Στη διάρκεια της διετούς διακυβέρνησης του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015 – Δεκέμβριος 2016), η πρώτη φορά που τέθηκε σοβαρό ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ εργατικού κινήματος και κυβερνητικής πολιτικής ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2016 με την προετοιμασία και ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων – πυλώνων του τρίτου μνημονίου.
Μ’ αυτές τις ρυθμίσεις που τελικά επικυρώθηκαν κοινοβουλευτικά τον περασμένο Μάιο, επέρχονταν ουσιαστικές μεταλλάξεις στην κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, στην φορολόγηση των μικροαστικών στρωμάτων, και στην δημοσιονομική διαχείριση. Εντούτοις, η αντιπαλότητα που προβλήθηκε σε κινηματικό επίπεδο περιορίστηκε σε δύο μόνον κατηγορίες των ελευθέρων επαγγελματιών (αγρότες και δικηγόροι), ενώ το κύριο σώμα του εργατικού συνδικαλισμού, όχι μόνον δεν αντέδρασε ενεργά, αλλά οδηγήθηκε και σε έναν τραγέλαφο. Μετά από πολύμηνη αδράνεια, κατέληξε σε μια 48ωρη απεργιακή πανελλαδική κινητοποίηση, και μάλιστα σαββατοκύριακο, χωρίς καμία απολύτως απεργιακή συμμετοχή και παρέμβαση και ως εκ τούτου αποτελεσματικότητα.
Μια επικίνδυνη αναποτελεσματικότητα των κινητοποιήσεων
Και οι τρεις πόλοι του εργατικού κινήματος (εργοδοτικός συνδικαλισμός, ΠΑΜΕ και ριζοσπαστικό ρεύμα), στάθηκαν ανεπαρκείς να τροφοδοτήσουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή απεργιακή απάντηση των εργαζομένων : Επρόκειτο για μια μάχη η οποία όχι απλώς δεν χάθηκε, αλλά πολύ περισσότερο που κατά κανέναν τρόπο δεν δόθηκε. Έτσι, αναπτύχθηκε στην συνέχεια το καλοκαίρι του 2016 η φιλολογία περί του «νέου κύματος» εργατικών κινητοποιήσεων που θα πραγματοποιούνταν το φθινόπωρο, με αφορμή την δεύτερη αξιολόγηση και τα εργασιακά, με τον βαρύγδουπο μάλιστα προσδιορισμό ότι «θα γίνει της Γαλλίας». Φτάσαμε λοιπόν σ’ αυτή τη δεύτερη συγκυρία «αντιπαράθεσης», όπου για μια δεύτερη φορά αναδεικνύεται περίτρανα η ολοκληρωτική απεργιακή αφλογιστία του εργατικού συνδικαλισμού. Η αντίδραση της ΑΔΕΔΥ με την πανελλαδική κινητοποίηση της 24ης Νοεμβρίου κινήθηκε σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα, με την συμμετοχή να φτάνει στο 1% - 2% των εργαζομένων στο δημόσιο. Στις μεγάλες δημόσιες υπηρεσίες όπως τα νοσοκομεία, η εκπαίδευση, η τοπική αυτοδιοίκηση κλπ. το αποτέλεσμα της απεργίας ήταν ανεπαίσθητο.
Κατά έναν πανομοιότυπο τρόπο και η πανεργατική απεργία της ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ της 8ης Δεκεμβρίου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, εφόσον η απεργιακή συμμετοχή, κινήθηκε σε εξίσου χαμηλά επίπεδα, και οι βιομηχανίες, το εμπόριο και οι υπηρεσίες λειτούργησαν χωρίς κανένα κώλυμα. Αυτή η κατάσταση καταδεικνύει πλέον ότι το εργατικό κίνημα , και μάλιστα και στις τρεις εκφάνσεις του, βρίσκεται κυριολεκτικά στο ναδίρ, και η χειρότερη υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει κάποιος θα ήταν να επιχειρεί να αποκρύψει αυτή την αλήθεια, που περιφέρεται γυμνή στους δρόμους. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας είναι η αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε επίλυση του προβλήματος. Απεναντίας εκείνο που συμβαίνει είναι η συνήθης διαδικασία διαστρέβλωσης, που θέλει να μιλά για δεκάδες χιλιάδες απεργούς στους δρόμους, για μαρσάρισμα των μηχανών του κινήματος, ή αποδίδει ο ένας στον άλλο την αναποτελεσματικότητα του κινήματος. Μ’ αυτή τη στάση της απόκρυψης της αλήθειας του κινήματος, εκείνο που τελικά επέρχεται είναι η ακόμη μεγαλύτερη παραφθορά του.
