(Ή πώς να χάσετε την επανάσταση σε 33 µέρες)

Συµπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από την µάχη της Αθήνας, το Δεκέµβριο του 1944. Ιστορικοί όλων των αποχρώσεων εξετάζουν την µάχη αυτή είτε ως το τελευταίο κεφάλαιο της Εθνικής Αντίστασης είτε ως το πρώτο επεισόδιο του εµφυλίου πολέµου που ακολούθησε. Τα Δεκεµβριανά αποτέλεσαν την κορυφαία στιγµή του κινήµατος όπου τέθηκε το ζήτηµα της εξουσίας και η έκβαση της µάχης καθόρισε την µεταπολεµική ιστορία του Ελληνικού κράτους.

Σε προηγούµενο άρθρο µας (τ. 507, Από την Απελευθέρωση της Αθήνας στα Δεκεµβριανά) εξετάσαµε το κλίµα και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα µετά την απελευθέρωση. Σε αυτούς τους δύο πολιτικά πυκνούς µήνες που προηγήθηκαν του Δεκέµβρη γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο πως η επιστροφή σε µια κάποια δήθεν δηµοκρατική οµαλότητα ήταν αδύνατη. Παρά τις υποχωρήσεις των ΕΑΜικών υπουργών σε µια σειρά από ζητήµατα όπως η νοµισµατική πολιτική, ο οικονοµικός σχεδιασµός λιτότητας, η µείωση των µισθών κλπ, ήταν αδύνατο να υπάρξει συµφωνία στο ζήτηµα του αφοπλισµού και της διάλυσης των ένοπλων αντιστασιακών οµάδων.  

Μετά την αποτυχία των διαπραγµατεύσεων, ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόµπι, που είχε τεθεί επικεφαλής των ελληνικών στρατευµάτων της κυβέρνησης εθνικής ενότητας εκδίδει την 1 Δεκεµβρίου διαταγή για τον αφοπλισµό του ΕΛΑΣ, που ακολουθείται σύντοµα και από αντίστοιχες διαταγές από το βασιλιά και τον Παπανδρέου. Οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτούνται από την κυβέρνηση στις 2 Δεκέµβρη και τίθεται σε εφαρµογή το σχέδιο κατάληψης της Αθήνας από τον ΕΛΑΣ παράλληλα µε την κήρυξη γενικής απεργίας και τη διεξαγωγή συλλαλητηρίου στις 3 Δεκεµβρίου. Το συλλαλητήριο τελικά απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση του Παπανδρέου αλλά αυτό δεν εµπόδισε χιλιάδες κόσµου να κατέβουν στο δρόµο.

Από το πρωί οργανώθηκαν διαδηλώσεις σε κεντρικά σηµεία συνοικιών που ενώνονταν στην διαδροµή προς το Σύνταγµα (τα νότια προάστια έφταναν στην λεωφόρο Αµαλίας µέσω της Συγγρού ενώ οι ανατολικές συνοικίες κατέβαιναν την Βασιλίσσης Σοφίας, οι δυτικές συνοικίες θα έφταναν σύντοµα από την Ερµού). Ο Καναδός ιστορικός Ουίλιαµ Χάρντυ Μακνήλ, ακόλουθος της αµερικανικής πρεσβείας, εκτιµά πως το πλήθος ξεπερνούσε τους 60.000. Οι διαδηλωτές ήταν άοπλοι, οι δυνάµεις του ΕΛΑΣ, µε εξαίρεση οµάδες περιφρούρησης, είχαν παραµείνει στις συνοικίες.

Όταν η κεφαλή της πορείας πλησίασε την πλατεία, η αστυνοµία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους µε αποτέλεσµα περισσότερους από 20 νεκρούς και 100 τραυµατίες.  Τον αρχικό πανικό διαδέχτηκε η οργή του κόσµου που παρέµεινε στο σηµείο και συγκρουόταν µε τις δυνάµεις της αστυνοµίας, που σύντοµα είχε διαλυθεί µε τους αστυνοµικούς να αναζητούν καταφύγιο σε γειτονικά κτίρια και στην Αστυνοµική Διεύθυνση Αθηνών (Πανεπιστηµίου και Βασ. Σοφίας), ακριβώς διαγώνια από τα γραφεία του ΚΚΕ (Όθωνος 6) στην ταράτσα των οποίων υπήρχε ένα πολυβολείο “που θα µπορούσε να θερίσει την περιοχή του αστυνοµικού τµήµατος µε σαρωτικά πυρά”, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Βρετανός αντισυνταγµατάρχης Ο. Μπάυφορντ-Τζόουνς που συνεχίζει “Αλλά το ΕΑΜ αρκέστηκε στις κατάρες και τις απειλές”.

