Η ψηφοφορία στην ελληνική βουλή της 14ης Αυγούστου που κατέληξε στην επικύρωση του 3ου Μνημονίου με τις ψήφους των αστικών μνημονιακών δυνάμεων (ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ), σηματοδότησε και το τέλος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικής εξουσίας εφαρμογής της αστικής μνημονιακής πολιτικής, το Βατερλώ των δυνάμεων του μικροαστικού εκσυγχρονιστικού κυβερνητισμού.

Η απώ­λεια της δε­δη­λω­μέ­νης ήδη από τα μέσα του προη­γού­με­νου Ιου­λί­ου και ιδιαί­τε­ρα στην τε­λευ­ταία ψη­φο­φο­ρία όπου το ένα τρίτο σχε­δόν των βου­λευ­τών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αρ­νή­θη­καν κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά να επι­κυ­ρώ­σουν τις κα­τα­στρε­πτι­κές δια­τά­ξεις του 3ου Μνη­μο­νί­ου, θέτει ορι­στι­κό τέρμα στην κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που εξε­λέ­γη ως φο­ρέ­ας ακύ­ρω­σης των Μνη­μο­νί­ων και εφαρ­μο­γής μιας στοι­χειω­δώς φι­λο­λαϊ­κής πο­λι­τι­κής, με­τε­ξε­λί­χθη­κε όμως μέσα σ’ ένα εξά­μη­νο σε πο­λι­τι­κή εξου­σία που ψη­φί­ζει τις μνη­μο­νια­κές δια­τά­ξεις από κοι­νού με το αστι­κό μνη­μο­νια­κό τόξο.

Με­τα­τό­πι­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στο αστι­κό μνη­μο­νια­κό μπλοκ

Η κα­τα­ψή­φι­ση του 3ου Μνη­μο­νί­ου από τους 44 βου­λευ­τές του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (αρ­νη­τι­κές ψήφοι και δη­λώ­σεις παρών) δίνει ορι­στι­κό τέρμα στην κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ όπως έχει με­τε­ξε­λι­χθεί μετά τη συμ­φω­νία στην Σύ­νο­δο Κο­ρυ­φής της 12ης Ιου­λί­ου και τα όσα επα­κο­λού­θη­σαν τον τε­λευ­ταίο μήνα (μέσα Ιου­λί­ου – μέσα Αυ­γού­στου). Από εδώ και πέρα ο ενα­πο­μέ­νον στο μνη­μο­νια­κό τόξο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με την αντί­στοι­χη κυ­βέρ­νη­ση, απλά δεν μπο­ρεί να ασκή­σει τη μνη­μο­νια­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση παρά σε σύ­μπρα­ξη με τις αστι­κές μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις στα πλαί­σια μιας κυ­βέρ­νη­σης «εθνι­κής ενό­τη­τας» ή «ει­δι­κού σκο­πού», δη­λα­δή ως ορ­γα­νι­κή πο­λι­τι­κή συ­νι­στώ­σα του αστι­κού μνη­μο­νια­κού μπλοκ. Δια­φο­ρε­τι­κά η μο­να­δι­κή δη­μο­κρα­τι­κή διέ­ξο­δος είναι η προ­σφυ­γή στην λαϊκή ετυ­μη­γο­ρία, όπου πλέον τα σχέ­δια των κυ­βερ­νη­τι­κών κέ­ντρων για την κα­τά­κτη­ση της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής αυ­το­δυ­να­μί­ας «δια πε­ρι­πά­του» είναι πλέον όνει­ρα θε­ρι­νής νυ­κτός.

Το αστι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, εσω­τε­ρι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό, επέ­βα­λε μεν το 3ο Μνη­μό­νιο, ωστό­σο ου­δό­λως έχει επι­λύ­σει το ζή­τη­μα της μορ­φής της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας που κα­λεί­ται να το εφαρ­μό­σει, κι’ αυτό εξ αι­τί­ας του βα­θύ­τα­του ρήγ­μα­τος στο εσω­τε­ρι­κό της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ομά­δας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και του πο­λι­τι­κού του δυ­να­μι­κού. Άλ­λω­στε το μνη­μο­νια­κό κυ­βερ­νη­τι­κό κέ­ντρο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ορια­κά «ελέγ­χει» τους υπό­λοι­πους ενα­πο­μεί­να­ντες 105 βου­λευ­τές, πολ­λοί από τους οποί­ους βιώ­νουν «κρίση συ­νεί­δη­σης», ενώ στο επί­πε­δο των ορ­γα­νω­μέ­νων πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων έχει επέλ­θει, όπως ήταν άλ­λω­στε φυ­σι­κό, η πα­ρά­λυ­ση, διά­λυ­ση, αδρα­νο­ποί­η­ση. Κατά συ­νέ­πεια η πα­ρα­φθο­ρά που θα κα­τα­γρά­ψει εκ των πραγ­μά­των ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ του «ναι» θα είναι άνευ προη­γου­μέ­νου, ενώ στο επί­πε­δο των αστι­κών μνη­μο­νια­κών δυ­νά­με­ων είναι τέ­τοια η απα­ξί­ω­ση και η απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση, που η εκλο­γι­κή τους εμ­βέ­λεια θα πα­ρα­μεί­νει στα ση­με­ρι­νά αναι­μι­κά επί­πε­δα. Εκ των πραγ­μά­των το «Μέ­τω­πο του όχι» έρ­χε­ται να κα­λύ­ψει ανα­γκα­στι­κά ένα τε­ρά­στιο πο­λι­τι­κό κενό με βάση το εύρος της νίκης του «όχι» στο δη­μο­ψή­φι­σμα της 5ης Ιου­λί­ου, και είτε το θέλει είτε όχι να ανα­δεί­ξει μια προ­ο­πτι­κή λαϊ­κής, ρι­ζο­σπα­στι­κής, αντι­συ­στη­μι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας.

Το σχέ­διο για την δη­μιουρ­γία κυ­βέρ­νη­σης «εθνι­κής ενό­τη­τας» με τις ενα­πο­μέ­νου­σες δυ­νά­μεις του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που ωστό­σο δεν δια­θέ­τουν παρά μόνον κοι­νο­βου­λευ­τι­κή υπό­στα­ση, και ου­δό­λως κοι­νω­νι­κή ή συν­δι­κα­λι­στι­κή ανα­φο­ρά, είτε σή­με­ρα χωρίς την δια­με­σο­λά­βη­ση βου­λευ­τι­κών εκλο­γών, είτε αύριο, μετά την εν­δε­χό­με­νη διε­ξα­γω­γή τους, και την αδυ­να­μία σχη­μα­τι­σμού αυ­το­δύ­να­μης κυ­βέρ­νη­σης, είναι το μόνο δια­θέ­σι­μο για το αστι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα. Εντού­τοις ένα τέ­τοιο σχέ­διο αφή­νει ένα τε­ρά­στιο κενό στον αντι­πο­λι­τευ­τι­κό χώρο, που θα κα­τα­λά­βει εκ του ασφα­λούς το «Μέ­τω­πο του όχι», δια­μορ­φώ­νο­ντας τους όρους μιας ρε­α­λι­στι­κής εναλ­λα­κτι­κής αρι­στε­ρής αντι­μνη­μο­νια­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης. Η θε­ω­ρία περί της «στρα­τη­γι­κής ήττας» της Αρι­στε­ράς με τον μνη­μο­νια­κό εκ­φυ­λι­σμό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είχε πάρα πολύ μικρή διάρ­κεια. Πολύ με­γα­λύ­τε­ρες είναι οι πο­λι­τι­κές δια­χει­ρι­στι­κές δυ­σχέ­ρειες του αστι­κού μνη­μο­νια­κού συ­στή­μα­τος, με τον ενα­πο­μέ­νο­ντα ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως ορ­γα­νι­κή του συ­νι­στώ­σα, παρά το λαϊκό, αρι­στε­ρό, ρι­ζο­σπα­στι­κό εγ­χεί­ρη­μα ενός λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού «Με­τώ­που του όχι».

