Η  σφαίρα στην καρδιά ενός 15χρονου μαθητή στο κέντρο των Εξαρχείων το Δεκέμβρη του 2008 δεν ήταν απλώς ένα μεμονωμένο περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας. Ήταν η συμπύκνωση μια συνολικής πολιτικής που πυροβολούσε διαρκώς τα πιο αδύναμα κομμάτια μιας κοινωνίας που ασφυκτιούσε.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώντα Κορκονέα, αποτέλεσε την πολύ ουσιαστική αφορμή για μια εξέγερση που είχε ακόμη βαθύτερες αιτίες. Σήμερα, 17 χρόνια μετά, κοιτάμε πίσω και βλέπουμε σε εκείνες τις ημέρες της φωτιάς στοιχεία που καθορίζουν την πολιτική μας στάση και ταυτότητα έως τώρα. Και αυτό αναμφισβήτητα τρομάζει ακόμη τους από πάνω, που επιχειρούν με κάθε τρόπο να αποδομήσουν εκείνη την άγρια και μαχητική είσοδο των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο.

Υπόβαθρο

Η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήρθε ουρανοκατέβατη. Ήταν το αποτέλεσμα χρόνιων κοινωνικών διεργασιών και αμφισβητήσεων απέναντι σε ένα βάρβαρο σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης που ακόμη φορούσε τα γιορτινά ρούχα των «Ολυμπιακών Αγώνων του 2004», της έλευσης του «ευρώ», του «εκσυγχρονισμού» της νέας χιλιετίας. Πίσω από αυτούς τους συστημικούς φιόγκους, όμως, κρυβόταν η νέα γενιά που βίωνε την υποτίμηση και την έλλειψη προοπτικής, οι νέοι εργαζόμενοι που διέκριναν ότι θα ζούσαν πολύ χειρότερα από τους προηγούμενους, οι κοινωνικές μειονότητες που έβλεπαν στις πλάτες τους να χτίζονται τα πιο αντικοινωνικά αφηγήματα. Η νεολαία, που ήταν, από τους βασικούς πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, μέχρι το βράδυ της 6ης Δεκέμβρη, παρουσιαζόταν σε πληθώρα συστημικών ΜΜΕ ως η γενιά της αποβλάκωσης, του καναπέ και του φραπέ. Ως η γενιά που δεν έχει προβληματισμούς και απλώς καταναλώνει.

Την ίδια στιγμή, η ίδια γενιά, ήταν αυτή που βγαίνοντας από τα λύκεια και τις σχολές, γινόταν η τότε «γενιά των 700 ευρώ». Εκείνη που βίωνε στο πετσί της τα προεόρτια μιας βαθιάς κρίσης που διαφαινόταν στον ορίζοντα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε την πλήρη έκτασή της. Η εργασιακή επισφάλεια, η κοινωνική απομόνωση, η εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας, δημιουργούσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο ατομικής και κοινωνικής ζωής που συσσώρευε αγανάκτηση και οργή. Παράλληλα, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή κολυμπούσε κυριολεκτικά στα σκάνδαλα και στη διαφθορά, ενώ ταυτοχρόνως επιχειρούσε να ανατρέψει σημαντικά κεκτημένα του παρελθόντος. Το Βατοπέδι, οι φωτιές στην Πελοπόννησο, οι αλλεπάλληλες καταγγελίες αστυνομικής αυθαιρεσίας (βλ. ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή στη Θεσσαλονίκη και υπόθεση με τα πράσινα σταράκια), η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 είναι κάποια ενδεικτικά σημεία της περιόδου.

Ειδικά το τελευταίο, θα λέγαμε ότι λειτούργησε ως προπαρασκευαστικός αγώνας εκείνου που αργότερα ονομάστηκε Δεκέμβρης του 2008. Το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007 που αντιπαρατέθηκε με το σχέδιο Γιαννάκου για αναθεώρηση του άρθρου 16 και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη μαζική ένδειξη ότι η εικόνα μιας ευημερούσας Ελλάδας που έχει ξεπεράσει τις «παθογένειες» της μεταπολίτευσης και εισέρχεται σε μια φάση νηνεμίας και παγίωσης του ευρωπαϊκού πολιτικού status quo δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επίπλαστη εικόνα. Η γενιά που βγήκε στους δρόμους τη διετία 2006-2007 ήταν η γενιά που άνοιξε το δρόμο για τις μαζικές και ριζοσπαστικές εκδηλώσεις πολιτικής αμφισβήτησης και ανυπακοής λίγους μήνες αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε την άγρια γέφυρα περάσματος από την Ελλάδα του 2004 στην Ελλάδα της κρίσης των μνημονίων το 2010. Και οι εκφράσεις αυτής της μετάβασης δεν ήταν καθόλου αρεστές συνολικά στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Εξέγερση 

Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια πολλών δημοσιολόγων να αποδείξουν το αντίθετο, τα όσα συνέβησαν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ήταν μια εξέγερση. Η Αθήνα αρχικά, και στη συνέχεια όλες οι μεγάλες πόλεις και χωριά της χώρας μετατρέπονται σε ένα αχανές πεδίο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση Καραμανλή και τις δυνάμεις καταστολής. Τα κατά τόπους Αστυνομικά Τμήματα γίνονται στόχοι ατίθασων πιτσιρικάδων που ξαφνικά άφησαν τους καναπέδες και τους φραπέδες και άρχισαν να πετούν νεράντζια στα φυλάκια στους συναδέλφους των δολοφόνων Κορκονέα-Σαραλιώτη. Εκατοντάδες σχολεία σε όλη τη χώρα ήδη από τις 8 Δεκεμβρίου τελούν υπό κατάληψη, ενώ οι σχολές η μία μετά την άλλη παίρνουν αγωνιστικές αποφάσεις για κινητοποιήσεις. Τα συστημικά ΜΜΕ αναγκάζονται να καταγγείλουν τη στάση της αστυνομίας. Ακούγοντας κανείς εκπομπές της περιόδου θα νόμιζε ότι τα κανάλια διοικούνται από την άκρα Αριστερά.

Την ίδια στιγμή, ένα πολύχρωμο και μαζικό κύμα διαδηλωτών κατακλύζει τους δρόμους όλης της χώρας. Μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, μετανάστες θεωρούν τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου ως το ύστατο σημείο ανοχής σε ένα σύστημα που τους έχει φτάσει στα όριά τους προ πολλού. Κτίρια και γραφεία με πραγματική και συμβολική αξία καταλαμβάνονται το ένα μετά το άλλο. Η ΓΣΕΕ και η Λυρική τελούν υπό κατάληψη, η είσοδος της ΓΑΔΑ γίνεται πεδίο δρώμενων και ακτιβισμών, η ΕΡΤ αναγκάζεται να διακόψει το πρόγραμμά της έπειτα από είσοδο νεολαίων σε studio που καλούν με πανό τον κόσμο να βγει στους δρόμους, οι μεγάλες σχολές σε όλες τις πόλεις γίνονται οχυρά συνελεύσεων και αγώνα, το κεντρικό κτίριο του ΕΚΠΑ στην Πανεπιστημίου παύει να έχει στην κορυφή του την ελληνική σημαία, το Χριστουγεννιάτικό δέντρο του Νικήτα Κακλαμάνη στην πλατεία Συντάγματος γίνεται παρανάλωμα πυρός. Οι διαδηλώσεις διαδέχονται η μία την άλλη με πολλούς μαθητές και γονείς να βγαίνουν για πρώτη φορά στους δρόμους και να έρχονται σε επαφή με οργανώσεις και συλλογικότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αναρχικού χώρου που έδιναν πολιτικά χαρακτηριστικά σε αυτή την αυθόρμητη κίνηση.

Το σύνθημα «στις τράπεζες λεφτά στη νεολαία σφαίρες» προσδίδει άλλη διάσταση και βαρύτητα στα γεγονότα. Τη στιγμή που ο δικηγόρος των δολοφόνων Αλέξης Κούγιας προκαλεί μια ολόκληρη κοινωνία επινοώντας θεωρίες για εξοστρακισμούς σφαιρών και ρωτώντας χωρίς ντροπή «τι δουλειά είχε ένας 15χρονος στα Εξάρχεια», οι εκατοντάδες χιλιάδες που βγαίνουν στους δρόμους σε όλη τη χώρα ριζοσπαστικοποιούν τα αιτήματά τους ακόμη περισσότερο. Το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνο η αυθαιρεσία και η καταστολή της αστυνομίας, αλλά να πέσει η «κυβέρνηση των δολοφόνων» όπως χαρακτηριστικά αναγραφόταν σε τοίχους και αυτοκόλλητα που φορούσαν στις μπλούζες τους μαθητές. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Προκόπης Παυλόπουλος αναγκάζεται υπό το βάρος των γεγονότων να υποβάλει την παραίτησή του χωρίς αυτή να γίνει δεκτή από τον πρωθυπουργό. Την ίδια στιγμή φωνές εντός της κυβέρνησης, όπως αυτή του ακραία νεοφιλελεύθερου Στέφανου Μάνου, ζητούν την παρέμβαση του στρατού για να ηρεμήσουν τα πνεύματα στην Αθήνα. Η πρόταση αυτή δεν τίθεται σε εφαρμογή καθώς ο Καραμανλής αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο θα πολλαπλασίαζε την οργή και θα σήμαινε το πολιτικό του τέλος.

Κόμματα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των κοινοβουλευτικών κομμάτων εκείνες τις ημέρες. Η ΝΔ του Καραμανλή μαζί με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη από την πρώτη στιγμή δεν βλέπουν στους δρόμους μια κοινωνική εξέγερση, αλλά μια δράκα κουκουλοφόρων που καίνε την Αθήνα. Όπως πάντα, αξιοποιούν το επιχείρημα του θρήνου και της ανάγκης σιωπής μπροστά στο θάνατο αντί των ταραχών. Προφανώς η προσέγγισή τους ουδεμία σχέση είχε με την πραγματικότητα. Η δολοφονία ενός 15χρονου ήταν η σπίθα που έβαλε φωτιά σε μια κοινωνία-μπαρουταποθήκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι αδυνατώντας να εξηγήσουν την έκταση των φαινομένων, σημαίνοντα στελέχη της δεξιάς έκαναν λόγο μέχρι και για μυστικές υπηρεσίες που θέλουν να ρίξουν τον Καραμανλή. Την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, υιοθετεί μια κατευναστική ρητορική, διαχωρίζει τους «καλούς» με τους «κακούς» διαδηλωτές, δεν επιδιώκει καμία σύνδεση με τους ανθρώπους που βγαίνουν στους δρόμους και απλώς αναμένει την αποκόμιση πολιτικής υπεραξίας από τη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ.

Είναι σαφές ότι εκείνες τις ημέρες φάνηκε με εκκωφαντικό τρόπο ότι ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός έδειχνε τα όρια του. Έδειχνε το πόσο πίσω βρισκόταν από τις κοινωνικές διεργασίες. Θα το αντιλαμβανόταν και ο ίδιος με πολύ σκληρό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα. Και όσο κι αν αυτό ήταν ευδιάκριτο για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, δυστυχώς συνέβη το ίδιο και με την ηγεσία του ΚΚΕ εκείνες τις ημέρες. Το ΚΚΕ βλέποντας ότι η εξέλιξη των γεγονότων ήταν πέραν του ελέγχου του, αντί να επιδιώξει να συνδεθεί µε τους εξεγερµένους, διεµήνυε δια στόµατος της Αλέκας Παπαρήγα ότι «στην πραγµατική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε µία βιτρίνα» υιοθετώντας τη γραµµή της εθνικής σύγκλισης µπροστά στους «κουκουλοφόρους» και τους «προβοκάτορες». Πρόκειται για μια κηλίδα στην ιστορία του κόμματος που ίσως μετά από χρόνια αναγνωριστεί, χωρίς μέχρι σήμερα να γίνεται κάτι τέτοιο. Το µόνο κοινοβουλευτικό κόµµα που έσπευσε να ερµηνεύσει τα γεγονότα και να εµπλακεί µε τις διεργασίες της κοινωνικής βάσης, ήταν ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, που προφανώς δεν έχει καµία σχέση µε τον σηµερινό. Ένα απλό δείγµα της µετάλλαξής του ήταν ότι το Δεκέµβρη του 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ από τη σκοπιά των διαδηλωτών ζητούσε την παραίτηση του τότε Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Προκόπη Παυλόπουλου, και 7 χρόνια αργότερα, από το θώκο της κυβερνητικής εξουσίας τον πρότεινε ως Πρόεδρο της Δηµοκρατίας, σε µια κορύφωση εθνικής συναίνεσης και παροχής διαπιστευτηρίων στο σύστηµα, ότι δεν είναι «επικίνδυνος».