Την επόµενη µέρα, οι χιλιάδες διαδηλωτές που συνόδευαν τις σορούς των θυµάτων στο Α’ Νεκροταφείο έφτασαν και πάλι στην πλατεία Συντάγµατος από όπου και έχουµε την γνωστή φωτογραφία µε το ποτισµένο στο αίµα πανό του ΕΑΜ “Όταν ο λαός βρίσκεται µπροστά στο κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα”. Αργότερα δέχτηκαν και πάλι επίθεση από δυνάµεις της αστυνοµίας αλλά και από οργανώσεις δωσίλογων. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονταν υπό περιορισµό σε ξενοδοχεία στην πλατεία Οµονοίας, χωρίς όµως να έχουν αφοπλιστεί όπως θα περίµενε κανείς µετά από προηγούµενη δολοφονική επίθεση τους εναντίον διαδήλωσης του ΕΑΜ τον Οκτώβρη. 

Παρά το ηλεκτρισµένο κλίµα εκείνων την ηµερών, ο ΕΛΑΣ δε θα έκανε την πρώτη του οργανωµένη επιθετική κίνηση µέχρι τις 6 Δεκεµβρίου. Με εξαίρεση τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Θησείου και την διάλυση της οργάνωσης Χ (της πιο γνωστής και αποτελεσµατικής εθνικιστικής οργάνωσης) και για την κατάληψη των φυλακών στη Συγγρού στις 4 του µήνα, το σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας έµεινε στα χαρτιά. Ο ΕΛΑΣ περιορίστηκε στην κατάληψη των αστυνοµικών τµηµάτων των συνοικιών την οποία έφερε εις πέρας. Η ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ (Σιάντος) έχασε πολύτιµο χρόνο φιλοδοξώντας να αξιοποιήσει την πολιτική πίεση του κινήµατος για να έρθει σε κάποια συνεννόηση µε τις κυβερνητικές δυνάµεις. 

Στις 6 Δεκεµβρίου, όπου και άρχισαν οι µεγάλης έκτασης επιχειρήσεις, οι κυβερνητικές και Βρετανικές δυνάµεις (στις οποίες συγκαταλέγονται και τα τάγµατα ασφαλείας και εθνικιστικές οργανώσεις δωσίλογων) υπολογίζονται σε 12.000 (Μαργαρίτης) έως 15.000 (Χαραλαµπίδης) (ο αριθµός αυτός θα αυξηθεί σε 60.000 µέχρι το τέλος του Δεκέµβρη) ενώ οι δυνάµεις του ΕΛΑΣ από 9.000 έως 14.000 (που αντιστοιχούσε το ένα πέµπτο της παρατακτής δύναµης του ΕΛΑΣ). Πέρα όµως από το αριθµητικό πλεονέκτηµα το κυβερνητικό/βρετανικό στρατόπεδο ήταν σαφώς καλύτερα εξοπλισµένο και ποσοτικά και ποιοτικά και φυσικά υποστηριζόταν από άρµατα µάχης, βρετανικά πλοία (κορβέτες, αντιτορπιλικά, καταδροµικά) όσο από την βρετανική αεροπορία (RAF). Αντίθετα, ο ΕΛΑΣ διέθετε ελάχιστα όπλα (τυφέκια, αυτόµατα, όλµους) και πολυβόλα και µάλιστα µε περιορισµένο αριθµό πυροµαχικών και βληµάτων. Περισσότερες πληροφορίες και λεπτοµέρειες παρέχει το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαµπίδη, «Δεκεµβριανά, η µάχη της Αθήνας» όπως και το βιβλίο «Δεκέµβρης του 1944, κρίσιµη ταξική σύγκρουση» του Τµήµατος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, και τα δύο πολύτιµα αναγνώσµατα.

Πλεονεκτήµατα και αδυναµίες του ΕΛΑΣ

Από τα λίγα πλεονεκτήµατα που είχε ο ΕΛΑΣ το πρώτο διάστηµα ήταν το γεγονός πώς οι κυβερνητικές/βρετανικές δυνάµεις ήταν περιορισµένες γεωγραφικά στην περιοχή γύρω από την πλατεία Συντάγµατος, τη λεγόµενη Σκοµπία, µια στενή µε στρατιωτικούς όρους περίµετρο που προβληµάτιζε σοβαρά τους Βρετανούς αξιωµατικούς. Η επικοινωνία µε το αεροδρόµιο του Χασανίου (Ελληνικό) όσο και µε τα λιµάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, στα οποία βασίζονταν για ανεφοδιασµό και ενισχύσεις, ήταν επισφαλής αφού η βασική οδική αρτηρία (Λ. Συγγρού) όσο και οι ενδιάµεσες γειτονιές ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ. Εξίσου δύσκολη ήταν και η σύνδεση µε τη βάση των αξιωµατικών και το αρχηγείο της αεροπορίας στην Κηφισιά.

Το ισχυρότερο όµως πλεονέκτηµα ήταν η µαζική κινητοποίηση του κόσµου. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις δεν σταµάτησαν σε όλη την διάρκεια της µάχης, µε χιλιάδες κόσµου να διαδηλώνουν δίπλα στους µαχητές, ενισχύοντας τους ηθικά και ψυχολογικά, παρά τον άµεσο κίνδυνο των βοµβαρδισµών. Πολύ περισσότερο, οι λαϊκές επιτροπές του ΕΑΜ ανέλαβαν τον επισιτισµό των µαχητών και του λαού στις γειτονιές τους, την περίθαλψη των τραυµατιών, στήσανε και στελέχωσαν δεκάδες νοσοκοµεία. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ και τις ΕΠΟΝ στήνανε συνεχώς οδοφράγµατα στις γειτονιές για να εµποδίσουν την διέλευση των τανκς, οργάνωναν καθηµερινά συσσίτια, φρόντιζαν για τον ανεφοδιασµό των µαχητών µε τρόφιµα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης, τους πρόσφεραν καταφύγιο και ήταν έτοιµοι να πάρουν τη θέση τους. Αυτή η µαζική κινητοποίηση είναι που επέτρεψε σε πολλές γειτονιές να συνεχίζουν τον αγώνα ακόµα και υπό την ασφυκτική πίεση των συνεχών βοµβαρδισµών.

Στις 6 Δεκεµβρίου, ξεκινά από τoν ΕΛΑΣ επίθεση στο Σύνταγµα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, στους πρόποδες της Ακρόπολης ενώ την εποµένη θα αρχίσει και η επίθεση στους στρατώνες στο Γουδί και στη Σχολή Χωροφυλακής στην Μεσογείων, που θα αποτελέσει και την µεγαλύτερη µάχη των Δεκεµβριανών. Οι χώροι αυτοί στέγαζαν τα αρχηγεία των ελληνικών κυβερνητικών δυνάµεων, και σκοπός του ΕΛΑΣ ήταν η πλήρης εξουδετέρωση αυτών των βάσεων και η κατάληψη τους ως στρατηγικών θέσεων. Σε αυτό το σκοπό αντικειµενικά απέτυχε, αφού παρά τις σηµαντικές απώλειες τους οι αµυνόµενες κυβερνητικές δυνάµεις, έστω και µε τη συνδροµή των Βρετανών, κράτησαν τις θέσεις τους. Άλλαξαν όµως τα δεδοµένα.

Το βρετανικό επιτελείο που µέχρι εκείνη τη στιγµή θεωρούσε πως παρά την δυσχερή γεωγραφικά θέση του θα µπορούσε µε µια σοβαρή επίδειξη δύναµης εύκολα να επιβάλλει την τάξη στο εξεγερµένο πλήθος, βρέθηκε να δεσµεύει µεγάλο αριθµό δυνάµεων προς υπεράσπιση του κυβερνητικού στρατού. Ο βρετανικός στρατός ως τότε είχε αναλάβει ένα κυρίως υποστηρικτικό προς την κυβέρνηση ρόλο αποφεύγοντας να εµπλακεί ενεργά στις συγκρούσεις των πρώτων ηµερών. Οι πρώτες µεγάλες µάχες απέδειξαν πως ο κυβερνητικός στρατός δε θα κατάφερνε µόνος του να σταθεί απέναντι στον ΕΛΑΣ. Πράγµατι, από το σηµείο αυτό και έπειτα το βάρος της διεξαγωγής της µάχης εκ µέρους της ντόπιας αστικής τάξης ανέλαβαν ουσιαστικά οι Βρετανοί µεταφέροντας µάλιστα ισχυρές δυνάµεις από το µέτωπο της Ιταλίας, όπου διεξαγόταν ακόµα εκστρατεία εναντίον του Άξονα.

Παράλληλα, αναδείχτηκαν και οι αδυναµίες του ΕΛΑΣ. Σε στρατιωτικό επίπεδο, δεν πρέπει να ξεχνάµε πως ήταν αντάρτικος στρατός εθελοντών, και η προηγούµενη εµπειρία τόσο των ταγµάτων πόλεων όσο και των ταγµάτων της επαρχίας δεν είχε καµία σχέση µε τον τύπο των επιχειρήσεων που χρειάζονταν τώρα. Η έλλειψη επικοινωνίας και συντονισµού µεταξύ ταγµάτων αφαίρεσε από πολλές επιχειρήσεις το στοιχείο αιφνιδιασµού που ήταν απαραίτητο για την επιτυχία τους ενώ σε άλλες περιπτώσεις η έλλειψη επαρκούς σχεδιασµού στερούσε ακόµα και από επιτυχηµένες επιχειρήσεις τη δυνατότητα αξιοποίησης νέων θέσεων. Για παράδειγµα, παρά την επιτυχή κατάληψη της Σχολής Ευελπίδων (σηµερινά Δικαστήρια) οι δυνάµεις του ΕΛΑΣ δεν είχαν ούτε το έµψυχο ούτε το άψυχο υλικό για να διατηρήσουν τη θέση απέναντι σε αντεπιθέσεις, πόσο µάλλον να την εκµεταλλευτούν για την καλύτερη οργάνωση άλλων επιχειρήσεων. Ακόµα και οι επιθέσεις σε αποθήκες τροφίµων και πολεµοφοδίων γινόταν περισσότερο από ανάγκη παρά ως κοµµάτι οργανωµένου σχεδίου που θα εξασφάλιζε προϋποθέσεις νίκης.

Τις επόµενες µέρες οι συγκρούσεις κλιµακώθηκαν σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, µε τον ΕΛΑΣ να καταλαµβάνει πολλές περιοχές και οχυρά, να σηµειώνει πολλές νίκες όπως η κατάληψη της Σχολής Ευελπίδων, η συνεχιζόµενη πίεση στου Μακρυγιάννη, οι οδοµαχίες στην περιοχή της Οµόνοιας, η υπεράσπιση της Καισαριανής, και πολλά άλλα µικρότερα και µεγαλύτερα παραδείγµατα. Μια λεπτοµερής περιγραφή των συγκρούσεων ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου. Συνοπτικά µπορούµε να πούµε πως µέχρι τις 18-20 Δεκεµβρίου ο ΕΛΑΣ, ακόµα και µε τις αδυναµίες του, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και είχε καταφέρει να ασκήσει ασφυκτική πίεση στο αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σκόµπι στις 11 Δεκεµβρίου ήταν σχεδόν έτοιµος να εκκενώσει την Αθήνα και να µεταφέρει τη βάση των βρετανικών επιτελείων στο αεροδρόµιο του Ελληνικού. Αυτή η υποχώρηση αποτράπηκε χάρη στην επίµονη παρέµβαση του Τσόρτσιλ που προχώρησε πιο επιτακτικά στην ενίσχυση του Σκόµπι µε εµπειροπόλεµο επιτελείο από το µέτωπο της Ιταλίας και µε µεγάλο αριθµό δυνάµεων.