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, και μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να των πο­λι­τι­κών συ­σχε­τι­σμών, η επι­δί­ω­ξη ανα­τρο­πής της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης, που εκ των πραγ­μά­των θα επι­χει­ρη­θεί να ασκη­θεί από έναν αστι­κό πο­λι­τι­κό συ­να­σπι­σμό, με ενερ­γό συμ­μέ­το­χο και τον ενα­πο­μέ­νο­ντα ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η ανα­τρο­πή η μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής και άρα του πο­λι­τι­κού φορέα ή συ­να­σπι­σμού που την υλο­ποιεί έμπρα­κτα στην κυ­βερ­νη­τι­κή του πρα­κτι­κή, είναι μο­νό­δρο­μος για τις δυ­νά­μεις του «Με­τώ­που του όχι». Μ’ αυτή την έν­νοια η επι­δί­ω­ξη «ανά­κλη­σης» των μνη­μο­νια­κών απο­φά­σε­ων της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, από κοι­νού με τα αστι­κά μνη­μο­νια­κά κόμ­μα­τα, ή η ανα­ζή­τη­ση δρό­μων «απε­μπλο­κής» από την πο­λι­τι­κή των Μνη­μο­νί­ων, φα­ντά­ζουν του­λά­χι­στον χωρίς καμία υλική υπό­στα­ση, εφό­σον το 3ο Μνη­μό­νιο έχει ψη­φι­στεί πα­νη­γυ­ρι­κά από τους 105 μόνον βου­λευ­τές του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, έχουν προ­στε­θεί οι βου­λευ­τές των ΑΝ.ΕΛ., της ΝΔ, του Πο­τα­μιού, του ΠΑΣΟΚ και έχει γίνει νόμος του κρά­τους, τον οποίο κα­λεί­ται υπο­χρε­ω­τι­κά να υλο­ποι­ή­σει η κυ­βέρ­νη­ση του ενα­πο­μέ­νο­ντος μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

Οι δύο αυτές αντι­λή­ψεις της «ανά­κλη­σης» και της «απε­μπλο­κής» σε ση­μα­ντι­κό βαθμό αδυ­να­τούν να κα­τα­νο­ή­σουν την τρα­γι­κή κα­τά­λη­ξη των εξά­μη­νων δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων, πι­στεύ­ο­ντας ότι τα πράγ­μα­τα θα μπο­ρού­σαν να είχαν εξε­λι­χθεί δια­φο­ρε­τι­κά. Απε­να­ντί­ας, με δε­δο­μέ­νες τις πο­λι­τι­κές θέ­σεις που είχε υιο­θε­τή­σει το ηγε­τι­κό σύ­μπλεγ­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και στο οποίο συ­νερ­γού­σε και ένα τμήμα του πο­λι­τι­κού του δυ­να­μι­κού, το απο­τέ­λε­σμα δεν θα μπο­ρού­σε να είναι ση­μα­ντι­κά δια­φο­ρε­τι­κό, δε­δο­μέ­νης της φύσης και των πρα­κτι­κών της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης και της Ευ­ρω­ζώ­νης, ως συ­να­σπι­σμού των ευ­ρω­παϊ­κών αστι­κών τά­ξε­ων και φο­ρέ­ων μιας πο­λι­τι­κής με­τά­βα­σης σε ένα μο­ντέ­λο κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης βα­σι­σμέ­νο στην εξα­γω­γή μορ­φών άμε­σης υπε­ρα­ξί­ας. Ο θε­με­λιώ­δης πυ­ρή­νας της πο­λι­τι­κής υπό­στα­σης του ηγε­τι­κού μη­χα­νι­σμού του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ συ­γκρο­τού­νταν από τον κλα­σι­κό μι­κρο­α­στι­σμό, πο­λι­τι­κή πα­ρά­με­τρος δια­κρι­τή τόσο από την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία και την λαϊκή και αντι­συ­στη­μι­κή Αρι­στε­ρά, όσο και από την αστι­κή πο­λι­τι­κή, της οποί­ας βε­βαί­ως ο μι­κρο­α­στι­σμός αντι­προ­σω­πεύ­ει, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, ένα πο­λι­τι­κό υπο­σύ­νο­λο. Αυτή η μι­κρο­α­στι­κή πο­λι­τι­κή είχε προ­σλά­βει λαϊκά ρι­ζο­σπα­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και έτσι λει­τούρ­γη­σε συ­σπει­ρω­τι­κά για τις λαϊ­κές τά­ξεις στην πε­ρί­ο­δο μέχρι το με­ταίχ­μιο των βου­λευ­τι­κών εκλο­γών του Ιου­νί­ου 2012.

Εντού­τοις από εκεί και πέρα η επι­κρά­τη­ση του μι­κρο­α­στι­κού πο­λι­τι­κού τρί­πτυ­χου «κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός – εκλο­γι­κι­σμός – κυ­βερ­νη­τι­σμός», με­τα­τό­πι­σαν τον λαϊκό ρι­ζο­σπα­στι­κό μι­κρο­α­στι­σμό στο επί­πε­δο του κλα­σι­κού μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού και δια­χεί­ρι­σης, που έγι­ναν κυ­ρί­αρ­χες στην πο­λι­τι­κή των ιθυ­νου­σών ομά­δων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (εγκα­τά­λει­ψη της πο­λι­τι­κής ανα­δια­νο­μής ει­σο­δή­μα­τος του «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι», των συ­νε­δρια­κών προ­γραμ­μα­τι­κών κα­τευ­θύν­σε­ων κλπ.). Επό­με­νο ήταν λοι­πόν καθώς η πο­λι­τι­κή της κυ­βέρ­νη­σης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από τον Ια­νουά­ριο μέχρι τον Ιού­λιο διέ­πο­νταν πλέον από την κλα­σι­κή μι­κρο­α­στι­κή εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή και δια­χει­ρι­στι­κή πο­λι­τι­κή, και αντι­μέ­τω­πη με τα με­γά­λα προ­βλή­μα­τα που ορ­θώ­νο­νταν μπρο­στά της, αντί να βα­θύ­νει τον μι­κρο­α­στι­σμό στην κα­τεύ­θυν­ση της λαϊ­κό­τη­τας και του ρι­ζο­σπα­στι­σμού, να εγκα­τα­λεί­πει άτα­κτα και αυτά ακόμη τα εκ­συγ­χρο­νι­στι­κά και δια­χει­ρι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μι­κρο­α­στι­κής πο­λι­τι­κής, και άρα να με­τα­τρέ­πε­ται πλέον κα­θα­ρά σε μια αστι­κή πο­λι­τι­κή. Ήταν αυτή ακρι­βώς που κυ­ριάρ­χη­σε στην τε­λευ­ταία φάση των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων και που ως αστι­κή πο­λι­τι­κή πλέον χωρίς προ­σχή­μα­τα, προ­σχώ­ρη­σε στην συμ­φω­νία της 16ης Ιου­λί­ου της Συ­νό­δου Κο­ρυ­φής. Μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να δεν τί­θε­ται ζή­τη­μα ούτε «ανά­κλη­σης», αλλά ούτε και «απε­μπλο­κής» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από τα Μνη­μό­νια.

 Φα­ντα­σί­ω­ση η ανά­κλη­ση ή απε­μπλο­κή από τα Μνη­μό­νια

Γι’ αυ­τούς τους λό­γους και δεν τί­θε­ται ζή­τη­μα «στρα­τη­γι­κής ήττας» της Αρι­στε­ράς με την μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αλλά πο­λι­τι­κής συ­ντρι­βής της επι­κρά­τη­σης στα πλαί­σια του ελ­λη­νι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος της μι­κρο­α­στι­κής ηγε­μο­νί­ας (λαϊκή ρι­ζο­σπα­στι­κή αφε­τη­ρια­κά, εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή δια­χει­ρι­στι­κή στη συ­νέ­χεια), που οδή­γη­σε στην ση­με­ρι­νή μνη­μο­νια­κή κα­τα­στρο­φή. Δεν πρό­κει­ται άρα ούτε για «προ­δο­σία», ούτε για «ασυ­νέ­πεια», ούτε για «άστο­χους χει­ρι­σμούς» κλπ., αλλά απλά για την πο­λι­τι­κή συ­ντρι­βή αυτής της μι­κρο­α­στι­κής ηγε­μο­νί­ας στις λαϊ­κές τά­ξεις που πο­λι­τι­κά εκ­προ­σω­πή­θη­καν από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Μ’ αυτή την έν­νοια η προ­βο­λή λαϊ­κών, ερ­γα­τι­κών, ρι­ζο­σπα­στι­κών, αντι­συ­στη­μι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του «Με­τώ­που του όχι», και με ακλό­νη­τες στα­θε­ρές την ανά­κτη­ση των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων, την ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος σε βάρος του κερ­δο­φό­ρου επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου και προς όφε­λος των ερ­γα­ζο­μέ­νων και των ανέρ­γων, η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος, η απα­γκί­στρω­ση από τους κα­τα­να­γκα­σμούς της ζώνης του ευρώ, η ανά­τα­ξη των επι­χει­ρή­σε­ων που η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση έχει οδη­γή­σει στο κλεί­σι­μο, η προ­ά­σπι­ση του κοι­νω­νι­κού ασφα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος κλπ., αντι­προ­σω­πεύ­ουν δε­σμευ­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις που μπο­ρούν σή­με­ρα να έχουν ευ­ρύ­τα­το λαϊκό ακρο­α­τή­ριο, ιδιαί­τε­ρα στην δε­ξα­με­νή του «όχι» του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος της 5ης Ιου­λί­ου.

Σή­με­ρα πλέον οι λαϊ­κές τά­ξεις απέ­δει­ξαν ότι δεν «φο­βού­νται» την Αρι­στε­ρά, δεν έχουν ανα­στο­λές να δια­κη­ρύ­ξουν με ευ­ρύ­τα­τη πλειο­ψη­φία την κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή τους αντί­θε­ση στα Μνη­μό­νια του κα­τε­στη­μέ­νου της Ευ­ρω­ζώ­νης και της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης, Το «όχι» στις μνη­μο­νια­κές προ­τά­σεις που δια­τυ­πώ­νο­νταν στο ερώ­τη­μα του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος δεν ήταν παρά κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή απόρ­ρι­ψη των ίδιων των φο­ρέ­ων επι­βο­λής τε­λι­κά αυτών των μνη­μο­νια­κών προ­τά­σε­ων, και απο­δο­χής τους από την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δη­λα­δή των θε­σμι­κών ορ­γά­νων της συ­νέ­νω­σης των ευ­ρω­παϊ­κών αστι­κών τά­ξε­ων στο πεδίο του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, και όχι προ­φα­νώς της «δη­μο­κρα­τί­ας και αλ­λη­λεγ­γύ­ης» όπως δια­δί­δο­νταν.

Προ­φα­νέ­στα­τα δεν είναι άλλο πράγ­μα η κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία και το αστι­κό κρά­τος που είναι στην διά­θε­σή της, και άλλο πράγ­μα η πο­λι­τι­κή έχει απο­φα­σί­σει και ψη­φί­σει για να εφαρ­μό­σει. Μια κυ­βέρ­νη­ση δεν απο­τι­μά­ται με βάση τα «ιδε­α­τά σχέ­δια» που θα είχε στο νου της, όπως η προ­στα­σία της κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης, η απο­κα­τά­στα­ση των ερ­γα­τι­κών μι­σθών, η κα­τάρ­γη­ση της βα­ρύ­τα­της φο­ρο­λο­γί­ας σε βάρος των λαϊ­κών τά­ξε­ων, που απο­τε­λούν «όνει­ρα θε­ρι­νής νυ­κτός», αλλά στην υλική βάση της πραγ­μα­τι­κής πο­λι­τι­κής που θε­σμο­θε­τεί και υλο­ποιεί, εν προ­κει­μέ­νω την πα­ρα­πέ­ρα διά­λυ­ση του κοι­νω­νι­κού ασφα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, την επι­βο­λή βα­ρύ­τα­της άμε­σης και έμ­με­σης φο­ρο­λό­γη­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων, την ολο­σχε­ρή εκ­ποί­η­ση της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας της χώρας. Κατά συ­νέ­πεια η πο­λι­τι­κή στάση των δυ­νά­με­ων του «όχι» απέ­να­ντι σε μια τέ­τοια κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή, δεν μπο­ρεί να «φα­ντα­σιώ­νε­ται» ότι είναι δυ­να­τή η «ανά­κλη­ση» ή η «απε­μπλο­κή» από αυτή την πο­λι­τι­κή, αλλά η επι­δί­ω­ξη ανα­τρο­πής αυτής της συ­γκε­κρι­μέ­νης μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής και ως εκ τού­του του πο­λι­τι­κού φορέα που την εφαρ­μό­ζει. Όσο πιο γρή­γο­ρα γί­νε­ται κα­τα­νοη­τό αυτό από τις δυ­νά­μεις ενός «Με­τώ­που του όχι» τόσο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή θα είναι η κοι­νω­νι­κή του πα­ρέμ­βα­ση και η πο­λι­τι­κή του εμ­βέ­λεια.

Ετικέτες