Η Ισπανία μετά την επανάσταση ενάντια στο πραξικόπημα του στρατηγού Φράνκο τον Ιούλιο του 1936 δεν ήταν μια απλή χώρα.
Ήταν ένα αντιφασιστικό ηφαίστειο που αμφισβητούσε τόσο τον στρατό του Φράνκο, όσο και την ίδια την αστική εξουσία. Η συμπλήρωση 80 χρόνων από τα γεγονότα της Βαρκελώνης τον Μάη του ’37 δίνει την αφορμή να θυμηθούμε στις πολύμορφες συγκρούσεις και τις διαμάχες της εποχής.
Η κατάσταση στην Ισπανία
Η Ισπανία ήταν μια χώρα με μακρά παράδοση αγώνων κυρίως στην ύπαιθρο. Πριν την εκλογή του Λαϊκού Μετώπου τον Φλεβάρη του ’36 είχε προηγηθεί μια σκληρή διετία αυταρχικής διακυβέρνησης από τα κόμματα της δεξιάς, η οποία επιδόθηκε σε αιματηρές καταστολές των γενικών απεργιών, σε φυλακίσεις αγωνιστών και σε σκληρές επιθέσεις ενάντια σε εξεγέρσεις. Η πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή ενάντια στους 20.000 ανθρακωρύχους της Αστούρια που μέτρησαν 3.000 νεκρούς και 7.000 τραυματίες. Ήταν σαφές ότι με την εκλογή του Λαϊκού Μετώπου οι ταξικές αντιθέσεις θα μορφοποιούνταν ευκρινέστερα και στο πεδίο της πολιτικής. Οι ελπίδες κομματιών του αστισμού ότι η εκλογή του Λαϊκού Μετώπου θα εξομάλυνε την κατάσταση και θα κρατούσε τις ισορροπίες αποδείχθηκαν φθηνές αυταπάτες. Το προλεταριάτο βγήκε στην επιφάνεια και διεκδίκησε τον ρόλο του στο προσκήνιο. Απελευθερώσεις φυλακισμένων αγωνιστών, γενικές απεργίες, αύξηση της πολιτικοποίησης και οργάνωση του κόσμου από τα κάτω οδήγησαν τον Φράνκο να πάρει την πρωτοβουλία να λύσει με τη βία τα προβλήματα της αμήχανης αστικής τάξης.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα
Έτσι έγινε σαφές ότι στην επικράτεια της Ισπανίας υπήρχαν δύο έθνη τον Ιούλιο του ’36. Από τη μία ο στρατός, η εκκλησία, οι γαιοκτήμονες και οι αστοί και από την άλλη το προλεταριάτο και οι φτωχοί αγρότες. Αυτά τα δύο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα ήταν δεδομένο ότι θα συγκρούονταν. Το πρώτο είχε τον επίσημο οπλισμό και τη θεσμική οργάνωση που του είχε κληρονομήσει το αστικό κράτος, ενώ το δεύτερο είχε την επαναστατική ορμή και το αντιφασιστικό πάθος που του είχε κληρονομήσει το αίμα των συντρόφων του. Η έκβαση ήταν ανοιχτή και εξαρτιόταν από το εάν θα νίκαγε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ή μια εργατική επανάσταση.
Δυστυχώς, όμως, τμήματα της αντιφασιστικής πλευράς δεν ερμήνευσαν με αυτή τη μεθοδολογία την αντιπαράθεση. Ενάντια στην αναρχική CNT και στο εργατικό POUM, που υποστήριζαν την ανεξάρτητη δράση των εργατών και των αγροτών, ενισχύοντας τις κολεκτίβες, τις τοπικές επιτροπές και τις πολιτοφυλακές, το ΚΚ Ισπανίας πιστό στην επίσημη σταλινική γραμμή, που δεν ήθελε διάρρηξη των σχέσεων της ΕΣΣΔ με τον αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό, επέμενε στη γραμμή της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας απέναντι στον Φράνκο αντί του τσακίσματος του Φράνκο μέσα από μια επαναστατική διαδικασία.
Η επαναστατημένη Βαρκελώνη
Κάπως έτσι διαμορφώθηκε το πεδίο στο οποίο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στη Βαρκελώνη τον Μάη του ’37, σε μια πόλη που ήταν το σύμβολο της επαναστατικής αλλαγής, καθώς εκεί βρισκόταν η μισή εργατική τάξη της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα εργοστάσια, οι τράπεζες, τα ξενοδοχεία, οι τηλεπικοινωνίες και τα μεταφορικά μέσα είχαν περάσει εξολοκλήρου στον έλεγχο των εργατών και των οργανώσεών τους. Τα κτίρια ήταν καλυμμένα με τεράστια πανό που δήλωναν ότι απαλλοτριώθηκαν, ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι αφίσες πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στη Λα Ράμπλα κάθε ώρα της ημέρας και της νύχτας ένα πελώριο πλήθος γέμιζε την κεντρική λεωφόρο, ενώ πολλοί άντρες και γυναίκες των πολιτοφυλακών κυκλοφορούσαν με τα όπλα δεμένα στους ώμους. Πρόκειται για εικόνες που αντικατοπτρίζουν το επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε στη Βαρκελώνη και που αποδεικνύουν επαρκώς ότι υπήρχε μία εξουσία στην πόλη. Αυτή των εργατών.
Αυτό όμως άρχισε να αλλάζει αφότου η κυβέρνηση των Δημοκρατικών τον Οκτώβριο του ’36 αποφάσισε να διαλύσει τις εργατικές επιτροπές και τις πολιτοφυλακές. Ο Όργουελ περιγράφει ότι ακόμη και στην εκρηκτική Βαρκελώνη το φρόνημα είχε καμφθεί τον Απρίλη του ’37. Κάπως έτσι το αστικοσταλινικό μπλοκ ετοίμαζε την τελική έφοδό του για την ανακατάληψη της Βαρκελώνης από τους επαναστατημένους εργάτες, προκειμένου η Δημοκρατική κυβέρνηση να αναδιοργανώσει με αστικούς όρους τον πόλεμο ενάντια στον Φράνκο.
Η ανακατάληψη της Βαρκελώνης
Η επίθεση ξεκίνησε με την απαγόρευση της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης στη Βαρκελώνη, η οποία σήμανε συναγερμό για την εργατική τάξη της πόλης, που ανέμενε άμεσα αρνητικές εξελίξεις. Αυτές ήρθαν μόλις στις 3 Μάη, με την απόπειρα ανακατάληψης του τηλεφωνικού κέντρου της πόλης που ελεγχόταν από τη CNT, την UGT (συνδικαλιστική ένωση των σοσιαλιστών) και έναν κυβερνητικό επίτροπο, από την επίσημη ανασυσταθείσα αστυνομία. Πιο συγκεκριμένα, ο διευθυντής της αστυνομίας Ροντρίγκεθ Σάλα μαζί με ένα ηγετικό στέλεχος του σταλινικού ΚΚ Καταλονίας προσέγγισαν το κτίριο με τρία καμιόνια γεμάτα αστυνομικούς και επιχείρησαν να το καταλάβουν. Οι εργάτες, που βρίσκονταν στο κτίριο, απέκρουσαν άμεσα την επίθεση και τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία σε ολόκληρη την πόλη. Παρότι καμία οργάνωση δεν κάλεσε ανοιχτά σε σύγκρουση, σύσσωμη η πόλη έστησε οδοφράγματα και κηρύχθηκε γενική απεργία.
Τα χαράματα της Τρίτης 4 Μάη οι επαναστατημένοι εργάτες της Βαρκελώνης ήταν ξανά στους δρόμους, έτοιμοι να υπερασπίσουν την επαναστατική τους δράση ενάντια στην αναδιοργάνωση του αστικού κράτους που επεδίωκε η επίσημη κυβέρνηση. Η υπεροχή των οπλισμένων εργατών ήταν συντριπτική, καθώς ήλεγχαν τα 9/10 της πόλης χωρίς καν να συγκρουστούν.
Αυταπάτες των ηγεσιών
Μπροστά στη διαμορφωθείσα κατάσταση οι ευθύνες των ηγεσιών της CNT και του POUM υπήρξαν εγκληματικές. Αντί να στηρίξουν την επαναστατημένη εργατική τάξη της Βαρκελώνης και να δώσουν πολιτική κάλυψη στη δράση της, αυτές διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση την ομαλή επίλυση της διαμάχης. Καλούσαν τους εργάτες μέσα από το ραδιόφωνο και τα έντυπα να παραδώσουν τα όπλα τους στην αστυνομία και να επιστρέψουν στις δουλειές τους, με το επιχείρημα διαβεβαιώσεων που τους έδινε η κυβέρνηση.
Την Τετάρτη 5 Μάη, η CNT συμφώνησε επίσημα με την κυβέρνηση για κατάπαυση του πυρός και ταυτόχρονη αποχώρηση της αστυνομίας και των οπλισμένων πολιτών. Παρότι η μεγαλύτερη μάζα των εργατών αρνιόταν να εγκαταλείψει τα οδοφράγματα, τελικά αναγκάστηκε να το κάνει, σε αντίθεση με την αστυνομία, η οποία δεν υποχώρησε και ανακατέλαβε τον έλεγχο της πόλης. Η ηγεσία του POUM, ενώ μπορούσε να εκφράσει πολιτικά ένα τεράστιο κομμάτι εργατών, που ένιωσε προδομένο, προτίμησε για άλλη μια φορά να συρθεί πίσω από τη CNT, αρνούμενη τη μάχη.
Επανάσταση ή πόλεμος τακτικών στρατών;
Είναι σαφές ότι στη Βαρκελώνη το Μάη του ’37 συγκρούστηκαν δύο αντίπαλες θεωρήσεις. Η μία θεωρούσε ότι η εργατική επανάσταση θα τσάκιζε τον φασισμό, ενώ η άλλη πίστευε ότι επρόκειτο για μια μάχη μεταξύ δύο τακτικών στρατών. Το ΚΚΙ υπό την καθοδήγηση του Στάλιν συντάχθηκε με την άποψη «πρώτα ο πόλεμος, μετά η επανάσταση», που στραγγάλισε τα πιο ζωντανά κύτταρα της πάλης ενάντια στον Φράνκο, προσπαθώντας μάταια να τα χωρέσει σε αστικά καλούπια.
Αντίστοιχα, όμως, και η ηγεσία της CNT, μη μπορώντας να απαντήσει στο ερώτημα της εξουσίας που ανέκυψε το καλοκαίρι του ’36, διέψευσε την εμπιστοσύνη και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης. Τα γεγονότα του Μάη του ’37 στη Βαρκελώνη απέδειξαν με τραγικό τρόπο ότι η επανάσταση ήταν ο δρόμος για να αντιμετωπιστεί ο Φράνκο και η εργατική εξουσία ήταν ο τρόπος για να ηττηθεί ο Φράνκο. Δυστυχώς το ισπανικό επαναστατικό κίνημα αντιλήφθηκε το πρώτο, αλλά όχι το δεύτερο.
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 382