Η διεκδίκηση έστω και ενός από τα αιτήματα που βάζει επιτακτικά το γυναικείο κίνημα συνεπάγεται τη ρήξη με ένα σύστημα που γεννά και τροφοδοτεί την ανισοτιμία, τις διακρίσεις, τη βία.
Ας φανταστούμε για λίγο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των γυναικών ως ένα αδιάρρηκτο σύνολο. Ως μια ενότητα τόσο σφιχτοδεμένη όπου η αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος δεν μπορεί να υπάρξει ξέχωρα από τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης, ξέχωρα από τη διασφάλιση δικαιωμάτων στο χώρο της εργασίας, χωρίς ελευθερία λόγου, χωρίς δυνατότητα έκφρασης της σεξουαλικότητας. Αυτή η εικόνα είναι και η νέα πρόκληση, μπροστά στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή το φεμινιστικό κίνημα και αναμετριέται μαζί της. Και είναι –ούτε λίγο ούτε πολύ– η συνειδητοποίηση του ταξικού χαρακτήρα της έμφυλης καταπίεσης και της κεντρικότητας που αποκτά η πολιτική αντιπαράθεση.
Υπάρχει ένα αδιόρατο νήμα που συνδέει τους αγώνες των γυναικών στην Πολωνία ενάντια στην απαγόρευση των αμβλώσεων και το κίνημα Ni Una Menos (Ούτε Μία Λιγότερη) στη Λατινική Αμερική ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού και στη δολοφονική βία. Υπάρχει μια λεπτή «κόκκινη κλωστή» που περνάει μέσα από τις κινητοποιήσεις των μαύρων αγωνιστριών του Black Lives Matter, μέσα από τον αγώνα που έδωσαν οι Ινδιάνες ενάντια στην κατασκευή του αγωγού στη Β. Ντακότα, και όσο ξετυλίγεται το κουβάρι διατρέχει τις συγκεντρώσεις χιλιάδων γυναικών στις κεντρικές πλατείες της Ισπανίας, της Ιταλίας και πολλών ευρωπαϊκών κρατών ενάντια στην κακοποίηση των γυναικών.
Οι αγωνίστριες που εμπλέκονται στο γυναικείο κίνημα σήμερα δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι δεν αρκεί πλέον η αμφισβήτηση συγκεκριμένων επιμέρους πολιτικών, το μπλοκάρισμα κάποιων νομοσχεδίων, η άρση μιας απαγόρευσης. Όλα αυτά διατηρούν ασφαλώς τη σημασία τους, αλλά εντάσσονται πλέον σε ένα ευρύτερο κίνημα που τείνει να αμφισβητήσει συνολικά το σύστημα. Αναζητά τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης, την αιτία που βρίσκεται πίσω από τη διπλάσια -σε σχέση με τους άντρες- ανεργία, την απασχόληση σε κακοπληρωμένες δουλειές, τη διάχυτη σεξιστική κουλτούρα, τις δολοφονικές επιθέσεις. Αναζητά την αιτία που ανέχεται, ενθαρρύνει ή ενισχύει την κακοποίηση.
Η διεκδίκηση έστω και ενός από τα αιτήματα που βάζει επιτακτικά το γυναικείο κίνημα συνεπάγεται τη ρήξη με ένα σύστημα που γεννά και τροφοδοτεί την ανισοτιμία, τις διακρίσεις, τη βία. Αυτή η πολύτιμη συνειδητοποίηση δεν ξεπετάγεται σαν την Αθηνά μέσα από τα κεφάλια των αγωνιστριών, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα της συστηματικής εμπλοκής τους στους αγώνες που έχουν ανοίξει. Και είναι το υλικό με το οποίο χτίζεται σήμερα εκ νέου το γυναικείο κίνημα κρατώντας τις καλύτερες εμπειρίες αγώνα από τις επιμέρους μάχες που έχουν δοθεί.
Από την 21η Γενάρη στην 8η Μάρτη
Οι προβολείς στρέφονται δικαιολογημένα φέτος στις ΗΠΑ, καθώς η εκλογή Τραμπ στην προεδρία αποτέλεσε τον πυροδότη μιας σειράς κινητοποιήσεων, από αυτές που η χώρα είχε να ζήσει από τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Τα αναπαραγωγικά γυναικεία δικαιώματα βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο στόχαστρο του νέου κυβερνήτη, που, σε συνδυασμό με τη ρατσιστική και σεξιστική ρητορεία του, έβγαλαν στους δρόμους σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια γυναίκες. Η πορεία της 21ης Γενάρη μετατράπηκε σε εκείνον τον κινηματικό κόμβο, όπου συνέρευσαν τα μέχρι τότε διάσπαρτα ρυάκια της πολιτικής αμφισβήτησης. Ξαφνικά, το γυναικείο κίνημα στις ΗΠΑ κατέκλυζε τους δρόμους με συνθήματα υπέρ των μεταναστ(ρι)ών, παίρνοντας ξεκάθαρη θέση ενάντια στην κυβερνητική απαγόρευση εισόδου στη χώρα υπηκόων μουσουλμανικών κρατών. Άνοιγε τα ζητήματα των εργατικών δικαιωμάτων, έβγαινε με επιθετικά αντικαπιταλιστικά συνθήματα, έπαιρνε την απόφαση να πάψει να αγνοεί τον ροζ ελέφαντα στο δωμάτιο και τον έδειξε γενναία με το δάχτυλο: οι ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η ανεργία στην οποία σπρώχνεται η πλειοψηφία των γυναικών, η έλλειψη κρατικών πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας, η εργοδοτική ασυδοσία ήταν και είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την κατάσταση στην οποία διαβιούν καθημερινά εκατομμύρια γυναίκες. Η αστυνομική βία, οι ρατσιστικές πολιτικές διαχωρισμού (που βρήκαν τη συμβολική τους έκφραση στην ανύψωση τείχους στα σύνορα), η ισλαμοφοβική υστερία, η βία και σεξουαλική κακοποίηση γυναικών στα αμερικανικά πανεπιστήμια που τείνει να πάρει τη μορφή επιδημίας (όσο κι αν οι πρυτανικές αρχές προσπάθησαν να την συγκαλύψουν), καταστάσεις που ίσχυαν δηλαδή και επί προεδρίας Δημοκρατικών κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έγιναν πλέον μη ανεκτές.
Η πορεία της 21ης Γενάρη έγινε το προνομιακό πεδίο για να εκφραστεί όλο το φάσμα της πολιτικής αμφισβήτησης ενός κόσμου από τα κάτω που έβραζε και ο ιδανικός τόπος για να συναντηθούν κινήματα που μέχρι τότε έδιναν τη μάχη απομονωμένα. Η εμπλοκή σε έναν κοινό αγώνα είναι αυτή που δρα ως καταλύτης στα μυαλά και τις συνειδήσεις των ανθρώπων και διαλύει στην πράξη τους –από τα πάνω κατασκευασμένους– διαχωρισμούς με έναν τρόπο που η θεωρία δεν κατορθώνει πάντα να κάνει.
Τι το ξεχωριστό έχει η φετινή 8η Μάρτη;
Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και οι πορείες που οργανώνονται φέτος στις 8 Μάρτη επιχειρούν να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή με τον «επετειακό» χαρακτήρα αυτής της μέρας και να εστιάσουν στην ταξικότητα της έμφυλης καταπίεσης. Απλώνονται σε 30 χώρες, θέλουν να λειτουργήσουν ως μέρα δράσης, ξαναθυμούνται το κινηματικό εργαλείο της απεργίας καλώντας τις γυναίκες «να μη δουλέψουν για μία μέρα. Βάζουν στο επίκεντρο τα εργατικά δικαιώματα, αξεδιάλυτα όμως από το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, μπολιάζουν τον πολιτικό τους λόγο με συνθήματα υπέρ των μεταναστ(ρι)ών και κατά του φασισμού, κατά της συντηρητικής αναδίπλωσης των κοινωνιών, του εθνικού απομονωτισμού και της οπισθοδρόμησης σε εποχές σκοτεινές που η ανθρωπότητα δεν θέλει να θυμάται. Είναι μια ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα εξέλιξη που έρχεται να επανατοποθετήσει το γυναικείο κίνημα εκεί όπου θα έπρεπε να είναι: στην καρδιά των αγώνων, μαζί και δίπλα σε όσους «δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό».