Μετά την κατάρρευση της Τερέζα Μέι, το καλοκαίρι οι Συντηρητικοί ανέδειξαν στην ηγεσία τους –και στην πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου– τον Μπόρις Τζόνσον.
Ένας αντιδραστικός τσαρλατάνος, γνωστός ως BoJo (από τα αρχικά του, που όμως παραπέμπουν σε όνομα κλόουν), βρέθηκε στην ηγεσία ενός από τους ισχυρότερους και σταθερότερους καπιταλισμούς διεθνώς. Επιπλέον, το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης επέλεξε ως πρωθυπουργό έναν άνθρωπο που δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει σε μια επιλογή που προκαλεί φόβο στην πλειοψηφία της βρετανικής αστικής τάξης –το άτακτο «σκληρό» Brexit. Πρόκειται για εξόφθαλμο σύμπτωμα του βάθους της πολιτικής κρίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, την οποία ο Σκοτσέζος μαρξιστής Νιλ Ντέιβιντσον περιγράφει ως «συνολική κρίση του κράτους» (ως μηχανισμός διευθέτησης των ζητημάτων του βρετανικού καπιταλισμού, ως πολιτειακό σύστημα, ως πολιτικό προσωπικό, ως εδαφική έκταση κ.ο.κ.).
Ο Μπόρις είναι ένθερμος υποστηρικτής του Brexit. Το πώς θα κινηθεί ως πρωθυπουργός πλέον μένει να φανεί. Ένας βουλευτής του κυβερνητικού κόμματος εκτίμησε ότι «θα φτιασιδώσει λίγο τη συμφωνία της Μέι» κι έπειτα θα επιχειρήσει τον εκβιασμό «είτε δεχόμαστε αυτό, είτε χάνουμε τελείως το Brexit και παραδίδουμε και τη χώρα στον Κόρμπιν». Μόνο που αυτό επιχείρησε η Μέι –και οδηγήθηκε στην ατιμωτική αποστράτευση, η οποία έφερε τον Τζόνσον «στον αφρό».
Επιπλέον, η προσπάθεια «φτιασιδώματος» της υπάρχουσας συμφωνίας με την ΕΕ δεν θα έχει μεγάλη τύχη –ήδη οι Βρυξέλλες εκπέμπουν το μήνυμα ότι δεν θα συζητήσουν ουσιώδεις αλλαγές. Ο Τζόνσον και οι πιο ένθερμοι οπαδοί του Brexit πίστευαν ότι η Μέι ήταν πολύ συμφιλιωτική κι υποχωρητική κατά τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ κι ότι γενικότερα έδειχνε πιο κοντά στις Βρυξέλλες παρά στην Ουάσινγκτον.
Ο φιλο-αμερικανικός προσανατολισμός τους έχει δύο πτυχές:
Η μία αφορά την τακτική, με τον Τζόνσον να θεωρεί ότι η «διπλωματία Τραμπ» (μονομερείς ενέργειες, απειλές, τσαμπουκάδες) θα είναι πιο αποτελεσματική στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ.
Η δεύτερη αφορά στρατηγικές επιλογές. Σε περίπτωση οικονομικής ρήξης με την ΕΕ και κατάρρευσης μιας κεντρικής επιλογής του βρετανικού καπιταλισμού από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η «εναλλακτική» θα είναι η σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ του Τραμπ με διμερείς εμπορικές συμφωνίες κ.ο.κ. Οι δεξιοί ευρωσκεπτικιστές πιστεύουν ότι εκεί οι προοπτικές είναι καλύτερες για τον βρετανικό καπιταλισμό.
Μπορεί ο Τζόνσον να μην έχει υποχρεωτικά ως στόχο ένα «σκληρό Brexit», αλλά η «διαπραγμάτευση» που προτίθεται να κάνει και η ανένδοτη στάση της ΕΕ κάνουν πολύ πιθανό το σενάριο «άτακτης εξόδου» στις 31 Οκτώβρη. Και η μόνη δέσμευση του Τζόνσον κατά την εσωκομματική μάχη του καλοκαιριού ήταν ότι «στις 31 Οκτώβρη η Βρετανία φεύγει, με συμφωνία ή χωρίς». Μοιάζει ειλικρινής η πρόθεσή του να αφήσει ένα «άτακτο» Brexit να συμβεί, αν δεν καταφέρει να παρουσιάσει μια νέα συμφωνία, που θα μπορεί να πείσει την ευρωσκεπτικιστική του βάση υποστήριξης. Μόνο που δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ ενός «άτακτου Brexit», ανοίγοντας τη δημόσια συζήτηση για πιθανές μεθόδους παράκαμψης της Βουλής.
