Το γύρο των ελληνικών αλλά και μερικών ευρωπαϊκών ΜΜΕ έκανε η είδηση ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό είναι πλουσιότερο από το αντίστοιχο γερμανικό, βάσει έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όπως δείχνει ένα άρθρο των Paul De Grauwe, Yuemei Ji, που δημοσιεύθηκε στο Capital.gr, η είδηση είναι πέρα για πέρα ΑΠΑΤΗ.

Η είδηση περί πλουσίων Ελλήνων, που είχε μεταδοθεί και από το ΑΠΕ, έλεγε μεταξύ άλλων: «Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της περιόδου 2008-2010, η μέση περιουσία των πολιτών στο Λουξεμβούργο ήταν 397.800 ευρώ, στην Κύπρο 266.900 ευρώ και στην Μάλτα 215.900 ευρώ. Τα αντίστοιχα ποσά για την Γερμανία ήταν 51.000 ευρώ, για την Ολλανδία 103.600 ευρώ και για την Φινλανδία 85.500 ευρώ. Από τις χώρες οι οποίες έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα διάσωσης, μόνο οι πολίτες στην Ελλάδα (101.900 ευρώ) και στην Πορτογαλία (75.200 ευρώ) κατείχαν λιγότερο πλούτο από τις χώρες με ΑΑΑ. Οι πολίτες στην Ισπανία και στην Ιταλία εμφανίζονται σημαντικά πλουσιότεροι, με 182.700 και 173.500 ευρώ αντίστοιχα».

Βεβαίως υπάρχουν πολλές ανακρίβειες, αριθμητικές και άλλες (π.χ. η έρευνα της ΕΚΤ δεν μιλάει για «πολίτες» αλλά για «νοικοκυριά»), αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το κείμενο χρησιμοποιήθηκε ιδεολογικά ως εξής: «Οι Κύπριοι, οι Ισπανοί, Πορτογάλοι και οι Έλληνες (με τα 101.900 ευρώ) είναι πλουσιότεροι από τους Γερμανούς πολίτες με τα 51.000 ευρώ, παρότι οι τελευταίοι πληρώνουν για τη διάσωση των πρώτων. Άρα τσακίστε τους χαραμοφάηδες Νότιους».

Εκείνο που είναι σημαντικό είναι ότι σχεδόν κανείς δημοσιογράφος δεν αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν το μέσο γερμανικό νοικοκυριό να έχει περιουσία 51.000 ευρώ και το μέσο ελληνικό 102.000 ευρώ. Βεβαίως, όπως αναφέρεται στην είδηση, στη Γερμανία υπάρχει πολύ χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας ακινήτων σε σχέση με χώρες του νότου (στη Γερμανία είναι 44%, έναντι 83% στην Ισπανία). Όμως αυτά δεν αρκούν να εξηγήσουν το εξωφρενικό αποτέλεσμα της έρευνας της ΕΚΤ. Τα πολύ μεγαλύτερα σε τετραγωνικά σπίτια της βόρειας Ευρώπης, αλλά και η υψηλότερες τιμές ανά τετραγωνικό στις πόλεις της Γερμανίας σε συνδυασμό με τα μηδαμινής αξίας ακίνητα που κατέχουν οι Έλληνες στα χωριά καταγωγής τους, υπερκαλύπτουν το παραπάνω επιχείρημα της μικρότερης ιδιοκτησίας των Γερμανών έναντι των νοικοκυριών του νότου. Επίσης φαίνεται ότι είναι πιθανό η έρευνα να μην έλαβε υπόψη της ότι στην Ελλάδα λογίζεται από την εφορία ως ιδιοκτησία το σπίτι που έχει αγοράσει κάποιος με δάνειο και είναι ακόμη υποθηκευμένο, δηλ. πρακτικά ανήκει στην τράπεζα.

Όμως όλα αυτά δεν είναι τίποτε, μπροστά στην απάτη της «μεσαίας» και της «μέσης» ιδιοκτησίας. Όταν μιλάει για υπεροχή των ελληνικών νοικοκυριών η έρευνα της ΕΚΤ αναφέρεται στη «μεσαία» (median) ιδιοκτησία και όχι στη «μέση» (mean). Οι δύο στατιστικοί όροι μπορούν πολλές φορές να δώσουν εντελώς ανάποδα αποτελέσματα. «Μεσαίος» στη στατιστική σημαίνει (Lexicon, εκδόσεις Σταφυλίδη): «Στατιστικός συντελεστής που προσδιορίζει σε μια αύξουσα σειρά αριθμών που αποτελούν μια ομάδα, εκείνον τον αριθμό πριν και μετά από το οποίο βρίσκονται οι μισοί αριθμοί της ομάδας». Για παράδειγμα στην ομάδα 3, 5, 8, 256, 458, ο median είναι ο 8, παρότι προφανώς δεν είναι ο «μέσος» της ομάδας. Να λοιπόν οι δύο πίνακες της ίδιας της ΕΚΤ, ο πρώτος με τη «μεσαία» περιουσία και ο δεύτερος με τη «μέση». Στη δεύτερη περίπτωση η Γερμανία είναι ασφαλώς ψηλότερα (κοντά στις 200.000 ευρώ) σε σχέση με την Ελλάδα:

Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται στο άρθρο του Capital.gr, όταν «επικεντρωθούμε στο συνολικό απόθεμα κεφαλαίου, εμφανίζεται ότι η Γερμανία βρίσκεται στις δύο κορυφαίες χώρες με βάση τον κατά κεφαλή πλούτο. Αντίθετα, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν το χαμηλότερο πλούτο. Ο κατά κεφαλή πλούτος είναι υπερδιπλάσιος στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, από ό,τι σε νότιες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία». Να ο σχετικός πίνακας:

Επίσης στο άρθρο του Capital.gr, διαπιστώνεται ότι στη Γερμανία υπάρχει τρομακτική ταξικότητα όσον αφορά την κατανομή του πλούτου: «Στη Γερμανία το 20% της εύπορης τάξης έχει 149 φορές περισσότερο πλούτο από ό,τι το bottom 20 της κατώτερης (εισοδηματικά) κλάσης. Με βάση αυτό το κριτήριο, η Γερμανία έχει την πιο άνιση κατανομή πλούτου στην ευρωζώνη»! Είναι συνεπώς οι πλούσιοι Γερμανοί που αποστερούν από ιδιοκτησία του φτωχότερους συμπατριώτες τους και όχι οι Νοτιοευρωπαίοι. Ο πίνακας:

Παρακάτω δημοσιεύουμε το πλήρες άρθρο των  των Paul De Grauwe, Yuemei Ji από το Capital.gr:

Μια πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ για τον πλούτο των νοικοκυριών ερμηνεύτηκε από τα μέσα ενημέρωσης ως ένδειξη ότι οι φτωχοί Γερμανοί δεν θα πρέπει να πληρώνουν για τη Νότια Ευρώπη. Αυτό το άρθρο ρίχνει μια ματιά στους αριθμούς. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα μέσα γερμανικά νοικοκυριά είναι φτωχά σε σχέση με τα νοτιοευρωπαϊκά, η ίδια η Γερμανία είναι πλούσια. Είναι σημαντικό ότι αυτός ο πλούτος δεν είναι πολύ άνισα κατανεμημένος, αλλά το ζήτημα της άνισης κατανομής δεν «παίζει» πολύ στον Τύπο. Η συζήτηση στη Γερμανία δημιουργεί μια ανακριβή αντίληψη μεταξύ των λιγότερο εύπορων Γερμανών, ότι οι μεταβιβάσεις (χρημάτων) είναι άδικες.
Σπανίως έχει γίνει τέτοια κατάχρηση των στατιστικών για πολιτικούς σκοπούς όσο έγινε προσφάτως, όταν η ΕΚΤ δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας για τον πλούτο των νοικοκυριών στις χώρες της ευρωζώνης (2013a). Από αυτή την έρευνα προέκυψε ότι το μέσο γερμανικό νοικοκυριό είχε το χαμηλότερο πλούτο όλων των χωρών της ευρωζώνης. Η εικόνα 1 συνοψίζει τα κύρια αποτελέσματα για τις πιο σημαντικές χώρες της ευρωζώνης.

Από την Εικόνα 1 φαίνεται ότι όχι μόνο το μέσο γερμανικό νοικοκυριό έχει το χαμηλότερο πλούτο, αλλά επίσης ότι οι διαφορές εντός της ευρωζώνης είναι τεράστιες. Τα μέσα νοικοκυριά σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία, εμφανίζεται να είναι τρεις με τέσσερις φορές πιο εύπορα από ό,τι το μέσο νοικοκυριό. Ακόμη και το μέσο ελληνικό νοικοκυριό είναι δύο φορές πιο εύπορο από ό,τι το γερμανικό. Η δημοσίευση αυτών των αριθμών από την ΕΚΤ οδήγησε γρήγορα πολλούς παρατηρητές στο συμπέρασμα ότι είναι απαράδεκτο οι φτωχοί Γερμανοί να πρέπει να πληρώνουν  για τη διάσωση των πολύ πλουσιότερων Ελλήνων, Ισπανών, και Πορτογάλων.
Είναι αυτό το σωστό συμπέρασμα;
Ένα πρώτο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η ΕΚΤ δημοσίευσε επίσης το καθαρό μέσο πλούτο των νοικοκυριών της ευρωζώνης. Παραδόξως, δεν δόθηκε πολύ προσοχή στα στοιχεία για τον πλούτο των νοικοκυριών, παρά το γεγονός ότι όταν συγκρίνονται με τους μέσους αριθμούς παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη διανομή του πλούτου σε διαφορετικά κράτη-μέλη. Εμφανίζουμε τα στοιχεία για το μέσο πλούτο στο Σχήμα 2. Είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνουμε ότι ο πλούτος του μέσου γερμανικού νοικοκυριού (περίπου 200.000 ευρώ) δεν είναι πλέον ο χαμηλότερος στην ευρωζώνη.

Μια σύγκριση του μεσαίου και του μέσου όρου πλούτου αποκαλύπτει κάτι σχετικά με την κατανομή του σε κάθε χώρα. Εάν η μεγαλύτερη διαφορά είναι μεταξύ του μέσου και του μεσαίου, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. Φαίνεται τώρα ότι η διαφορά είναι υψηλότερη στη Γερμανία. Το αποδεικνύουμε αυτό παρουσιάζοντας τις αναλογίες του μέσου όρου προς το μεσαίο για διαφορετικές χώρες στο Σχήμα 3. Στη Γερμανία ο μέσος όρος του πλούτου των νοικοκυριών είναι σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από ό,τι ο πλούτος με βάση τη μεσαία τιμή. Στις περισσότερες άλλες χώρες αυτή η αναλογία είναι μεταξύ 1,5-2. Επομένως ο πλούτος των νοικοκυριών στη Γερμανία συγκεντρώνεται στα πλουσιότερα νοικοκυριά, περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, υπάρχει πολύς πλούτος στα νοικοκυριά της Γερμανίας, αλλά βρίσκεται κυρίως στην κορυφή της κατανομής του πλούτου.
Η ανισότητα της κατανομής του πλούτου των νοικοκυριών γίνεται ακόμη πιο έντονη μέσω της σύγκρισης του πλούτου που κατέχει το top 20 της εύπορης τάξης με το bottom 20% των κατώτερων εισοδημάτων. Αυτό φαίνεται στο Σχήμα 4. Ανακαλύπτουμε ότι στη Γερμανία το 20% της εύπορης τάξης έχει 149 φορές περισσότερο πλούτο από ό,τι το bottom 20 της κατώτερης (εισοδηματικά) κλάσης. Με βάση αυτό το κριτήριο, η Γερμανία έχει την πιο άνιση κατανομή πλούτου στην ευρωζώνη.

Ο πλούτος των νοικοκυριών και ο πλούτος των κρατών
Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν ο πλούτος των νοικοκυριών είναι μια καλή ένδειξη για τον πλούτο ενός κράτους. Ένα σημαντικό μέρος του πλούτου ενός κράτους μπορεί να βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης ή στον εταιρικό κλάδο και όχι στα νοικοκυριά. Εάν το ερώτημα είναι να μάθουμε πόση δυναμική έχει η Γερμανία για να προχωρά σε μεταβιβάσεις (χρημάτων) σε άλλες χώρες, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια ολοκληρωμένη μονάδα μέτρησης του πλούτου. Μια τέτοια μονάδα μέτρησης, είναι διαθέσιμη. Και είναι το συνολικό απόθεμα κεφαλαίων ενός κράτους. Αυτό είναι το μέτρο της ισχύος ενός χρέους να δημιουργεί (μαζί με το ανθρώπινο κεφάλαιο) μια πηγή εισοδήματος.
Χρησιμοποιήσαμε τις διαθέσιμες πληροφορίες για τα αποθέματα κεφαλαίου στις χώρες του ΟΟΣΑ και τις αναθεωρήσαμε στο 2012. Στη συνέχεια υπολογίσαμε το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου ανά άτομα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Χρησιμοποιούμε δύο προσδιορισμούς. Ο πρώτος είναι το εγχώριο απόθεμα κεφαλαίου ανά άτομο (Σχήμα 5). Ο δεύτερος είναι το άθροισμα των εγχώριων κεφαλαιακών αποθεμάτων και της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το ονομάζουμε το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα ανά άτομο (Σχήμα 6). Βρίσκουμε εντυπωσιακά διαφορετικά αποτελέσματα όταν το συγκρίνουμε με τα στοιχεία για τον πλούτο των νοικοκυριών.

Η πιο σημαντική διαφορά είναι ότι οι βόρειες χώρες της ευρωζώνης είναι οι πιο πλούσιες αυτής. Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί εάν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία των εγχώριων και των συνολικών αποθεμάτων κεφαλαίου ανά άτομο (Σχήματα 5 και 6). Όταν επικεντρωθούμε στο συνολικό απόθεμα κεφαλαίου (Σχήμα 6), εμφανίζεται ότι η Γερμανία βρίσκεται στις δύο κορυφαίες χώρες  με βάση τον κατά κεφαλή πλούτο. Αντίθετα, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν το χαμηλότερο πλούτο. Ο κατά κεφαλή πλούτος είναι υπερδιπλάσιος στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, από ό,τι σε νότιες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Συμπέρασμα
Από αυτή την ανάλυση προκύπτει ότι είναι άστοχο να καταλήγει κανείς με βάση την έρευνα της ΕΚΤ, στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία είναι φτωχή σε σύγκριση με κάποιες νοτιοευρωπαϊκές χώρες και ότι επομένως δεν είναι λογικό να ζητάμε από τους Γερμανούς φορολογούμενους να στηρίζουν οικονομικά τις «πλούσιες» νότιες χώρες. Το γεγονός είναι ότι η Γερμανία είναι σημαντικά πλουσιότερη από τις νότιες χώρες της ευρωζώνης όπως η Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία.
Αυτό φαίνεται να είναι ένα πρόβλημα με την κατανομή πλούτου στη Γερμανία: Πρώτον, ο πλούτος στη Γερμανία έχει υψηλή συγκέντρωση στο ανώτατο στρώμα της κατανομής των εισοδημάτων των νοικοκυριών, και δεύτερον, ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού πλούτου δεν είναι στα χέρια των νοικοκυριών, και επομένως θα πρέπει να βρίσκεται είτε στον εταιρικό κλάδο είτε στην κυβέρνηση.
Επομένως, ενώ δεν μπορεί να είναι λογικό να ζητήσει κανείς από το «φτωχό» μέσο γερμανικό νοικοκυριό να μεταβιβάσει πόρους στις νότιες χώρες της Ευρώπης, θα είναι ίσως πιο λογικό να κάνει τέτοιες απαιτήσεις στο πλουσιότερο τμήμα των γερμανικών νοικοκυριών και στον εταιρικό κλάδο. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η αντίδραση στη Γερμανία για τη μεταφορά κεφαλαίων στο νότο, έχει τις ρίζες της όχι στο χαμηλό πλούτο της χώρας. Το γεγονός είναι ότι η Γερμανία είναι από τις πλουσιότερες χώρες της ευρωζώνης. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο πλούτος είναι πολύ άνισα κατανεμημένος στη Γερμανία, δημιουργώντας την εντύπωση μεταξύ των λιγότερο εύπορων Γερμανών ότι αυτές οι μεταφορές είναι άδικες.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)