Όταν, πριν από 100 χρόνια, ο Βλαντιμίρ Λένιν έφτασε στο Σταθμό Φινλανδίας της Πετρούπολης, δεν άλλαξε μόνο την στρατηγική των Μπολσεβίκων αλλά και την πορεία της Ρωσικής Επανάστασης.
Όταν ο Βλαντιμίρ Λένιν έφθανε πριν από εκατό χρόνια στον Σταθμό της Φιλανδίας στην Πετρούπολη με το περίφημο «σφραγισμένο τραίνο», ξεκινώντας από την Ελβετία και διασχίζοντας την Γερμανία, η κατάσταση τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο μέτωπο έδειχνε να έχει σταθεροποιηθεί. Η πρόσκαιρη ανακωχή ανάμεσα στην νέα Προσωρινή Κυβέρνηση και τις επαναστατημένες μάζες απέφευγε σε μεγάλο βαθμό το μείζον ζήτημα που τέθηκε στην επανάσταση του Φλεβάρη, τον πόλεμο.
Όταν αποκαλύφθηκαν οι επιθετικοί στρατιωτικοί σκοποί της Προσωρινής Κυβέρνησης, οι διαδηλώσεις των «ημερών του Απριλίου» απέδειξαν ότι η επανάσταση ήταν ακόμα πολύ ζωντανή.
Μετά το Φεβρουάριο και αφού ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ είχε τεθεί υπό κράτηση, σχηματίστηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση. Επικεφαλής της ήταν ο πρίγκιπας Γκέοργκι Λβοφ, τυπική συναινετική φιγούρα που αντιπροσώπευε τον τελευταίο κρίκο με το παλαιό καθεστώς, πλαισιωμένος από ένα υπουργικό συμβούλιο απαρτισμένο από φοβισμένους από την επανάσταση Φιλελεύθερους.
Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε αναλάβει ο Πάβελ Μιλιουκόφ, ιστορικός ηγέτης του Κόμματος των Καντέτων (Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα), ενώ το Υπουργείο Πολέμου είχε ανατεθεί στον Αλεξάντρ Γκουτσκόφ, Οκτωβριστή και πρόεδρο της Δούμας. Επικεφαλής στο Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε τοποθετηθεί ο Σοσιαλεπαναστάτης Αλεξάντερ Κερένσκι, ο μόνος σοσιαλιστής στο υπουργικό συμβούλιο.
Το κύριο καθήκον της νέας Κυβέρνησης ήταν να διασφαλίσει στην Αντάντ και τους Ρώσους καπιταλιστές την παραμονή της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως είχε δηλώσει ο Μιλιουκόφ σε έναν Γάλλο δημοσιογράφο : […] η Ρωσική Επανάσταση έγινε προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια για την τελική Νίκη της Ρωσίας στον Πόλεμο […].
Η επαναστατική πάλη, τον Φεβρουάριο δημιούργησε δημοκρατικά εκλεγμένα συμβούλια εργαζομένων που ονομάζονταν Σοβιέτ, όπως είχε συμβεί και στην Επανάσταση του 1905, μόνο που τώρα σ’αυτά συμμετείχαν και οι στρατιώτες, ενώ μετά τη συγκρότησή τους στην Πετρούπολη επεκτάθηκαν στη συνέχεια σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Την 1η Μαρτίου, το Σοβιέτ της Πετρούπολης, δημοσίευσε το Διάταγμα, που όριζε ότι «[…]οι διαταγές της στρατιωτικής επιτροπής της Κρατικής Δούμας θα πρέπει να εκτελούνται μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν έρχονται σε αντίθεση με τις εντολές και τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων […].»
Επιπλέον, η Επανάσταση είχε φέρει νέες, πρωτοφανείς ελευθερίες και είχε τερματίσει την πολιτική της αστυνομοκρατίας. Όταν ο Βρετανός δημοσιογράφος Morgan Philips Price έφθασε με το τρένο στη Μόσχα στις 6 Απριλίου, σημείωνε:
«[…]Περπάτησα στους δρόμους και σύντομα αντιλήφθηκα τις αλλαγές που έλαβαν χώρα από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ. Δεν έβλεπα ούτε ένα αστυνομικό ή χωροφύλακα. Είχαν όλοι συλληφθεί και σταλεί μακριά στο μέτωπο σε μικρά αποσπάσματα. Η Μόσχα βρισκόταν χωρίς αστυνόμευση και φαινόταν αρκετά πιο «χαρούμενη» δίχως αυτήν[…].»
Στο Σοβιέτ της Πετρούπολης πλειοψηφούσαν οι σοσιαλιστικές δυνάμεις, κυρίως οι Μενσεβίκοι. Υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει σταθερά στα χέρια της αστικής τάξης και η εργατική τάξη θα έπρεπε να παίξει το ρόλο του αντίβαρου, πιέζοντας σταθερά τη νέα Προσωρινή Κυβέρνηση. Κατά την άποψή τους, η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη για μια σοσιαλιστική επανάσταση. Στο πλαίσιο αυτό ένα είδος «δυαδικής εξουσίας» αναπτύχθηκε γρήγορα: Μια προσωρινή κυβέρνηση που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων από τη μία πλευρά, και η πραγματική εξουσία που βρισκόταν στα χέρια των Σοβιέτ και των εργαζόμενων τάξεων. Στις 23 Μαρτίου 1917, την ημέρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται στον πόλεμο, η Αγία Πετρούπολη έθαβε τα θύματα της Επανάστασης του Φλεβάρη και 800.000 άνθρωποι διαδήλωναν στο Πεδίον του Άρεως, στη μεγαλύτερη διαδήλωση εκείνης της χρονιάς. Η κηδεία εξελίχτηκε σε ύμνο στη διεθνή αλληλεγγύη αλλά και μια κραυγή για ειρήνη. Στο κλασικό του έργο, Η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, ο Λέον Τρότσκι γράφει:
«[…] η κοινή διαδήλωση των Ρώσων στρατιωτών με τους Αυστρογερμανούς αιχμαλώτους πολέμου, ήταν ένα γεγονός που δημιουργούσε τη ζωντανή ελπίδα αλλά και την πίστη ότι η Επανάσταση, πέρα απ’ όλα, κουβαλούσε μέσα της τη βάση για έναν καλύτερο κόσμο […].»
Ο Τσερετέλι και οι μενσεβίκοι σοβιετικοί ηγέτες εγγυήθηκαν εξωτερική υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί, με μια καθαρά «αμυντική» στρατηγική, χωρίς την επιδίωξη προσαρτήσεων. Αυτή η ενδιάμεση θέση προσπαθούσε να συμβιβάσει τόσο την απόφαση της κυβέρνησης να συνεχίσει τον πόλεμο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, όσο και τις προσδοκίες των στρατιωτών και των εργαζομένων για μια ξεχωριστή ειρήνη.
Στις 14 Μαρτίου, το Σοβιέτ της Πετρούπολης εξέδωσε μια διακήρυξη καλώντας «τους λαούς της Ευρώπης να μιλήσουν και να δράσουν αποφασιστικά από κοινού, για την προώθηση της ειρήνης». Ωστόσο, η έκκληση προς τους Γερμανούς και Αυστριακούς εργαζόμενούς που υπογράμμιζε ότι η «Δημοκρατική Ρωσία δεν μπορεί να απειλήσει την ελευθερία και τον πολιτισμό», αλλά και ότι «εμείς θα υπερασπιστούμε σθεναρά τη δική μας ελευθερία από κάθε είδους αντιδραστικές διεκδικήσεις» αναγνώστηκε από πολλούς ως υποστήριξη της συνέχισης του πολέμου.
Όπως έγραφε ο Τρότσκι, η επιστολή Μιλιουκόφ είχε χίλιες φορές δίκιο όταν δήλωνε ότι «[…]το μανιφέστο, αν και ξεκινούσε ως μια τυπική αναφορά στον πασιφισμό, στο τέλος κατέληγε σε μια ιδεολογία ουσιαστικά κοινή ανάμεσα σ’εμάς και όλους τους συμμάχους μας[…].»
Πριν από την Επανάσταση του Φλεβάρη, ο πόλεμος βυθιζόταν σε τέλμα καθώς οι στρατιώτες αρνούνταν να πολεμήσουν, λιποτακτούσαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, και συναδελφώνονταν με τους Γερμανούς στρατιώτες. Η συναδέλφωση των στρατιωτών χρονολογείται ήδη από τα Χριστούγεννα του 1914, και περιελάβανε χορούς και ανταλλαγή κονιάκ και τσιγάρων ανάμεσα σε Γερμανούς και Ρώσους στρατιώτες, ενώ συνεχίστηκε για χρόνια χωρίς να οδηγήσει σε μια ανοιχτή εξέγερση εναντίον των αξιωματικών. Ο ιστορικός Marc Ferro επικαλείται μια επιστολή ενός Ρώσου στρατιώτη προς τη γυναίκα του, στην οποία αναφέρεται στους αξιωματικούς:
«[…] Για τον ρόλο τους στον πόλεμο; Απλά κάθονται, όταν εμείς βρισκόμαστε στο βόρβορο, αυτοί πληρώνονται με 500 ή και 600 ρούβλια, όταν εμείς πληρωνόμαστε μόλις με 75. Κυριεύονταν από μια στάση αδικίας. Αν και οι στρατιώτες υποχρεώνονται να ζήσουν το πιο δύσκολο μέρος του πολέμου, γι’ αυτούς τα πράγματα είναι διαφορετικά: καλύπτονται από σταυρούς, μετάλλια και οφέλη και οι περισσότεροι βρίσκονται μακριά από το πεδίο της μάχης […].»
Αρχικά οι στρατηγοί προσπάθησαν να μη φτάσουν τα νέα της εξέγερσης στην Αγία Πετρούπολη, προς τα στρατεύματα του μετώπου, με αποτέλεσμα οι ρώσοι φαντάροι να πληροφορούνται για τα της Επανάστασης του Φλεβάρη από τους Γερμανούς, γεγονός που κλόνισε ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη των στρατιωτών προς τους αξιωματικούς. Παραδόξως, η επανάσταση έφερε ένα τέλος στις λιποταξίες, καθώς οι στρατιώτες που ανέμεναν το τέλος του πολέμου, δεν ήθελαν να υπονομεύσουν την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να διαπραγματευτεί την ειρήνη.
Οι αναφορές από το μέτωπο φανερώνουν ότι η γενική διάθεση ήταν «κρατείστε το μέτωπο, αλλά μην συμμετέχετε σε επίθεση». Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν , ο διοικητής της 5ης Στρατιάς ανέφερε, «[…]Το μαχητικό πνεύμα έχει μειωθεί... η πολιτική, η οποία έχει διαδοθεί σε όλα τα στρώματα του στρατού, έχει κάνει όλο το στράτευμα να επιθυμεί ένα πράγμα, τον τερματισμό του πολέμου και την επιστροφή στο σπίτι[…]». Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Απριλίου, 8.000 στρατιώτες λιποτάκτησαν από τα βόρεια και δυτικά μέτωπα.
Η επιστροφή του Λένιν και η δημοσίευση των Θέσεων του Απρίλη έφεραν μια θεμελιώδη αλλαγή στην πολιτική των Μπολσεβίκων, που πλέον απαιτούσε τη «μη υποστήριξη» απέναντι στην αστική και ιμπεριαλιστική Προσωρινή Κυβέρνηση. Οι ως τότε θέσεις των Μπολσεβίκων, υπό τη διεύθυνση του Στάλιν και του Κάμενεφ, ήταν μετριοπαθείς καθώς συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη στρατηγική μιας «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» για να ολοκληρώσουν μια αστικοδημοκρατική επανάσταση, όπως υποστήριζε ο Λένιν στα 1905.
Σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα, στην εφημερίδα του Κόμματος , ο Κάμενεφ υποστήριξε ότι οι Θέσεις του Απρίλη εκφράζουν «την προσωπική άποψη του Λένιν» καθώς και ότι «[…] το γενικό σχήμα του Λένιν μάς φαίνεται απαράδεκτο, δεδομένου ότι ξεκινά από την παραδοχή ότι η αστική επανάσταση έχει τελειώσει και μετρά αντίστροφα για την άμεση μετατροπή της επανάστασης σε σοσιαλιστική […]».
Στο συνέδριο των Μπολσεβίκων τον Μάρτιο του 1917, ο Στάλιν υποστήριξε μια πιθανή ενοποίηση με τους διεθνιστές Μενσεβίκους στη βάση της γραμμής της Διάσκεψης Τσίμμερβαλντ-Κίενταλ. Ωστόσο, ακόμα από το 1915, ο Λένιν ήταν δύσπιστος απέναντι στην πατσιφιστική γραμμή της πλειοψηφίας του Τσίμμερβαλντ, που ουσιαστικά άνοιγε την πόρτα για την υποστήριξη του πολέμου, χαρακτηρίζοντας την πλειοψηφία ως Καουτσκικούς στενοκέφαλους.
Όταν ο Λένιν επέστρεψε τον Απρίλη υποστήριζε την αριστερά του Τσίμμερβαλντ σε ρήξη με την πλειοψηφία του Τσίμμερβαλντ, συμπεριλαμβανομένων των Μενσεβίκων, με τους οποίους ο Στάλιν και πολλοί άλλοι Μπολσεβίκοι επιθυμούσαν να ενωθούν.
Εν τέλει, ο ακούραστος Λένιν επέβαλε την άποψή του στο κόμμα. Οι Μπολσεβίκοι υπολόγιζαν σε 79.000 μέλη, εκ των οποίων οι 15.000 βρίσκονταν στην Πετρούπολη. Ήταν μια μικρή ομάδα μέσα στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, αλλά ήταν αρκετά ισχυρή για να παίξουν ρόλο στα γεγονότα.
Ούτε η Κυβέρνηση, ούτε οι Μενσεβίκοι στα Σοβιέτ ήθελαν τη νέα πολιτική κρίση που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του Απρίλη. Ο Μιλιουκόφ και οι Ρώσοι καπιταλιστές διαβεβαίωναν τους συμμάχους τους για την συμμετοχή της Ρωσίας στις συγκρούσεις και επεδίωκαν την συμμετοχή τους στον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, ο Μιλιουκόφ συνειδητοποίησε ότι χωρίς κάποια συμφωνία με το Σοβιέτ, τα στρατεύματα δεν θα δέχονταν να πολεμήσουν για τα σχέδια της κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, ο Τσερετέλι επέμεινε στην αναγκαιότητα μιας κυβερνητικής δήλωσης ότι για τη Ρωσία ο πόλεμος ήταν αποκλειστικά αμυντικός. Η αντίσταση των Μιλιουκόφ και Γκουτσκόφ κάμφθηκε, και στις 27 Μαρτίου ανακοινώθηκαν τα εξής:
«[…]Ο ρωσικός λαός δεν επιχειρεί να ενισχύσει την εξωτερική του εξουσία σε βάρος άλλων ανθρώπων και δεν θέτει ως στόχο του την υποδούλωση και την ταπείνωση κανενός. . . . Αλλά ο ρωσικός λαός δεν θα επιτρέψει να βγει η πατρίδα του από τον Παγκόσμιο Πόλεμο ταπεινωμένη και υπονομευμένη όσον αφορά τους ζωτικούς της πόρους[…].»
Η «αμυντική» αυτή ανακοίνωση της 27ης Μαρτίου δεν έγινε θετικά δεκτή από τους Συμμάχους, οι οποίοι είδαν σε αυτήν μια υποχώρηση της Κυβέρνησης απέναντι στα Σοβιέτ. Ο Γάλλος πρεσβευτής Μωρίς Παλαιολόγος κατήγγειλε την κυβερνητική ανακοίνωση για "δειλία και αοριστία".
Ωστόσο, το ρίσκο του Μιλιουκόφ να χρησιμοποιήσει τον πόλεμο ενάντια στην επανάσταση, λάμβανε υπόψη τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στην Προσωρινή Κυβέρνηση και το Σοβιέτ, καθώς επιδίωκε βήμα προς βήμα, να ενισχύσει την κυριαρχία της πρώτης πάνω στο δεύτερο.
Λίγες μέρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε μια νέα συνάντηση μεταξύ της Κυβέρνησης και των αντιπροσώπων των σοβιέτ. Η Ρωσία χρειαζόταν απεγνωσμένα δάνειο από τους συμμάχους για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ένα νέο κυβερνητικό μνημόνιο θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου. Στις 18 Απριλίου, ο Μιλιουκόφ απέστειλε ένα νέο σημείωμα στις συμμαχικές κυβερνήσεις, στις οποίες υπογράμμιζε τη βούληση "να συνεχιστεί ο πόλεμος σε πλήρη συμφωνία με τους συμμάχους και να τηρηθούν οι δεσμεύσεις απέναντι σ’ αυτούς". Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι η επανάσταση ενίσχυσε τη λαϊκή βούληση να φέρει τον πόλεμο σε ένα νικηφόρο αποτέλεσμα για την Ρωσία. Το βράδυ της 19ης Μαρτίου, η εκτελεστική επιτροπή του Σοβιέτ συνεδρίασε πάνω στο γράμμα του Μιλιουκόφ προς τους συμμάχους. Με το πέρας της συνεδρίασης το μέλος της επιτροπής Βλαντιμίρ Στάνκεβιτς δήλωσε ότι «η επιτροπή ομόφωνα και χωρίς διαφωνίες αποφάσισε ότι η εν λόγω αποστολή πόρρω απείχε από αυτό που η επιτροπή περίμενε».
Η Rabochaya Gazeta, μια μενσεβίκικη εφημερίδα, προσέθεσε ότι το γράμμα του Μιλιουκόφ ήταν μια «φάρσα δημοκρατίας». Ωστόσο, η φιλελεύθερη Novoe Vremya, προσπάθησε να υπερασπιστεί τον Μιλιουκόφ, δηλώνοντας ότι δεν ήταν δυνατό να καταργηθούν οι υπάρχουσες συνθήκες :
Εάν έπραττε κάτι τέτοιο η Ρωσία, «οι σύμμαχοι μας θα αποκτούσαν επίσης ελευθερία κινήσεων. Αν δεν υπάρχει συνθήκη, κανείς δεν θα οφείλει να την εφαρμόζει… Νομίζουμε ότι, με εξαίρεση τους Μπολσεβίκους, όλοι οι Ρώσοι πολίτες θα θεωρήσουν τη βασική θέση της χθεσινής επιστολής, σωστή[…].»
Η επιστολή προκάλεσε μια αυθόρμητη έκρηξη λαϊκής αγανάκτησης. Η Rabochaya Gazeta έγραψε:
«Η Πετρούπολη αντιδρά ευαίσθητα και νευρικά. Παντού, στις συναντήσεις, στους δρόμους, στα τραμ, λαμβάνουν χώρα παθιασμένες, έντονες διαμάχες για τον πόλεμο. Οι τραγιάσκες και τα μαντήλια υποστηρίζουν την ειρήνη. Τα ημίψηλα καπέλα και τα γυναικεία bonnet, τον πόλεμο. Στις περιοχές της εργατικής τάξης και στα στρατόπεδα, η στάση απέναντι στο γράμμα εκφράζεται περισσότερο με την αντίθεση ενάντια στην πολιτική των προσαρτήσεων.»
Ο Σουχάνοφ, ένας Μενσεβίκος και ίσως ο καλύτερος ρεπόρτερ σχετικά με τη ρωσική επανάσταση, θυμόταν:
«Ένα τεράστιο πλήθος εργαζομένων, μερικοί από αυτούς οπλισμένοι, κινήθηκε προς την Νέφσκι από την πλευρά του Βίμποργκ. Υπήρχαν επίσης πολλοί στρατιώτες μαζί τους. Οι διαδηλωτές βάδιζαν με τα συνθήματα : “Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση”, “Κάτω ο Μιλιουκόφ”. Έντονος ενθουσιασμός κυριαρχούσε γενικά στις εργατικές συνοικίες, τα εργοστάσια και τους στρατώνες, πολλά εργοστάσια ήταν κλειστά και τοπικές συναντήσεις γίνονταν παντού.»
Την νύχτα της 20ης Απριλίου, οι αρχηγοί των Μενσεβίκων στα Σοβιέτ ζήτησαν από την κυβέρνηση να στείλει ένα νέο γράμμα που να διορθώνει τη θέση του Μιλιουκόβ με ειρηνιστικό τρόπο, αλλά τελικά αποδέχτηκαν τη θέση του Σοσιαλεπαναστάτη Κερένσκι ότι ήταν αρκετό να παραχθεί μια «εξήγηση» του γράμματος.
Παρ 'όλα αυτά, στις 21 Απριλίου, υπήρξε ένα νέο κύμα διαδηλώσεων, που αυτή τη φορά κατευθυνόταν και οργανωνόταν από τους Μπολσεβίκους. Ήταν η πρώτη φορά από την επανάσταση, που το Κόμμα του Λένιν τοποθετήθηκε στην κεφαλή και όχι στην ουρά του κινήματος. Την ίδια στιγμή, στην Λεωφόρο Νέφσκι, συγκεντρώνονταν ένοπλοι οπαδοί της κυβέρνησης που κινητοποιούσε το κόμμα των Καντέτων . Σύμφωνα με την έκδοση της 22ης Απριλίου, της εφημερίδας Rabochaya Pravda:
«[…] Χθες στους δρόμους της Πετρούπολης η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα πιο εκρηκτική από εκείνην της 20ης Απριλίου. Στις εργατικές συνοικίες πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από απεργίες . . . τα συνθήματα στα πανό ποίκιλλαν ωστόσο είχαν ένα κοινό στόχο. Αντίθετα στο κέντρο, στην Λεωφόρο Νέφσκι και στην Οδό Σαντοβάγια (Οδός Κήπου) κυριαρχούσαν τα συνθήματα υπέρ της Προσωρινής Κυβέρνησης. Το αντίθετο έβλεπε κανείς στα προάστια. Οι συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών ήταν συχνές, ενώ υπάρχουν πολλές φήμες για πυροβολισμούς[…]».
Μια γυναίκα που συμμετείχε στις διαδηλώσεις έγραψε αργότερα:
«...Οι γυναίκες αυτών των εργοστασίων…κινούνταν προς τους διαδηλωτές στην Λεωφόρο Νέφσκι από την πλευρά με τα μονά νούμερα. Άλλος κόσμος κινούταν παράλληλα στην απέναντι πλευρά με εντελώς διαφορετική αμφίεση και σύσταση: καλοντυμένες γυναίκες, υπάλληλοι, έμποροι, δικηγόροι, κ.λπ. Συνθήματα τους ήταν: “Ζήτω η Προσωρινή Κυβέρνηση”, “Ζήτω ο Μιλιουκόφ”, “Να συλληφθεί ο Λένιν”.»
Η ένταση στις εργατικές συνοικίες κλιμακώθηκε. Ένας εργάτης περιέγραφε μία συνάντηση εκείνο το απόγευμα: «Η διάθεση ήταν αμφιταλαντευόμενη... Αποφασίστηκε να περιμένουμε για μια απόφαση από το Σοβιέτ. Αλλά πριν να μπορέσει να φτάσει αυτή η απόφαση, μερικοί εργάτες επέστρεψαν από το κέντρο μεταφέροντας τα νέα των σκισιμάτων των πανό και των συγκρούσεων... Ξαφνικά η διάθεση άλλαξε. “Τι; Μας κυνηγούν στους δρόμους και σκίζουν τα πανό μας και εμείς θα καθόμαστε να τους κοιτάμε ήσυχα από απόσταση; Πάμε στον ποταμό Νέφσκι!”»
Σε αυτή την τεταμένη κατάσταση, ο στρατηγός Κορνίλοφ -με την υποστήριξη του Μιλιουκόφ- αποφάσισε να παρατάξει το πυροβολικό έξω από το Παλάτι Μαριίνσκι και να καλέσει τις στρατιωτικές ακαδημίες για ενίσχυση. Ο στόχος ήταν να συνδέσει τμήματα του στρατού με τις οπλισμένες φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις που γίνονταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την εργατική διαδήλωση που καθοδηγούσαν οι Μπολσεβίκοι. Ο Μιλιουκόφ, στα απομνημονεύματά του, σε μια προσπάθεια να αποκρύψει την ανοιχτά αντεπαναστατική φύση αυτής της πρωτοβουλίας, επιχειρηματολογεί:
«Στις 21 Απριλίου, ο στρατηγός Κορνίλοφ, αρχιστράτηγος της περιοχής της Πετρούπολης, πληροφορήθηκε για τις διαδηλώσεις ένοπλων εργατών στα περίχωρα και διέταξε μονάδες της στρατιωτικής φρουράς να συγκεντρωθούν στην Πλατεία των Ανακτόρων. Έπεσε πάνω στην αντίσταση της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ, που τηλεφωνικά πληροφόρησε τους εργαζόμενους ότι η κινητοποίηση στρατευμάτων θα μπορούσε να περιπλέξει την κατάσταση. Μετά από διαπραγματεύσεις με τους αντιπροσώπους της Επιτροπής... ο αρχιστράτηγος ακύρωσε τη διαταγή του και, μπροστά στα μέλη της επιτροπής, υπαγόρευσε ένα τηλεφωνικό μήνυμα προς όλα τα τμήματα της στρατιωτικής φρουράς με τη διαταγή να παραμείνουν στους στρατώνες. Μετά από αυτό, η Εκτελεστική Επιτροπή τοιχοκόλλησε μία ανακοίνωση που έλεγε: “Σύντροφοι στρατιώτες, μην βγείτε έξω στους δρόμους με όπλα αυτές τις δύσκολες μέρες χωρίς το κάλεσμα της Εκτελεστικής Επιτροπής”.»
Στην πραγματικότητα, η Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ -κατανοώντας ότι ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας της απόφασης του Κορνίλοφ απειλούσε και τους ίδιους- έδωσε την εντολή στα στρατεύματα να μη φύγουν από τους στρατώνες. Ο Κορνίλοφ βρέθηκε απομονωμένος και χωρίς άλλη εναλλακτική πέρα από την οπισθοχώρηση. Το ρίσκο για τους ηγέτες του Σοβιέτ ήταν αδιέξοδο και έτσι η Εκτελεστική Επιτροπή έσπευσε να ανακυρήξει ότι το περιστατικό με την Κυβέρνηση είχε πλέον λυθεί, ζητώντας από τους εργάτες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η Rabochaya Pravda σημείωνε ειρωνικά ότι: «[...] όταν η Εκτελεστική Επιτροπή δημοσίευσε τη διαταγή της να μην βγουν οι στρατιώτες οπλισμένοι στους δρόμους, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει περίεργες σκηνές, όπου στρατιώτες προσπαθούσαν να πείσουν τους συντρόφους τους να απέχουν γενικά από τις διαδηλώσεις, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα που αυτές είχαν.»
Ο Κορνίλοφ είχε διαβεβαιώσει τον Μιλιουκόφ ότι είχε «επαρκείς δυνάμεις» για να συντρίψει τους εξεγερμένους, αλλά αυτές οι δυνάμεις ποτέ δεν παρουσιάστηκαν. Ο Τρότσκι έγραφε: «Αυτή η επιπολαιότητα θα φτάσει στην πλήρη άνθιση της τον Αύγουστο, όταν ο συνωμότης Κορνίλοφ θα παρατάξει ενάντια στην Πετρούπολη έναν ανύπαρκτο στρατό». Ωστόσο, τη νύχτα της 21ης Απριλίου, παρά το γεγονός ότι ακόμα ακούγονταν κάποιοι πυροβολισμοί, η πολιτική κρίση είχε ξεπεραστεί.
Με δεδομένο το συσχετισμό δυνάμεων τον Απρίλιο του 1917, οι Μπολσβίκοι δεν ενδιαφέρονταν για μια ανοιχτή σύγκρουση που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο. Για πρώτη φορά το κόμμα του Λένιν έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα, αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμο για να καθοδηγήσει το κίνημα προς μια νέα επανάσταση.
Τα σοβιέτ ενοποιούνταν ακόμα υπό την ηγεμονία των Μενσεβίκων. Για τον Λένιν, μια νέα επανάσταση δεν ήταν ακόμη ώριμη και το σύνθημα κάποιων Μπολσεβίκων για «ανατροπή της κυβέρνησης» ήταν λάθος:
«Θα έπρεπε η Προσωρινή Κυβέρνηση να ανατραπεί αμέσως; … Για να γίνουν εξουσία, οι ταξικά συνειδητοποιημένοι εργάτες πρέπει να κερδίσουν την πλειοψηφία με το μέρος τους... Δεν είμαστε Μπλανκιστές… Είμαστε μαρξιστές, υπερασπιζόμαστε την πάλη του προλεταριάτου ενάντια στη μικροαστική “μέθη” (σσ: της ανυπομονησίας).»
Η κρίση είχε μεν κοπάσει, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ήταν πλέον καθαρό ότι καμιά κυβερνητική απόφαση δεν μπορούσε να περάσει χωρίς τη συμφωνία των Σοβιέτ. Η στρατηγική του κόμματος των Καντέτων και της τάξης των καπιταλιστών από εκείνη τη στιγμή, μετατοπίστηκε στην προσπάθεια να ενσωματώσουν άμεσα τους σοσιαλιστές στην Κυβέρνηση. Η βασική συνθήκη για τη συμμετοχή των σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν η απομάκρυνση των Γκουτσκόφ και Μιλιουκόφ.
Μετά την παραίτησή τους, η Προσωρινή Κυβέρνηση πρότεινε στο Σοβιέτ της Πετρούπολης το σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού. Στις 22 Απριλίου υπήρξε τελικά συμφωνία και έξι σοσιαλιστές υπουργοί μπήκαν στην κυβέρνηση (δύο Μενσεβίκοι, δύο Εσέροι και δύο Λαϊκιστές). Ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ, Νικολάι Τσκέιτζε, αρνήθηκε να γίνει υπουργός.
Οι Μπολσεβίκοι επίσης αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση και αντίθετα ετοιμάζονταν για τις επερχόμενες επαναστατικές μάχες. Με πολλούς τρόπους, οι “μέρες του Απρίλη” δυνάμωσαν την αναζήτηση των εργατών για τη δική τους αυτοοργάνωση και για τη δική τους ένοπλη δύναμη. Για παράδειγμα, το εργοστάσιο παπουτσιών Σκόροχοντ αποφάσισε τη δημιουργία μιας Κόκκινης Φρουράς – μιας δύναμης χιλίων εργατών- και ζήτησαν από το Σοβιέτ πεντακόσια τουφέκια και άλλα πεντακόσια πιστόλια.
Στις 23 Απριλίου, σε μία συνάντηση των εργοστασιακών αντιπροσώπων για την οργάνωση της Κόκκινης Φρουράς, ένας ομιλητής είπε: «Το σοβιέτ έδειξε πάρα πολύ εμπιστοσύνη στους Καντέτους. Το Σοβιέτ δεν βγαίνει έξω στους δρόμους. Οι Καντέτοι το έκαναν. Παρά τη στάση του Σοβιέτ, οι εργάτες βγήκαν στο δρόμο και έσωσαν την κατάσταση.»
Οι Μέρες του Απρίλη ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των εργατών και των στρατιωτών της Πετρούπολης. Οι Καντέτοι του Μιλιουκόφ ήταν οι άμεσα χαμένοι. Οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι διατήρησαν τον έλεγχο στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, αλλά η αυτοπεποίθηση τους είχε κλονιστεί. Στους μήνες που θα ακολουθούσαν, ο πόλεμος και η κρίση θα βάθαιναν.