Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φασιστικό φαινόμενο. Οχι με ένα αυταρχικό καθεστώς, με μια στρατιωτική δικτατορία ή με μια ένοπλη αντεπανάσταση, όπως το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων», αλλά με το φασισμό ως κίνημα «από τα κάτω», με σημαντικά ερείσματα στην κοινωνία και διακριτή παρουσία στην πολιτική ζωή.
Ας το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ’αρχής. Η δυναμική που εκφράζει η Χρυσή Αυγή (ΧΑ) είναι φασισμός όχι απλά επειδή το ιδεολογικό της στίγμα είναι σαφώς τέτοιου είδους αλλά επειδή στην περίπτωσή της η ιδεολογία έχει έναν απόλυτα πρακτικό χαρακτήρα. Η ΧΑ δεν είναι ένα απλό ακροδεξιό μόρφωμα, με σημαία το ρατσισμό και τον εθνικισμό, όπως προηγουμένως το ΛΑΟΣ ή αντίστοιχα κόμματα στην Ευρώπη που παίζουν στο ταμπλό της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Η παραστρατιωτική συγκρότηση, η άσκηση βίας έναντι στοχοποιημένων ομάδων και ατόμων δεν αποτελεί μια δευτερεύσουσα όψη της δραστηριότητάς της αλλά το επίκεντρό της, αυτό που καθιστά το μήνυμά της αντιληπτό και δημοφιλές σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Και ο πυρήνας του μηνύματος είναι σαφής, τραγικά σαφής με μια έννοια: αυτό που χρειάζεται η χώρα για να σωθεί από τη σημερινή καταστροφή είναι να επιβληθεί νόμος και τάξη. Και για να γίνει αυτό πρέπει το κοινωνικό-εθνικό σώμα να αποκαθαρθεί από το «μίασμα», κατ’αρχήν από τους «μετανάστες» και τις κάθε είδους «παρεκκλίνουσες μειοψηφίες», αλλά και ευρύτερα από όσους αποτελούν τον πολιτικά οριζόμενο «εσωτερικό εχθρό»: την αριστερά, τα συνδικάτα, τις κοινωνικές και πολιτιστικές οργανώσεις.
Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η ολοκληρωμένη υλοποίηση αυτού του σχεδίου είναι ασύμβατη με τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Εδώ βρίσκεται όμως το κρίσιμο σημείο. Διότι αν και η ΧΑ δε είναι προς το παρόν σε θέση να διεκδικεί εξουσία, εν τούτοις το σχέδιο της αποτελεί προέκταση ήδη υπαρκτών τάσεων προς το «κράτος έκτακτης ανάγκης» που γιγαντώθηκαν στη μεταδημοκρατική μνημονιακή περίοδο. Ο εντεινόμενος κρατικός αυταρχισμός, η ασυδοσία των κατασταλτικών μηχανισμών, η πλήρης ενσωμάτωση του ρατσιστικού λόγου στον επίσημο κρατικό λόγο (και τις συνεπακόλουθες πρακτικές), η κατασκευή ενός πολυπρόσωπου «εσωτερικού εχθρού», αυτό είναι το άμεσο έδαφος που θρέφει τη φασιστική δυναμική και νομιμοποιεί τις «λύσεις» που αυτή προτείνει στα μάτια ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αυτά τα φαινόμενα αποτελούν ταυτόχρονα αδιάψευστες ενδείξεις της καθολικότητας και συνάμα της έντασης της κρίσης που διατρέχει το παρόν κοινωνικο-πολιτικό οικοδόμημα. Κρίση όχι μόνο οικονομική, με την υλική εξαθλίωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, αλλά και πολιτική, με την ρήξη των κοινωνικών συμμαχιών και την αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος. Κρίση ιδεολογική, με την κατάρρευση όλων των παγιωμένων αντιλήψεων και αξιών στις οποίες βασιζόταν η συμπεριφορά των πλατειών λαϊκών μαζών. Κρίση εθνική τέλος, με τη γενίκευση ενός αίσθηματος συλλογικής ταπείνωσης, που συνοδεύεται από την απονονιμοποίηση της άρχουσας ελίτ και την καταβαράθρωση του «ευρωπαϊστικού οράματος» που απετέλεσε το στυλοβάτη της ιδεολογικής της ηγεμονίας. Η καθολικότητα της κρίσης μεταφράζεται συγκεκριμένα στην ρήξη με κάθε έννοια «κανονικότητας» που βιώνει πλέον έντρομη μια κοινωνία ανίκανη να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη προβλήματα της καθημερινότητας. Το διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας και φόβου, ανάμικτο με ανήμπορη οργή, γεννά με τη σειρά του ένα εξαιρετικό ισχυρό αίτημα «νόμου και τάξης» στο οποίο προσπαθούν να απαντήσουν τόσο η αυταρχική σκλήρυνση του κράτους όσο και η φασιστική εκδοχή του «νόμου και της τάξης» που θρέφεται από το ιλιγγιώδες κενό που δημιουργεί η αποσύνθεση των βασικών κρατικών λειτουργειών.
Επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η βασική θέση των μαρξιστών στοχαστών του προηγούμενου αιώνα ότι ο φασισμός δεν αποτελεί κάποιο σύμπτωμα ανορθολογισμού, την απόλυτη ετερότητα του φιλελευθερισμού, αλλά προϊόν μιας ειδικής συγκυρίας καθολικής κρίσης του αστικού κράτους. Ο φασισμός ως κίνημα δεν εκκινά ως σχέδιο της άρχουσας τάξης, ξεπηδά από τις εκρηκτικές αντιθέσεις που δημιουργεί η σήψη ενός συστήματος που αδυνατεί να διατηρηθεί εντός του προϋπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Οπως και η Αριστερά, και αυτό είναι το μοναδικό κοινό τους σημείο. Διότι η «επανάσταση» που πρεσβεύει ο φασισμός, στόχο έχει τη διατήρηση του συστήματος που ο ασυμφιλίωτος αντίπαλός του παλεύει να ανατρέψει. Γι αυτό και ενδεχόμενη επικράτησή της δεν μπορεί να νοηθεί παρά ως τιμωρία μιας ηττημένης Αριστεράς.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013.