Οικονομικά, θεσμικά και πολιτικά αδιέξοδα οδηγούν το ευρωπαϊκό πείραμα «ολοκλήρωσης» στα όριά του.

Η φράση «υπαρξιακή κρίση» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από ηγέτες και αξιωματούχους της Ε.Ε. σε όλα τα τυπικά και άτυπα fora από τον Ιούνιο του Brexit και μετά: στις Βρυξέλλες, στη Μπρατισλάβα, στην Αθήνα, στη Βιέννη. Τη χρησιμοποίησαν ο Γιουνκέρ και ο Τσίπρας, ο Ρέντσι και ο Τουσκ, ο Ντράγκι και ο Ολάντ (πιο προσεκτική η Μέρκελ, προτίμησε το «κρίσιμο σταυροδρόμι»). Ο καθένας πρόσθεσε τη δική του δραματική απόχρωση στη φράση, αλλά όλοι λίγο πολύ είπαν ευθέως ότι χωρίς ένα κοινό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, ο κίνδυνος διάλυσης της Ε.Ε. είναι υπαρκτός.

Αλλά το πρόβλημα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης είναι ακριβώς αυτό. Όχι απλώς δεν υπάρχει κοινό σχέδιο, αλλά και οι συμβιβασμοί που είχαν αποτυπωθεί στον οδικό χάρτη για την εμβάθυνση της «ολοκλήρωσής» της έχουν αναιρεθεί. Η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της εξέλιξης είναι ότι η «Έκθεση των Πέντε Προέδρων», το χρονοδιάγραμμα που είχαν εκπονήσει οι επικεφαλής Κομισιόν, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Eurogroup και Ευρωκοινοβουλίου, έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Δεν χρησιμοποιείται από κανέναν ως βάση συζήτησης. Ακόμη και ο εμπνευστής της, ο Γιουνκέρ, στην ομιλία του για την «Κατάσταση της Ε.Ε.», εμφάνισε ένα άλλο, 12μηνο χρονοδιάγραμμα δράσης, με έμφαση στα ζητήματα της ασφάλειας, της άμυνας και του προσφυγικού, με μερικές πινελιές «δημοσιονομικής επέκτασης» και «πιο κοινωνικής Ευρώπης».

Ο συμβιβασμός της Μπρατισλάβα

Ακόμη κι αυτό το μετριοπαθές συμβιβαστικό σχέδιο δεν είχε τύχη στη Μπρατισλάβα. Αντ’ αυτού, είχαμε μάλλον μια επικράτηση της ρητορικής του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος προτείνει «επανεθνικοποίηση» του μεταρρυθμιστικού βηματισμού της Ε.Ε., υιοθετώντας τις προτεραιότητες εθνικιστικών, «ευρωσκεπτικιστικών», ξενοφοβικών, ακόμη και ακροδεξιών δυνάμεων, είτε αυτές βρίσκονται ήδη στη διακυβέρνηση κρατών-μελών είτε η εκλογική προέλασή τους επηρεάζει τα απειλούμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό, φυσικά, εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα, στη Μπρατισλάβα, ήταν οι Μέρκελ και Ολάντ που χειραγώγησαν τους υπόλοιπους «25» σε δεσμεύσεις που εξυπηρετούν δικές τους, εσωτερικές πολιτικές ανάγκες: απέσπασαν έναν συμβιβασμό υπέρ ασφάλειας, άμυνας, «αντι-τρομοκρατίας», με συγκεκριμένους σταθμούς μέχρι τον προσεχή Μάρτιο, που επιταχύνει τη στρατιωτικοποίηση της «Ευρώπης Φρούριο», αφήνοντας στην άκρη τα αιτήματα για αλλαγή μίγματος της οικονομικής πολιτικής (π.χ. με χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας).

Ανάλογη τύχη με το σχέδιο Γιουνκέρ είχαν κι άλλα εναλλακτικά σχέδια που προβλήθηκαν το τελευταίο διάστημα. Η απόπειρα συγκρότησης ιταλο-γαλλο-γερμανικού άξονα, κατά τη συνάντηση Μέρκελ, Ολάντ, Ρέντσι στο αεροπλανοφόρο «Γκαριμπάλντι», κατέληξε σε φιάσκο. Ο Ιταλός πρωθυπουργός, προφανώς και για να ανεβάσει το «αντιστασιακό» του προφίλ ενόψει του δημοψηφίσματος για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις τον Δεκέμβριο, διαφοροποιήθηκε από τις αποφάσεις στη Μπρατισλάβα. Αποφεύγει ακόμη και να συναντάται με τους Μέρκελ - Ολάντ, όπως συνέβη με τη συνάντηση στο Βερολίνο (στις 28/9).

Εις ώτα μη ακουόντων μίλησε και ο Ντράγκι, όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου -αλλά ξανά την περασμένη Δευτέρα, στο Ευρωκοινοβούλιο- επέσεισε τον κίνδυνο διάλυσης της Ε.Ε. αν οι κυβερνήσεις δεν στραφούν σε επέκταση των δημοσιονομικών δαπανών και σε ελεγχόμενη ενίσχυση της ζήτησης, με τις συστάσεις να απευθύνονται κυρίως στις ελάχιστες πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ έφτασε μάλιστα να αποδομήσει την «ιερή αγελάδα» του, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του 1,7 τρισ., αποκαλύπτοντας ότι έχει προσθέσει μόλις 0,5% του ΑΕΠ ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.

Το «Διευθυντήριο» σε θεσμικό vertigo

Το «ευρωπαϊκό διευθυντήριο» βρίσκεται, λοιπόν, σε θεσμικό vertigo. Από πολλές απόψεις δεν υφίσταται καν ως «διευθυντήριο». Αντιθέτως, είναι κατακερματισμένο σε ασταθείς ομαδοποιήσεις χωρών, θεσμών και πολιτικών ομάδων, από τις οποίες καμιά δεν έχει τα φόντα να παίξει ηγεμονικό ρόλο. Η συσπείρωση των χωρών του Νότου αποδεικνύεται διάττοντας αστέρας, η συμμαχία της κεντροαριστεράς -σοσιαλδημοκράτες, ευρωπαϊκή Αριστερά, Πράσινοι-, που με ζήλο προωθεί ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ, έχει θεμελιώδη εμπόδια, το μέτωπο Κομισιόν - Ευρωκοινοβουλίου - ΕΚΤ φαίνεται αδύνατο να διαπεράσει τον αρνητικό συσχετισμό που συναντά στο Συμβούλιο των κρατών. Συνεκτικό αυτής της αποσύνθεσης είναι η -σχεδόν νοσταλγούμενη σήμερα από πολλούς- γερμανική ηγεμονία, που ιδιαίτερα κατά την οκταετία της κρίσης έβαλε τη σφραγίδα της στους συμβιβασμούς μέσα από τους οποίους πορευόταν η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Τα απομεινάρια του γαλλο-γερμανικού άξονα στη Μπρατισλάβα κινήθηκαν απλώς με εκλογικό οπορτουνισμό.

Η αδυναμία ή απροθυμία της γερμανικής ηγεσίας να παίξει το συνήθη ρόλο του «αφεντικού» της Ε.Ε. σχετίζεται κυρίως με τον ένα χρόνο προεκλογικής περιόδου που έχει μπροστά της, δεχόμενη πιέσεις τόσο από τα δεξιά της (το εθνικιστικό AfD, αλλά και το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας) όσο και από τα αριστερά της, κυρίως από τους κυβερνητικούς εταίρους του SPD. Σε ανάλογη εκλογική αναμονή, όμως, βρίσκονται όχι μόνο η γαλλική ηγεσία, αλλά και η ισπανική, η ιταλική (αν το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου εξελιχθεί σε «ατύχημα» για τον Ρέντσι) και, φυσικά, η αυστριακή, ενόψει της επανάληψης των προεδρικών εκλογών στις 4/12 ανάμεσα στον ακροδεξιό και στον Πράσινο υποψήφιο.

Η υλική βάση της αστάθειας

Η πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα που διαπερνά την Ε.Ε., ωστόσο, είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία της αποτυχίας διαμόρφωσης ενός συνεκτικού σχεδίου «επανεκκίνησης». Η υλική βάση αυτής της αστάθειας είναι η απειλή επιστροφής της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης σε ένα νέο κύκλο οικονομικής κρίσης, ακόμη πιο τοξικό απ’ αυτόν του 2008. Χαρακτηριστικές ενδείξεις είναι τα προβλήματα των ιταλικών και των ισπανικών τραπεζών, που είναι αντιμέτωπες με το… τρίλημμα «νέα ανακεφαλαίωση - κρατική διάσωση - εφαρμογή του bail in», αλλά πολύ περισσότερο της Deutsche Bank, που απειλεί να γίνει κυριολεκτικά Lehman Brothers της Ευρώπης, αντιμέτωπη με το αμερικανικό πρόστιμο των 14 δισ., την κατάρρευση της μετοχής της και την φημολογούμενη «αποφασιστικότητα» της Μέρκελ να εφαρμόσει στη «δική» της τράπεζα το bail in, με απρόβλεπτες συνέπειες σε όλο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο. Συν τοις άλλοις, η Πορτογαλία -της με αριστερή στήριξη κυβέρνησης των σοσιαλιστών- φλερτάρει επικίνδυνα με το ενδεχόμενο επιστροφής σε νέο μνημόνιο, αν δεν πάρει νέα μέτρα λιτότητας, η Ελλάδα αποτελεί τη «σταθερά της αστάθειας» ως προς την αποτελεσματικότητα των Μνημονίων, ενώ το σωσίβιο της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ κινδυνεύει να ξεμείνει από… ναυαγούς, καθώς το καλάθι των επιλέξιμων κρατικών ομολόγων μικραίνει επικίνδυνα.

Τίποτα ευοίωνο δεν υπάρχει στην Ευρωζώνη. Όλο και περισσότερες χώρες της περιφέρειας την αντιλαμβάνονται ως «λεόντειο εταιρεία» συσσώρευσης πλεονασμάτων για 2-3 χώρες (κυρίως τη Γερμανία), το εγχείρημα της «ευρω-παγκοσμιοποίησης» γίνεται απωθητικό και όλο και περισσότερες πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ γοητεύονται- ή εξωθούνται- από μια τάση απο-παγκοσμιοποίησης και «επανεθνικοποίησης» των πολιτικών τους. Και ο φόβος- για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της Ε.Ε., που αναδεικνύονται τώρα ως σχεδόν μοναδικές προτεραιότητες ολοκλήρωσης, δεν είναι επαρκής συγκολλητική ουσία διάσωσης του ευρωπαϊκού «πειράματος»…

Ετικέτες