Η αντεπίθεση κυβέρνησης/Βρετανών

Μέχρι τις 20 περίπου του µήνα, οι δυνάµεις αυτές είχαν καταφτάσει και µετά από πολυήµερες και συστηµατικές ενέργειες άρχιζαν να εκκαθαρίζουν και εξασφαλίζουν το έλεγχο των συνοικιών ενώ παράλληλα εξασφάλισαν τη σύνδεση των βάσεων που βρίσκονταν στην ακτογραµµή του Ελληνικού και του Φαλήρου µε την δυνάµεις που πολεµούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Έχοντας καταλάβει αυτό τον άξονα άρχισαν τις εκκαθαρίσεις των γειτονικών περιοχών διασπώντας στην ουσία τις δυνάµεις του ΕΛΑΣ σε δύο µέτωπα. Από εκείνο το σηµείο και έπειτα η µάχη εξελισσόταν µε όλο και δυσµενέστερους για τον ΕΛΑΣ όρους. Ακόµα και σηµαντικές νίκες όπως η κατάληψη των φυλακών Αβέρωφ και τη κατάληψη του αρχηγείου της RAF στη Κηφισιά (η µοναδική παράδοση της βρετανικής πολεµικής αεροπορίας σε αντίπαλο σε όλη τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσµίου Πολέµου) ελάχιστη επίπτωση είχαν στην συνολική έκβαση της µάχης. Οι µάχες συνεχίστηκαν µέχρι τα µέσα του Ιανουαρίου αλλά από τις 5 Ιανουαρίου και έπειτα άρχισε ουσιαστικά η αποχώρηση του ΕΛΑΣ, από την Αθήνα. Στις 11 υπογράφεται ανακωχή. Χιλιάδες νεκροί και τραυµατίες, ακόµα περισσότεροι οι εκτοπισµένοι και κυνηγηµένοι και ολόκληρες γειτονιές σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραµένες, ο τραγικός απολογισµός.

Η µάχη δεν δόθηκε όµως µόνο σε στρατιωτικό επίπεδο. Στις 5 Δεκέµβρη κόπηκε η ηλεκτροδότηση της Αθήνας και στις 11 η ύδρευση. Οι Βρετανοί εξάρτησαν την τροφοδοσία του πληθυσµού από την παράδοση του. Η διανοµή τροφίµων ακόµα και στον άµαχο πληθυσµό σταµάτησε και παράλληλα κατηγορούσαν τους απεργούς για τις καθυστερήσεις. Τα βρετανικά επιτελεία ήταν σε θέση να αξιοποιούν ακόµα και τους πόρους του Ερυθρού Σταυρού για να επιτείνουν τον εκβιασµό του πληθυσµού. Η παροχή ακόµα και του ιατροφαρµακευτικού εξοπλισµού στα νοσοκοµεία εξαρτιόταν από τους Βρετανούς. Η αεροπορία δεν βοµβάρδιζε µόνο στρατιωτικούς στόχους αλλά και νοσοκοµεία, σχολεία, δρόµους και πλατείες και ολόκληρες γειτονιές αµάχων. Οι λαϊκές επιτροπές του ΕΑΜ έκαναν παραδειγµατική δουλειά στην εύρεση, καταγραφή και διαχείριση των πόρων που είχαν στην διάθεση τους αλλά χρειαζόντουσαν πολύ µεγαλύτερες δράσεις (επιτάξεις αποθηκών, καταλήψεις εργοστασίων) για να µπορέσουν να αντιστρέψουν την κατάσταση.

Πώς φτάσαµε στην ήττα;

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν νοµοτελειακή. Ακόµα και στο στρατιωτικό σκέλος, που δεν είναι ποτέ  προνοµιακό για την τάξη µας, υπήρχαν δυνατότητες για διαφορετικούς χειρισµούς. Για παράδειγµα, παρόλο που ο ΕΛΑΣ ξεκίνησε τη µάχη ελέγχοντας κοµβικά σηµεία όπως το λιµάνι και όλη την περιοχή του Πειραιά και την πρόσβαση στο αεροδρόµιο, δεν κατάφερε ποτέ να αποκόψει τον ανεφοδιασµό των βρετανικών στρατευµάτων. Παρά την ύπαρξη πολυβολείου στην Συγγρού και οι ισχυρές δυνάµεις των ΕΛΑΣ σε όλο το µήκος της λεωφόρου, οι Βρετανοί αφέθηκαν να µεταφέρουν τρόφιµα, πολεµοφόδια, στρατεύµατα ακόµα και αιχµαλώτους σχεδόν ανεµπόδιστοι, πράγµα που προκαλούσε τεράστια έκπληξη τόσο στους Βρετανούς όσο και στους ελασίτες. Το συγκεκριµένο παράδειγµα ήταν περισσότερο πολιτική επιλογή παρά οργανωτική αδυναµία. Οι εντολές του ΕΛΑΣ από την ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ ήταν να µην εµπλέκονται σε εχθροπραξίες µε τα βρετανικά στρατεύµατα παρά µόνο από θέση άµυνας.

Το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια παραδέχεται µέσα από τη σχετική αρθρογραφία στο Ριζοσπάστη και στην εκδοτική δουλειά του πως “το Κόµµα µας, παρά την τεράστια συνεισφορά στον απελευθερωτικό αγώνα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν µπόρεσε να υιοθετήσει σαφή στρατηγική που θα οδηγούσε στην επαναστατική επίλυση του προβλήµατος της εξουσίας, µετατρέποντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.” (Ριζοσπάστης 4/12 – 5/12 2021).

Οφείλουµε να προχωρήσουµε αυτή την σωστή ανάλυση ένα βήµα παραπέρα. Την συνολικότερη στρατηγική και τακτική του ΚΚΕ έχουµε εξετάσει αναλυτικότερα στο παρελθόν (περιοδικό Κόκκινο, τ.12, Γιατί ηττηθήκαµε την δεκαετία του 1940). Η προσήλωση της ηγεσίας του ΚΚΕ στην πολιτική λύση της εθνικής συνεννόησης εκτός από ανεδαφική ήταν και πολύ πίσω από τις διεργασίες της ίδιας της εργατικής τάξης και του λαϊκών στρωµάτων. Η υπογραφή των συµφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας είχε συναντήσει µεγάλη αντίδραση από πολλά στελέχη και µέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Οι ΕΑΜικοί υπουργοί σε όλο το διάστηµα από την Απελευθέρωση µέχρι τα Δεκεµβριανά είχαν απέναντι τους µαζικές και δυναµικές κινητοποιήσεις του Εργατικού ΕΑΜ που πίεζαν για ρήξη µε τον αστικό κόσµο. Ακόµα και καπετάνιοι του ΕΛΑΣ, µεταξύ των οποίων ο Βελουχιώτης και ο Σαράφης πίεζαν για πιο αποφασιστικές κινήσεις απέναντι στις, ξεκάθαρες σε όλους, προθέσεις της Βρετανικής κυβέρνησης. Με το ξέσπασµα των γεγονότων και σε όλη τη διάρκεια της µάχης, οργανώσεις, στελέχη και εκατοντάδες µέλη και µαχητές εγκατέλειψαν τη γραµµή του κόµµατος και προσπάθησαν να θέσουν τις βάσεις για συνολικότερη ανατροπή. Δυστυχώς όµως, αυτό δε κατάφερε ποτέ να γίνει οργανωµένα, συντονισµένα και να αποτελέσει αποτελεσµατική εναλλακτική. Αντίθετα, κυριάρχησε η αµηχανία και η επαναστατική διάθεση του κόσµου έµεινε χωρίς κατεύθυνση και σχέδιο και καταδικάστηκε σε ήττα.

Η συνθήκη της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου έβαλε την τελική υπογραφή σε αυτή την ήττα. Μια παράδοση άνευ όρων που άφηνε εκτεθειµένους χιλιάδες αγωνιστές στις διώξεις και στην εκδικητική µανία του συστήµατος. Χιλιάδες αιχµάλωτοι βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε βρετανικές αποικίες και πολλοί περισσότεροι κυνηγήθηκαν και βασανίστηκαν τα επόµενα χρόνια. Η αριστερά βρέθηκε σύντοµα εκτός νόµου ξανά και ένα αυταρχικό καθεστώς επιβλήθηκε και πάλι. Η µνήµη όµως είναι ζωντανή.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες