «έξω», με τη διεκδίκηση συμπαράστασης από τον κόσμο και -κυρίως!- με την άφιξη αυτής της συμπαράστασης, με τη μορφή των χιλιάδων διαδηλωτών στους δρόμους γύρω από το κατειλημμένο κτίριο, παρά το άγριο κυνηγητό της Αστυνομίας. Η Νομική ήταν η πρόβα τζενεράλε για το Πολυτεχνείο.
Όλοι όσοι δρούσαν συστηματικά τότε, άρχισαν να έχουν τη συναίσθηση ότι «έρχεται κάτι μεγάλο». Και αυτό οδηγούσε στην αύξηση των προσπαθειών και στον πολλαπλασιασμό των δρώντων. Η είσοδος του μαζικού κινήματος σε ορμητικό ανοδικό κύκλο, ποτέ δεν είναι κάτι μυστηριακό. Στηρίζεται στην ενεργοποίηση και στη δράση των απλών ανθρώπων, χιλιάδων κοριτσιών και αγοριών στη φοιτητική ηλικία, χιλιάδων νεότερων που ενεργοποιήθηκαν στα σχολεία, στα φροντιστήρια και στα (αξέχαστα) νυχτερινά, πρωτοπόρων εργατών και εργατριών που διατήρησαν ζωντανή την «τεχνογνωσία» του τι σημαίνει να κινητοποιείς τις πιάτσες των οικοδόμων ή να καλείς σε απεργία και διαδήλωση στα εργοστάσια και στις υπηρεσίες, αγωνιστών της Αριστεράς που δεν ξέχασαν τι σημαίνει «κινητοποιώ τη συνοικία μου», ή κατέβαζαν τους αγρότες από τα Μέγαρα στην Πατησίων. Όταν οι συνθήκες επιτρέπουν (και πολύ περισσότερο επιβάλουν) αυτόν το «συντονισμό», τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα παρουσιαστεί στο δρόμο μια ακαταμάχητη δύναμη.
Μια αυθεντική λαϊκή εξέγερση
Ο Νοέμβρης του ’73 ήταν μια αυθεντική, μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση που ανέτρεψε τη δικτατορία και δημιούργησε μια πολιτική παράδοση που άλλαξε την Ελλάδα, έζησε για δεκαετίες και παραμένει απειλητική ενάντια στις κοινωνικές/πολιτικές δυνάμεις που οργανώνουν το καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης:
-Ο Νοέμβρης του ’73 «ηττήθηκε» στρατιωτικά, με την καταστολή, με την επιστροφή του καθεστώτος στη γυμνή στήριξη στα τανκς και στις ειδικές δυνάμεις του στρατού μέσα στις πόλεις. Όμως αναμφισβήτητα νίκησε πολιτικά: το καθεστώς της 21ης Απριλίου ήταν ήδη κλινικά νεκρό από το βράδυ της 17 Νοέμβρη. Τίποτα δεν μπορούσε να λειτουργήσει ξανά όπως πριν.
Οι ποικίλοι αρνητές της σημασίας και της αξίας των εξεγέρσεων προσπαθούν να υποβαθμίσουν αυτό το γεγονός με τον ισχυρισμό ότι η χούντα έπεσε «λόγω της προδοσίας στην Κύπρο». Είναι ένα ψέμα, χειρότερο από τις μισές αλήθειες. Οι προετοιμασίες της χούντας για ανατροπή του Μακαρίου, και την προσπάθεια για μια «Ένωση» με την Κύπρο, είχαν αρχίσει πριν το 1973. Το καθεστώς Ιωαννίδη τις επιτάχυνε, προσπαθώντας πλέον να σώσει το καθεστώς στην Αθήνα. Όταν άρχισε η τουρκική εισβολή, η χούντα επιχείρησε να απαντήσει με πόλεμο: Κάλεσε σε γενική επιστράτευση, έθεσε την αεροπορία σε «κόκκινη» ετοιμότητα, έβγαλε το στόλο από τους ναυστάθμους. Όμως στην επιστράτευση προσήλθαν οι «άγριοι» νέοι που είχαν ζήσει το Νοέμβρη. Η πειθαρχία στο στρατό κλονίστηκε επικίνδυνα και τα επιτελεία των ανώτερων αξιωματικών κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν με ασφάλεια μια πολεμική εξόρμηση. Το Πολυτεχνείο όχι μόνο ανέτρεψε τη χούντα, αλλά και έσωσε την εργατική τάξη στην Ελλάδα και στην Τουρκία από μια μείζονα καταστροφή, από έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Αυτή η αίσθηση, η βασισμένη στην πραγματικότητα, ότι «οι εξεγέρσεις αποδίδουν», μπόλιασε μια γενιά εργατών και νεολαίας, μεταλαμπαδεύτηκε στα συνέχεια και ανάβλησε ξανά σε μεγάλες «στιγμές» της ταξικής και πολιτικής πάλης στην Ελλάδα (Μεταπολίτευση, 1985, 1992, 2010-13 κ.ά.). Αυτή η νομιμοποίηση του «επαναστατικού δρόμου» στα μάτια και στις ψυχές της εργαζόμενης πλειοψηφίας, είναι ένας πυλώνας του ισχυρισμού ότι «το Πολυτεχνείο ζει!» στα 50 χρόνια που ακολούθησαν.
-Το υποκείμενο του Νοέμβρη ήταν η κλασσική κοινωνική συμμαχία κάθε εξεγερσιακής διεργασίας: «Εργάτες – αγρότες και φοιτητές, ενωμένοι νικητές!».
Το Πολυτεχνείο ξεκίνησε από το φοιτητικό κίνημα, αλλά δεν έμεινε ένα «φοιτητικό» γεγονός. Η Εργατική Συνέλευση ήταν μια πρωτοβουλία που, όχι τυχαία, έχει υποτιμηθεί και συκοφαντηθεί. Οι σύντροφοι που πρωταγωνίστησαν έκαναν μια υποδειγματική δουλειά: οι προκηρύξεις τους, τα «συνεργεία» προς τις οικοδομικές πιάτσες και τα εργοστάσια, το κάλεσμα για απεργία ήταν ένα βήμα αποφασιστικής κλιμάκωσης. Και η ανταπόκριση υπήρξε συγκλονιστική: στις διαδηλώσεις γύρω από το Πολυτεχνείο, στις συγκρούσεις με την Αστυνομία σε όλο το κέντρο της Αθήνας, στις διαδηλώσεις της μέρας μετά την «πτώση» του Πολυτεχνείου, το καθοριστικό υποκείμενο ήταν οι εργαζόμενοι απλοί άνθρωποι, που έμπαιναν πλέον ορμητικά στο προσκήνιο. Αυτή η ενεργός συμμετοχή, η τάση επέκτασης στις άλλες πόλεις (με τις ηρωικές προσπάθειες στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και στα Γιάννενα), η ακόμα πλατύτερη λαϊκή συμπαράσταση που ανάβλυζε από παντού, έδωσαν στο Νοέμβρη το χαρακτήρα της γνήσιας λαϊκής εξέγερσης, που πανικόβαλε τη χούντα.
Η αναφορά στη δύναμη αυτής της κοινωνικής συμμαχίας, η αναφορά στη στενή σχέση των νεολαιίστικων κινημάτων με την εργατική τάξη, με τις δράσεις της (μικρές ή μεγάλες) και τις ιστορικές προοπτικές της, ήταν ένα καθοριστικό σημείο της πολιτικοποίησης που δημιούργησε ο Νοέμβρης. Που μεταλαμπαδεύτηκε επίσης στις επόμενες γενιές και έδωσε στις δεκαετίες που ακολούθησαν πολλά συγκλονιστικά παραδείγματα της αμφίδρομης σχέσης: Είτε με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες στις πύλες των αγωνιζόμενων εργοστασίων της μακράς Μεταπολίτευσης, είτε με την καθοριστική υποστήριξη της εργατικής/λαϊκής πλειοψηφίας σε μεγάλες μάχες της σπουδαστικής νεολαίας ακόμα και πολλά-πολλά χρόνια μετά.
Με ποια πολιτική;
-Ποια ήταν η «πολιτική» του Νοέμβρη; Εδώ η παραχάραξη χτυπάει κόκκινο. Κάποιοι στέκονται στο «Κάτω η χούντα» για να βγάλουν το συμπέρασμα ότι κυρίως ήταν μια δημοκρατική απαίτηση. Άλλοι, συμπληρώνουν το «Έξω οι Αμερικάνοι», για να βγάλουν το συμπέρασμα ότι ήταν μια δημοκρατική αλλά και αντιιμπεριαλιστική απαίτηση, με στόχο τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία. Με αυτή τη ψυχρή μέθοδο του νεκροανατόμου αναπτύσσονται «σχολές» που συνιστούν το συμπέρασμα ότι ο Νοέμβρης «δικαιώθηκε», είτε το 1974, είτε το 1981.
Ο Νοέμβρης είχε και την απαίτηση της δημοκρατίας και την απαίτηση της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης, αλλά όχι μόνο. Και δεν αναφερόμαστε κυρίως στο γεγονός ότι υπήρχαν και άλλα συνθήματα (Απεργία Γενική, Κάτω το Κεφάλαιο, Λαϊκή Εξουσία κλπ) που φωνάχτηκαν μαζικά και με πάθος. Πώς να χωρέσει κανείς σε ένα «πλαίσιο» την οργή που εξέφραζαν συνθήματα όπως το «Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη!» (αναφορά σε μια εξέγερση της εποχής, που είχε καταλήξει σε μαζική σφαγή των εξεγερμένων!) ή το απειλητικό και καθόλου χριστιανικό πανώ στα χέρια των «άγριων» διαδηλωτών της Πατησίων -«Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι!». Κατά τη γνώμη μου την «αλήθεια» δείχνει μια εμβληματική φράση της εποχής: Αποφασιστική πάλη για την ανατροπή της χούντας και των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που την έφεραν, την ανέχτηκαν και την στηρίζουν. Ο Νοέμβρης δημιούργησε μια «κόκκινη» πολιτικοποίηση, που στρεφόταν μαζικά και με ταχύτητα προς τα αριστερά. Γι’ αυτό και αυτή η πολιτικοποίηση κράτησε για δεκαετίες. Ακόμα και τμήματά της που στράφηκαν προς τη σοσιαλδημοκρατία, δεν είχαν καμιά σχέση με το σημερινό σοσιαλφιλελεύθερο εκφυλισμό και η σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ιδιαίτερα περιπετειώδης (διάσπαση ΠΑΣΚΕ το 1985, ανταρσίες συνδικαλιστών επί Σημίτη κλπ).
-Ο Νοέμβρης εγκατέστησε στην Ελλάδα την παράδοση της δημοκρατικής και από τα κάτω οργάνωσης των αγώνων, τουλάχιστον στις «μεγάλες» στιγμές τους.
Έχοντας την εμπειρία της Νομικής, όπου η κρίσιμη απόφαση της οικειοθελούς εκκένωσης της κατάληψης πάρθηκε μέσω της «ανάθεσης» στα καταξιωμένα συνδικαλιστικά στελέχη, στο Πολυτεχνείο υιοθετήθηκε η υποχρέωση να περάσει κάθε σημαντική απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις των σχολών που συμμετείχαν, τη Γενική Συνέλευση των εργατών και τη Γενική Συνέλευση των μαθητών που είχαν προσέλθει. Ήταν μια απόφαση που συνέβαλε καθοριστικά στη συνοχή της κατάληψης μπροστά σε μεγάλες δοκιμασίες. Που απέτρεψε, επίσης, τα σχέδια «απαγκίστρωσης» από το κατειλημμένο Πολυτεχνείο που, στην πράξη, σήμαινε αποφυγή της τελικής σύγκρουσης. Ήταν μια απόφαση ευεργετική και για τα μέλη των κομμάτων που οι ηγεσίες τους προσανατολίζονταν στην εγκατάλειψη του Πολυτεχνείου: μέσα στη φωτιά των ΓΣ εκδηλώθηκαν όλες οι διαφοροποιήσεις μέσα από τις γραμμές του Ρήγα Φεραίου και της Αντι-ΕΦΕΕ, που επέτρεψαν τις ισχυρές πλειοψηφίες για συνέχεια της κατάληψης «μέχρι τέλους» και απέκλεισαν κάθε διασπαστικό σχέδιο αποδυνάμωσής της.
Αυτό το στοιχείο της δημοκρατικής και από τα κάτω οργάνωσης των αγώνων είχε, επίσης, διαχρονική συνέχεια. Ήταν ιδιαίτερα ορατό στους μεγάλους εργατικούς αγώνες της Μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα στα εργοστασιακά σωματεία. Επανήλθε σε πολλές μετέπειτα κρίσιμες στιγμές (καταλήψεις 1979, κίνημα για το Άρθρο 16, Πλατείες κ.ο.κ.). Και αντίστροφα, η υποτίμησή του, η γραφειοκρατικοποίηση εργατικών οργανώσεων και η λογική της «ανάθεσης» ήταν και είναι παράγοντες που ερμηνεύουν κάποιες σημαντικές ήττες του κόσμου μας.
-Μέσα στο Πολυτεχνείο, υπήρξε «εσωτερικός αγώνας». Αφορούσε την πολιτική γραμμή. Απορρίφθηκε η πρόταση για έκκληση στις «δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου», απορρίφθηκε η πρόταση για ένταξη του Νοέμβρη στη διεκδίκηση μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» που θα αντικαθιστούσε τη χούντα. Αφορούσε, επίσης, την τακτική. Απορρίφθηκε η πρόταση για «απαγκίστρωση» από το Πολυτεχνείο, που ήρθε ξανά και ξανά με διαφορετικά προσχήματα. Και πριν από αυτά τα «μεγάλα» ζητήματα, υπήρξε η προηγούμενη σύγκρουση για το εάν ή όχι θα ξεκινούσε καν η κατάληψη του Πολυτεχνείου (με τις ενέργειες εκείνων που, αργότερα, κατηγορήθηκαν ως οι «300 προβοκάτορες της ΕΥΠ του Ρουφογάλη»).
