Στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται σήμερα, μετά την αναμέτρηση των ευρωεκλογών, και με βάση το νέο κύκλο σφυγμομετρήσεων που εμφανίζεται, διαπιστώνεται από τη μια πλευρά η οριστική πολιτική καταβαράθρωση της ΔΗΜΑΡ, η οποία συνοδεύεται και από την προϊούσα αποσύνθεσή της, και από την άλλη πλευρά η σχετική πλειοψηφική ισχύς του αστικού πολιτικού συνασπισμού, εφόσον το σύνολο των νεοφιλελεύθερων, μνημονιακών και ακροδεξιών δυνάμεων (ΝΔ + ΠΑΣΟΚ + Ποτάμι + ΧΑ) ξεπερνάει αθροιστικά το 50% των εκλογικών εκπροσωπήσεων.

Το σχετικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζεται να κατέχει την εκλογική πρωτοκαθεδρία, είναι αξιοποιήσιμο μόνον στην περίπτωση διαμόρφωσης συμμαχικών πλειοψηφικών κυβερνητικών σχηματισμών, εφόσον το 27% απέχει πολύ από την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.

Σε μια πρώτη περίπτωση προβάλλει το ενδεχόμενο σχηματισμού κεντροαριστερής διακυβέρνησης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, πράγμα που συναντά την αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ. Κι’ αυτό γιατί το μεν πρώτο αποτέλεσε στην τελευταία τετραετία την αιχμή του δόρατος προώθησης των μνημονιακών πολιτικών με τις οποίες και έχει ταυτιστεί, το δε δεύτερο γιατί από μόνο του πλέον, μετά το πρόσφατο συνέδριο του Λαυρίου, τοποθετείται αβίαστα στο πεδίο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, συσπειρώνοντας κοινωνικά στρώματα επιχειρηματικών κλπ. στελεχών και μεσαίων εργοδοτών, που μέσα στη συγκυρία της κρίσης πολώνονται προς την πλευρά του αστικού μπλοκ εξουσίας (η επιβολή διδάκτρων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η αντίθεση στην αποκατάσταση του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ είναι χαρακτηριστικά). Συνεπώς μια τέτοια πιθανή κυβερνητική συμμαχία θα εξουδετέρωνε όλα τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας σε δρόμους οικονομικής ενσωμάτωσης.

Στην δεύτερη περίπτωση, που περιλαμβάνει την κυβερνητική συνεργασία με το ΚΚΕ και τους ΑΝΕΛΛ, που θα συγκέντρωνε μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (άθροισμα εκλογικής επιρροής ΣΥΡΙΖΑ + ΚΚΕ + ΑΝΕΛΛ στο 38%), θα είχε βέβαια αντιμνημονιακά χαρακτηριστικά και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, θέτοντας τέρμα στον κοινωνικό κατήφορο που έχει δρομολογηθεί από τις αστικές συγκυβερνήσεις, αλλά από εκεί και πέρα δεν θα μπορούσε να κινηθεί σε ένα κοινό προγραμματικό πλαίσιο αυτών των τριών πολιτικών σχηματισμών. Άλλωστε μια τέτοια προοπτική συναντά την κατηγορηματική εναντίωση του ΚΚΕ, ενώ από την άλλη πλευρά η αντιμνημονιακή στάση της λαϊκής δεξιάς δεν συνοδεύεται από μια σαφή και καθαρή αντινεοφιλελεύθερη πολιτική της. Κατά συνέπεια αυτό το είδος της κυβερνητικής συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την ενδεχόμενη σχετική του λειτουργικότητα, εμφανίζεται σχεδόν ανέφικτο στην πραγματοποίησή του.

Προκύπτει συνακόλουθα ότι ο δρόμος προς την κατάκτηση μιας αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης δεν βρίσκεται «προ των πυλών» και απαιτεί μια ολόκληρη ενδιάμεση περίοδο ανάπτυξης μιας αριστερής λαϊκής αντιπολίτευσης, με χαρακτηριστικά ενωτικής μετωπικής συμπαράταξης με τις λαϊκές και αριστερές,  αντιμνημονιακές προοδευτικές δυνάμεις, προκειμένου να αποτυπωθεί μια ενεργός κινηματική δυναμική, που είναι η μόνη ικανή αφενός να προσαυξήσει την πολιτική και εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, και αφετέρου να οδηγήσει στην απομάκρυνση της συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Μόνον κατ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η προσέγγιση της αυτοδύναμης ριζοσπαστικής κυβερνητικής αυτοδυναμίας, παρόλο βέβαια που μια τέτοια αριστερή διακυβέρνηση θα έχει απέναντί της ένα ισχυρότατο αστικό πολιτικό μπλοκ των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, συντηρητικών, ακροδεξιών δυνάμεων.

Ένας τέτοιος πολιτικός προσανατολισμός είναι ταυτόχρονα σε θέση να οδηγήσει στην ήττα το ενδεχόμενο άμεσης πολιτικής σύμπραξης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σε ένα είδος ενιαίου «ευρωπαϊκού συναγερμού» που θα απειλούσε την σημερινή εκλογική πρωτιά της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και ενδεχομένως θα την ξεπερνούσε. Βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση το κοινό εκλογικό σχήμα των δύο κυβερνητικών εταίρων, θα δυσκολεύονταν να σχηματίσει κυβέρνηση (αθροιστικά ΝΔ + ΠΑΣΟΚ στο 32% της εκλογικής επιρροής), και θα απαιτούνταν η σύμπραξη με το Ποτάμι, που προφανώς και θα υλοποιούνταν. Εντούτοις ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει εξαιρετικά οριακά χαρακτηριστικά : το πιθανότερο θα ήταν σ’ αυτή την περίπτωση η ευθεία πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ για την σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας» μεταξύ «ευρωπαϊκού συναγερμού» και Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η προφανής απόρριψη από το μεγάλο μέρος του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ αυτής της πιθανότητας, θα οδηγούσε προφανώς τη Ριζοσπαστική Αριστερά στην ανάπτυξη μιας αριστερής λαϊκής αντιπολίτευσης, ξεπερνώντας τα «σύνδρομα του 1989», γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αποδεκατίζονταν με ταχύτατους ρυθμούς. Προκύπτει άρα ότι σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις διαμεσολαβεί μια σημαντικότατη φάση ολόπλευρης ανάπτυξης λαϊκών αριστερών αντιπολιτευτικών πρακτικών, που είναι η προϋπόθεση για την ματαίωση των πολιτικών σχεδίων της αστικής πολιτικής κυριαρχίας, αλλά και για την πλειοψηφική διαμόρφωση των όρων αυτοτελούς αριστερής διακυβέρνησης. Η σημερινή εκλογική πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, με την συγκεκριμένη όμως διαμόρφωση του χάρτη των πολιτικών δυνάμεων, μπορεί να αποτελέσει ορόσημο για την δρομολόγηση της πολιτικής και κοινωνικής κινηματικής του εκστρατείας προς τον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο στην κοινωνική βάση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, και τον επηρεασμό και απόσπασή τους από την αστική νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Προφανέστατα δεν είναι και το τελικό εφαλτήριο για την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία, που αν δεν συνοδευτεί με τέτοιου είδους προσανατολισμούς, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί «άλμα στο κενό».      

Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2014 

Ετικέτες