Απαιτείται έτσι πρωτίστως και αφού τεθεί επί τάπητος σε όλο της το μεγαλείο η ταξική αφλογιστία του κινήματος, να επιχειρηθεί ο εντοπισμός των αιτίων αυτής της υφεσιακής του πορείας. Χωρίς αυτό, δεν μπορούν να υποδειχθούν τρόποι υπέρβασης αυτής της κατάστασης και ανασυγκρότησης των πραγμάτων. Εάν πραγματικά αναδεικνύονταν μια αγωνιστική διάθεση (και όχι απλώς θυμός ή αγανάκτηση) σε τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, τότε θα δρομολογούνταν εξελίξεις, άσχετα από το αν η ΓΣΕΕ είναι εργοδοτική, αν το ΠΑΜΕ είναι περιχαρακωμένο, ή το ΜΕΤΑ και οι Συσπειρώσεις δεν έχουν παρουσία στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αλλά μόνον στον δημόσιο. Ποιοι είναι οι όροι άρα που η δυσφορία και η δυσανασχέτηση μπορούν να μετασχηματιστούν σε αγωνιστικές ταξικές πρακτικές ;
Ο λαϊκός κόσμος των «από κάτω», σ’ αυτή την τελευταία εξαετία των αλλεπάλληλων μνημονίων και της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, έχει υποστεί συνολικά μια παραφθορά σε όλα τα επίπεδα (μισθολογικό, απασχόλησης, δικαιωμάτων κλπ.), και κανένα τμήμα της μισθωτής εργασίας δεν έχει ξεφύγει από τον Λεβιάθαν του ελληνικού καπιταλισμού. Εντούτοις, εξ αιτίας αυτών των καταστρεπτικών συνεπειών έχει αναδειχθεί αντικειμενικά ένας ορισμένος διαχωρισμός ανάμεσα σε τρεις κοινωνικές κατηγορίες, οι οποίες βρίσκονται σε μία ορισμένη διαβάθμιση μεταξύ τους, και η οποία αντιπροσωπεύει έναν από τους βασικότερους λόγους που γεννούν την αδράνεια και αναπαράγουν τη στασιμότητα του εργατικού συνδικαλισμού. Πρόκειται για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα της οικονομίας, για την ενεργό εργατική τάξη της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής και για τον κόσμο των ανέργων και συνταξιούχων.
Τρεις διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις των εργαζομένων
Α) Ο μισθωτός κόσμος των δημοσίων υπαλλήλων που αντιπροσωπεύει περί το ένα – πέμπτο του εργατικού δυναμικού, έχει υποστεί τις γενικές μισθολογικές μειώσεις, την επιδείνωση της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών (υπερφόρτωση απασχόλησης υγειονομικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, αύξηση του αριθμού των μαθητών στις αίθουσες της μέσης εκπαίδευσης κλπ.), εντούτοις όμως συνεχίζει να διατηρεί το πλεονέκτημα της σταθερής και μόνιμης εργασίας, καθώς και την απρόσκοπτη λειτουργία των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Όταν λοιπόν πέρα από τις πύλες του δημόσιου τομέα κυριαρχεί η καθολική κοινωνική καταστροφή, ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος έχοντας επίγνωση της ιδιαίτερης προστατευμένης κοινωνικής του κατάστασης, κυριαρχείται από μια τάση κινηματικής αδρανοποίησης. Άλλωστε, οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που είχαν αρχίσει με τη μνημονιακή κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (ΕΡΤ, καθηγητές τεχνικής εκπαίδευσης κ.ά.), ακυρώθηκαν στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε διαμορφώθηκε, προς ώρας τουλάχιστον, ένα καθεστώς ασφάλειας (απασχόλησης και συνδικαλιστικών ελευθεριών), που συγκρινόμενη με την «κόλαση» του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, δημιουργεί αυτή την απεργιακή απροθυμία, με τα σχεδόν μηδενικά ποσοστά απεργιακής συμμετοχής. Ο κόσμος των δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να κινητοποιηθεί (λόγω συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και μονιμότητας), αλλά δεν βλέπει το λόγο γιατί να το κάνει, σε σύγκριση με την εξαθλιωμένη κατάσταση των υπολοίπων. Άλλωστε τα αποτελέσματα του πρόσφατου Συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ επιβεβαιώνουν περίτρανα αυτή την πραγματικότητα, στο βαθμό που οι μνημονιακές δυνάμεις (ΔΑΚΕ + ΠΑΣΚΕ + ΣΥΡΙΖΑ) κατέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία του 56%, ενώ το μπλοκ των δυνάμεων της Αριστεράς (ΠΑΜΕ + ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ + ΜΕΤΑ) περιορίστηκαν στη μειοψηφία του 38%.
Β) Ο ενεργός εργαζόμενος κόσμος της καπιταλιστικής παραγωγής (βιομηχανία, εμπόριο, υπηρεσίες), που είναι σήμερα περίπου το μισό του συνολικού εργατικού δυναμικού, βιώνει τις μνημονιακές συνέπειες και τα αποτελέσματα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, κατά τον πλέον βίαιο τρόπο. Συστηματική παραβίαση του ωραρίου απασχόλησης προς τα πάνω και προς τα κάτω, όπως εξίσου και συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης και περιορισμένης διάρκειας. Ισχυρή ταπείνωση των μισθών και ημερομισθίων, που σε συνδυασμό με την κατάργηση της ισχύος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, και την μείωση του κατώτατου μισθού, τείνουν να συναθροιστούν στα κατώτατα επίπεδα των 500 ευρώ καθαρά, ανεξαρτήτως ειδικότητας, γνώσης και εμπειρίας. Βέβαια δεν απουσιάζουν μεγάλες επιχειρήσεις με κερδοφόρα αποτελέσματα, όπου διατηρείται και λόγω της υψηλής εργατικής εξειδίκευσης, ένα βελτιωμένο επίπεδο εργατικών αμοιβών, εντούτοις αυτές τείνουν να αποτελέσουν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο εργοδοτικός δεσποτισμός του διευθυντικού δικαιώματος λειτουργεί σ’ όλο του το μεγαλείο, και η παραμικρή αποκλίνουσα εργατική συμπεριφορά οδηγεί συνήθως στην απόλυση, πράγμα που σημαίνει μακροχρόνια περίοδο ανεργίας. Βεβαίως υπό συνθήκες σταθερής απασχόλησης και χαμηλής ανεργίας, αυτή η κοινωνική κατάσταση θα είχε πυροδοτήσει ένα ευρύτατο απεργιακό κίνημα, κατά τα πρότυπα εκείνου της μεταπολίτευσης. Ωστόσο η υπερμεγέθης ανεργία που περικυκλώνει τις επιχειρήσεις της ιδιωτικής οικονομίας, επιβάλλει στους εργαζόμενους να κάνουν τον αστυνόμο στον ίδιο τους τον εαυτό, να απέχουν από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, και να βρίσκονται μακριά από την όποια απεργιακή κινητοποίηση, που δεν μπορεί να συγκεντρώσει παρά απελπιστικά χαμηλά ποσοστά συμμετοχής. Στην προκειμένη περίπτωση η τάση κινηματικής αδρανοποίησης τροφοδοτείται καθαρά από τον παραλυτικό ρόλο της μαζικής ανεργίας, και τον φόβο για την αποφυγή του να περιπέσουν οι εργαζόμενοι στο καθεστώς της ανεργίας. Η ενεργός εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα έχει ριζική ανάγκη την κοινωνική κινητοποίηση, αλλά δεν μπορεί να την κάνει υπό την επίδραση του εφεδρικού στρατού τω ν ανέργων.
Γ) Τέλος ο κόσμος της μακροχρόνιας ανεργίας καθώς και των χαμηλοσυνταξιούχων, παρόλο που βρίσκεται κυριολεκτικά στον καιάδα, και είναι μάλιστα μεγαλύτερος από τους ενεργούς εργαζόμενους (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), παρόλο που βιώνει μια κατάσταση σχεδόν έσχατης ένδειας, στερείται του ίδιου του πεδίου της δυνατότητας κοινωνικής κινητοποίησης, εφόσον βρίσκεται εκτοπισμένος από τους χώρους κοινωνικής παραγωγής. Άλλωστε στο νου του ανέργου δεν κυριαρχεί η επιδίωξη ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, αλλά η εξεύρεση της όποιας εργασίας, με τους όποιους όρους απασχόλησης. Το κοινωνικό χάσμα μεταξύ μακροχρόνια ανέργων, που είναι και η μεγάλη πλειοψηφία, και ενεργών εργαζομένων είναι εξαιρετικά βαθύ. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει με την μεγάλη πλειοψηφία των χαμηλοσυνταξιούχων, όπου απουσιάζει το πεδίο κοινωνικής κινητοποίησης, εφόσον βρίσκονται εκτός παραγωγικής απασχόλησης, και επιπρόσθετα επιβαρύνονται συνήθως από προβλήματα υγείας λόγω της ηλικίας. Άρα σε αυτή την περίπτωση, η ροπή προς την κοινωνική αδρανοποίηση είναι περισσότερο ακόμη ισχυρή από ό,τι στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, εφόσον απουσιάζει και το πεδίο αλλά και η συλλογική δυνατότητα κινητοποίησης.
Η επίγνωση της αλήθειας είναι η μισή λύση του προβλήματος
Συμπερασματικά είναι η ίδια η εξαιρετικά επιδεινωμένη κατάσταση των τριών τμημάτων της μισθωτής εργασίας που επιφέρει αθροιστικά μια απεργιακή αδρανοποίηση, μια κινηματική αφλογιστία. Βέβαια, παράλληλα μ’ αυτό τον θεμελιώδη παράγοντα επενεργούν αρνητικά και άλλες αιτίες, που λίγο πολύ έχουν αναλυθεί : Η οργανική διάσπαση των αγωνιστικών συνδικαλιστικών δυνάμεων (ΠΑΜΕ και ΜΕΤΑ + Συσπειρώσεις), ο υπονομευτικός ρόλος του εργοδοτικού θεσμικού συνδικαλισμού, η αμηχανία και παράλυση που έχει επιφέρει ο μνημονιακός μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ στον εργαζόμενο κόσμο που τον είχε αναδείξει στις εκλογές του 2015, απρόσφορες σε πολλές περιπτώσεις μορφές οργανωτικής συγκρότησης του εργατικού συνδικαλισμού. Παρόλα αυτά καθοριστικός παράγοντας παραμένει η διαφοροποίηση των τριών κοινωνικών καταστάσεων του εργαζόμενου , άνεργου και απόμαχου κόσμου. Π.χ. οι πανελλαδικές απεργίες της περιόδου 2010 – 12 έγιναν εφικτές γιατί το επίπεδο ανεργίας βρίσκονταν τότε ακόμη κάτω από το 10% του εργατικού δυναμικού, και ενώ λειτουργούσε ένα ορισμένο κοινωνικό status για την εργατική τάξη. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα η άνοδος της ανεργίας στο 25%, η συνακόλουθη επέκταση της «αδήλωτης» εργασίας, τα συνεχή εισοδηματικά πλήγματα στο σώμα της εργαζόμενης κοινωνίας, έχουν καταστήσει την απεργιακή κινητοποίηση σχεδόν απαγορευτική.
Μπροστά σ’ αυτό το επιφαινόμενο «αδιέξοδο» αποτελεί λύση του προβλήματος η μεταστροφή κυρίαρχα στην πολιτική αντιμνημονιακή και ριζοσπαστική κινητοποίηση, μέσα από την οποία μπορεί ενδεχομένως να προέλθει η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ; Δυστυχώς μια τέτοια αντιμετώπιση έχει αποδειχθεί ότι είναι ιστορικά ατελέσφορη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διευρυνθεί η επιρροή και εμβέλεια της Αριστεράς χωρίς την προοιμιακή κινητοποίηση σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε η χρεοκοπία του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγεί το εκλογικό του ακροατήριο είτε στην αποχή είτε στη μεταστροφή προς τα δεξιά, και μόνον δευτερευόντως προς τα αριστερά. Οι ίδιοι οι εκλογικοί προσανατολισμοί δεν διαμορφώνονται με βάση τις προτεινόμενες πολιτικές επιχειρηματολογίες, αλλά πρωτίστως ως προϊόν των κοινωνικών ανταγωνισμών και της ταξικής διαπάλης.
Συμπερασματικά αν θέλουμε να επιτύχουμε την ανάταξη και ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αν επιδιώκουμε την διεύρυνση των ορίων επιρροής των αριστερών σχηματισμών, αν έχουμε την πρόθεση να οδηγήσουμε το εργατικό κίνημα και την Αριστερά στο πολιτικό επίκεντρο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια και ψυχραιμία αυτή την κοινωνική κατάσταση των επιμέρους κατηγοριών της μισθωτής εργασίας, να εντοπίσουμε έτσι τις γενεσιουργές αιτίες αυτής της επικρατούσας σήμερα ταξικής αδρανοποίησης. Αυτό ήδη θα ήταν ένα σημαντικό βήμα υπέρβασης του όποιου βολονταρισμού και διαστρεβλώσεων της πραγματικότητας, που συνήθως γίνονται προκειμένου να «τονωθεί» ο αριστερός πολιτικός και συνδικαλιστικός υποκειμενισμός. Εάν κάνουμε αυτό το θεμελιώδες βήμα, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες για την εξουδετέρωση αυτής της αδρανοποίησης, τους κοινούς ενοποιητικούς τόπους όλων των κοινωνικών καταστάσεων των εργαζομένων – ανέργων – συνταξιούχων, τις μορφές ενωτικής κινητοποίησης ενότητας μέσα από την διαφορετικότητα. Προφανώς από εκεί και πέρα, αφού αναγνωρισθεί αυτή η αλήθεια, μπορούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να διαμορφωθούν από τις εργατικές και αριστερές υποκειμενικότητες, κατά τρόπο συλλογικό και δημοκρατικό, οι αναγκαίες διέξοδοι.