Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και της μεγάλης επέκτασης της φτώχειας και της ακραίας φτώχειας αποτελεί την αφετηρία προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ανακούφιση των πληγεισών κοινωνικών και ευπαθών ομάδων, να ξεκινήσει η διαμόρφωση προϋποθέσεων για την κοινωνική ένταξη, την είσοδο εκ νέου στην αγορά εργασίας και την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που είναι παρούσα στην καθημερινότητα μεγάλου κομματιού της κοινωνίας που βίωσε και βιώνει την εξαθλίωση. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Ελληνική κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με την ανικανότητα του κράτους να εγγυηθεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, με συνέπεια να οδηγούμαστε σε κοινωνία των φτωχών, κοινωνία της ανέχειας, της επισφάλειας και της σφοδρής ανισότητας. Το κράτος επέλεξε να φτωχοποιήσει την κοινωνία. Χωρίς να σταθούν οι άνθρωποι στα πόδια τους, χωρίς να μπορούν να έχουν μια στοιχειώδη αξιοπρεπή διαβίωση, είναι δύσκολο να παλέψουν για την διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής τους και να συμμετάσχουν στα κοινωνικά κινήματα κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να διευκρινίσουμε τι ακριβώς σημαίνει «ανθρωπιστική κρίση» και τι την προκάλεσε. Η Ελλάδα δεν υπέστη θεομηνία, τσουνάμι ή πόλεμο τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι αιτίες της «κρίσης» δεν ήταν «φυσικές» ή απόρροια μιας ένοπλης εμπόλεμης κατάστασης, όπως συνηθίζεται να ερμηνεύεται η «ανθρωπιστική κρίση». Υπήρξε μια μορφή οικονομικού και κοινωνικού πολέμου, η οποία προκάλεσε αυτά τα αποτελέσματα – ήταν η επιθετική πολιτική των δανειστών και της ελληνικής οικονομικής ελίτ, οι οποίες γιγάντωσαν τις απολύσεις και την ανεργία, περιέκοψαν αναγκαία για την διαβίωση εισοδήματα, κατέστρεψαν το ήδη ευπαθές στην Ελλάδα κοινωνικό κράτος και «φτωχοποίησαν» τους εργαζόμενους-ες. Κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν δικαιούνται σήμερα να «χύνουν κροκοδείλια δάκρυα» για την πτώχευση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, την οποία οι ίδιοι με τις πολιτικές τους έχουν προκαλέσει. Οι μνημονιακές πολιτικές ήταν που οδήγησαν στην απόλυση μέσω του μέτρου της διαθεσιμότητας χιλιάδες εργαζόμενους και εργαζόμενες. Αυτές οι πολιτικές που στόχευαν στη διάλυση του δημοσίου τομέα, στην κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τόσο το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, όσο και το Ποτάμι. Το κόμμα που έρχεται σήμερα να μιλήσει για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ενώ μέχρι χθες ο Γενικός Γραμματέας Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών κ. Θεοχάρης και νυν βουλευτής του Ποταμιού υποστήριζε με θέρμη την απόλυση των Καθαριστριών του Υπ. Οικ., για τις οποίες το όραμα του ήταν ακριβώς το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι χρειάζεται μια συνολική αλλαγή των σχεδιαζόμενων πολιτικών σε κοινωνική και αντιμνημονιακή κατεύθυνση, ώστε μετά από ένα διάστημα να μην χρειάζονται οι άνθρωποι στήριξη ανθρωπιστικού τύπου αλλά να μπορούν να εργασθούν με πλήρη εργασιακά, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα και χωρίς να λαμβάνουν ανθρωπιστική ή επιδοματική στήριξη. Η καλύτερη «ανθρωπιστική» πολιτική προοπτικά είναι αυτή που θα τείνει να καταργήσει την ανάγκη «ανθρωπιστικής πολιτικής», είναι αυτή που θα βγάλει τις δυνάμεις της εργασίας από το περιθώριο και θα τις καταστήσει υπερήφανες, αξιοπρεπείς και στην ουσία ηγετικές στην ελληνική κοινωνία.
Ακόμη, χρειάζεται να τονισθεί ότι η στήριξη μιας σειράς πολιτικών για την έξοδο από την «ανθρωπιστική κρίση» καλώς προϋποθέτει την συνεργασία όλων των δημόσιων φορέων (και ιδίως αυτή του κράτους και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης) καθώς και την συνεργασία με άλλους υποστηρικτικούς φορείς (όπως μπορεί να είναι συνεργατικά δίκτυα), αλλά θα πρέπει να διαχωριστεί πλήρως από την λογική της «φιλανθρωπίας» και των «φιλόπτωχων» ομίλων, η οποία μας γυρνάει ουσιαστικά στον 19ο και στον πρώιμο 20ο αιώνα. Όσοι και όσες δεν έχουν εισόδημα και χρειάζονται αυτήν την έκτακτη στήριξη είναι και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υπερήφανοι άνθρωποι που υπέστησαν μια καταστροφική για την ζωή τους πολιτική και όχι ως «θύματα» ή ως άνθρωποι, ακόμη περισσότερο, που απέτυχαν οικονομικά και κοινωνικά. Δεν «απέτυχαν» ούτε διαχειρίσθηκαν αναποτελεσματικά τον εαυτό τους, όπως λέει μια νεοφιλελεύθερη αφήγηση. Αυτό που απέτυχε με εκκωφαντικό τρόπο είναι η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών ηγεσιών στην Ε.Ε., διεθνώς αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα. Αυτές οι πολιτικές πρέπει να καταργηθούν άμεσα, όπως ακριβώς έχει τεθεί και από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αλληλεγγύη δεν είναι ούτε πρέπει να προβάλλεται ως «φιλανθρωπία» ή ως μια πολιτική που αποκομίζει σε κάποιον πολιτικό όφελος. Είναι μια πολιτική κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης και ένα όχημα για να περάσουμε σε μια κοινωνία χωρίς «ανθρωπιστικό έλλειμμα» και ανάγκη ανθρωπιστικής και αλληλέγγυας ενίσχυσης.
Ορισμένα ζητήματα ειδικότερα για το νομοσχέδιο και τις διατάξεις του
Ένα πρώτο θέμα είναι αυτό που αφορά τον ορισμό της «ακραίας φτώχειας» και των νομίμων αποδεκτών της ανθρωπιστικής ενίσχυσης. Όπως είναι γνωστό, η φτώχεια διεθνώς ορίζεται ως «μια απόκλιση από ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης και περιορίζεται στην ένδειξη έλλειψης διαθέσιμου εισοδήματος». Το όριο ή κατώφλι της φτώχειας ορίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ ως το 60 % του εθνικού (συνολικού) ισοδύναμου διάμεσου εισοδήματος. Υφίσταται μια αντικειμενική διάσταση της φτώχειας, η οποία σχετίζεται με την έλλειψη των αναγκαίων πόρων για την αξιοπρεπή διαβίωση και την έλλειψη διαθέσιμου εισοδήματος, όπως επίσης και μια δύσκολα εντοπιζόμενη υποκειμενική διάσταση και βίωση της φτώχειας.
Σε αριθμούς, και όπως έχει εντοπίσει την κατάσταση η ΕΛΣΤΑΤ, από το 2010 ως το 2011 η φτώχεια αυξήθηκε από το 16,3 στο 22,9 του πληθυσμού. Με μια άλλη ορολογία το ποσοστό του πληθυσμού που διέτρεχε κίνδυνο φτώχειας το 2011 ανερχόταν σε 21, 4 % κατά την ΕΛΣΤΑΤ με κατώφλι κινδύνου φτώχειας τα 6.591,00 ευρώ. Ήδη κατά την Εισηγητική Έκθεση του νομοσχεδίου η φτώχεια στην Ελλάδα έχει ανέλθει στο 23% του πληθυσμού. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα όλο και πιο οξυνόμενο κοινωνικό πρόβλημα. Επίσης, η ανεργία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2014 ανήλθε στο 26,6 % και των νέων 15-24 ανήλθε στο 52 %. Τον Σεπτέμβριο του 2014 υπήρχαν στην Ελλάδα 1.241.000 άνεργοι, σύμφωνα με τις στατιστικές υπηρεσίες. Όλα αυτά χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας την μεγάλη φτώχεια όσων εργάζονται μερικά ή με τις λεγόμενες ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ιδιαίτερα προβλήματα φτώχειας αντιμετωπίζουν κατηγορίες όπως οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα πολυμελή νοικοκυριά, οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες. Ειδικότερα και όσον αφορά τη γυναικεία φτώχεια, υπάρχουν μελέτες ήδη και πριν από την έκρηξη της κρίσης και την έναρξη των μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες δείχνουν ότι οι γυναίκες –και μάλιστα κάποιες κατηγορίες γυναικών όπως οι μόνες, οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, οι χήρες, οι μητέρες που είναι μακροχρόνια άνεργες ή οι μητέρες άρρωστων παιδιών- είναι σημαντικά πιο ευαίσθητες και ευάλωτες προς την φτώχεια και την ανεργία σχετικά με τους άνδρες. Είναι βέβαιο ότι αυτή η απόκλιση έχει οξυνθεί σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια της κρίσης. Η γυναικεία φτώχεια σε συνδυασμό με τη διάλυση του κοινωνικού κράτους λειτουργεί προσθετικά στην οπισθοχώρηση των δικαιωμάτων των γυναικών, ενισχύοντας τις παραδοσιακές, συντηρητικές αντιλήψεις.
Τα κριτήρια της ακραίας φτώχειας στο παρόν νομοσχέδιο φαίνονται να είναι αυτά που είχαν εισαχθεί στο νόμο και την υπουργική απόφαση που αφορούσε στην παροχή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Πρόκειται για ένα κατώφλι ακραίας φτώχειας με βάση το μηνιαίο και το ετήσιο εισόδημα. Κατ’ αρχήν, ναι μεν είναι θετικό που υπάρχει μια τέτοια ερμηνευτική εξειδίκευση , αλλά θα ήταν πολύ καλύτερο η συσχέτιση με τα παραπάνω πλαφόν για το ΕΕΕ του ν. 4093/2012 να εντάσσεται στο ίδιο το κείμενο του νόμου κατά τρόπο δεσμευτικό για την διοίκηση. Η μη αναφορά και παραπομπή στα παραπάνω ισχύοντα κινδυνεύει να αφήσει αόριστο το εξουσιοδοτικό πλαίσιο του νόμου και ανοιχτό σε ερμηνείες από τα Υπουργεία ή και γενικότερα την εφαρμοστική διοίκηση. Συνεπώς, δεν μπορεί να μείνει ερμηνευτικά ανοικτή η αναφορά στην «ακραία φτώχεια».
Ακόμη σημαντικότερο είναι το ζήτημα της δυνατότητας επανεξέτασης των κριτηρίων με προοπτική κάποια στιγμή να επανεξετασθεί το εισοδηματικό κριτήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανατιμήσεις των ειδών πρώτης ανάγκης, τις ανατιμήσεις του ρεύματος ή και τις πιθανές κάποια στιγμή ανατιμήσεις της στέγης. Δεν ζούμε σε μια κοινωνία όπου το οικονομικό στάτους της φτώχειας είναι στατικό, αλλά αντίθετα αυτό επαναπροσδιορίζεται διαρκώς με βάση την υφιστάμενη και μεταβαλλόμενη οικονομική κατάσταση. Άρα, χρειάζεται πρόβλεψη για την μετά το 2015 επανεξέταση αυτών των κριτηρίων, λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν όχι μόνο στατικούς αριθμούς αλλά και το ποσοστό απόκλισης των ανθρώπων που έχουν πληγεί από το μέσο εθνικό εισόδημα. Τέλος, χρειάζεται να οδηγηθούμε σύντομα σε μια κατάσταση όπου οι πολίτες θα έχουν πρόσβαση στην εργασία ή πάντως θα λαμβάνουν χρηματική ενίσχυση, καθώς οι παροχές σε είδος μεσοπρόθεσμα τείνουν να υποβαθμίζουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Επίσης, όπως προέκυψε από την διαδικασία διαβούλευσης φορέων και ιδίως από την τοποθέτηση του εκπροσώπου του κινήματος των ΑμΕα, τα άτομα με αναπηρία και άλλες ευπαθείς ομάδες και ομάδες που υφίστανται διακρίσεις πρέπει να τύχουν στο παρόν νομοσχέδιο ή σε ένα αμέσως επόμενο, ειδικής ευνοϊκής αντιμετώπισης, σύμφωνα και με την γενικότερη λογική των «καταφατικών ενεργειών» υπέρ της ισότητας. Χρειάζεται να ανταποκριθούμε στο αίτημα, οι οικογένειες που έχουν ένα άτομο με αναπηρία να λαμβάνουν 600 αντί για 300 κιλοβατώρες μηνιαίως, όπως επίσης τα μεμονωμένα άτομα με αναπηρία να λαμβάνουν ενίσχυση στέγασης ως 140 ευρώ μηνιαίως και οι οικογένειες με ένα άτομο με αναπηρία ως 300 ευρώ μηνιαίως. Ανάλογα ενισχυτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν και για άλλες ομάδες ευπαθείς ή με ιδιαίτερα προβλήματα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ακραίας φτώχειας.
Επίσης, είναι αρκετά εμφανές το ότι το ζήτημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ανέργων, ανασφαλίστων κλπ (άρθρο 30 του νομοσχεδίου ) καλύπτεται κατά βάση με παρατάσεις ρυθμίσεων της προηγούμενης κυβέρνησης ή κυβερνήσεων. Πρέπει να ληφθεί μια προοπτική νομοθέτησης στο σοβαρότατο αυτό ζήτημα πιο συνολική και με διαφορετικά κριτήρια. Όλοι και όλες που είναι άνεργοι, ες ανασφάλιστοι, ες με αθεώρητα βιβλιάρια υγείας και εκτός του νόμιμου δικτύου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θα πρέπει να μπορούν να θεωρήσουν τα βιβλιάριά τους χωρίς προϋποθέσεις, καθώς οι συνθήκες της πολύ μεγάλης ανεργίας ή και μη εργασίας για τους άνεργους, ες μισθωτούς, ες ή τους μη απασχολούμενους-ες ελεύθερους επαγγελματίες συχνά συνεπάγονται την πλήρη απουσία ημερομισθίων, ακόμη και αυτών των λίγων που απαιτούν οι παρατεινόμενες σχετικές ρυθμίσεις των προηγουμένων κυβερνήσεων.
Οι ρυθμίσεις που φέρνει το παρόν νομοσχέδιο είναι σημαντικό να συνοδεύονται από μια εκστρατεία ενημέρωσης, καθώς όσοι και όσες βιώνουν συνθήκες ακραίας φτώχειας έχουν αναγκαστεί να ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας αποκλεισμένοι-ες από την πληροφόρηση, την κρατική παρέμβαση και πρόνοια. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και της μεγάλης επέκτασης της φτώχειας και της ακραίας φτώχειας αποτελεί την αφετηρία προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ανακούφιση των πληγεισών κοινωνικών και ευπαθών ομάδων, να ξεκινήσει η διαμόρφωση προϋποθέσεων για την κοινωνική ένταξη, την είσοδο εκ νέου στην αγορά εργασίας και την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
*Βουλεύτρια Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