Γαλλική δραματική κομεντί, 2003, του Γιάν Σαμιέλ, με τους Γκιγιόμ Κανέ, Μαριόν Κοτιγιάρ.

Ο Ζυλιέν και η Σοφί γνωρίζονται από παιδιά. Έχουν ανακαλύψει μεταξύ τους ένα παιχνίδι με τίτλο, «τολμάς;», το οποίο διατηρούν ακόμη και καθώς τα χρόνια περνούν. Οι κανόνες είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες. Τολμούν οτιδήποτε παρακινδυνευμένο, ακόμη και την πρόκληση να πληγώνει ο ένας τον άλλο. Θέτουν, μεταξύ τους, ολοένα και μεγαλύτερες προκλήσεις, σε τέτοιο βαθμό, που το παιχνίδι αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο, εξαιτίας της καταστροφικής συμπεριφοράς τους. Έχει γίνει εθισμός και αυτοκαταστροφικό πάθος. Η πορεία τους είναι ένα συνεχές από αναποτελεσματικές ερωτικές συναντήσεις. «Την τάδε ημέρα του τάδε έτους θα ξαναβρεθούμε. Τολμάς;».

Όμως, στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται η αγάπη, την οποία δεν ομολογούν, επειδή κανένας «δεν τολμά» να πει αυτό που νιώθει πραγματικά. Αν και η Σοφί του λέει, «αγάπα με», ο Ζουλιέν το θεωρεί ως μια πρόκληση που απειλεί τον ανδρικό του εγωισμό. Εντούτοις, είναι και οι δύο που φοβούνται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, διότι έτσι θα εκτεθούν και αυτό τους απορυθμίζει. Συγκρατούν τον εαυτό τους και το μόνο που τους απομένει είναι η δραπέτευση. Και το μυαλό βρίσκει πάντα δικαιολογίες και αιτίες για δραπέτευση, επειδή έχει την τάση να εκλογικεύει και επειδή οι αιτιολογίες φαίνονται πιο ελκυστικές για το Εγώ.

Έτσι, η ζωή του Ζουλιέν και της Σοφί παίρνει διαφορετικούς δρόμους, επειδή οι ίδιοι, ενώ «τολμούν» να χωρίσουν για χρόνια, δεν τολμούν να ομολογήσουν τα συναισθήματά τους Ο Ζυλιέν κάνει οικογένεια και η Σοφί άλλη σχέση. Εν τω μεταξύ, έχει μείνει μια πρόκληση. Μια πρόκληση, μέσω της οποίας θέτουν σε δοκιμασία την ανομολόγητη αγάπη τους, κινδυνεύοντας να οδηγηθούν κυριολεκτικά στην καταστροφή. Διότι, η αγάπη μπορεί να δοκιμάζεται από διάφορες δυσκολίες, όμως δεν θέτεις σε δοκιμασία τον άλλο/-η, για να δεις αν και πόσο παίρνει ρίσκο γι’ αυτή.

Ρίσκο στην αγάπη δεν σημαίνει ότι θέτω τη ζωή μου ή τη ζωή του άλλου σε κίνδυνο. Ρίσκο σημαίνει ότι η αγάπη ενέχει τόσο την αποτυχία όσο και την πίστη και την ελπίδα στην επιτυχία. Και όταν μιλάμε για πίστη στην επιτυχία δεν μιλάμε για τη θρησκευτικού τύπου πίστη, αλλά για την απόφαση που παίρνουν, από κοινού, δύο άνθρωποι να φτιάξουν οι ίδιοι τη ζωή τους ή πιο συγκεκριμένα να δράσουν στην κατεύθυνση για την επιτυχία, η οποία πάντα υπάρχει ως δυνατότητα. Αυτό είναι το στοίχημα.

Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι φοβόμαστε να λέμε τη λέξη, «σ’ αγαπώ». Λέμε ο ένας στον άλλο, «μ’ αρέσεις», επειδή αυτό δεν περιέχει δέσμευση. Αντίθετα, η αγάπη είναι δέσμευση, ευθύνη, μπλέξιμο, ρίσκο, χάσιμο του Εγώ, υπόσχεση. «Η αγάπη είναι υπόσχεση. Το ‘’μ’ αρέσεις’’ δεν έχει καμία σχέση με υποσχέσεις», λέει ο Όσσο. Υπόσχεση σημαίνει να μπορείς να στηρίζεσαι σε εμένα.

Η Σοφί και ο Ζυλιέν βιώνουν μια μπερδεμένη αγάπη, ένα δίπολο αγάπης-μίσους. Αρνούνται να υπερβούν αυτή τη δυαδικότητα και να ακούσουν τη καρδιά τους. Το αποτέλεσμα είναι ο πόνος. «Οι ίδιες τους οι πράξεις τους προσφέρουν μια ηδονιστική ευχαρίστηση και τους αφήνουν κενούς ή τους γεμίζουν πόνο όταν αντιλαμβάνονται πόσο μπορεί να πλήγωσαν και να πληγώθηκαν. Τα παιδικά τους όνειρα λειτουργούν σαν αυτοεκπληρούμενες προφητείες και ο Julien… γίνεται o τύραννος που φανταζόταν στην ηλικία των οκτώ και η Sophie… ένα τίποτα, μια χαλαρή τούρτα στη βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου», όπως επισημαίνει η Ελένη Ανδρεάδου.

Όμως, ο πόνος είναι σαν τη φωτιά. Καίει. Και ότι είναι ψεύτικο θα καεί και ότι είναι αληθινό θα επιζήσει. 

Τελικά, ο Ζυλιέν και η Σοφί, έκαναν την  υπέρβασή τους, ακολουθώντας την καρδιά τους, μέχρι που κατάφεραν να την τσιμεντάρουν. Γι’ αυτό και η ταινία τελειώνει με το τραγούδι, «La vie en rose» («Ρόδινη ζωή»), με ερμηνεία του Loui Armstrong, ή όπως αισιόδοξα αναφέρεται στο διαφημιστικό φυλλάδιο, μέχρι να πεις «σ’ αγαπώ». «Τολμάς;». «Τολμώ».

Ετικέτες