Αριστερά δεν είναι αυτό που εμείς θέλουμε να βλέπουμε ως τέτοιο, αλλά αυτό που οι ταξικοί ανταγωνισμοί αναδεικνύουν ως μορφή υπεράσπισης και προαγωγής των λαϊκών εργατικών συμφερόντων.
Νέες μορφές κινημάτων και Αριστεράς στο διεθνές προσκήνιο
Συμπληρώνεται ήδη μια εξαετία από τη μεγάλη νεολαιίστικη και εργατική ανάταξη που σηματοδότησε το κίνημα των πλατειών στον αραβικό και ευρωπαϊκό χώρο. Από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι την Ντελ Σολ, και από την πλατεία Συντάγματος μέχρι την Ταξίμ, ένα μεγάλο μέρος των κοινωνιών πρόβαλε στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο θέλοντας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, του αυταρχισμού και της συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Αυτό το ίδιο κίνημα έδωσε γέννηση σε πρωτόγνωρες μορφές πολιτικής οργάνωσης όπως το ισπανικό Podemos, είτε ενίσχυσε καίρια αριστερά ριζοσπαστικά κινήματα όπως τον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την μετέπειτα μνημονιακή εκφυλιστική του πορεία (2015 – 17). Απεναντίας σε άλλες περιπτώσεις όπως στην Αίγυπτο και στην Τουρκία γνώρισε την πρωτοφανή καταστολή που το οδήγησε σε υποχώρηση, χωρίς όμως να πάψει να υφίσταται στις αντίστοιχες κοινωνικές διεργασίες. Μια μεσογειακή άνοιξη που συνένωσε τις δυνάμεις της νεολαίας με εκείνες της μισθωτής εργασίας και της ριζοσπαστικής διανόησης.
Χρειάστηκε να παρέλθει όλη η τελευταία εξαετία, όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική εντάθηκε ακόμη περισσότερο και η δημοκρατία σε πολλές περιπτώσεις καταπατήθηκε βάναυσα (δικτατορίες Ερντογάν και Σίσι), για να προβάλλει στο προσκήνιο μια καινούρια άνοιξη στο παγκόσμιο σκηνικό. Και μπορεί στην Ελλάδα η κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει αποβεί μοιραία για τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων εξ αιτίας της υπόκλισής του στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης και στη γονυκλισία του στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ωστόσο σε μεγάλες χώρες του δυτικού κόσμου σηματοδοτήθηκε η απαρχή μιας καινούριας περιόδου. Η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης και των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών συνοδεύεται από μια πολύμορφη άνοδο της επιρροής και παρουσίας των δυνάμεων του αριστερού και προοδευτικού κινήματος.
Μια άνοδος η οποία για μια νέα φορά αναδεικνύει στο προσκήνιο μια νέου τύπου συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της νεολαίας, της διανόησης και της εργατικής τάξης, που αποτυπώνει ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά, που φέρνει την Αριστερά στο επίκεντρο, στο ρόλο του διεκδικητή της ίδιας της κυβερνητικής εξουσίας. Πρόκειται για την ανάδειξη του μεγάλου λαϊκού ρεύματος που στήριξε την υποψηφιότητα του Μ. Σάντερς στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που βέβαια δεν μπορούσε να ξεπεράσει το τείχος των κατεστημένων συμφερόντων του Δημοκρατικού Κόμματος. – Εξίσου για το γεγονός της σταθεροποίησης και εμπέδωσης του ρόλου των Unidos Podemos στην ισπανική κοινωνία, οι οποίοι με μια ενδεχόμενη συμμαχία με τους σοσιαλιστές του PSOE, θα μπορούσαν να θέσουν τέρμα στη διεφθαρμένη δεξιά κυριαρχία. – Παράλληλα για τον διπλασιασμό της εμβέλειας της γαλλικής Αριστεράς με τον σχηματισμό της Ανυπότακτης Γαλλίας, που δεν απείχε πολύ από την ενδεχόμενη συμμετοχή στο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. – Πρόκειται τέλος για την φαντασμαγορική εκλογική απογείωση του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, που χτυπάει την πόρτα της εξουσίας, αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει την μαζική συμμετοχή της νεολαίας στις τάξεις του και να εκφράσει τα εργατικά στρώματα που έχουν πληγεί ιστορικά από τον αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό της Μ. Θάτσερ και του Τ. Μπλερ.
Κυρίαρχη επικέντρωση στο κοινωνικό ζήτημα
Τίθεται έτσι τέρμα στην απόλυτη κυριαρχία του πολιτικού διπόλου συντηρητικής δεξιάς και νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, με την αναπάντεχη είσοδο στο προσκήνιο μιας αριστερής λαϊκής πολιτικής που πολιτεύεται με όρους μιας ριζοσπαστικής και ρηξικέλευθης Αριστεράς. Τα κύρια χαρακτηριστικά της αφορούν την αποκλειστική της επικέντρωση στο κοινωνικό ζήτημα, στα μείζονα υλικά λαϊκά ζητήματα (αύξηση των μισθών, δημόσιες επενδύσεις για την στήριξη της απασχόλησης, ανασύσταση του κοινωνικού κράτους, εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, διεύρυνση και εμπέδωση της δημοκρατίας κλπ.), αντί να πελαγοδρομούν σε πεδία ξένα προς την άμεση υπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων.
Η αντίδραση των σχηματισμών της ελληνικής Αριστεράς (πέραν της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ) χαρακτηρίζεται είτε από αδιαφορία, είτε από την καταγγελία ότι αυτά τα κινήματα είναι σοσιαλδημοκρατικά (και άρα απορριπτέα), ότι επιδιώκουν να «παγιδεύσουν» τις εργαζόμενες και νεολαιίστικες δυνάμεις για να τις ενσωματώσουν στο σύστημα κλπ. Όπως αναφέρει ο Φ. Νίτσε για τους χριστιανούς της εποχής του «Επειδή είχαν κομμένα τα χέρια νόμιζαν ότι είναι καλοί και ενάρετοι». Δεν έχουν εγγεγραμμένη στα προγράμματά τους την κομμουνιστική στοχοθεσία, δεν επιδιώκουν την άμεση κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων, δεν απαιτούν την εδώ και τώρα προοιμιακή αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Το ότι κατορθώνουν να συσπειρώσουν πολιτικά τις λαϊκές τάξεις γύρω από ριζοσπαστικά μεταβατικά προγράμματα, αυτό λίγη σημασία έχει : Καλύτερα να είσαι έσχατη μειοψηφία και να μπορείς να φαντασιώνεσαι ότι είσαι ο φορέας της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής … Άλλωστε οι λαϊκές μάζες έχουν το δικαίωμα να «σφάλουν» και να ακολουθούν κόμματα που είναι φτιασιδώματα της αστικής πολιτικής.
Αριστερά δεν είναι αυτό που εμείς θέλουμε να βλέπουμε ως τέτοιο, αλλά αυτό που οι ταξικοί ανταγωνισμοί αναδεικνύουν ως μορφή υπεράσπισης και προαγωγής των λαϊκών εργατικών συμφερόντων. Μ’ αυτή την έννοια τα εγχειρήματα στα οποία αναφερόμαστε αποτελούν πραγματικά πρωτότυπους και γνήσιους εκφραστές των εργατικών αναγκών και γι’ αυτό άλλωστε κατορθώνουν να έχουν την υποστήριξη ενεργών και ταξικών εργατικών οργανώσεων (εργατικά συνδικάτα που στήριξαν την εκστρατεία του Μ. Σάντερς, βρετανικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που ψήφισαν μαζικά για τον Τ. Κόρμπιν, γαλλικές εργατικές συνομοσπονδίες που πλαισίωσαν την προεκλογική καμπάνια του Ζ. Λ. Μελανσόν). Τι είναι προτιμότερο σε τελική ανάλυση: Να εκφράζεις «κομμουνιστικές» διακηρύξεις από μια θέση έσχατης μειοψηφίας και στασιμότητας, ή να επιτυγχάνεις την πλατιά λαϊκή συσπείρωση γύρω από άμεσους υλικούς στόχους, ριζοσπαστικές ταξικές επιδιώξεις; Η σημερινή πραγματικότητα αυτής της προοδευτικής άνοιξης στη διεθνή σκηνή συνηγορεί με σαφήνεια υπέρ της δεύτερης άποψης.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες όπου επί μακρά σειρά ετών κυριαρχεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός με την ατελεύτητη λιτότητα, την διάλυση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την εκτεταμένη ανεργία, τα εγχειρήματα αυτά πόρρω απέχουν από ένα είδος «αναγέννησης» της σοσιαλδημοκρατίας, όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν ορισμένες αντιλήψεις της Αριστεράς, αλλά και σχηματισμοί όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Κι’ αυτό γιατί η ιστορική σοσιαλδημοκρατία, αφού έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των πολιτικών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αφού αναδείχθηκε σε αιχμή του δόρατος του νεοφιλελευθερισμού, αφού εγκατέλειψε τα λαϊκά στρώματα στην τύχη τους, έχει πλέον οδηγηθεί στην περιθωριοποίηση : Ενδεικτικές οι περιπτώσεις του ελληνικού ΠΑΣΟΚ και του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, μεταξύ πολλών άλλων. Η ίδια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αδυνατώντας να ξεπεράσει τον εαυτό της (που συνείργησε στην πολιτική της γερμανικής δεξιάς), είναι ανίσχυρη να αμφισβητήσει την κυρίαρχη συντηρητική πολιτική του CDU.
Τέλος του αστικού διπολισμού και σύγχρονη Αριστερά
Βέβαια από την άλλη πλευρά στην ίδια περίοδο και η κλασική κομμουνιστική Αριστερά δεν κατόρθωσε να αναδείξει έναν λαϊκό δυναμισμό, και βρέθηκε εξίσου σε εντελώς δευτερεύουσα πολιτική θέση : Αυτό συνέβη με την ισπανική Ενωμένη Αριστερά (που σήμερα πλέον συμμαχεί σταθερά με τους Podemos), με την ελληνική, πέραν του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, Αριστερά, με το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που είδε τις δυνάμεις του να αποψιλώνονται, με την ιταλική Αριστερά που αδυνατεί να ορθοποδήσει. Μοναδική εξαίρεση στάθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως μεταπήδησε στο αντίπαλο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής και οδήγησε στην ήττα του λαϊκού κινήματος, αν και στην περίπτωσή του τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Ο ιστορικός ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (του έλειπε απελπιστικά η εργατική δικτύωση και υπόσταση, όπως και ένα σοβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα που θα το εφάρμοζε, μακράν του αναιμικού Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που ούτε και αυτό τόλμησε να υλοποιήσει), αλλά ένα πολιτικό αμάλγαμα λαϊκού ριζοσπαστισμού και μικροαστικού εκσυγχρονισμού. Η κατά κράτος επικράτηση στο εσωτερικό του, μετά την εκλογική αναμέτρηση του καλοκαιριού 2012, του μικροαστικού εκσυγχρονιστικού ρεύματος (ενσωματωμένες στο αστικό σύστημα δυνάμεις της διανοητικής εργασίας), επέφερε την μετάλλαξη που ακολούθησε, εφόσον η μικροαστική πολιτική δεν είναι παρά θεραπαινίδα της αστικής πολιτικής.
Τα εγχειρήματα αυτά απεναντίας τείνουν να αποτελέσουν δυνητικά την σύγχρονη έκφραση της Αριστεράς, ως υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατικής χρεοκοπίας και της παραδοσιακής κομμουνιστικής περιθωριοποίησης. Αναδεικνύονται στο προσκήνιο επειδή ακριβώς θέτουν στο επίκεντρό τους το κοινωνικό ζήτημα στις διάφορες εκφάνσεις του, και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε επιμέρους χώρας, επιδιώκουν την ικανοποίηση των άμεσων ζωτικών λαϊκών αναγκών (π.χ. αυξήσεις μισθών, δημόσιες επενδύσεις, δημόσιος χαρακτήρας των κοινωφελών επιχειρήσεων, προάσπιση των εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών). Και είναι αυτά ακριβώς που επιφέρουν την λαϊκή συσπειρωτική δυναμική, τόσο στο εκλογικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. Άλλωστε γι΄ αυτό και συναντούν την λυσσώδη αντίδραση τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και των πολυποίκιλων οικονομικών κέντρων και πολιτικών γραφειοκρατιών. Κι’ είναι ταυτόχρονα ανοιχτά στην επικοινωνία και στους προσανατολισμούς στο ευρύτερο επίπεδο, όπως π.χ. της Ευρώπης, διαχωρίζοντας ριζικά τη θέση τους από πολιτικές εθνικιστικού απομονωτισμού και οικονομικής περιχαράκωσης, όπως των βρετανών Συντηρητικών και του γαλλικού Εθνικού Μετώπου. Η τακτική αυτή αποδεικνύεται άλλωστε εξαιρετικά αποτελεσματική για την ταυτόχρονη αντιμετώπιση του φαινομένου της Άκρας Δεξιάς στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι αναφορές τους δεν χαρακτηρίζονται από «επαναστατικές κορώνες» για την εργατική εξουσία του απροσδιόριστου μέλλοντος, ούτε από «αντικαπιταλιστικές» επαναστάσεις ιδεοληπτικού χαρακτήρα, αλλά από απτές και συγκεκριμένες πολιτικές στοχοθεσίες που επιδιώκουν να αλλάξουν τον κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων. Και είναι αυτές ακριβώς που στη σημερινή περίοδο νεοφιλελεύθερης κατίσχυσης, όπου ακόμη και ο κεϋνσιανισμός έχει γίνει κόκκινο πανί για την αστική πολιτική, που εκφράζουν άμεσα ριζοσπαστικές ταξικές επιδιώξεις, και γι’ αυτό προσλαμβάνουν τακτικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά (π.χ. υψηλή φορολόγηση επιχειρήσεων, αύξηση των κατώτατων μισθών κλπ.). Αυτή η ζωτικής σημασίας παρέμβασή τους στη συγκυρία στο επίπεδο της τακτικής είναι που μπορεί, εφόσον υλοποιηθεί, να ανοίξει στρατηγικούς δρόμους λαϊκής χειραφέτησης. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός, να διέπεται από στείρο δογματισμό, για να μην μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό το φαινόμενο αντιπροσωπεύει το ιστορικά νέο για το αριστερό κίνημα, μια διαδικασία ανασύνθεσης και υπέρβασης της μέχρι σήμερα καταγεγραμμένης πορείας του.