Μπορεί να υπάρξει δυνατότητα ξεπεράσματος της κρίσης μέσω μιας κεϋνσιανής πολιτικής και αν ναι, γιατί δεν υιοθετείται από τους καπιταλιστές;

Σε πρόσφατη συνέντευξη του - κυριακάτικο βήμα, 7/10 - , ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Αλέξης Τσίπρας, ερωτώμενος τι αποκόμισε από τη συνάντηση του με τον πρώην επικεφαλής της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, απάντησε πως με τον Χέλμουτ Σμιτ διακατέχονται από  κοινές ανησυχίες, πως "μιλάνε" την ίδια γλώσσα αναφερόμενος στη πολιτική συγκυρία. Έσπευσε δε να συμπληρώσει και ταυτόχρονα να ξεκαθαρίσει στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες πως ο πολιτικός χάρτης της Ελλάδας έχει αλλάξει, πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η νέα πολιτική δύναμη, τους προέτρεψε εμμέσως πλην σαφώς δε, βάσει της παραπάνω διαπίστωσης να μην αντιλαμβάνονται το ΠΑΣΟΚ  αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό συνομιλητή.
Είναι προφανές ότι επιχειρεί μια διάκριση της σημερινής ενσωματωμένης στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού σοσιαλδημοκρατίας με την ιστορική αριστερή σοσιαλδημοκρατία, φορέα της κεϋνσιανής διαχείρισης και του κράτους πρόνοιας στην μεταπολεμική Ευρώπη. Είναι επίσης προφανές ότι με τη δεύτερη ''μιλάνε" την ίδια γλώσσα και προτρέπει την σημερινή ηγεσία της να επιστρέψει στις ρίζες της.
Η πρόσφατη συνέντευξη όπως και η ομιλία του στη ΔΕΘ καθώς επίσης και ανάλογες τοποθετήσεις κορυφαίων στελεχών του χώρου μας ιδιαίτερα μετά τις δυο εκλογικές αναμετρήσεις δημιουργούν προβληματισμό και ανησυχία όχι μόνο στην οργανωμένη βάση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνολικότερα στην κοινωνία. Φαίνεται ότι ένα τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πράγματι ότι μια κεϋνσιανή πολιτική μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ξεπεράσματος μιας πρωτοφανούς σε βάθος και έκταση καπιταλιστικής κρίσης , που δεν αφορά μόνο την Ευρώπη αλλά εκφράζεται ακόμα και σε αναπτυσσόμενες οικονομίες - στη Κίνα το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ υποχώρησε από 13% στο 7%. Πεποίθηση που συμπυκνώνεται στη πολιτική πρόταση που απευθύνει σήμερα και εκφράζεται με τη κεντρική θέση κατάργησης του μνημονίου εντός ευρωζώνης με ταυτόχρονη χρηματοδότηση της οικονομίας από τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Αν είναι έτσι τότε αναδύονται βασικά ερωτήματα που χρήζουν απάντησης. Μπορεί να υπάρξει δυνατότητα ξεπεράσματος της κρίσης μέσω μιας κεϋνσιανής πολιτικής και αν ναι, γιατί δεν υιοθετείται από τους καπιταλιστές; Πως ερμηνεύουμε τη στάση τους, με όρους πολιτικής ανάλυσης ή με όρους ψυχανάλυσης; Και αν μια απάντηση θα μπορούσε να ήταν ότι αυτό εμποδίζεται από την ηγεμονία ακραίων συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, τότε σε πια αντικειμενική βάση επικράτησαν; Δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός είναι η αιτία της κρίσης ή το αποτέλεσμά της;
Η ιστορική εμπειρία
Ο καπιταλισμός πέρα από μια θεωρητική κατασκευή είναι μια ζωντανή πραγματικότητα. Η γενική ισχύ των νόμων και των αντιφάσεων που διέπουν το σύστημα σε συνδυασμό με την επίδραση της ταξικής πάλης έχουν σαν αποτέλεσμα να εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο ανά περίοδο.
Η μεταπολεμική ανάπτυξη στηρίχθηκε πάνω σε μια τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που επέφερε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος. Σε συνδυασμό με μια ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη που επαναστατικοποιούσε τις παραγωγικές δυνάμεις και διαμόρφωνε νέα πεδία κερδοφορίας αλλά και γεωστρατηγικές ανάγκες που απαιτούσαν ένα πολιτικό αντίβαρο στην αυξανόμενη πολιτική επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης – το γερμανικό θαύμα δεν ήταν και τόσο γερμανικό - και κυρίως υπό μία απαραίτητη προϋπόθεση: το στρατηγικό ρόλο του κράτους ως δημόσιου επενδυτή στην οικονομική ανάπτυξη. Πράγμα που σημαίνει ότι ο κεϋνσιανισμός απαιτεί την ύπαρξη μιας "αυτοδύναμης" εθνικής ανάπτυξης. Μπορεί αυτό να συμβεί στις μέρες μας: Μπορεί σε καπιταλιστικές συνθήκες ο τροχός να γυρίσει ανάποδα;
Η εξαγωγή κεφαλαίων και κυρίως σχέσεων είναι μία εγγενής τάση που συνοδεύει το καπιταλισμό από τη γέννα του μέχρι το μνήμα του. Η σημερινή εποχή απέχει παρασάγγας από τη μεταπολεμική Ευρώπη. Είναι τέτοιος ο βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου και ταυτόχρονα τόσο ραγδαία η επέκταση του που ακυρώνει το εργαλείο του κεϋνσιανισμού. Είναι από όλους τους οικονομολόγους αποδεκτό ότι η σημερινή κρίση είναι πρωτόγνωρη και σε τέτοιο βάθος που ξεπερνά και την ιστορική κρίση του 1929. Και είναι τέτοια για το λόγο που προαναφέρθηκε.  Οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό αλλά φαίνεται να το αγνοεί η ηγεσία μας. Το να ζητά επιστροφή σε ένα στάδιο που έχει ξεπεραστεί από τη ζωή τη καθιστά τουλάχιστον ανιστόρητη

Η συγκυρία και ο ΣΥΡΙΖΑ

Από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Είναι υποχρεωμένοι, όσο εκλείπουν οι προϋποθέσεις μιας νέας τεχνολογικής επανάστασης, να εφαρμόζουν ακραία μονεταριστική πολιτική που καταστρέφει κεφάλαιο και ζωντανή εργασία. Αυτό μπορεί να αποτελεί μια ορθολογική στάση αλλά απέχει πολύ από το να είναι λύση. Αφού μέσω της πίστης ξόρκιζαν το πρόβλημα επί μια δεκαπενταετία, δημιουργώντας μια τεράστια χρηματοπιστωτική φούσκα - η σχέση παγκόσμιου ΑΕΠ και παγκόσμιου χρέους είναι 1/10 - τώρα αυτό επιστρέφει γιγαντωμένο μπροστά τους. Όλες οι κινήσεις προδίδουν πανικό, αμηχανία, εμπειρισμό παρά κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Ενδεχομένως μεσοπρόθεσμα με την ιστορική έννοια του χρόνου να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και μέσω του προστατευτισμού να δημιουργήσουν σφαίρες επιρροής για κάθε καπιταλιστικό πόλο. Αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στο κεϋνσιανισμό. Απεναντίας θα προϋποθέτει την ίδια σκληρή μονεταριστική πολιτική, την όξυνση των εμπορικών ανταγωνισμών και ενισχυμένη την πιθανότητα πολεμικών συγκρούσεων. Και σε αυτή την εκδοχή οι εργαζόμενοι και οι λαοί θα βιώνουν συνθήκες κοινωνικής βαρβαρότητας.
Μιλώντας για οικονομικές προοπτικές έχουμε συνείδηση της σχετικής ορθότητας τους για το λόγο ότι κατανοούμε ότι στη ζωή δεν υπάρχει '' καθαρή οικονομία''. Ο παράγοντας ταξική πάλη και η πολιτική ως εφαρμοσμένη διαχείρισης της κοινωνικής ζωής περιπλέκουν τα πράγματα. Για παράδειγμα στη χώρα μας, στη πιο αδύνατη οικονομία της Ευρώπης ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός, η ανατροπή της συγκυβέρνησης Σαμαρά και ο σχηματισμός μιας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης που θα καταργούσε μονομερώς τα μνημόνια και δεν θα αναγνώριζε το χρέος προτάσσοντας τις κοινωνικές ανάγκες από το νόμισμα, θα δημιουργούσε  εντελώς νέες πολιτικές συνθήκες όχι μόνο στη χώρα μας  αλλά συνολικά σε όλη την Ευρώπη. Ένα ντόμινο εξελίξεων θα συμπαρέσυρε  αρχικά τις χώρες του νότου όπως συνέβη με την ''Αραβική άνοιξη'', ή όπως την περασμένη δεκαετία στη Λατινική Αμερική, που θα διαμόρφωνε ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων. Ένα ισχυρό πανευρωπαϊκό εργατικό κίνημα θα αμφισβητούσε συνολικά το σημερινό αντιδραστικό οικοδόμημα, στη κατεύθυνση μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας.
Η διαλεκτική της εξέλιξης φέρνει το κόμμα μας μπροστά σε αυτό το ιστορικό καθήκον, να γίνει ο αφέτης που θα δώσει το έναυσμα μιας πολιτικής αντεπίθεσης των εργαζόμενων και του λαού.

Ετικέτες