Κι όμως εκείνες τις ημέρες χτίστηκαν κοινές πολιτικές εμπειρίες και οπτικές σε αγωνιστές και αγωνίστριες που ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά εγχειρήματα της τότε κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτές οι εμπειρίες σήμερα προβάλλονται σε νέα πολιτικά σχήματα και συμμαχίες που κρατούν την πολιτική ουσία εκείνου του Δεκέμβρη μακριά από μια άκριτη φετιχοποίηση της βίας από τη μία μεριά ή μια προσαρμογή στο θεσμικό κοινοβουλευτικό αφήγημα από την άλλη. Αυτή η ριζοσπαστική Αριστερά σε μεγάλο βαθμό χτίστηκε στις μέρες εκείνου του Δεκέμβρη. Ενός Δεκέμβρη που θα αποκτούσε άλλη δυναμική και άλλο βάρος, αν η άγρια νεολαία και η αυθόρμητη κίνηση χιλιάδων οργισμένων διαδηλωτών συναντιόταν με το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Η ενεργότερη εµπλοκή των σωµατείων και των συνδικάτων, η στήριξη των οµοσπονδιών και εργατικών κέντρων και, πολύ σηµαντικότερα, η κήρυξη µιας γενικής απεργίας διαρκείας θα πριόνιζε τα πόδια της κυβέρνησης Καραµανλή που ήδη έκανε «κουτσό». Οι ευθύνες γι’ αυτό όµως βαρύνουν πρωτίστως τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και τα φοβικά τµήµατα της Αριστεράς απέναντι στις πρωτοβουλίες και τους αγώνες του κόσµου.

Σήμερα

Αν κάτι μας αφήνει ο Δεκέμβρης του 2008 σήμερα είναι ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο. Ακόμη και όταν το σύστημα και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι δείχνουν παντοδύναμοι, υπάρχουν οι δυνατότητες ευθείας αντιπαράθεσης μαζί τους. Το τρίπτυχο της μαζικότητας, της ενότητας και του ριζοσπαστισμού προβλήθηκε άγουρα τις άγριες μέρες του Δεκέμβρη, όμως σφυρηλατήθηκε συστηματικά έκτοτε σε πληθώρα πολιτικών και κινηματικών στιγμών. Από την περίοδο των μνημονίων και της λιτότητας μέχρι την πανδημία και το σημερινό γεωπολιτικό σκηνικό του τρόμου, οργανώσεις και κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς συνεχίζουν να μην υποκύπτουν στις πιέσεις και να επιμένουν στην ανάγκη συγκέντρωσης της μάξιμουμ δύναμης γύρω από μίνιμουμ πολιτικούς στόχους. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία μπορούν να επιτευχθούν ανατροπές και αλλαγές τόσο στον πολιτικό συσχετισμό όσο και στις κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Ο Δεκέμβρης μέσα από τις νίκες και τις ήττες του είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι αυτό τρέμει το σύστημα.

Σήμερα, που η νεολαία βιώνει επίσης μια ακραία υποτίμηση, που οι εργαζόμενοι αδυνατούν να επιβιώσουν, που η κοινωνική πλειοψηφία μαστίζεται από τη φτώχεια, την ανέχεια και τις διακρίσεις, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να μη σβήσει η πολιτική ουσία του Δεκέμβρη. Σήμερα που και πάλι έχουμε μια κυβέρνηση που δείχνει ακλόνητη τη στιγμή που αφενός εντείνει την επίθεσή της στους από κάτω, αφετέρου βουλιάζει στα σκάνδαλα και τη διαφθορά, είναι πολύ σημαντικό να αξιοποιήσουμε την εμπειρία του τότε, ώστε να αντιπαρατεθούμε πολύ πιο αποτελεσματικά στους αγώνες του σήμερα. Η δύναμη της μαχόμενης κοινωνίας, των μαθητών/φοιτητών/εργαζομένων, απέναντι στις ασπίδες των ΜΑΤ, τις γραβάτες των καπιταλιστών και τους θώκους των υπουργών, ξεπρόβαλλε με απίστευτο τρόπο το Δεκέμβρη του 2008. Αυτή η μνήμη οφείλει να γίνει πολιτική δύναμη. Αυτό φοβούνται οι από πάνω και γι’ αυτό κάθε χρόνο η 6η Δεκέμβρη δεν είναι γι’ αυτούς μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες