«Η βία είναι η μαμή της ιστορίας»... (Κ. Marx)
...και όχι η μαμά της ιστορίας. Πολλή κουβέντα γίνεται τον τελευταίο καιρό στο λεγόμενο «δημόσιο διάλογο» σχετικά με τη βία και κυρίως τις εκκλήσεις των κομμάτων της αστικής τάξης (ή του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου») προς την αριστερά για συλλήβδην καταδίκη της βίας, ασχέτως υποκειμένων, κοινωνικών συμφερόντων κτλ. Καταρχήν θέλουμε να πούμε ότι υπάρχουν πολλές μορφές βίας. Βία είναι τα γιαουρτώματα, οι απεργίες, οι καταλήψεις, οι πέτρες στα ΜΑΤ. Βία είναι όμως και οι απολύσεις, ο στρατός, οι δυνάμεις καταστολής, οι επιστρατεύσεις απεργών.
Αξιακά, ως αριστερά και ως μαρξιστές/τριες, οραματιζόμαστε μια αταξική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και προφανώς χωρίς καμία μορφή βίας. Από αυτή την αξιακή τοποθέτηση μέχρι τη γενική καταδίκη της βίας «από όπου κι αν προέρχεται» υπάρχει τεράστια απόσταση. Αλήθεια, ποια βία μας καλούν τα κόμματα της αστικής τάξης να καταδικάσουμε; Μας καλούν να καταδικάσουμε τη βία κατά υπουργών, τραπεζών, μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, αστυνομίας, δηλαδή τις βίαιες πρακτικές του κινήματος και των αγώνων με γενικόλογα επιχειρήματα του τύπου «δεν είναι καλό πράγμα να καις ένα κτίριο ή να απειλείς τη ζωή ενός ανθρώπου». Την ίδια στιγμή όμως δεν καταδικάζεται η βία της αστυνομίας, της απόλυσης, της ανεργίας, η βία της κοινωνικής εξαθλίωσης που επιβάλλεται από τα μνημόνια και τις σκληρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ακριβώς γιατί αυτές είναι οι νόμιμες μορφές βίας με νόμους και συνταγματικές διατάξεις που τις εξασφαλίζουν. Όποιος/α καταδικάζει τη βία «από όπου κι αν προέρχεται» σημαίνει ότι υποτάσσεται στην αστική νομιμότητα και άρα στο μονοπώλιο του κράτους στη βία (αποστερώντας το κίνημα από την πολιτική κάλυψη αλλά και από τις ίδιες τις βίαιες κοινωνικές πολιτικές πρακτικές απέναντι στη βία των εξουσιαστών).
Εμείς συντασσόμαστε με τη βία των πολλών, με τη βία των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων, ως κινηματικές πρακτικές των κοινωνικών αντιστάσεων ως απάντηση στη βία των καταπιεστών και στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των καταπιεσμένων. Συντασσόμαστε, δηλαδή με τις πρακτικές εκείνες που λειτουργούν ως η συλλογική αυτοάμυνα του κινήματος (και σε καμία περίπτωση με λογικές ατομικής τρομοκρατίας) για να νικήσουμε αυτούς που μονοπωλούν τη βία, με τελικό στόχο την οριστική απάλειψή της.
Ποια «άκρα»;
Με τη γενική και αόριστη καταδίκη της βίας έρχεται να «κολλήσει» και η θεωρία των δύο άκρων που εξισώνει σε τελική ανάλυση τη βία των καταπιεστών και των φασιστών και αυτή των καταπιεσμένων. Καταρχήν, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχουν πολιτικά άκρα αλλά δύο αντίπαλα κοινωνικά στρατόπεδα με εκ διαμέτρου αντίθετα ταξικά συμφέροντα (συν ότι τα άκρα προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός μέσου, εν προκειμένω η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ πχ που ξέρουμε ότι μόνο κέντρο δεν είναι). Από τη μία μεριά έχουμε την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους/ις καταπιεσμένους/ες, τους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες, την Αριστερά. Από την άλλη έχουμε την αστική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα που επιβάλλουν την εκμετάλλευση και τους νόμους της, τα μνημόνια, τους φασίστες.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συμψηφίζουμε τη βία του κινήματος και των αγώνων με τη φασιστική βία. Τα κοινωνικά συμφέροντα από τα οποία αμφότερες εκπορεύονται είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Η φασιστική βία επιτίθεται στους/ις αγωνιστές/τριες του κινήματος για να προστατεύσει τα συμφέροντα των εκμεταλλευτριών τάξεων, σπέρνοντας το φόβο και την
τρομοκρατία, πάντα με την κάλυψη (φανερή ή κρυφή) των μηχανισμών καταστολής, των μηχανισμών δηλαδή άσκησης της νόμιμης βίας. Καμία σχέση δεν έχει λοιπόν η φασιστική βία με την άμυνα του κινήματος απέναντι στην κρατική καταστολή και τη φασιστική τρομοκρατία, που υπερασπίζεται το δίκαιο των καταπιεσμένων.
Η Αριστερά και το «συνταγματικό τόξο»
Μαζί με τα κελεύσματα προς την Αριστερά για γενική καταδίκη της βίας «από όπου κι αν προέρχεται» από τα κόμματα της αστικής τάξης έρχεται και το προσκλητήριο συστράτευσης στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο». Από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, τέτοια προσκλητήρια πρέπει να απορρίπτονται αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν πρέπει να συμμετέχουμε σε κανένα «συνταγματικό τόξο» για την προάσπιση της δημοκρατίας, της δικιάς τους αστικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν είναι γενικά αυταξία, στον κόσμο που ζούμε η δημοκρατία σηματοδοτεί το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας και με αυτήν την έννοια δεν μπαίνουμε σε μια διαδικασία υπεράσπισης του πολιτικού συστήματος της εξουσίας της αστικής τάξης. Επιπλέον είναι τουλάχιστον υποκριτικό να καλεί σε μια τέτοια συστράτευση η κυβερνητική συμμορία των Σαμαρά-Βενιζέλου από τη στιγμή που έχουν τσαλαπατήσει δεκάδες φορές το σύνταγμα και τη δικιά τους αστική δημοκρατία, κάτι που φανερώνει την εργαλειακή αντίληψη της δημοκρατίας από την αστική τάξη και τα κόμματα της.
Οι οπαδοί του συνταγματικού τόξου και της νομιμότητας «δεν έχουν υπόψη τους μία συγκεκριμένη δημοκρατία κι έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτισμό, σαν κι αυτά που ισχύουν δυστυχώς εδώ (συγκεκριμένο ταξικά), αλλά μία φανταστική κι αφηρημένη δημοκρατία, που όντας πάνω απ' όλες τις τάξεις, εξελίσσεται απεριόριστα και βλέπει τη δύναμη να αυξάνεται αδιάκοπα» (R. Luxemburg).
Εμείς έχουμε καθήκον να διευρύνουμε τα κοινωνικά όρια της νομιμότητας των αγώνων και των αντιστάσεων. Να διευρύνουμε αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «πραγματικό σύνταγμα», το όριο δηλαδή ανοχής της άρχουσας τάξης απέναντι σε έκνομες πρακτικές οι οποίες παρολαυτά είναι κοινωνικά αποδεκτές/ανεκτές μέσα από τους ίδιους τους αγώνες (εδώ να σημειώσουμε ότι μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα έχουμε ταύτιση του θεσμικού πλαισίου της «νομιμότητας» με τις πραγματικές ελευθερίες). Να διεκδικήσουμε δηλαδή εκείνους τους ταξικούς συσχετισμούς που δε θα αφήνουν το κίνημα και τους/ις αγωνιστές/ριες έρμαια στο μονοπώλιο της κρατικής βίας. Αυτοί οι ταξικοί συσχετισμοί είναι που θα καθορίσουν και το θεσμικό πλαίσιο της νομιμότητας, χωρίς να υποτιμάμε το γεγονός ότι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για τη διαμόρφωση/διεκδίκηση νέων ταξικών συσχετισμών.
Δεν υποτασσόμαστε στην αστική νομιμότητα, γιατί "ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας ως αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε υποχρεωτικό κανόνα" (R. Luxemburg)
Κλείνοντας οφείλουμε να οργάνώσουμε τους αγώνες μας και με φυσικούς όρους συλλογικής αυτοάμυνας απέναντι στην κρατική καταστολή και τη φασιστική τρομοκρατία, χωρίς καμία χρονοτριβή, προετοιμάζοντας τους εαυτούς μας και για πιο αναβαθμισμένες μορφές που στο τέλος της διαδρομής καταλήγουν στην επαναστατική βία ως μέσο συλλογικής λύτρωσης των καταπιεσμένων. Ο στόχος μας σήμερα είναι να είναι συγκροτημένη η βία των από κάτω μέσα από τις μαζικές και συλλογικές κινηματικές διαδικασίες, που θα προστατεύουν και θα προωθούν το κίνημα και δε θα το υποσκάπτουν.
*Ο.Μ. νέων ΣΥΡΙΖΑ Αρχ/κής ΕΜΠ