Διαμαρτυρίες προσφύγων και αγώνες για το δικαίωμα στην πόλη στην πόλη του Αμβούργου

Ήταν περίπου 300 πρόσφυγες από τη Δυτική Αφρική που στις αρχές του 2013 έφτασαν μέσω Λιβυής στο Αμβούργο. Έπειτα από μια ριψοκίνδυνη διαδρομή στη θάλασσα, βρέθηκαν πρώτα στη Λαμπεντούζα, από όπου και πήρε το όνομά της η ομάδα προσφύγων του Αμβούργου.



Κατά την άφιξή τους στο Αμβούργο, οι αρχές –επικαλούμενες τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς μετανάστευσης– αρνήθηκαν να τους παραχωρήσουν άδεια παραμονής και προσπάθησαν να τους διώξουν αμέσως από την πόλη. Όμως οι πρόσφυγες αρνήθηκαν να φύγουν. Έτσι κι αλλιώς πού θα πήγαιναν; Αποφάσισαν λοιπόν να μείνουν, να δώσουν δημοσιότητα στο θέμα και να παλέψουν για τα δικαιώματά τους. Σε αυτή την προσπάθεια βρήκαν στήριγμα σε ένα αυθόρμητο κύμα συμπάθειας και αλληλεγγύης που εξέφρασαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. 



Εκκλησίες και τζαμιά άνοιξαν τις πύλες τους, όπως επίσης και εναλλακτικά κέντρα της Αριστεράς, καθώς και καταλήψεις στέγης. 80 περίπου μετανάστες βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Σανκτ Πάουλι, που βρίσκεται δίπλα στα πρώην κατελημμένα σπίτια της Χάφενστρασε, αλλά και στο Park Fiction, ένα αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο που αντιστέκεται στα συμφέροντα των μεγαλοεπενδυτών, και που το καλοκαίρι του 2013, σε ένδειξη αλληλεγγύης στους διαδηλωτές της Κωνσταντινούπολης, μετονομάστηκε σε Gezi Park Fiction. Εκεί οι κάτοικοι οργάνωσαν διάφορα συσίτια για τους πρόσφυγες. Τρόφιμα και κούβερτες κατέφθαναν κάθε μέρα στις εκκλησίας προς υποστήριξή τους. Η ποδοσφαιρική ομάδα Σανκτ Πάουλι πρόσφερε ποτά και ρουχισμό, καθώς και δωρεάν εισιτήρια για ποδοσφαιρικούς αγώνες. Στο οίκημα των συνδικάτων, οι συντεχνίες των υπηρεσιών ver.di και των εκπαιδευτικών GEW διοργάνωσαν πάρτυ υποδοχής. Οι πρόσφυγες γράφτηκαν μαζικά στην ver.di, αποκτώντας έτσι σημαντικά συνδικαλιστικά δικαιώματα νομικά κατοχυρωμένα. Ένας γνωστός θυρωρός νυχτερινού κέντρου προθυμοποιήθηκε να προσέχει την εκκλησία όπου βρίσκονταν οι πρόσφυγες επί εβδομάδες, έπειτα από ρατσιστικά επεισόδια εναντίον τους. Στη μεγαλειώδη διαδήλωση της 28ης Οκτωβρίου ενάντια στα υψηλά ενοίκια, οι πρόσφυγες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.



Ενώ όμως διάφορες αριστερές οργανώσεις, συνδικάτα καθώς και πολύς απλός κόσμος αντιμετώπισε τους πρόσφυγες με αισθήματα αλληλεγγύης, η σοσιαλδημοκρατική γερουσία του Αμβούργου επέμεινε στην σκληρή της στάση: Η παρούσια των προσφύγων ήταν σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες μετανάστευσης και οι ίδιοι έπρεπε να εγκατελείψουν την πόλη. Όταν όμως η τραγωδία της Λαμπεντούζας στις αρχές του Οκτώβρη κόστισε τον πνιγμό 270 μεταναστών, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους κατοίκους του Αμβούργου είχε δυναμώσει. Η σκληρή στάση της γερουσίας, ωστόσο, δεν είχε όμως αλλάξει. Αντίθετα, η ίδια έθεσε τελεσίγραφο στους πρόσφυγες να καταγράψουν τα στοιχεία τους και να τα παραδώσουν στις αρχές μέχρι τις 11 του Νοέμβρη.



Με τη λήξη της προθεσμίας ξεκίνησαν μαζικοί ρατσιστικοί αστυνομικοί ελέγχοι που αποσκοπούσαν στη σύλληψη των προσφύγων και την απέλασή τους. Ένα αυθόρμητο κύμα διαμαρτυρίας ξεσηκώθηκε ενάντια σε αυτό. Το ίδιο μόλις βράδυ, 1000 περίπου εξοργισμένοι διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους της συνοικίας Άλτονα, πράγμα που επαναλήφθηκε την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.



Στην Rote Flora, το κατειλημμένο αυτόνομο κέντρο στη συνοικία Σάντσενφιερτελ, συγκλήθηκε μια επείγουσα γενική συνέλευση για να αποφασιστούν τα επόμενα βήματα ενάντια στην κλιμάκωση της καταστολής. Μετά το τέλος της συνέλευσης, περίπου 500 άτομα ξεχύθηκαν στους δρόμους της συνοικίας για μια αυθόρμητη διαδήλωση. Η συνέλευση αποφάσισε την αποστολή δικού της τελεσιγράφου προς τη γερουσία της πόλης: Έαν δεν σταματούσε η καταστολή ενάντια στους πρόσφυγες, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας θα κλιμακώνονταν: «Δεν θα περιοριστούμε σε νόμιμες μορφές διαμαρτυρίας εφόσον καθημερινά πνίγονται στη Μεσόγειο πρόσφυγες, γεγονός που χρησιμοποισεί η γερουσία σαν αφορμή για την κλιμάκωση της καταστολής ενάντια στους πρόσφυγες».



Μετά τη λήξη του τελεσίγραφου προς τη γερουσία συγκεντρώθηκαν περίπου 1000 διαδηλωτές μπροστά από τη Rote Flora και ξεκίνησαν για μια πορεία την οποία δεν δήλωσαν στις αστυνομικές αρχές. Μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά, η πορεία δέχθηκε άγρια επίθεση από την αστυνομία, ενώ σαν αντίδραση οι διαδηλωτές έριξαν πέτρες και μπουκάλια. Μικρές ομάδες συνέχισαν τη διαμαρτυρία για ώρες. Μόνο μια μέρα αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου, 1100 διαδηλωτές ξεκίνησαν από ένα καταυλισμό προσφύγων μπρόστα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό για μια πορεία διαμέσου του κέντρου της πόλης. Στις 25 Οκτωβρίου, περίπου 10000 άτομα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των οργανωμένων οπαδών της Σανκτ Πάουλι για μια πορεία αλληλεγγύης προς την εκκλησία του Σανκτ Πάουλι. Μια εβδομάδα αργότερα συμμετείχαν 15000 άτομα στη μεγαλύτερη διαμαρτυρία αλληλεγγύης μέχρι στιγμής, ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες. 



Οι διαδηλώσεις αντλούν, μεταξύ άλλων, τη δυναμική τους από τις διαμαρτυρίες ενάντια στα υψηλά ενοίκια, διαμαρτυρίες που στρέφονται και ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, την εμπορευματοποίηση. Οι συμμετέχοντες ζητούν φθηνά ενοίκια και ελεύθερους –και για τους πρόσφυγες– χώρους. Στο Αμβούργο, εξάλλου, υπάρχει μακρά παράδοση αγώνων και κινημάτων που σχετίζονται με ζητήματα πόλης και υπεράσπισης του δημόσιου χώρου. Έτσι, τις δεκαετίες του 1980 και 1990 κατελήφθησαν η Χάφενστρασε, η Rote Flora και άλλα σπίτια, ενώ έγινε εφικτό τα κτίρια αυτά να κρατηθούν ως αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι. Η Rote Flora λειτουργεί μάλιστα από το 1989 χωρίς οποιοδήποτε νομικό συμβόλαιο. Σε αυτήν, ως υποδομή, βασίζονται μέχρι σήμερα πολλά κινήματα για τη δραστηριότητά τους. Ναι μεν κάποια αυτοδιαχειριζόμενα προγράμματα εκκενώθηκαν από τις αρχές, όπως ο χώρος τροχόσπιτων Bambule, το 2002. Όμως οι επακόλουθες διαμαρτυρίες «έκοψαν την όρεξη» του δήμου για περαιτέρω εκκενώσεις. 



Όταν τα ενοίκια στο Αμβούργου εκτοξεύθηκαν στα ύψη κατά τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η αντίσταση οργανώθηκε μέσα από ένα δίκτυο για το δικαίωμα στην πόλη. Από τότε ξεκίνησε η μαζική προσέλευση χιλιάδων ανθρώπων σε φθινοπωρινές διαδηλώσεις ενάντια στην «τρέλα των ψηλών ενοικίων». Την ίδια μάλιστα στιγμή που γνωστοποιούνται σχέδια μεγαλοεπενδυτών, ξεσπούν και αυθόρμητες διαδηλώσεις. Οι κάτοικοι κρεμούν σημαίες από τα παράθυρά τους, ενώ ακτιβιστές και ακτιβίστριες προχωρούν στην συμβολική κατάληψη δημοσίων χώρων και διοργανώνουν εκδηλώσεις ενημέρωσης, όπως πρόσφατα ενάντια στην προγραμματιζόμενη κατεδάφιση των πολυκατοικιών της Έσσο. Παρόλο που οι εκδηλώσεις αυτές δεν στάθηκαν ικανές να εμποδίσουν επενδυτικά σχέδια και να ανακόψουν την αύξηση στις τιμές των ενοικίων, εντούτοις ανάγκασαν τα κοινοβουλευτικά κόμματα του Αμβούργου να θέσουν το στεγαστικό στο επίκεντρο της προεκλογικής τους εκστρατείας και να υποσχεθούν την ανέγερση δημόσιων κατοικιών. Αλλά το κίνημα έχει να επιδείξει και άλλες, πιο συγκεκριμένες επιτυχίες. Το καλοκαίρι του 2009, άνθρωποι των τεχνών είχαν προχωρήσει στην κατάληψη της συνοικίας Γκέγκε, δύο στενών δρόμων με διατηρητέα σπίτια, με σκοπό να εμποδίσουν την κατεδάφισή τους από μεγαλοεπενδυτές. Από τότε η συνοικία λειτουργεί σαν αυτοδιαχειριζόμενο, μη εμπορικό, στεγαστικό και πολιτιστικό κέντρο.



Το καλοκαίρι του 2013 έγινε γνωστό ότι η ύπαρξη της Rote Flora ως αυτόνομο κατειλημμένο, εναλλακτικό κέντρο, απειλούνταν. Καθώς ο δήμος την είχε πουλήσει από χρόνια σε κάποιο μεγαλοεπενδυτή, αποφασίστηκε το κτίριο να μετατραπεί σε εμπορική αίθουσα συναυλιών. Με τη γνωστοποίηση της απειλής αυτής, το κέντρο πλημμυρίστηκε από ποικίλες εκδηλώσεις, σχετικές πάντα με τον αγώνα των προσφύγων.



Υπό την πίεση των διαδηλωτών, η γερουσία αποφάσισε να παραχωρήσει θερμαινόμενα κοντέινερ στις εκκλησίες, για να μπορούν να μένουν σε αυτά οι πρόσφυγες το χειμώνα. Παρόλα αυτά, η γερουσία αρνείται το κύριο αίτημά τους: Μια συλλογική λύση που να διασφαλίζει το δικαίωμα παραμονής. Οι διαμαρτυρίες στήριζονται κυρίως μέχρι στιγμής από αριστερές και αυτόνομες ομάδες, το Κόμμα της Αριστεράς και ορισμένα συνδικάτα. Η έμπρακτη αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες εκδηλώνεται στις συνοικίες όπως το Σανκτ Πάουλι, η Άλτονα και η Στέρνσαντσε, όπου εδώ και πάρα πολλά χρόνια δραστηριοποιούνται κινήματα της Αριστεράς. Σε άλλες περιοχές όμως, η σκληρή στάση της γερουσίας τυγχάνει μεγάλης αποδοχής και συμβαδίζει με ρατσιστικές προκαταλήψεις. Για να αλλάξει η γερουσία –όπου σε αυτή το SPD κυβερνά με απόλυτη πλειοψηφία– είναι επιτακτικό για το κίνημα να συνεχίσει να πιέζει, και να συμπεριλάβει στις κινητοποιήσεις κύκλους ψηφοφόρων του SPD, καθώς και ψηφοφόρους του Κόμματος των Πρασίνων. Αυτό έχει ήδη γίνει εφικτό, τουλάχιστον εν μέρει, σε διαδήλωση στις 2 του Νοέμβρη. 



Από τα τέλη του Δεκέμβρη, ωστόσο, η κατάσταση άρχισε να οξύνεται. Στις 21 Δεκεμβρίου, η Rote Flora κάλεσε σε μια μεγαλειώδη πορεία, στην οποία πήραν μέρος 10000 άτομα. Περίπου οι μισοί πορεύτηκαν με το αυτόνομο«μαρτο μπλοκ», ενώ οι υπόλοιποι με το πολύχρωμο μπλοκ του δικτύου για το δικαίωμα στην πόλη, το οποίο υποστηρίχθηκε από αριστερές οργανώσεις, αλλά και το Κόμμα της Αριστεράς στο Αμβούργο. Μετά από μερικά  μόνο μέτρα, η πορεία δέχτηκε επίθεση από την αστυνομία που έκανε χρήση δακρυγόνων, ροπάλων και αντλιών νερού, και τελικά διέλυσε την πορεία. Το μαύρο μπλοκ προσπάθησε να αποκρούσει αυτή την επίθεση με όλα τα μέσα. Ακολούθησαν οι πιο σφοδρές οδομαχίες στην πρόσφατη ιστορία του Αμβούργου. Χιλιάδες προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία ενάντια στην κρατική εξουσία. Ήδη πριν την πορεία είχε σημειωθεί επίθεση από κουκουλοφόρους εναντίον ενός αστυνομικού σταθμού. Μια δήθεν δεύτερη επίθεση ενάντια στον ίδιο σταθμό είχε σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία στα ΜΜΕ ενάντια στο κίνημα και σε «βίαιους αριστερούς». Η αστυνομία είδε αυτό σαν αφορμή για να κηρύξει τις συνοικίες του Σανκτ Πάουλι, της Αλτονα και του Σάντσενφίερτελ σε «ζώνες κινδύνου», όπου ανά πάσα στιγμή οι αρχές μπορούν να σταματήσουν και να ελέγξουν «ύποπτα άτομα», καθώς και να απαγορεύσουν την πρόσβαση στις συνοικίες σε άλλα. Αυτό συνιστά και μεγάλη απειλή για τους πρόσφυγες από τη Λαμπεντούζα, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δώσει τα στοιχεία τους στις αρχές λόγω του φόβου απέλασης τους.



Το Κόμμα της Αριστεράς διαμαρτυρήθηκε ενάντια στη «ζώνη κινδύνου» και προσπάθησε να αποκρούσει την προπαγάνδα των ΜΜΕ, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε από τη συντηρητική μερίδα του τύπου. Στις αρχές του Γενάρη, ωστόσο, έγινε γνωστό ότι η δεύτερη επίθεση στον αστυνομικό σταθμό επινοήθηκε από την αστυνομία, με σκοπό να βρεθεί αφορμή και να νομιμοποιηθούν μέτρα έκτακτης ανάγκης όπως η «ζώνη κινδύνου». Από τότε σημειώθηκαν ολονύκτιες συγκεντρώσεις μέσα στις «ζώνες κινδύνου» ενάντια στην καταπάτηση βασικών ελευθεριών. Μικρές ομάδες έπαιξαν κυνηγητό με την αστυνομία, δηλωμένες και αδήλωτες πορείες έλαβαν χώρα στις συνοικίες, ενώ κάτοικοι των περιοχών διοργάνωσαν μια μεγάλη δημόσια μάχη με μαξιλάρια. Έτσι η πόλη απέκτησε πέραν του προσφυγικού, του στεγαστικού και του ζητήματος της Rote Flora, ένα νέο ζήτημα: αυτό της υπεράσπισης των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ενάντια στο κράτος. Υπό την πίεση των κινητοποιήσεων, ο δήμος αναγκάστηκε να καταργήσει τις «ζώνες κινδύνου».



Το παράδειγμα του Αμβούργου δείχνει πώς αντιρατσιστικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας μπορούν να σμίξουν με τοπικούς αγώνες, όπως αυτούς ενάντια στα υψηλά ενοίκια και για το δικαίωμα στην πόλη, ειδικά όταν αυτοί μπορούν να στηριχθούν σε μια μακρόχρονη δραστηριότητα της Αριστεράς σε διάφορες συνοικίες, καθώς και στην κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική υποστήριξη ενός κόμματος όπως αυτό του DieLinke (που στις προηγούμενες εκλογές για τη γερουσία του Αμβούργου έλαβε 6,5% των ψήφων). Κεντρικό στοιχείο όλων αυτών των κινημάτων είναι ενάς αριστερός εναλλακτικός χώρος που στηρίζεται σε μια υποδομή από πολυχώρους που ανήκουν στην Αριστερά, πρώην κατειλημμένα κτίρια και πολιτικές ομάδες, ενώ τα ίδια διατηρούν δεσμούς με το συνδικαλιστικό κίνημα, το Κόμμα της Αριστεράς και αριστερούς-φιλελεύθερους κύκλους. 



Εμείς που στη Γερμανία είμαστε κουρασμένοι με τον αργό ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων στη ριζοσπαστική Αριστερά, μπορούμε να ελπίζουμε. Το Αμβούργο δείχνει ότι περισσότερα πράγματα είναι εφικτά. Υπάρχουν, άλλωστε, και άλλες πολλές πόλεις με τα ίδια χαρακτηριστικά, που οδήγησαν στην έκρηξη του Αμβούργου.





Ο Φλόριαν Βίλντε είναι ιστορικός και συνεργάτης του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το κείμενο δημοσιεύεται επίσης στο ιστολόγιο Λέσχη και στο left.gr