Οι επόμενες εβδομάδες –αφότου θα επιστρέψουν οι βουλευτές στα καθήκοντά τους μέχρι και την 31η Οκτώβρη– αναμένονται «θερμές» πολιτικά.
Στη δημόσια συζήτηση έχει ήδη πέσει το σενάριο «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», που θα σταματήσει τον Τζόνσον. Στην πράξη αυτό που συζητιέται είναι «κυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων υποστηρικτών της παραμονής στην ΕΕ» (οι «ευρωπαϊστές» των Συντηρητικών, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι μπλερικοί Εργατικοί) με λίγους προοδευτικούς ως μαϊντανούς (π.χ. Πράσινοι ή κάποιοι αριστεροί Εργατικοί που διαφωνούν με το άτακτο Brexit) της «εθνικής ενότητας».
Στο νέο τοπίο, οι Εργατικοί μπαίνουν με μια νέα γραμμή: Ανατροπή του Τζόνσον, συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης από τους Εργατικούς με στόχο να αποτρέψει το «άτακτο» Brexit και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, στις οποίες οι Εργατικοί θα κατέβουν έχοντας το δημοψήφισμα στις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.
Πρόκειται για μετατόπιση από τη συνεδριακή απόφαση που έλεγε ότι το δημοψήφισμα τίθεται ως επιλογή μόνο αν δεν εξασφαλιστούν πρόωρες εκλογές. Η ηγεσία Κόρμπιν υποχωρεί στις δεξιές πιέσεις των «ευρωπαϊστών» του κόμματος, καθώς όχι μόνο δεν υπήρξε «αριστερό αντίβαρο», αλλά αντίθετα σημαντικό τμήμα της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών επίσης έχει στραφεί προς την παραμονή στην ΕΕ, είτε από φόβο απέναντι στην δεξιά εκδοχή Brexit, είτε από ευρωμεταρρυθμιστική τύφλωση. Παράλληλα όμως, το συνολικό «πακέτο» διεξόδου που προτείνει ο Κόρμπιν (κυβέρνηση Εργατικών και σύντομα εκλογές) επιχειρεί τουλάχιστον να απαντήσει στην πίεση της «εθνικής ενότητας», κρατώντας το κόμμα του έξω από τέτοια σενάρια.
Η νέα γραμμή δεν αλλάζει τη διαρκή «θολούρα» της στάσης των Εργατικών. Δεν είναι σαφές το ερώτημα ενός μελλοντικού δημοψηφίσματος (έγκριση ή απόρριψη μιας συμφωνημένης εξόδου που θα έχει στο μεταξύ πετύχει η μεταβατική κυβέρνηση; Αν απορριφθεί η συγκεκριμένη εκδοχή εξόδου αυτό σημαίνει αυτόματα παραμονή ή άτακτη έξοδο; Θα μπουν περισσότερες από δύο επιλογές κι αν ναι, ποια κερδίζει και με τι ποσοστό;), ενώ δεν είναι καν σαφής η θέση που θα υπερασπιστεί το κόμμα των Εργατικών σε περίπτωση που αυτό γίνει.
Η πάλη ενάντια στις συνέπειες του «δεξιού Brexit» μπορεί και πρέπει να οργανωθεί με άλλους όρους. Για παράδειγμα, ο Τζόνσον δείχνει να επιτίθεται με οξύτητα στα δικαιώματα των Ευρωπαίων μεταναστών. Είναι υπόθεση του αντιρατσιστικού κινήματος και της Αριστεράς –είτε στηρίζουν την παραμονή είτε την έξοδο– να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση –για όλους τους ανθρώπους, είτε μέσα είτε έξω από την ΕΕ– και αυτό απαιτεί κινητοποιήσεις κι αγώνες που σε τίποτα δεν έχουν να κάνουν με την τοξική και καταθλιπτική αντιπαράθεση αστών «ευρωπαϊστών» κι αστών «ευρωσκεπτικιστών».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι άλλωστε η κινηματική νηνεμία και η καθήλωση της κεντρικοπολιτικής συζήτησης για το Brexit με όρους «συμφέροντος της εθνικής οικονομίας». Αυτή η απουσία κινήματος και ριζοσπαστικής πολιτικής γίνεται ακόμα πιο εκκωφαντική σε μια συγκυρία που ο αντίπαλος –η βρετανική αστική τάξη– αντιμετωπίζει την πιο βαθιά κρίση του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά. Από όταν δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή του άρθρο, ο Τζόνσον ενεργοποίησε διάταξη που επιτρέπει την αναστολή εργασιών της Βουλής, επιδιώκοντας να περιορίσει το διαθέσιμο χρόνο της αντιπολίτευσης και των εσωκομματικών του αντιπάλων, εντείνοντας το σκηνικό πολιτικής κρίσης.