Κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει στο Rabbithole. Η ομάδα «Νοσταλγία» αποφάσισε να ανεβάσει την ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Όχι στο Λονδίνο των τελών του 19ου αιώνα, αλλά στη Βοστόνη του 1989.
Και δεν πρόκειται για μία παράσταση, αλλά για μια σειρά που θα ολοκληρωθεί σε τέσσερα επεισόδια – παραστάσεις. Και τα σκηνικά δεν είναι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και περιμετρικά αυτής, σε διάφορα επίπεδα, με σκηνές του έργου να διαδραματίζονται σε όλο το χώρο του θεάτρου. Υπάρχει όμως κάτι που μένει σταθερό ως παράδοση, μέσα σε όλες τις ανατροπές της παράστασης: ο πολιτικός χαρακτήρας του νουάρ.
Το κείμενο έχει ως αφορμή, όπως μας πληροφορεί ο σκηνοθέτης Γιώργος Σίμωνας, ένα περιστατικό που συνέβη στο Λονδίνο του 1989: ένα γράμμα ενός δολοφόνου που ισχυριζόταν ότι είναι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης – ή καλύτερα επίγονός του – και που είχε προκαλέσει αρκετή αναταραχή, αφού ο μύθος του Αντεροβγάλτη έχει μείνει για πολλούς λόγους ζωντανός. Και δεν είναι άσχετο με το κόνσεπτ της παράστασης ότι οι δύο εποχές έχουν κάποια σημαντικά κοινά.
Τα τέλη του 19ου αιώνα βρήκαν τη Μεγάλη Βρετανία να έχει χάσει μεγάλο κομμάτι από την αίγλη που απολάμβανε στα μέσα του αιώνα, ως η πρώτη χώρα που ξεκίνησε τη βιομηχανοποίηση. Προς τα τέλη και μέσα σε έντονους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις χώρες με ισχυρή βιομηχανία, η Μεγάλη Βρετανία είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία της και αυτό γινόταν έντονα αισθητό στις φτωχογειτονιές του Ανατολικού Λονδίνου. Ήταν το τέλος μιας εποχής και αυτό εκφραζόταν με την κοινωνική αναταραχή και με την εργατική τάξη να ζει στην εξαθλίωση, με ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα, σημαντική αύξηση της πορνείας, αλλά και κάποιες προσπάθειες αντεπίθεσης με διαδηλώσεις και απεργίες.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’80, από την άλλη μεριά είναι αδιαμφισβήτητα ο ορισμός του «τέλους εποχής». Για την πλειοψηφία του κόσμου, που θεωρούσε τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης κομμουνιστικά, η πτώση των καθεστώτων, υπό την πίεση των εξεγέρσεων των λαών τους, εκλαμβανόταν περίπου ως απόδειξη ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος από το σοσιαλισμό. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοέμβρη 1989 αποτελεί τον πιο περιεκτικό συμβολισμό αυτής της μετάβασης. Μετάβαση σε τι, όμως; Μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό, στα ασφυκτικά πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, στην υποχώρηση των κατακτήσεων.
Η πλοκή δεν τοποθετείται τυχαία σε εκείνη την εποχή. Αυτό γίνεται σαφές από την πρώτη στιγμή στο δεύτερο επεισοδιο, όπου οι θεατές στο φουαγιέ παρακολουθούν ένα “previously” του προηγούμενου επεισοδίου – άλλη μία καινοτομία της παράστασης – που ουσιαστικά είναι μια αφήγηση με φόντο… τα πλάνα από την πτώση του τείχους. Το πρόγραμμα της παράστασης επίσης προϊδεάζει το θεατή, αφού περιέχει ένα πολιτικό χρονολόγιο του 1989.
«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων». Φαίνεται ότι και οι δύο εποχές του Αντεροβγάλτη, τόσο η εποχή που εμφανίστηκε, όσο και εκείνη στην οποία διαδραματίζεται η θεατρική σειρά, ανταποκρίνονται σε εκείνο που ο Γκράμσι ονομάζει εποχή των τεράτων. Θα έλεγε κανείς πως ισχύει το ίδιο -ίσως όχι τυχαία- και για την εποχή που ανεβαίνει αυτή η θεατρική σειρά, την εποχή μας.
Και ο Αντεροβγάλτης συμβολίζει το τέρας, αλλά δεν είναι το μόνο «τέρας» στην παράσταση. Καταρχάς οι «κακοί» είναι περισσότεροι από ένας και έχουν όλοι ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι πολυπληθείς χαρακτήρες δεν δίνουν καμία αίσθηση συλλογικότητας, ο καθένας είναι χαμένος στο δικό του προσωπικό δράμα, σε μια ατέρμονη βύθιση στην αδιαφορία και στο κενό. Η απειλή αιωρείται συνεχώς, αλλά δεν είναι το κεντρικό σημείο η αγωνία για τη ζωή τους, αλλά η πάλη με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Και την πάλη αυτή τη δίνει ο καθένας μόνος του.
Μέχρι τις 23 Δεκέμβρη συνεχίζονται οι παραστάσεις του δεύτερου επεισοδίου και θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το Μάρτη για τη συνέχεια. Πρόκειται για ένα αναμφισβήτητα ενδιαφέρον θεατρικό πείραμα, ένα κόνσεπτ που αξίζει κανείς να το βιώσει. Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι εξαιρετική, όπως και κάποιες από τις ερμηνείες. Οι θεατές βρίσκονται στη μέση και γύρω τους διαδραματίζονται σκηνές του έργου, με τον υποβλητικό φωτισμό να κατευθύνει την προσοχή τους. Είναι μια παράσταση που ασφαλώς ανοίγει νέους δρόμους στη θεατρική έκφραση, και το κοινό έχει ανταποκριθεί γεμίζοντας το θέατρο σε κάθε παράσταση.