Το σύνολο αυτού του μετώπου αντιπαράθεσης κράτησαν, με συνεκτικό τρόπο, κυρίως οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Μιας δύναμης που προϋπήρχε, που τα βασικά ρεύματά της (μαοϊσμός, τροτσκισμός, «γκεβαρισμός» κ.ά.) είχαν γίνει ορατά στο ’60 και τα Ιουλιανά, αλλά που με τη δράση στη γενικότερη εποχή της αντίστασης και του Νοέμβρη, κατέκτησαν μια αναγνώριση που τους επέτρεψε από τη Μεταπολίτευση και μετά να παίξουν έναν πολύ πιο αναβαθμισμένο και «ορατό» πολιτικό ρόλο.
Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης οι κατηγορίες για τον «αριστερο-χουντισμό» και για τους «προβοκάτορες» επανήλθαν στην επιφάνεια. Αφορούσαν τις οργανώσεις του χώρου της επαναστατικής Αριστεράς, αλλά στόχευαν κυρίως στην προσπάθεια πολιτικής απομόνωσης μαχητικών εργατικών εκδηλώσεων (όπως η 23η Ιούνη και η 25η Μάη, η προσπάθεια συντονισμού από τα κάτω των εργοστασιακών σωματείων κ.ά.).
Δεν έχουμε κανένα λόγο να θυμόμαστε αυτές τις ενδο-αριστερές συγκρούσεις με σεχταριστικό τρόπο. Δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον για τις «αποκαλύψεις» του Μίμη Ανδρουλάκη κ.ά. για την «Πανσπουδαστική Νο 8» (που, τότε, μας είχε «τσούξει» ιδιαίτερα) γιατί είναι μια φανερή προσπάθεια στροφής όλου του πλαισίου προς τα δεξιά, διάλυσης κάθε σοβαρής συζήτησης μέσα σε μια ηθικιστική και σοσιαλδημοκρατική σούπα. Γνωρίζουμε καλά ότι η πολιτικοποίηση που δημιούργησε ο Νοέμβρης του ’73 δεν χώρεσε, τελικά, στα καλούπια του μεταρρυθμισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νεολαίες τόσο του ΚΚΕ εσ. όσο και του ΚΚΕ, διασπάστηκαν και μαζικά τμήματά τους στράφηκαν προς τα αριστερά σε διαφορετικές περιόδους, και στήριξαν με μεγάλες συμβολές τον αγών για την επαναστατική ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του κινήματος.
Στον δρόμο του Νοέμβρη
Ο Νοέμβρης άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη εργατική Μεταπολίτευση. Την περίοδο που οι αγώνες της τάξης μας διαμόρφωσαν όλο το πλαίσιο των σύγχρονων εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Το πλαίσιο που βρέθηκε στο στόχαστρο των Καραμανλήδων και του Σημίτη, στο στόχαστρο των μνημονιακών κυβερνήσεων και της πολιτικής του Μητσοτάκη σήμερα.
Η μνήμη του Νοέμβρη ήταν πάντα αντικείμενο πολιτικού αγώνα. Σε μια από τις πιο σκοτεινές επετείους, το Νοέμβρη του 1980, στις παραμονές της «Αλλαγής» του ’81, η κυβέρνηση της Δεξιάς (με την πολιτική κάλυψη του Α. Παπανδρέου) δεν δίστασε να βάψει τα χέρια της με αίμα, δολοφονώντας τους διαδηλωτές Ιάκωβο Κουμή και Σταματίνα Κανελλοπούλου. Ήταν μια απόδειξη του φόβου που πάντα προκαλεί στους «από πάνω» η υπενθύμιση της απελευθερωτικής δυναμικής εκείνων των ημερών του ’73.
Σήμερα που η τάξη μας και η νεολαία αντιμετωπίζει πρωτοφανείς πιέσεις και προκλήσεις, οφείλουμε όλοι να ξεπεράσουμε τα όρια στις προσπάθειές μας για να τους αποδείξουμε ότι ένας νέος Νοέμβρης, που είναι αναγκαίος, θα γίνει και εφικτός. Και μέσα σε αυτές τις προσπάθειες, θα ακούγεται πάντα η κραυγή, που έχει τις ρίζες της 50 χρόνια πριν: Το Πολυτεχνείο ζει!
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά