Η  τελευταία γυναικοκτονία της Κυριακής έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, είχε ένα βασικό χαρακτηριστικό, παρέμεινε επιτακτικά στον δημόσιο διάλογο όχι ως πένθος, αλλά ως οργή, η οποία δεν απευθυνόταν απλά στον σύντροφο, τον πρώην, τον γιο, αλλά την ίδια την συστημική αντιμετώπιση.

Τα Μέσα πλέον δεν μπορούσαν να απορήσουν «τι έκανε μόνη της με δύο άντρες;», «γιατί δεν έφυγε;», «γιατί δεν κατήγγειλε;», «γιατί έκανε σεξεργασία;», «γιατί δεν μίλησε σε κανέναν;», γιατί η Κυριακή τα έκανε όλα «σωστά»… μην αφήνοντας περιθώρια επίρριψης της ευθύνης στο θύμα και απόκρυψης των θεσμικών και συστημικών ευθυνών. Ήρθε να αποδείξει, με τον χειρότερο τρόπο, πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς, οι φίλες, οι αδερφές μας, οι μανάδες μας, γιατί τελικά δεν είναι πρόβλημα δικών μας χειρισμών, όσες κι αν είναι οι ερωτήσεις εκείνες που προσπαθούν να πείσουν, ακριβώς, προς αυτήν την κατεύθυνση. Η γυναικοκτονία της Κυριακής ήρθε να καταδείξει την ένδεια της κρατικής μέριμνας για ζητήματα ενδοοικογενειακής και συντροφικής βίας, αλλά και την δολοφονική αδιαφορία και αναποτελεσματικότητα της ελληνικής αστυνομίας. 

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR) στην Αθήνα σε συνεργασία με 18 ειδησεογραφικά πρακτορεία του European Data Journalism Network, με τίτλο «ο ακήρυχτος πόλεμος στις γυναίκες στην Ευρώπη» η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό αύξησης των γυναικοκτονιών ανάμεσα σε 20 ευρωπαϊκές χώρες, με άνοδο 187,5% μέσα σ’ ένα χρόνο από το 2020 μέχρι το 2021 (το 2020 καταγράφηκαν 8 γυναικοκτονίες, ενώ το 2021 και 2022, 23 και 24 γυναικοκτονίες αντίστοιχα). Η «πρωτιά» αυτή, σημειώνεται από το MIIR, προέκυψε με σοβαρές ενδείξεις πλημμελούς δήλωσης των υποθέσεων από την ελληνική αστυνομία. Οι παραλείψεις στην καταγραφή των περιστατικών αποτελούν μόνο την μία όψη της παντελούς αδιαφορίας της ελληνικής αστυνομίας για ζητήματα έμφυλης βίας. Δεκάδες γυναίκες μαρτυρούν πως οι αντιδράσεις των αστυνομικών κυμαίνονται από την δυσπιστία για τα λεγόμενα της επιζώσας έως την ειρωνεία, τον σαρκασμό και την προτροπή επιστροφής στο κακοποιητικό, επισφαλές περιβάλλον. Ενώ, ακόμη κι αφού βρεθεί άλλη μία νεκρή, επιστρατεύονται τα εργαλεία συγκάλυψης -όπως έγινε μέσα σε λίγες ώρες με την ψευδή τοποθεσία της δολοφονίας της Κυριακής Γρίβα- μέχρι και οδηγίες για έναν «έξυπνο γυναικοκτόνο» από τον έκπτωτο συνδικαλιστή της ΕΛ.ΑΣ. Σταύρο Μπαλάσκα. Όταν βγήκε στην επιφάνεια το ανατριχιαστικό φωνητικό με τον οδηγό του περιπολικού και αποκαλύφθηκε η ψεύτικη είδηση της τοποθεσίας, το αφήγημα μετατοπίστηκε από την «άτυχη στιγμή» στις «αστοχίες» των μεμονωμένων ατόμων της ΕΛ.ΑΣ. Το πρόβλημα, όμως, βρίσκεται στον ίδιο τον ρόλο της ελληνικής αστυνομίας γύρω από τη λογική του δόγματος τάξης-ασφάλειας-καταστολής και αντιεγκληματικής δράσης, πολύ μακριά από τις κοινωνικές ανάγκες για την καταπολέμηση κοινωνικών φαινομένων όπως η έμφυλη κακοποίηση. 

Η αντίδραση του κόσμου, μετά την γυναικοκτονία της Κυριακής, κορυφώθηκε, έγινε κραυγή «δεν είμαστε ασφαλείς πουθενά», έγινε ένα αγωνιώδες ερώτημα «να φύγουμε, αλλά να πάμε πού;». Η ερμηνευτική έκθεση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης συστήνει ασφαλή διαμονή σε ειδικούς ξενώνες για γυναίκες, με μία οικογενειακή θέση ανά 10.000 κατοίκους, δηλαδή, τουλάχιστον 1.000 για την ελληνική επικράτεια, ενώ, σύμφωνα με την 2η έκθεση για την βία κατά των γυναικών, οι 19 υπάρχουσες δομές περιλαμβάνουν μόνο 400 θέσεις, κι αυτές ατομικές, που όλο και μειώνονται, λόγω υλικοτεχνικών ελλείψεων. Συγκεκριμένα, από της 74 περιφερειακές ενότητες της χώρας, μόνο στις 18 έχουν δημιουργηθεί ξενώνες φιλοξενίας, με τις προσφερόμενες θέσεις τους υπό του ελάχιστου. Αντί, λοιπόν, η πολιτική πρωτοβουλία να κινηθεί γύρω από την ίδρυση, την στελέχωση και την ενίσχυση ειδικών δομών φιλοξενίας που να παρέχουν ψυχολογική, νομική, υλική υποστήριξη σε θύματα έμφυλης βίας, η κυβέρνηση, με την πίεση της εξοργισμένης κοινής γνώμης, προτείνει μία βραχυπρόθεσμη και πιθανότατα αναποτελεσματική λύση, τα safe houses. Λίγες μέρες μετά την γυναικοκτονία της Κυριακής, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, κύριος Χρυσοχοΐδης εξαγγέλλει την ύπαρξη safe houses σε κάθε περιοχή, σπίτια η δωμάτια σε ξενοδοχεία, που θα πληρώνονται με κονδύλια της ΕΛ.ΑΣ. και στα οποία θα οδηγούνται οι καταγγέλλουσες «μέχρι να περάσει η κρίση», σύμφωνα με τα λόγια το ίδιου. 

Πρόκειται για ένα μέτρο βασισμένο, για ακόμη μία φορά, στον θεσμό της ελληνικής αστυνομίας, την στιγμή που ο ίδιος αρνείται πεισματικά να εκτελέσει ακόμη και τις ελάχιστες υποχρεώσεις του αυτεπάγγελτου και της καταγραφής του περιστατικού. Δεν έχει δώσει, επομένως, κανένα εχέγγυο ευαισθησίας και αποτελεσματικότητας, ώστε να θεωρείται έμπιστος και ικανός ν’ αναλάβει την προστασία των γυναικών που κινδυνεύουν. Ταυτόχρονα, η σύνδεση με ιδιωτικές επιχειρήσεις- ξενοδοχεία που θα στεγάζουν για λίγες μέρες τις γυναίκες, και θα πληρώνονται από την ελληνική αστυνομία, δηλαδή κρατικά κονδύλια, καλλιεργεί εύλογα μία καχυποψία γύρω από το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης του φαινομένου για την κερδοφορία ορισμένων ξενοδόχων. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή αποδεικνύει, τόσο την απουσία εξέτασης των κοινωνικών αιτιών εκδήλωσης του φαινομένου, όσο και την υποκριτική, άμεση απόκριση του κρατικού μηχανισμού με μοναδικό στόχο την φίμωση όσων μιλούν για στυγνή, θεσμική αδιαφορία. Η φτωχοποίηση των γυναικών που δυσκολεύει την έξοδο από την κακοποιητική, οικογενειακή στέγη, η διαρκής επίρριψη των ευθυνών στο θύμα και δικαιολόγησης των ενόχων από τα κυρίαρχα μέσα με της μορφή φράσεων όπως «έγκλημα τιμής», «έγκλημα πάθους», «εν βρασμώ ψυχής», «τον τύφλωσε η αγάπη», η αναίσχυντη ατιμωρησία, είναι ορισμένα από τα αίτια που δεν συγκαταλέγονται πουθενά στο σχέδιο αντιμετώπισης της κυβέρνησης. 

Σε αντίθεση με τις εντελώς προσωρινές και στρεβλά προσανατολισμένες λύσεις της κυβέρνησης, τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος οφείλουν να δείξουν προς μία διαφορετική κατεύθυνση, με το βλέμμα στις πραγματικές ανάγκες των έμφυλων καταπιεσμένων υποκειμένων. Η νομιμοποίηση του όρου «γυναικοκτονία» δεν αποτελεί βέβαια τη μητέρα των μαχών, αλλά φέρνει ορατότητα κι αναδεικνύει το έμφυλο κίνητρο, συμπληρώνει και δεν αναιρεί τον όρο «ανθρωποκτονία».  Η αποσύνδεση της αστυνομίας από την διαδικασία καταγγελίας και η ανάθεση της σε συγκεκριμένα κέντρα καταγραφής, και υποδοχής θυμάτων με ειδικές/-ούς ψυχολόγους, κοινωνικές/-ούς λειτουργούς με γνώσεις και ευαισθησία στην αντιμετώπιση ενός κακοποιημένου ατόμου, με νομική και οικονομική στήριξη των θυμάτων προκειμένου να αισθανθούν ασφαλείς και να ξαναπατήσουν στα πόδια τους, να επιστρέψουν στους χώρους εργασίας τους και να ανεξαρτητοποιηθούν. Κρατικές δομές και ξενώνες σε κάθε δήμο, κοντά σε κάθε γυναίκα που βάλλεται από την πατριαρχία και την έμφυλη κακοποίηση, όχι κρατικό χρήμα σε χέρια εργολάβων και ξενοδόχων κάτω από το πρόσχημα της δικής μας ασφάλειας. Όταν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι διαλαλούν πως δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα για τις ανάγκες μας, για τις ζωές μας, για την ασφάλεια και τον έλεγχο μας στα ίδια μας τα σώματα, εμείς θα λέμε «βρείτε τα» στα υπέρογκα ποσά για τους εξοπλισμούς και την προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ, που εξακολουθούν να κατηγορούν το θύμα «επειδή έδειχνε πολύ χαρούμενο». Για κάθε Κυριακή που είχε κάθε δικαίωμα να είναι ελεύθερη και χαρούμενη. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες