Η ψηφοφορία στην ελληνική βουλή της 14ης Αυγούστου που κατέληξε στην επικύρωση του 3ου Μνημονίου με τις ψήφους των αστικών μνημονιακών δυνάμεων (ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ), σηματοδότησε και το τέλος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικής εξουσίας εφαρμογής της αστικής μνημονιακής πολιτικής, το Βατερλώ των δυνάμεων του μικροαστικού εκσυγχρονιστικού κυβερνητισμού.

Η απώλεια της δεδηλωμένης ήδη από τα μέσα του προηγούμενου Ιουλίου και ιδιαίτερα στην τελευταία ψηφοφορία όπου το ένα τρίτο σχεδόν των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν κατηγορηματικά να επικυρώσουν τις καταστρεπτικές διατάξεις του 3ου Μνημονίου, θέτει οριστικό τέρμα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που εξελέγη ως φορέας ακύρωσης των Μνημονίων και εφαρμογής μιας στοιχειωδώς φιλολαϊκής πολιτικής, μετεξελίχθηκε όμως μέσα σ’ ένα εξάμηνο σε πολιτική εξουσία που ψηφίζει τις μνημονιακές διατάξεις από κοινού με το αστικό μνημονιακό τόξο.

Μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό μνημονιακό μπλοκ

Η καταψήφιση του 3ου Μνημονίου από τους 44 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (αρνητικές ψήφοι και δηλώσεις παρών) δίνει οριστικό τέρμα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όπως έχει μετεξελιχθεί μετά τη συμφωνία στην Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου και τα όσα επακολούθησαν τον τελευταίο μήνα (μέσα Ιουλίου – μέσα Αυγούστου). Από εδώ και πέρα ο εναπομένον στο μνημονιακό τόξο ΣΥΡΙΖΑ με την αντίστοιχη κυβέρνηση, απλά δεν μπορεί να ασκήσει τη μνημονιακή διακυβέρνηση παρά σε σύμπραξη με τις αστικές μνημονιακές δυνάμεις στα πλαίσια μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ή «ειδικού σκοπού», δηλαδή ως οργανική πολιτική συνιστώσα του αστικού μνημονιακού μπλοκ. Διαφορετικά η μοναδική δημοκρατική διέξοδος είναι η προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, όπου πλέον τα σχέδια των κυβερνητικών κέντρων για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας «δια περιπάτου» είναι πλέον όνειρα θερινής νυκτός.

Το αστικό πολιτικό σύστημα, εσωτερικό και ευρωπαϊκό, επέβαλε μεν το 3ο Μνημόνιο, ωστόσο ουδόλως έχει επιλύσει το ζήτημα της μορφής της πολιτικής εξουσίας που καλείται να το εφαρμόσει, κι’ αυτό εξ αιτίας του βαθύτατου ρήγματος στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και του πολιτικού του δυναμικού. Άλλωστε το μνημονιακό κυβερνητικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ οριακά «ελέγχει» τους υπόλοιπους εναπομείναντες 105 βουλευτές, πολλοί από τους οποίους βιώνουν «κρίση συνείδησης», ενώ στο επίπεδο των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων έχει επέλθει, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, η παράλυση, διάλυση, αδρανοποίηση. Κατά συνέπεια η παραφθορά που θα καταγράψει εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ του «ναι» θα είναι άνευ προηγουμένου, ενώ στο επίπεδο των αστικών μνημονιακών δυνάμεων είναι τέτοια η απαξίωση και η απονομιμοποίηση, που η εκλογική τους εμβέλεια θα παραμείνει στα σημερινά αναιμικά επίπεδα. Εκ των πραγμάτων το «Μέτωπο του όχι» έρχεται να καλύψει αναγκαστικά ένα τεράστιο πολιτικό κενό με βάση το εύρος της νίκης του «όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, και είτε το θέλει είτε όχι να αναδείξει μια προοπτική λαϊκής, ριζοσπαστικής, αντισυστημικής διακυβέρνησης της χώρας.

Το σχέδιο για την δημιουργία κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» με τις εναπομένουσες δυνάμεις του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, που ωστόσο δεν διαθέτουν παρά μόνον κοινοβουλευτική υπόσταση, και ουδόλως κοινωνική ή συνδικαλιστική αναφορά, είτε σήμερα χωρίς την διαμεσολάβηση βουλευτικών εκλογών, είτε αύριο, μετά την ενδεχόμενη διεξαγωγή τους, και την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, είναι το μόνο διαθέσιμο για το αστικό πολιτικό σύστημα. Εντούτοις ένα τέτοιο σχέδιο αφήνει ένα τεράστιο κενό στον αντιπολιτευτικό χώρο, που θα καταλάβει εκ του ασφαλούς το «Μέτωπο του όχι», διαμορφώνοντας τους όρους μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής αριστερής αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Η θεωρία περί της «στρατηγικής ήττας» της Αριστεράς με τον μνημονιακό εκφυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια. Πολύ μεγαλύτερες είναι οι πολιτικές διαχειριστικές δυσχέρειες του αστικού μνημονιακού συστήματος, με τον εναπομένοντα ΣΥΡΙΖΑ ως οργανική του συνιστώσα, παρά το λαϊκό, αριστερό, ριζοσπαστικό εγχείρημα ενός λαϊκού ριζοσπαστικού «Μετώπου του όχι».

Σε κάθε περίπτωση, και μ’ αυτά τα δεδομένα των πολιτικών συσχετισμών, η επιδίωξη ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής διακυβέρνησης, που εκ των πραγμάτων θα επιχειρηθεί να ασκηθεί από έναν αστικό πολιτικό συνασπισμό, με ενεργό συμμέτοχο και τον εναπομένοντα ΣΥΡΙΖΑ, η ανατροπή η μνημονιακής πολιτικής και άρα του πολιτικού φορέα ή συνασπισμού που την υλοποιεί έμπρακτα στην κυβερνητική του πρακτική, είναι μονόδρομος για τις δυνάμεις του «Μετώπου του όχι». Μ’ αυτή την έννοια η επιδίωξη «ανάκλησης» των μνημονιακών αποφάσεων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, από κοινού με τα αστικά μνημονιακά κόμματα, ή η αναζήτηση δρόμων «απεμπλοκής» από την πολιτική των Μνημονίων, φαντάζουν τουλάχιστον χωρίς καμία υλική υπόσταση, εφόσον το 3ο Μνημόνιο έχει ψηφιστεί πανηγυρικά από τους 105 μόνον βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν προστεθεί οι βουλευτές των ΑΝ.ΕΛ., της ΝΔ, του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ και έχει γίνει νόμος του κράτους, τον οποίο καλείται υποχρεωτικά να υλοποιήσει η κυβέρνηση του εναπομένοντος μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ.

Οι δύο αυτές αντιλήψεις της «ανάκλησης» και της «απεμπλοκής» σε σημαντικό βαθμό αδυνατούν να κατανοήσουν την τραγική κατάληξη των εξάμηνων διαπραγματεύσεων, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Απεναντίας, με δεδομένες τις πολιτικές θέσεις που είχε υιοθετήσει το ηγετικό σύμπλεγμα του ΣΥΡΙΖΑ, και στο οποίο συνεργούσε και ένα τμήμα του πολιτικού του δυναμικού, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι σημαντικά διαφορετικό, δεδομένης της φύσης και των πρακτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, ως συνασπισμού των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων και φορέων μιας πολιτικής μετάβασης σε ένα μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης βασισμένο στην εξαγωγή μορφών άμεσης υπεραξίας. Ο θεμελιώδης πυρήνας της πολιτικής υπόστασης του ηγετικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτούνταν από τον κλασικό μικροαστισμό, πολιτική παράμετρος διακριτή τόσο από την σοσιαλδημοκρατία και την λαϊκή και αντισυστημική Αριστερά, όσο και από την αστική πολιτική, της οποίας βεβαίως ο μικροαστισμός αντιπροσωπεύει, σε τελική ανάλυση, ένα πολιτικό υποσύνολο. Αυτή η μικροαστική πολιτική είχε προσλάβει λαϊκά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και έτσι λειτούργησε συσπειρωτικά για τις λαϊκές τάξεις στην περίοδο μέχρι το μεταίχμιο των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2012.

Εντούτοις από εκεί και πέρα η επικράτηση του μικροαστικού πολιτικού τρίπτυχου «κοινοβουλευτισμός – εκλογικισμός – κυβερνητισμός», μετατόπισαν τον λαϊκό ριζοσπαστικό μικροαστισμό στο επίπεδο του κλασικού μικροαστικού εκσυγχρονισμού και διαχείρισης, που έγιναν κυρίαρχες στην πολιτική των ιθυνουσών ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ (εγκατάλειψη της πολιτικής αναδιανομής εισοδήματος του «να πληρώσουν οι πλούσιοι», των συνεδριακών προγραμματικών κατευθύνσεων κλπ.). Επόμενο ήταν λοιπόν καθώς η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο διέπονταν πλέον από την κλασική μικροαστική εκσυγχρονιστική και διαχειριστική πολιτική, και αντιμέτωπη με τα μεγάλα προβλήματα που ορθώνονταν μπροστά της, αντί να βαθύνει τον μικροαστισμό στην κατεύθυνση της λαϊκότητας και του ριζοσπαστισμού, να εγκαταλείπει άτακτα και αυτά ακόμη τα εκσυγχρονιστικά και διαχειριστικά χαρακτηριστικά της μικροαστικής πολιτικής, και άρα να μετατρέπεται πλέον καθαρά σε μια αστική πολιτική. Ήταν αυτή ακριβώς που κυριάρχησε στην τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων και που ως αστική πολιτική πλέον χωρίς προσχήματα, προσχώρησε στην συμφωνία της 16ης Ιουλίου της Συνόδου Κορυφής. Μ’ αυτά τα δεδομένα δεν τίθεται ζήτημα ούτε «ανάκλησης», αλλά ούτε και «απεμπλοκής» του ΣΥΡΙΖΑ από τα Μνημόνια.

 Φαντασίωση η ανάκληση ή απεμπλοκή από τα Μνημόνια

Γι’ αυτούς τους λόγους και δεν τίθεται ζήτημα «στρατηγικής ήττας» της Αριστεράς με την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πολιτικής συντριβής της επικράτησης στα πλαίσια του ελληνικού αριστερού κινήματος της μικροαστικής ηγεμονίας (λαϊκή ριζοσπαστική αφετηριακά, εκσυγχρονιστική διαχειριστική στη συνέχεια), που οδήγησε στην σημερινή μνημονιακή καταστροφή. Δεν πρόκειται άρα ούτε για «προδοσία», ούτε για «ασυνέπεια», ούτε για «άστοχους χειρισμούς» κλπ., αλλά απλά για την πολιτική συντριβή αυτής της μικροαστικής ηγεμονίας στις λαϊκές τάξεις που πολιτικά εκπροσωπήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτή την έννοια η προβολή λαϊκών, εργατικών, ριζοσπαστικών, αντισυστημικών χαρακτηριστικών του «Μετώπου του όχι», και με ακλόνητες σταθερές την ανάκτηση των δημόσιων επιχειρήσεων, την αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και προς όφελος των εργαζομένων και των ανέργων, η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η απαγκίστρωση από τους καταναγκασμούς της ζώνης του ευρώ, η ανάταξη των επιχειρήσεων που η καπιταλιστική κρίση έχει οδηγήσει στο κλείσιμο, η προάσπιση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος κλπ., αντιπροσωπεύουν δεσμευτικές κατευθύνσεις που μπορούν σήμερα να έχουν ευρύτατο λαϊκό ακροατήριο, ιδιαίτερα στην δεξαμενή του «όχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου.

Σήμερα πλέον οι λαϊκές τάξεις απέδειξαν ότι δεν «φοβούνται» την Αριστερά, δεν έχουν αναστολές να διακηρύξουν με ευρύτατη πλειοψηφία την κατηγορηματική τους αντίθεση στα Μνημόνια του κατεστημένου της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Το «όχι» στις μνημονιακές προτάσεις που διατυπώνονταν στο ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν παρά κατηγορηματική απόρριψη των ίδιων των φορέων επιβολής τελικά αυτών των μνημονιακών προτάσεων, και αποδοχής τους από την ελληνική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή των θεσμικών οργάνων της συνένωσης των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων στο πεδίο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και όχι προφανώς της «δημοκρατίας και αλληλεγγύης» όπως διαδίδονταν.

Προφανέστατα δεν είναι άλλο πράγμα η κυβερνητική εξουσία και το αστικό κράτος που είναι στην διάθεσή της, και άλλο πράγμα η πολιτική έχει αποφασίσει και ψηφίσει για να εφαρμόσει. Μια κυβέρνηση δεν αποτιμάται με βάση τα «ιδεατά σχέδια» που θα είχε στο νου της, όπως η προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, η αποκατάσταση των εργατικών μισθών, η κατάργηση της βαρύτατης φορολογίας σε βάρος των λαϊκών τάξεων, που αποτελούν «όνειρα θερινής νυκτός», αλλά στην υλική βάση της πραγματικής πολιτικής που θεσμοθετεί και υλοποιεί, εν προκειμένω την παραπέρα διάλυση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, την επιβολή βαρύτατης άμεσης και έμμεσης φορολόγησης των εργαζομένων, την ολοσχερή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας της χώρας. Κατά συνέπεια η πολιτική στάση των δυνάμεων του «όχι» απέναντι σε μια τέτοια κυβερνητική πολιτική, δεν μπορεί να «φαντασιώνεται» ότι είναι δυνατή η «ανάκληση» ή η «απεμπλοκή» από αυτή την πολιτική, αλλά η επιδίωξη ανατροπής αυτής της συγκεκριμένης μνημονιακής πολιτικής και ως εκ τούτου του πολιτικού φορέα που την εφαρμόζει. Όσο πιο γρήγορα γίνεται κατανοητό αυτό από τις δυνάμεις ενός «Μετώπου του όχι» τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η κοινωνική του παρέμβαση και η πολιτική του εμβέλεια.

Ετικέτες