Το κείμενο του απολογισμού της κυβερνητικής περιόδου, που ενέκριναν ομόφωνα στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι κομμένο και ραμμένο με το μάτι «στο αύριο», δηλαδή στη ραγδαία πορεία του προς τα δεξιά.

Όποιος διατηρεί αμφιβολίες, ας σημειώσει τη μεγέθυνση των συνηθειών και των πρακτικών της «ηλεκτρονικής εσωκομματικής δημοκρατίας» -με το iSyriza και τον (τάχα) διάλογο κάποιων «μελών» κατευθείαν (λέει) με τον Τσίπρα μέσω της «σελίδας» iAsk&Watch … Αυτός ο πλήρης εκφυλισμός των εννοιών Κόμμα-Μέλος-Διάλογος, αποτέλεσε βασικό γνώρισμα της «νέας σοσιαλδημοκρατίας» (θυμάται κανείς την «δημοκρατία» του ΓΑΠ;), δηλαδή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη κατά την περίοδο της πλήρους προσχώρησής τους στο νεοφιλελευθερισμό. 

Αυτές οι συνήθειες αποτελούν την καλύτερη προειδοποίηση για την ποιότητα των υλικών με τα οποία ο κύκλος γύρω από τον Τσίπρα προετοιμάζεται για τη «δεύτερη φορά Αριστερά». Ταυτόχρονα αποτελούν προειδοποίηση για το μέλλον (ανάλογο της στυμμένης λεμονόκουπας) που ο ηγετικός κύκλος Τσίπρα επιφυλάσσει σε όσους-όσες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ διατηρούν ακόμα κάποια επιμονή η ανάμνηση των βασικών ιδεολογικοπολιτικών ή οργανωτικών γνωρισμάτων της Αριστεράς. 

Ο «απολογισμός» στηρίζεται σε μια βάναυση παραχάραξη της ιστορίας των συγκρούσεων μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιπάλων του, αλλά και των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, στην προ του 2015 περίοδο. 

Είναι κοινό μυστικό ότι η περίκλειστη ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλ. Τσίπρα, προετοιμάστηκε για τη συγκρότηση της κυβέρνησης της «πρώτης φορά Αριστερά», όχι απλώς παραβιάζοντας τις κομματικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυριολεκτικά ανατρέποντάς τες. 

Η συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ όριζε με σαφήνεια το φάσμα των πιθανών και επιτρεπτών πολιτικών συμμαχιών ενόψει της κυβερνητικής ανατροπής (από την άκρα Αριστερά ως την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, που δεν έχει αναλάβει μνημονιακές ευθύνες). Ο Αλ. Τσίπρας προετοίμασε μυστικά και επέβαλε πραξικοπηματικά (με τις κινήσεις του μέσα στο Γενάρη του ’15) μια «συμμαχία» που περιλάμβανε τη λαϊκιστική Δεξιά (ΑΝΕΛ), την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ και εκπροσώπους του ρεύματος της «βαθιάς σοσιαλδημοκρατίας» που ήταν γνώστες των μυστικών της καθεστωτικής «διακυβέρνησης». Αυτά φάνηκαν στις αποφάσεις για τη σύνθεση της κυβέρνησης, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και κρίσιμες τοποθετήσεις στους «αρμούς της εξουσίας» (Σαγιάς, Ρουμπάτης, Παναρίτη κ.ά.). Αποκλείοντας από τις αναζητήσεις του μόνο τη ΧΑ και τη «σαμαρική Δεξιά», ο Αλ. Τσίπρας δεν συγκρότησε κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά μια ιδιόμορφη κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας». 

Η συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ για το κρίσιμο ζήτημα του χρέους είχε μια βασική «κόκκινη γραμμή»: ότι όποια διαπραγμάτευση με τους δανειστές για την τελική μοίρα του χρέους (διαγραφή του «μεγαλύτερου μέρους»; Καταγγελία όλου του χρέους ως παράνομου και επαχθούς και μονομερής απόφαση άρνησης πληρωμής του;) θα μπορούσε να εξελιχθεί μόνο μετά από την καθοριστική πολιτικά κυβερνητική πράξη της διακοπής πληρωμών των «δόσεων» που είχαν επιβάλει τα μνημόνια 1 και 2. Σήμερα το κείμενο «απολογισμού» του ΣΥΡΙΖΑ αποκηρύσσει αναδρομικά όλες αυτές τις ιδέες ως «λατινοαμερικάνικες» και νομιμοποιεί τους άθλιους χειρισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015: όταν η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να πληρώνει «στο ακέραιο και εγκαίρως» όλες τις δόσεις, εξαντλώντας τα αποθέματα ρευστότητας του δημοσίου, των Ταμείων, των νοσοκομείων και των Δήμων, και έσφιξε στο λαιμό της τη θηλιά της αδυναμίας πληρωμών συντάξεων και μισθών (δηλαδή της χρεοκοπίας) σε ελάχιστες βδομάδες μετά, τον Μάη του ’15. Την ίδια περίοδο οι τράπεζες (με ιδιαίτερη ευθύνη του Γ. Δραγασάκη…) αφέθηκαν ανενόχλητες να βγάζουν εκατοντάδες δισ. ευρώ στο εξωτερικό, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις έφταναν να βγάζουν στο εξωτερικό τις εισπράξεις τους σε ημερήσια βάση. Τα capital controls, που ακόμα και μια σοβαρή και στιβαρή αστική κυβέρνηση θα είχε επιβάλει νωρίτερα, αφέθηκαν να εμφανιστούν όταν αυτά αφορούσαν μόνο στα ΑΤΜ, τις μικροαναλήψεις και τους συνταξιούχους. 

Η συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ άφηνε ανοιχτή την αυταπάτη της «διαπραγμάτευσης» με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, αλλά με δύο σαφείς περιορισμούς: Αφενός, ότι η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να εξελιχθεί στο έδαφος που θα είχαν δημιουργήσει οι «μονομερείς ενέργειες» αντιμνημονιακής «ταξικής μεροληψίας» που η κυβέρνηση όφειλε να πάρει από τις πρώτες εβδομάδες της στην εξουσία. Αφετέρου, από τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ». Η θέση «πάση θυσία στο ευρώ» που καθόρισε την κυβερνητική πολιτική Τσίπρα και που σήμερα καθαγιάζεται από το κείμενο «απολογισμού», αποτελεί μια εκ των υστέρων κατασκευή που ποτέ δεν εγκρίθηκε από οποιοδήποτε συλλογικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο Τσίπρας επέβαλε αυτήν τη στροφή υποκρινόμενος, αρχικά, ότι αυτή η νέα γραμμή αφορούσε κυρίως τη «διευκόλυνση» της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ («η Μέρκελ θα δεχθεί και θα’ ναι μέρα μεσημέρι»). Όμως μετά τις εκλογές του Γενάρη, επέβαλε με πυγμή τον εγκλωβισμό στη διαπραγμάτευση και στο έδαφος του «πάση θυσία στο ευρώ», ως το μοναδικό πεδίο όπου θα μπορούσε, τάχα, να αναζητηθεί λύση για την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας. 

Είναι γνωστό ότι αυτή η τακτική οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο, που έκανε αναγκαία την αιφνίδια στροφή προς το δημοψήφισμα. Είναι κυριολεκτικά αστεία η προσπάθεια του «απολογισμού» να υποβιβάσει το δημοψήφισμα σε μια απλή ενίσχυση της «διαπραγματευτικής ισχύος» της κυβέρνησης, σε μια «εντολή» για αναζήτηση μιας ευνοϊκότερης συμφωνίας μέσα στα πλαίσια του ευρώ και, κατά συνέπεια, μέσα στα όρια της μνημονιακής λιτότητας. Είναι αμνησία απέναντι στις δηλώσεις των ηγετών της ευρωζώνης, της υστερίας του μετώπου «Μένουμε Ευρώπη», των κλειστών τραπεζών, των απειλών της εργοδοσίας και –πάνω απ’ όλα– της αποφασιστικότητας των εργατικών και λαϊκών μαζών. Είναι ταυτόχρονα μια εκ των υστέρων νομιμοποίηση της, τότε, πανικόβλητης ηγεσίας Τσίπρα, που την επομένη του βροντερού ΟΧΙ επέλεξε να ενωθεί με τους ντόπιους εκπροσώπους του ΝΑΙ και να πάει τρέχοντας στην ΕΕ για να πάρει μια «συμφωνία» χειρότερη από αυτήν που απέρριψε ο κόσμος στο Δημοψήφισμα. 

Είναι κυριολεκτικά εξοργιστική η κριτική που ο «απολογισμός» απευθύνει στον Γιάνη Βαρουφάκη. Τα σημερινά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούν τον Βαρουφάκη για, περίπου, ακροαριστερή απόκλιση (υποτίμηση των συμμαχιών και των αναγκαίων «γεφυρών», αδυναμία σύνδεσης της στρατηγικής με τα τακτικά βήματα διαπραγμάτευσης, υποβάθμιση του πολιτικού έργου σε διαπάλη και καυγά μεταξύ αφηρημένων ιδεών κ.ο.κ.). Είναι κοινό μυστικό ότι η περίκλειστη ηγετική ομάδα Τσίπρα επέλεξε η ίδια κι επέβαλε τον Γ. Βαρουφάκη, ως «πολιορκητικό κριό» για την ανατροπή των πολιτικών και προγραμματικών κατευθύνσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και για τη σύγκρουση με την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι οι συντηρητικές «τομές» του Γ. Βαρουφάκη (αναγνώριση του 70% των μνημονιακών αντιμεταρρυθμίσεων, αναγνώριση του «μονόδρομου» της συμμετοχής στην ευρωζώνη, άρνηση της στάσης πληρωμών, πρόταση να δοθεί η «ιδιοκτησία» των τραπεζών στην ευρωζώνη, συμφωνία 20 Φλεβάρη κ.ο.κ.). συναντούσαν την οργισμένη αντίδραση της Αριστερής Πλατφόρμας και πολλών άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, την αποδοκιμασία που ξεπεράστηκε μόνο κάτω από την πλήρη κάλυψη που έδωσε, τότε, ο Τσίπρας και η παρέα του στους «χειρισμούς» του Γ. Βαρουφάκη. Εδώ, όμως, χρειάζεται μια παρατήρηση με πολιτική αλλά και ηθική αξία: όταν ο Γ. Βαρουφάκης βρέθηκε μπροστά στο ναυάγιο της πολιτικής του, μπροστά στην ξεκάθαρη διαπίστωση ότι η «διαπραγμάτευση» οδηγούσε στο μνημόνιο 3, ο ίδιος υπαναχώρησε και αρνήθηκε να πιεί το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους. Αντίθετα η ομάδα Τσίπρα, με αντίτιμο την παραμονή στην κυβερνητική εξουσία, υπέγραψε το μνημόνιο 3 και ανέλαβα να το επιβάλει αδίστακτα. 

Η συνολική αποτίμηση του «απολογισμού» για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα είναι πραγματικά θλιβερή: Στάθηκε, λέει, επάξια γιατί οδήγησε «σε αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας». Μόνο που το έκανε επιβάλλοντας μνημόνιο, συνεχίζοντας τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, συνεχίζοντας τα χτυπήματα στα βασικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. 

Με αυτήν την έννοια τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα, δεν έχουν καμιά επαφή με τις μαρξιστικές παραδόσεις και πολιτικές σχετικά με το τι θα μπορούσε να είναι μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», αλλά αποτελούν μια πλήρη αντιστροφή και κατασυκοφάντησή τους. Οι συγγραφείς του απολογισμού της νεοσοσιαλδημοκρατίας, που πλέον θεωρούν ως «αριστερίστικες» και εκτός συγκυρίας ακόμα και τις μετριοπαθείς εκδοχές του λατινοαμερικάνικου κυβερνητικού «λαϊκισμού», προσπαθούν να κρατήσουν ανοιχτό το δρόμο του πάση θυσία κυβερνητισμού, που θα διεκδικήσει τη «δεύτερη φορά» με μια πολιτική πιο δεξιά ακόμα και από τις θλιβερές μέρες του μνημονίου 3.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες