Συνεχίζουμε την παρουσίαση της σειράς «Ελλάδα και χρέος: Δύο αιώνες ανάμειξης των πιστωτών», μια σημαντική δουλειά του Ερίκ Τουσέν για την ιστορία του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το πρώτο μέρος, «Η ανεξάρτητη Ελλάδα γεννήθηκε με ένα απεχθές χρέος», δημοσιεύτηκε εδώ σε μετάφραση του Σωτήρη Σιαμανδούρα. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος, που δημοσιεύτηκε στο contra-xreos.gr σε μετάφραση του Πάνου Αγγελόπουλου.
Σύνοψη του 1ου μέρους
Ήδη από την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος, η Ελλάδα είναι δέσμια δανειακών συμβάσεων (1824, 1825 και 1833) που στο σύνολό τους αντιστοιχούν στο 245% του ΑΕΠ της. Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσσία) συνασπίζονται συγκροτώντας έτσι την πρώτη Τρόικα της νεότερης Ελλάδας, η οποία θα επιβάλλει τη μοναρχία του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα και θα καθυποτάξει τη χώρα δια του χρέους. Η Τρόικα υπερασπίστηκε συστηματικά τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών του Λονδίνου και του Παρισιού εξασφαλίζοντας της άντληση εκ μέρους τους του μέγιστου δυνατού κέρδους από ένα επονείδιστο χρέος. Ο ελληνικός λαός που κλήθηκε να πληρώσει το υψηλό κόστος μιας σπάταλης και πολεμοχαρούς μοναρχίας προέβη σε διαδοχικές εξεγέρσεις. Αν όμως πέτυχε την αποχώρηση του δεσπότη το 1862 και τη συνακόλουθη αναγνώριση ενός Συντάγματος που του παραχωρούσε θεμελιώδη πολιτειακά και πολιτικά δικαιώματα, δεν κατόρθωσε να σπάσει τα δεσμά του χρέους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις διατήρησαν την Ελλάδα σε καθεστώς υποτέλειας και αρνήθηκαν πεισματικά στον ελληνικό λαό την άσκηση της εθνικής του κυριαρχίας. Η μοναρχία και οι άρχουσες τάξεις επιχείρησαν συστηματικά να στρέψουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στον εθνικισμό με βασικό τους εργαλείο και όχημα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εισαγωγή 2ου μέρους
Σύμφωνα με μια παραπλανητική ή εσφαλμένη αλλά πάντα κυρίαρχη αφήγηση, η Ελλάδα κατάφερε να επιστρέψει στις αγορές τη δεκαετία του 1880, αφενός χάρη στη συμφωνία που επετεύχθει το 1878 με τους πιστωτές για το χρέος της περιόδου 1824-1825[1], αφετέρου χάρη στην εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής πολιτικής μείωσης των δημοσίων δαπανών. Λέγεται έτσι ότι, στη συνέχεια, η Ελλάδα προέβη εκ νέου στη σύναψη επαχθών δανείων, γεγονός που οδήγησε σε νέα κρίση χρέους και αναστολή των πληρωμών του αρχής γενομένης το 1893. Αυτή η αδυναμία της Ελλάδας να διαχειριστεί με έλλογο τρόπο την προσφυγή στο δανεισμό έκανε τις Μεγάλες Δυνάμεις να της επιβάλουν μια διοικητική επιτροπεία δημοσιονομικού ελέγχου η οποία ανέλαβε την εκπόνηση και εφαρμογή του κρατικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια εκδοχή των γεγονότων είναι ψευδής.
Βρίσκουμε ένα παράδειγμα της διαδεδομένης αυτής αφήγησης στην εφημερίδα Le Monde της 16ης Ιουλίου 2015 : «Όπως όμως και σήμερα, η χώρα μαστίζεται από τις πελατειακές σχέσεις και την φοροαποφυγή των υψηλά ιστάμενων. Ο Βαυαρός Όθωνας Α΄, μονάρχης βαυαρικής καταγωγής που επεβλήθη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, εφαρμόζει ήδη από την Ανεξαρτησία μια σπάταλη πολιτική μεγάλων έργων. Ο δημόσιος τομέας προσλαμβάνει αφειδώς, ο δε στρατός απομυζά πόρους και διάγει πολυτελή ζωή… Το σύνολο χρηματοδοτείται από γενναιόδωρα (sic) δάνεια εκ μέρους των δυτικών χωρών. Η κυβέρνηση χάνει γρήγορα τον έλεγχο : το 1893, σχεδόν το ήμισυ των κρατικών εσόδων διατίθεται για την αποπληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων»[2].
Ένα αντίστοιχο παράδειγμα βρίσκουμε στο ελβετικό οικονομικό περιοδικό Bilan της 20ης Ιουνίου 2015 : «Χάρη στη συμφωνία που κυρώθηκε το 1878, η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί εκ νέου από τις αγορές από τον επόμενο ήδη χρόνο, το 1879. Κατά τα δεκατέσσερα επόμενα έτη, η Αθήνα θα αντλήσει ποσά που στην πραγματικότητα ισοδυναμούν με 530 εκατομμύρια φράγκα από πιστωτές του Παρισιού, του Λονδίνου και του Βερολίνου. Ωστόσο, λιγότερο από το 25% του ποσού αυτού θα πάει σε επενδύσεις έργων υποδομής για την ανάπτυξη της χώρας. Το υπόλοιπο αφιερώνεται κατά κύριο λόγο σε στρατιωτικές δαπάνες, καθώς η Ελλάδα επιδόθηκε επανειλημένα σε συρράξεις με τις γειτονικές της χώρες (με διαφορετικές κάθε φορά εκβάσεις)»[3].
Αυτό που αληθεύει στο κυρίαρχο αυτό αφήγημα είναι ότι οι ξένοι τραπεζίτες παρείχαν νέα δάνεια στην Ελλάδα. Η αφήγηση αναγνωρίζει επίσης ότι η μοναρχία ήταν σπάταλη και ενέπλεξε τη χώρα σε εξαιρετικά δαπανηρές στρατιωτικές συρράξεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι σχολιαστές, πάντα έτοιμοι να δικαιολογήσουν τη στάση των πιστωτών (όπως η δημοσιογράφος της Monde που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ένα πραγματικά οξύμωρο σχήμα χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω δάνεια «γενναιόδωρα») και επισημαίνουν ότι υπήρχε ένα πραγματικό πρόβλημα είσπραξης φόρων.
Ας δούμε τώρα τι πραγματικά συνέβη. Κατά τη δεκαετία του 1880, οι τραπεζίτες των Μεγάλων Δυνάμεων (της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσσίας, αλλά και της Γερμανίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας…) ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να παράσχουν δάνεια σε χώρες που εξέρχονται ενός καθεστώτος αναστολής πληρωμών. Θέτουν δε έναν όρο : τα παλαιά χρέη πρέπει να αναδιαρθρωθούν και η χώρα οφείλει να επανεκκινίσει τις πληρωμές της. Οι περισσότερες από τις χώρες που είχαν κηρύξει αδυναμία πληρωμών αποδέχτηκαν αναδιαρθρώσεις χρεών οι οποίες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για τους πιστωτές. Το μέλημα των τελευταίων ήταν να διαθέσουν κεφάλαια ώστε οι χρεωμένες χώρες να ανακτήσουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εξόφληση των παλαιών χρεών τους. Για το μεγάλο κεφάλαιο των κυρίαρχων χωρών ήταν επίσης ένας τρόπος να προβούν σε ελκυστικές επενδύσεις, δεδομένου ότι το καπιταλιστικό σύστημα περνούσε σε μια νέα φάση επέκτασης μέσω της μαζικής εξαγωγής κεφαλαίων με τη μορφή είτε δανειακών είτε επενδυτικών συμφωνιών με τις χώρες της περιφέρειας. Πρόκειται για την αρχή της «ιμπεριαλιστικής» φάσης του παγκόσμιου κεφαλαίου[4].
Οι αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ελλάδα, την Κόστα Ρίκα, την Παραγουάη, το Περού και την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ιδού κάποια παραδείγματα αναδιάρθρωσης χρέους κατά την περίοδο 1878-1890 :
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 1878 και τα επακόλουθά της. Το ελληνικό χρέος που συνδέεται με τα δάνεια του 1824 και του 1825 αναδιαρθρώθηκε το 1878 και οι πιστωτές πέτυχαν από την Ελλάδα την αποπληρωμή του ποσού που αντιστοιχούσε στα δάνεια της περιόδου αυτής. Δεν υπήρξε λοιπόν πραγματική απομείωση χρέους και η Ελλάδα ξανάρχισε να πληρώνει τόσο τους τόκους όσο και το αρχικό κεφάλαιο των πρότερων δανείων της[5]. Μεταξύ 1879 και 1890, η Ελλάδα εξόφλησε το σύνολο του αναδιαρθρωμένου χρέους στους ιδιώτες πιστωτές της. Το ελληνικό χρέος όμως δεν μειώθηκε, διότι απλά η Ελάδα σύναψε νέα δάνεια για να αποπληρώσει τα παλαιότερα. Συνέχισε επομένως να εξοφλεί τα παλαιά δάνεια που αναδιαθρώθηκαν το 1878 και τα νέα δάνεια που σύναψε κατά τη δεκαετία του 1880.
Η αναδιάρθρωση του χρέους της Κόστα Ρίκα το 1885. Η Κόστα Ρίκα που είχε κηρύξει παύση πληρωμών το 1874, δέχεται το 1885 μια αναδιάρθρωση χρέους ιδιαίτερα επωφελή για τους πιστωτές της : αυτοί αποκτούν ένα μέρος των σιδηροδρόμων της χώρας, 230 000 εκτάρια γης και 2 εκατομμύρια λίρες στερλίνες.
Η αναδιάρθρωση του χρέους της Παραγουάης το 1885. Η Παραγουάη που βρισκόταν επίσης σε παύση πληρωμών από το 1874, δέχτηκε να παραχωρήσει στους πιστωτές ένα εκατομμύριο εκτάρια και 800 000 λίρες.
Η αναδιάρθρωση του χρέους του Περού το 1890. Η αναδιάρθρωση αυτού του χρέους (του πιο σημαντικού στη Λατινική Αμερική) επήλθε το 1890 με πολύ δυσμενείς όρους για τη χώρα : στους πιστωτές εκχωρήθηκαν το σύνολο των δημόσιων σιδηροδρόμων, δυο εκατομμύρια τόνοι γκουανό (φυσικό λίπασμα), μια ακτοπλοϊκή γραμμή στη λίμνη Τιτικάκα, δυο εκατομμύρια εκτάρια γης, τα ορυχεία του Σέρο ντε Πάσκο και, ωσάν κερασάκι στην τούρτα, ένα νέο δάνειο προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα μέρος του χρέους που τελούσε υπό αναστολή πληρωμής. Το Περού ολοκλήρωσε την αποπληρωμή του φερόμενου ως αναδιαρθρωμένου χρέους του το 1926 !
Η αναδιάρθρωση του χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την παύση πληρωμών το 1875, το χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναδιαρθρώθηκε μερικώς το 1881. Οι πιστωτές απαίτησαν τη μέγιστη εξόφλησή του. Για το σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε μια οικονομική επιτροπή από ειδικούς που όρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Όπως γράφει η Louise Abellard : «Το 1881 συστήνεται ένας οργανισμός υπό τον τίτλο Διοίκηση για το οθωμανικό δημόσιο χρέος. Σε αυτόν μεταφέρονται, με αυτοκρατορικό διάταγμα, πολλά έσοδα της Αυτοκρατορίας κατά τρόπο ‘οριστικό και αμετάκλητο’ (τελωνειακά έσοδα, φόροι επί οινοπνευματωδών ποτών, τέλη χαρτοσήμων, δικαιώματα αλιείας, φόροι επί του μεταξιού, μονοπώλια στο αλάτι και τον καπνό…). Εφεξής, τα έσοδα αυτά θα καταβάλλονται από τη Διοίκηση στους πιστωτές εν είδει αποζημιώσεων για τους τίτλους που διακρατούσαν πριν την παύση πληρωμών. Ο εν λόγω οργανισμός διοικούνταν εξολοκλήρου από ευρωπαίους (Γάλλους, Άγγλους, Ολλανδούς, Γερμανούς και Ιταλούς), οι οποίοι ήταν οι άμεσοι εκπρόσωποι των εθνικών πιστωτών. Εντελώς ανεξάρτητη από την κεντρική οθωμανική εξουσία, η αρχή αυτή αποτελούσε ένα εργαλείο απόλυτης εγγύησης για τους πιστωτές, οι οποίοι μπορούσαν πια να είναι σίγουροι ότι τα ποσά που είχαν επενδύσει τόσο κατά το μακρινό όσο και το πρόσφατο παρελθόν θα εξοφλούνταν στο ακέραιο. Με τη Διοίκηση λοιπόν οι κάτοχοι τίτλων αποκτούσαν άμεσα δικαιώματα διαχείρισης των οικονομικών της Αυτοκρατορίας μέχρις ότου αποζημιωθούν πλήρως για τη ‘ζημία’ που είχαν υποστεί (και, στην πραγματικότητα, μέχρι το τέλος της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Σταδιακά μάλιστα οι δικαιοδοσίες της Διοίκησης επεκτάθηκαν, καθιστώντας την βασική εγγυήτρια και εποπτική αρχή για τη σύναψη κάθε συμφωνίας που άπτονταν έργων υποδομής (ειδικότερα δε των σιδηροδρόμων)»[6].
Οι αναδιαρθρώσεις χρέους χρησιμοποιήθηκαν για την έναρξη ενός νέου κύκλου δανεισμού και για την επέκταση του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών
Οι αναδιαρθρώσεις χρέους που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 1870-1880 εξυπηρετούσαν τη βούληση των πιστωτών να τοποθετήσουν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη τα άφθονα κεφάλαια που είχαν συσσωρεύσει στις χώρες του Κέντρου (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία…). Αυτές οι τοποθετήσεις κεφαλαίων γίνονταν είτε υπό τη μορφή επενδύσεων είτε υπό τη μορφή δανειακών συμβάσεων. Βασικός στόχος των νέων δανείων ήταν να διασφαλίσουν ρευστότητα στις χώρες που είχαν κηρύξει παύση πληρωμών ώστε αυτές να ξαναρχίσουν να πληρώνουν τα χρέη τους. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως είδαμε και παραπάνω όσον αφορά τη Λατινική Αμερική, οι αναδιαρθρώσεις χρέους πήραν εν μέρει τη μορφή ανταλλαγής παλαιών τίτλων χρέους έναντι τίτλων ιδιοκτησίας γης ή/και επιχειρήσεων. Το βασικό κριτήριο των τραπεζών ή άλλων επενδυτών δεν ήταν ούτε η οικονομική υγεία των δανειοληπτριών χωρών, ούτε η ικανότητά τους να διαχειριστούν τα ποσά των δανείων, ούτε η δυνατότητα να τα εξοφλήσουν. Οι βασικές τους μέριμνες ήταν να χρησιμοποιήσουν τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για να αντλήσουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση, για να διατηρήσουν τις χρεωμένες χώρες σε μια σχέση διαρκούς ανάγκης εξωτερικής χρηματαδότησης – εξασφαλίζοντας μάλιστα ότι, σε περίπτωση δυσκολιών αποπληρωμής, οι κυβερνήσεις των δικών τους χωρών θα ήταν έτοιμες να παρέμβουν ακόμα και με στρατιωτικά μέσα για να επιβάλουν την επανεκκίνηση ή τη συνέχιση των πληρωμών - ή ακόμα για να ενισχύσουν το καθεστώς αποικιοκρατίας στις εν λόγω χώρες.
Στην Τυνησία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα, οι ισχυροί πιστωτές – μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία καταλάμβαναν πάντα μια προνομιακή θέση – επέβαλαν μια διεθνή δομή διαχείρισης με ιδιαίτερα εκτεταμένες εξουσίες. Το ελληνικό κράτος γνώρισε αυτή την κατάσταση από την ίδρυσή του, όπως δείχνει η συμφωνία του 1832 με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσσία και το Βασίλειο της Βαυαρίας με την οποία καθιερώνεται η μοναρχία και δίδεται απόλυτη προτεραιότητα στην εξόφληση του χρέους[7]. Στην Τυνησία, μια διεθνής οικονομική επιτροπή επιβλήθηκε το 1869, προτού η χώρα περιέλθει εξολοκλήρου στον άμεσο έλεγχο της Γαλλίας το 1881. Όσον αφορά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι πιστώτριες δυνάμεις δημιούργησαν τη Διοίκηση του δημόσιου χρέους, η οποία διέθετε είκοσι γραφεία άμεσης είσπραξης στο σύνολο της επικράτειας (από την Υεμένη έως τη Θεσσαλονίκη) και 5 000 υπαλλήλους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το καθεστώς υποτέλειας στις πιστώτριες δυνάμεις που εγγράφηκε εκ των πραγμάτων στη διεθνή ληξιαρχική πράξη γέννησης του νέου κράτους, πήρε μορφές οι οποίες, καίτοι εξελίχθηκαν, δεν έπαψαν ποτέ να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους : από την φυσική συμμετοχή και εποπτεία των Βρετανών, Γάλλων και Ρώσσων πρέσβεων στο υπουργικό συμβούλιο το 1843[8], μέχρι τη διεθνή επιτροπή οικονομικών του 1898 (η οποία, σημειωτέον, διατηρήθηκε μέχρι την περίοδο της ναζιστικής κατοχής), περνώντας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή ελέγχου που συστάθηκε το 1857 για να εξασφαλίσει την αποπληρωμή του χρέους του 1833.
Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης του 1890-1891 στην Ελλάδα
Το Νοέμβριο του 1890, το Σίτι του Λονδίνου γνωρίζει μια κατάσταση ανάλογη με αυτή που γνώρισαν το Σεπτέμβριο του 2008 οι ΗΠΑ με την πτώχευση της Lehman Brothers η οποία οδήγησε στο κλείσιμο της στρόφιγγας πιστώσεων (credit crunch), σε μια διεθνή τραπεζική κρίση και, ένα χρόνο μετά, σε μια παγκόσμια οικονομική ύφεση. Στις 8 Νοεμβρίου 1890, οι τραπεζίτες του Λονδίνου συναντιούνται επειγόντως για να επεξεργαστούν τρόπους αντιμετώπισης του πανικού που θα προκαλούσε μια πιθανή πτώχευση της Baring Brothers, μιας από τις βασικές τράπεζες του Λονδίνου. Στις 10 Νοεμβρίου, συναντιούνται και με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία αναλαμβάνει να έλθει σε επαφή με τις αρχές των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να εξευρεθεί μια συντονισμένη απάντηση στην κρίση. Μολονότι η Baring Brothers διασώθηκε (κάτι που δεν συνέβη στην πρίπτωση της Lehman Brothers), μια ισχυρή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση ξέσπασε κατά την περίοδο 1891-1892. Μεταξύ των τραπεζών που οργάνωσαν τη διάσωση της Baring Brothers περιλαμβάνονταν η Banque Rothschild (η οποία ήταν παρούσα σε Λονδίνο, Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και έπαιξε κεντρικό ρόλο στη σύναψη του χρέους της Ελλάδας), καθώς και δυο τράπεζες που στη συνέχεια θα συγχωνευτούν, η J. P. Morgan (η οποία ήταν ήδη η βασική τράπεζα επενδύσεων των ΗΠΑ) και J. S. Morgan (επίσης παρούσα στο Λονδίνο και συνδεόμενη με άμεσους οικογενειακούς δεσμούς με την J. P. Morgan)[9].
Στα άρθρα που ο μεγάλος διεθνής Τύπος αφιέρωσε κατά τη διετία 2015-2016 στην κρίση του ελληνικού χρέους, δεν θα βρείτε πουθενά μια συσχέτιση ανάμεσα στην εξέλιξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης και την αναστολή πληρωμής του χρέους που κήρυξε το ελληνικό κοινοβούλιο το καλοκαίρι του 1893. Παρ’όλα αυτά, η κρίση που ξεκίνησε στο Λονδίνο το Νοέμβριο του 1890 προκάλεσε διεθνή οικονομική ύφεση, συρρίκνωση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, παύση διεθνών τραπεζικών πιστώσεων… Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κάθετη πτώση των εξαγωγών της τη στιγμή που είχε απόλυτη ανάγκη από το συνάλλαγμα σε ισχυρό ξένο νόμισμα που της εξασφάλιζαν αυτές οι εξαγωγές για να συνεχίσει να πληρώνει το εξωτερικό χρέος της. Οι πωλήσεις της κορινθιακής σταφίδας στο εωτερικό αντιπροσώπευαν τα 2/3 των ελληνικών εξαγωγών ! Οι εξαγωγές αυτές σημείωσαν πτώση της τάξης του 50% κατά την περίοδο 1891 και 1893. Και υπήρχαν δυο λόγοι γι αυτήν την κάθετη πτώση : 1. η διεθνής κρίση και η συρρίκνωση της ζήτησης στις πιο πλούσιες χώρες, 2. η απόφαση που πήραν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσσία να επιβάλουν έναν φόρο στις εισαγωγές κορινθιακής σταφίδας στις αγορές τους. Οι τρεις αυτές μεγάλες πιστώτριες δυνάμεις της Ελλάδας περιόρισαν δραστικά την πρόσβαση της κορινθιακής σταφίδας στις αγορές τους την ίδια στιγμή που υποστήριζαν με ζήλο την αρχή ελεύθερων συναλλαγών και την κατάργηση όλων των φόρων και δασμών σε εισαγωγές και εξαγωγές[10]. Για την Ελλάδα, η πτώση των εσόδων από τις εξαγωγές, σε συνδυασμό με την αδυναμία να εξασφαλιστούν νέες πιστώσεις από βρετανικές, γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οδήγησε στην απόφαση της αναστολής πληρωμής του χρέους καθώς το 56% των κρατικών εσόδων ήταν αφιερωμένα σε αυτό[11]. Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με ό,τι προηγήθηκε, υπάρχει επίσης η πτώση της αξίας του ενικού της νομίσματος σε σχέση με την αγγλική λίρα και τα άλλα ισχυρά νομίσματα. Με ένα υποτιμημένο νόμισμα, το πραγματικό κόστος της αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους ήταν ακόμα πιο δυσβάστακτο.
Όσον δε αφορά τους σχολιαστές που κατηγορούν την Ελλάδα ότι προβαίνει εύκολα σε αθέτηση πληρωμών, θα ήταν χρήσιμο να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Ισπανία προέβη σε αναστολή πληρωμών του χρέους της έξι φορές, η Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία πέντε, τρεις φορές η Πορτογαλία, δυο η Πρωσία και μια η Ρωσία[12].
Ο πόλεμος του 1897 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η αναδιάρθρωση χρέους που ακολούθησε
Η ελληνική μοναρχία και οι εγχώρια άρχουσα τάξη επιδόθηκαν σε έναν καταστροφικό πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1897, γνωστό και ως «Ατυχή πόλεμο». Οι Μεγάλες Δυνάμεις χειραγώγησαν με σαφήνεια και μέχρι την τελευταία στιγμής τα δυο ήδη αντιπαλώμενα κράτη προκειμένου να τα οδηγήσουν σε πόλεμο[13]. Ο στόχος τους ; Αποδυναμώνοντάς τα μέσω μιας στρατιωτικής σύρραξης, μπορούσαν να ενισχύσουν το βαθμό ελέγχου τους και στις δυο χώρες, ειδικότερα μέσω του χρέους. Όσο πιο δαπανηρός ήταν ο πόλεμος τόσο θα μπορούσαν να αυξήσουν τις απαιτήσεις τους τόσο ως προς την Ελλάδα όσο και ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κατάληξη ήταν ένα σύμφωνο ειρήνης που υπεγράφη στην Ισταμπούλ στις 4 Δεκεμβρίου 1897 υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας (μέλη της Τρόικας που είχε ήδη συγκροτηθεί από το 1830), της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας[14]. Το 1898, ένα νέο δάνειο παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, με την Τρόικα να αναλαμβάνει γι ακόμη μια φορά τον ρόλο του εγγυητή. Το δάνειο αυτό δόθηκε στο πλαίσιο του συμφώνου ειρήνης και περιελάμβανε την καταβολή εκ μέρους της Ελλάδας μιας σημαντικής αποζημίωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν κάθε συμφέρον η Ελλάδα να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του εν λόγω δανείου για να αποζημιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ήλεγχαν ήδη τα οικονομικά της τελυταίας και μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις αποζημιώσεις αυτές για την αποπληρωμή του χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους πιστωτές της. Οι πιστωτές της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν οι ίδιοι !
---------------------------------------------------------------------------------------
Το δάνειο του 1898 και η υπαγωγή της Ελλάδας σε καθεστώς επιτροπείας μέσω της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών
Η νόμος που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 1898 είναι πανομοιότυπος με το σχέδιο νόμου που συνέταξε η Διεθνής Επιτροπή Οικονομικών (ΔΕΟ). Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί όλους τους όρους των πιστωτών. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η ΔΕΟ αναλαμβάνει τον έλεγχο των κρατικών εσόδων και τα διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση του χρέους :
- του δανείου του 1833 με εγγυητές τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία,
- των δανείων που σύναψε το ελληνικό κράτος στο εξωτερικό κατά την περίοδο 1881- 1893,
- του νέου δανείο που αναγκάστηκε να συνάψει η Ελλάδα προκειμένου να αποπληρώσει τα προηγούμενα και να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το δάνειο του περιλαμβάνει δυο μέρη :
1) Ένα δάνειο για την πολεμική αποζημίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ύψους 92 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (4 εκατομμύρια τουρκικές λίρες), στα οποία προστίθενται 2,3 εκατομμύρια φράγκα (100.000 τουρκικές λίρες) που η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση για τις ζημίες που προκάλεσε σε ιδιωτικές περιουσίες.
2) Ένα νέο δάνειο για να εξοφλήσει παλαιά χρέη και για να καλύψει το έλλειμμα του έτους 1897 ώστε να μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος της, τουτέστιν ένα συνολικό ποσό 55 εκατομμυρίων φράγκων που προορίζεται :
- για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους κατά το έτος 1897 (26 εκατομμύρια φράγκα),
- για τις πληρωμές που η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει το 1898 στους κατόχους του παλαιού εξωτερικού χρέους της (2,5 εκατομμύρια φράγκα),
- για την αποπληρωμή ή την μετατροπή του κυμαινόμενου χρέους της σε χρυσό (26,5 εκατομμύρια φράγκα).
Το νέο δάνειο που επιβαρρύνει την Ελλάδα ανέρχεται στα 123,5 εκατομμύρια φράγκα (28,5+95), στα οποία προστίθεται η μετατροπή του χρέους της ύψους 26,5 εκατομμυρίων φράγκων. Στο δάνειο μάλιστα αυτό θα προστεθεί, με το πέρας του χρόνου και ανάλογα με τις ανάγκες, και πάντα υπό τη μορφή νέων δανείων, ένα ποσό που θα ανέλθει στα 20 εκατομμύρια φράγκα για την κάλυψη των συνολικών ελλειμάτων των επομένων ετών.
Το άρθρο 4 του νόμου που συνέταξε η ΔΕΟ και ενέκρινε υπάκουα το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 1898, διευκρινίζει ότι «τα διοικητικά έξοδα της Επιτροπής, που ανέρχονται στο ποσό των 150.000 φράγκων, συμπεριλαμβανομένων των 60.000 φράγκων που προβλέπονται για τις απολαβές των έξι Αντιπροσώπων, θα αντλούνται από το συνολικό ποσό των κρατικών εσόδων». Οι έξι αντιπρόσωποι εκπροσωπούν τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Αυστρο-ουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Η ΔΕΟ επιβάλλει στην Ελλάδα να καταβάλει περίπου 39 εκατομμύρια δραχμές ετησίως, ενώ κατά μέσο όρο τα συνολικά έσοδα του κράτους (πλην των δανείων) ανέρχονται σε περίπου 90 εκατομμύρια δραχμές. Τούτο σημαίνει ότι το 43% των κρατικών εσόδων διατίθεται απευθείας για την αποπληρωμή του χρέους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι κανένα μέρος του νέου δανείου δεν προορίζεται για την ενίσχυση της οικονομίας της χώρας, την ανάπτυξη των υποδομών της, τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Το νέο δάνειο χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την αποπληρωμή παλαιών χρεών, για την καταβολή αποζημιώσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που με τη σειρά της κάνει χρήση της αποζημίωσης για να πληρώσει τους πιστωτές της, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και πιστωτές της Ελλάδας) ή για την κάλυψη του ελλείματος του ελλείματων τρεχουσών συναλλαγών.
Τα μέλη της ΔΕΟ υπογραμμίζουν ότι κατά μέσο όρο ο συνολικός προϋπολογισμός του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν θα υπερβαίνει τα 3,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ η βασιλική προικοδότηση ανέρχεται στα 1,3 εκατομμύρια δραχμές, οι δαπάνες για την αστυνομία φθάνουν τα 1,7 εκατομμύρια και αυτές για το στρατό στα 15 εκατομμύρια δραχμές ! Στο βασικό προϋπολογισμό της ΔΕΟ δεν προβλέπεται καμία απολύτως δαπάνη για τη δημόσια υγεία. Οι δαπάνες για τους σιδηροδρόμους ανέρχονται στο γελοίο ποσό των 84.350 δραχμών (που αντιστοιχεί, ενδεικτικά, στο 7,5% της βασιλικής προικοδότησης). Να σημειώσουμε επίσης ότι η ΔΕΟ επέβαλε στην Ελλάδα την αναγνώριση ενός χρέους προς τους κληρονόμους του βασιλιά Όθωνα (ο οποίος ανατράπηκε από το λαό το 1862), συνολικού ύψους 4 εκατομμυρίων δραχμών. Η ετήσια επιβάρρυνση που αντιστοιχεί στην πληρωμή αυτού του χρέους ανέρχεται σε 200.260 δραχμές, δηλαδή 2,5 φορές το ποσό που διατίθεται για τους σιδηροδρόμους της χώρας !
Η Επιτροπή δηλώνει κατηγορηματικά ότι και για το μέλλον στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό «δεν προβλέπεται κανένα ποσό για την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων όπως η βελτίωση των λιμένων ή η κατασκευή νέων σιδηροδρομικών γραμμών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής, κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να αυξήσει τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού οφείλει να αναβληθεί μέχρις ότου επέλθει σταθεροποήση και σξισορρόπηση των οικονομικών της χώρας». Πρόκειται για μια ρητή αναγνώριση της βούλησης των μεγάλων πιστωτριών δυνάμεων να διατηρήσουν την οικονομία της χώρα σε μια κατάσταση καθυστέρησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου, η Επιτροπή ιδιοποιείται, για την αποπληρωμή του χρέους :
- το σύνολο των εσόδων από τα τέλη χαρτοσήμου, περίπου 10 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από τέλη και δασμούς που εισπράττονται από το τελωνείο του Πειραιά, περίπου 10,7 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από τους φόρους επί των προϊόντων καπνού, περίπου 6,6 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από μονοπώλια σε αλάτι, λάδι, σπίρτα, τραπουλόχαρτα, τσιγαρόχαρτα, στα οποία προστίθεται το σύνολο των εσόδων από τα ορυχεία σμύριδας της Νάξου, περίπου 12,3 εκατομμύρια δραχμές.
Σε ποιον όμως αναθέτει η ΔΕΟ την είσπραξη των εσόδων που προέρχονται από τα μονοπώλια ; Τα καθιερωμένα μονοπώλια του λαδιού, του πετρελαίου, των σπίρτων, των τραπουλόχαρτων των τσιγαρόχαρτων και της σμύριδας Νάξου τα διαχειρίζεται μια ελληνική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Εταιρία Διαχείρισης Εσόδων για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους (ένας πρόγονος του ΤΑΙΠΕΔ[15] που επέβαλε η σημερινή Τρόικα το 2010). Οι πιστωτές επέβαλαν στην Ελλάδα να θέσει αυτήν την ανώνυμη εταιρία «υπό την άμεση εποπτεία της Διεθνούς Επιτροπής ΟΙκονομικών εν είδει ελεγκτικού οργάνου». Επιπλέον, «ένα μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που ορίζεται από αυτήν θα έχει το δικαίωμα να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης, ενώ η Επιτροπή δύναται να θέτει βέτο σε κάθε μέτρο που κρίνει ότι είναι αντίθετο με το νόμο ή με τα συμφέροντα που έχει αναλάβει να προασπίζει»[16].
Σύμφωνα με το άρθρο 24, «όλα τα ποσά που εισπράττει η Εταιρία σύμφωνα με το άρθρο 14 θα καταβάλλονται στο ακέραιο, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, στο ταμείο Ελέγχου». Στην περίπτωση που τα προαναφερθέντα έσοδα είναι ανεπαρκή, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισπράξει τα έσοδα από τα τελωνεία Λαυρίου (το ακαθάριστο προϊόν των οποίων εκτιμάται σε 1,5 εκατομμύρια δραχμές), Πάτρας (2,4 εκατομμύρια), Βόλου (1,7 εκατομμύρια), Κέρκυρας (1,6 εκατομμύρια), όπως προβλέπει το άρθρο 12 του νόμου.
Το άρθρο 36 προβλέπει ότι τα μέλη της ΔΕΟ μπορούν να παρεμβαίνουν αυτοπροσώπως στις εφορίες, στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις υπηρεσιών των οποίων τα έσοδα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, για να διασφαλίσουν έτσι την ορθή εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων και ρυθμίσεων. Έχουν επίσης πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, τους λογαριασμούς και τα λογιστικά έγγραφα των εν λόγω υπηρεσιών. Το άρθρο 38 ορίζει ότι «ο συγκεκριμένος νόμος δεν δύναται να τροποποιηθεί παρά με τη συγκατάθεση των έξι Δυνάμεων».
Τα συμπεράσματα της ΔΕΟ αποτελούν μνημειώδη ανθολογία ψεύδους και υποκρισίας : «Εν κατακλείδι, για την ολοκλήρωση του έργου της, η Επιτροπή εμφορείται από τα υψηλά ιδεώδη και την καλή προαίρεση που χαρακτηρίζουν τη στάση των Δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα. Ικανοποιώντας τις νόμιμες απαιτήσεις των υφιστάμενων πιστωτών, λαμβάνει επίσης σοβαρά υπόψη της τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η χώρα. Την ίδια στιγμή, αν φροντίζει να πλαισιώσει την είσπραξη και τη χρήση των εσόδων που διατίθενται για την εξυπηρέτηση του χρέους με εγγυήσεις ικανές να παράσχουν κάθε δυνατή ασφάλεια στους κεφαλαιούχους, μεριμνά επίσης, στο μέτρο του δυνατού, για την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και της ελληνικής κυβέρνησης. Το μέλλον της Ελλάδα επαφίεται πλέον στη σύνεση που θα επιδείξει η ίδια. Αν επιδοθεί με εργατικότητα, γαλήνη και ειρήνη στο έργο της βελτίωσης της διοίκησής της, στην ανάπτυξη των αγροτικών της πόρων, στην ενθάρρυνση της νεότευκτης βιομηχανίας της και στην επέκταση των εμπορικών της σχέσεων, η οικονομική της κατάσταση θα αποκατασταθεί τάχιστα, η ευεργετική της επιρροή της θα εξαπλωθεί στο σύνολο της σφαίρας που της αντιστοιχεί και, συνεπικουρούμενη σε αυτό το ευγενές έργο από τη ευμένεια των Δυνάμεων, θα κατορθώσει, με την απαιτούμενη επιμονή και υπομονή, να κατακτήσει στην ανατολική Ευρώπη μια θέση εφάμιλη του ένδοξου παρελθόντος της».
Πρόκειται για την ίδια ρητορική που χρησιμοποιεί ακόμα σήμερα, στον 21ο αιώνα, η ευρωπαϊκή επιτροπή και οι κυβερνήσεις των πιστωτριών χωρών.
Πηγές
- το διπλωματικό έγγραφο (στα γαλλικά) : Οικονομική συμφωνία με την Ελλάδα, εργασίες της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που επιφορτίστηκε με την προετοιμασία του σχεδίου / Υπουργείο Εξωτερικών – Παρίσι, 1898, 223 σελίδες,
http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613443s/f1.item.r=1898%20Gr%C3%A8ce%20Commission.zoom
- το κείμενο του ελληνικού νόμου με το οποίο κυρώνονται και τίθενται σε εφαρμογή οι εντολές της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών, «ΦΕΚ A 28/1898 Περί Διεθνούς Ελέγχου, Νόμος ΒΦΙΘ»
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη δεκαετία του 1870 και μετά, η Γερμανία και οι Γερμανοί τραπεζίτες παρεμβαίνουν ολοένα και πιο ενεργά στην περιοχή των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι ο οθωμανικός στρατός είχε στις τάξεις του γερμανούς αξιωματικούς (μεταξύ των οποίων και κάποιοι στρατηγοί) που του παρείχε το Βερολίνο ως στρατιωτικούς συμβούλους. Τραπεζίτες και κυβερνήτες δραστηριοποιούνταν τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ισταμπούλ. Έτσι, δίπλα στις Μεγάλες Δυνάμεις που απάρτιζαν την Τρόικα και ήταν απανταχού παρούσες από την Ανεξαρτησία και μετά και έσπευσαν να επωφεληθούν από την ελληνική ήττα για να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Αθήνα, βρίσκουμε πλέον και τη Γερμανία[17].
Στον απόηχο της συνθήκης ειρήνης και του νέου δανείου, μια νέα συμφωνία, αναθεωρημένη από την ΔΕΟ, επιβάλλεται στην Ελλάδα. Η Επιτροπή εγκαθίσταται στην Αθήνα και αναλαμβάνει τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού προϋπολογισμού, ο οποίος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του χρέους (βλ. το παραπάνω τμήμα με τίτλο: "το δάνειο του 1898…"). Η κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να τροποποιήσει τους όρους χρήσης αυτών των εσόδων ή της φορολογίας χωρίς τη συγκατάθεση της ΔΕΟ. Αυτό προσιδιάζει αρκετά στη σημερινή κατάσταση... Η Επιτροπή λειτούργησε μέχρι την κατοχή της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία το 1942 ![18]
Εκτός από την αποζημίωση που η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απορροφούσαν εξολοκλήρου οι Μεγάλες Δυνάμεις, ένα μεγάλο μέρος του νέου δανείου έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τη συνέχιση των πληρωμών προς την Τρόικα του επαχθούς δανείου του 1833. Στη δεκαετία του 1930, η Ελλάδα εξοφλούσε ακόμα το δάνειο του 1833. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των οικονομολόγων Josefin Meyer, Carmen Reinhart και Christoph Trebesh (οι οποίοι συμμετέχουν συστηματικά σε έρευνες που διεξάγονται είτει από είτε για λογαριασμό του ΔΝΤ), μόνο το 25% των χρημάτων που δανείστηκε η Ελλάδα στην περίοδο 1894-1914 χρησιμοποιήθηκε για τακτικές δαπάνες (με εξαίρεση την εξυπηρέτηση του χρέους) και για επενδύσεις. Το 40% των ποσών που δανείστηκε χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή του χρέους και για τις αμοιβές των τραπεζικών υπαλλήλων. Το υπόλοιπο 35% χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικές δαπάνες (ας μην ξεχνάμε ότι οι βασικοί προμηθευτές στρατιωτικού υλικού ήταν οι μεγάλοι πιστωτές της χώρας, κάτι που ουδόλως έχει αλλάξει από τότε)[19]. Σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις, το μερίδιο των δανείων που αφιερώθηκε στην εξυπηρέτηση τακτικών εξόδων είναι σαφώς μικρότερο του 25% και δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 10 με 15%.
Συμπεράσματα
(του μέρους που αφιερώθηκε στις αναδιαρθρώσεις των χρεών του 1878 και του 1898)
Βάσει των παραπάνω, το χρέος που προκύπτει από τις αναδιαρθρώσεις του 1878 και 1898 θα πρέπει να θεωρηθεί απεχθές. Η αναδιάρθρωση το 1878 δεν έκανε τίποτε άλλο από το να υποχρεώνει την Ελλάδα να συνεχίσει την αποπληρωμή του χρέους της περιόδου 1824-1825, ενός παράνομου χρέους καθότι οι όροι του ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για τη χώρα και εξαιρετικά ευνοϊκοί για τους πιστωτές. Αυτή η αναδιάρθρωση καθιστούσε επίσης επαχθή την αποπληρωμή του χρέους και οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια νέα κρίση, η οποία και ξέσπασε το 1893. Η αναδιάρθρωση του 1898 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το βαθμό καταναγκασμού που ασκήθηκε στην κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό, ειδικότερα μέσω της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών. Επέτρεψε δε στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις να δημεύσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων, διατηρώντας παράλληλα την Ελλάδα υπό καθεστώς πλήρους εξάρτησης από τους πιστωτές της.
Το ακόλουθο σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro το Μάιο του 1898 καταδεικνύει με σαφήνεια τη στρατηγική των πιστωτών : «Το παλαιό πολιτικό ρητό έλεγε : Διαίρει και βασίλευε. Στις μέρες μας, έχει εν μέρει αντικατασταθεί από έναν νέο κανόνα : Δάνεισέ τους χρήματα για να τους διατηρήσεις υπό την κυριαρχία σου. Θα θέλαμε να μελετήσουμε, στις περιπτώσεις της πτωχής Ελλάδας, όπως το κάναμε ήδη και στην περίπτωση της Αιγύπτου, αυτή την εκλεπτυσμένη επινόηση της μοντέρνας ιδιοφυίας : ο έλεγχος του δανειστή επί του οφειλέτη αντικαθιστά τη βάναυση κατάκτηση μέσω της παλιάς ξιφολόγχης, το νομικό συμβούλιο μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε συμβούλιο κηδεμονίας, διακυβέρνησης αρχικά ήπιας και συλλογικής και στη συνέχεια σκληρής και προσωποπαγούς, προς όφελος του πιο πλούσιου, του πιο ισχυρού, του πιο επιδέξιου εκ των διαχειριστών και μετόχων. Θα θέλαμε να δούμε εν τη γενέσει του πώς πλέκεται και στενεύει αυτός ο κλοιός του χρήματος, αυτή η βασιλική οδός που ο αιώνας μας μετέτρεψε στο πιο αποτελεσματικό όπλο πολιτικής υπεροχής»[20].
Είναι επίσης σημαντικό να γίνει μια μελέτη ικανή να καθορίσει ποιο μέρος του εξωτερικού χρέους (του χρέους που καταβλήθηκε σε ξένο νόμισμα στις ξένες χρηματοπιστωτικές αγορές και πρέπει να διακριθεί από τα ελληνικά δάνεια που συνάφθηκαν σε εγχώριο νόμισμα) αγοράστηκε από πλούσιους Έλληνες οι οποίοι είτε διέμεναν στην Ελλάδα είτε αποτελούσαν μέρος της εύπορης ελληνικής ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη ή το Παρίσι[21]. Το βέβαιο είναι ότι αυτές οι ισχυρές ελληνικές ελίτ είχαν επενδύσει σημαντικό μέρος του πλούτου τους σε ελληνικά χρεόγραφα. Και τούτο σημαίνει ότι δεν είχαν κανένα συμφέρον να προτείνουν στους φίλους τους, δηλαδή στα στελέχη διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, να υιοθετήσουν μια σθεναρή στάση απέναντι στους πιστωτές.
(βλ. τα συμπεράσματα αυτού του άρθρου και το τέλος του τμήματος που αποκολουθεί με τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά).
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κάποια στοιχεία προς κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωνσσταντίνου Τσουκαλά, La Grèce de l’indépendance aux colonels [Η Ελλάδα από την Ανεξαρτησία μέχρι το πραξικόπημα των συνταρματαγχών], εκδ. Maspero, Παρίσι, 1970[22]. Τα αποσπάσματα δίνουν μια ιδέα της ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων και των μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκαν στο πλαίσιο της ύστερης συγκρότησης ενός περιφερειακού καπιταλιστικού κράτους.
«Η συνεχής αύξηση των φόρων και των βασικών καταναλωτικών ειδών επιβάρυνε κυρίως την εργατική και τη μεσαία τάξη, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται σε εμπορικές ενώσεις και συνδικάτα. Τον Μάρτιο του 1909, χιλιάδες καταστηματάρχες διαδήλωσαν βίαια, σε Αθήνα και Πειραιά, ενάντια στην άνιση κατανομή των φόρων. Την 14η Σεπτεμβρίου 1909, η Αθήνα δονήθηκε από μια τεράστια διαδήλωση άνω των 50.000 ατόμων (η πόλη αριθμούσε λιγότερο από 200.000 κατοίκους). Δηλώνοντας αμέριστη πίστη στην ‘επανάσταση’, οι διεκδικήσεις των Αθηναίων πήγαιναν πολύ πιο μακριά από τις προθέσεις των αξιωματικών [της νέας αρχής που μόλις είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας]. Απαιτούσαν την εφαρμογή ενός συστήματος προοδευτικού φόρου εισοδήματος, τη λήψη μέτρων για την προστασία της παραγωγής, μια διοικητική μεταρρύθμιση που θα επέτρεπε τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών και την κατάργηση του ισχύοντος καθεστώτος κατανομής των δημοσίων θέσεων στα μέλη του κυβερνώντος κόμματος. Απαιτούσαν επίσης τη βελτίωση του βιωτικού επιπέδου των εργαζομένων, τη δια νόμου απαγόρευση της τοκογλυφίας και την αναγωγή της σε αδίκημα. Αναδείκνυαν μια ταξική αντίθεση η οποία, πολιτικά, είχε παραμείνει επί μακρόν ανέκφραστη. Την ίδια στιγμή, η οργάνωση των εργατών είχε καταγράψει σημαντικές πρόδους χάρη στη δημιουργία πλήθους συνδικάτων, ενώ η δυσαρέσκεια των αγροτών είχε ενταθεί από το 1898, έτος κατά το οποίο η κρίση του εμπορίου σταφίδας, που αποτελούσε σταθερή πηγή εξαγωγών, είχε βυθίσει στην εξαθλίωση μια σημαντική μερίδα αγροτικού πληθυσμού. Η αναταραχή ήταν ιδιαίτερα έντονη στη Θεσσαλία, όπου το αίτημα για μια μεταρρύθμιση του συστήματος μεγάλης γαιοκτησίας που είχε κληροδοτηθεί από τους Τούρκους, πυροδότησε κατά την περίοδο 1905-1910 μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων οι οποίες πνίγηκαν στο αίμα.»
«Οι εκλογές που ακολούθησαν, εν έτει 1910, ήταν ένας θρίαμβος για το νέο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος σχημάτισε το πρώτο του υπουργικό συμβούλιο με σχεδόν εξ ολοκλήρου νέα πρόσωπα, και αυτό ήταν η αρχή μιας περιόδου εντατικής ανοικοδόμησης και ριζικών μεταρρυθμίσεων.»
«Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος των φιλελευθέρων ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος. Το Σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε πλήρως, για να διασφαλίσει τις ατομικές ελευθερίες και να θέσει τις βάσεις ενός ‘κράτους δικαίου’. Παρ’όλα αυτά, μολονότι επίσημα τα προνόμια της μοναρχίας μειώθηκαν, οι πραγματικές δικαιοδοσίες του βασιλιά παρέμεναν ασαφείς, κάτι που έμελε να έχει εκρηκτικές συνέπειες.»
«Στηριζόμενος στο νέο συνταγματικό πλαίσιο, ο Βενιζέλος προέβη στην εφαρμογή ενός εντυπωσιακού νομοθετικού προγράμματος. Η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν το πιο επείγον και το πιο δύσκολα επιλύσιμο πρόβλημα. Μια συνταγματική τροπολογία, η οποία επέτρεπε την απαλλοτρίωση δια αποζημίωσης, ψηφίστηκε το 1911, παρά και ενάντια στις έντονες αντιδράσεις της ακόμα ισχυρής τάξης των μεγαλογαιοκτημόνων.»
«Απαγόρευση δήμευσης χαμηλών μισθών για χρέη (1909), αναγνώριση των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών Αθήνας και Πειραιά (1910), υποχρεωτική αργία την Κυριακή (1910), θέσπιση μια νέας και ταχείας διαδικασίας για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας (1912), απαγόρευση των μικτών συνδικάτων εργαζομένων και εργοδοτών (1914), άδεια στα νεοσύστατο συνδικάτα να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις. Τέλος, ένα πρόγραμμα υποχρεωτικής ασφάλισης των εργαζομένων εισήχθη το 1914.
Το φορολογικό σύστημα αναδιοργανώθηκε επίσης σε μια πιο ισότιμη βάση. Μια προοδευτική φορολογία εισοδήματος θεσπίστηκε το 1911, ενώ τα δικαιώματα κληρονομιάς αναθεωρήθηκαν και οι σχετικοί φόροι αυξήθηκαν σημαντικά το 1914.»
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-ουγγαρίας, η μοναρχία και οι άρχουσες τάξεις της Ελλάδας πίστεψαν ότι βρίσκονται στα πρόθυρα υλοποίησης της ‘Μεγάλης ιδέας’, δηλαδή της προσάρτησης στην Ελλάδα μέρους της τουρκικής Μικράς Ασίας. Αυτό τις ώθησε σε μια καταστροφική περιπέτεια το 1922, η οποία άρχισε με την επίθεση του ελληνικού στρατού στην τουρκική επικράτεια και ολοκληρώθηκε με μια βαριά στρατιωτική ήττα και κυριότερα μια μεγάλη απώλεια σε ανθρώπινες ψυχές.
Το 1922, «η απόπειρα γενικής επίθεσης κατά της Άγκυρας, προπύργιο του Κεμάλ Ατατούρκ, κατέληξε σε καταστροφή. Τον Αύγουστο του 1922, ο κατατροπωμένος ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα στην αντεπίθεση των Τούρκων, οι οποίοι διώκουν τους επιζώντες μέχρι τη θάλασσα, σφαγιάζουν χιλιάδες Έλληνες ως αντίποινα και, τελικά, πυρπολούν τη Σμύρνη εν τω μέσω γενικευμένουν χάους. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα.»
«Το αποτέλεσμα δέκα χρόνων αλλεπάλληλων πολέμων (1912-1922) ήταν η δημιουργία μιας χώρας εντελώς διαφορετικής απ’ό,τι πριν. Η ελληνική επικράτεια διπλασιάστηκε, ενώ η αύξηση του πληθυσμού ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Το ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, των οποίων η κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση αποτέλεσε το πιο σοβαρό και επείγον πρόβλημα της χώρας, άλλαξε άρδην τη σύσταση του πληθυσμού. Τα ποσοστά του αστικού πληθυσμού εκινάχτηκαν, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας και σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, για να δημιουργηθεί έτσι, για πρώτη φορά, ένα σημαντικό αστικό προλεταριάτο. Ενώ το 1908, μόνο το 24% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, το ποσοστό ανήλθε στο 27% το 1920 και στο 33% το 1928. Από το 1920 έως το 1928, ο αριθμός των κατοίκων της Αθήνας πέρασε από τις 452.919 στις 801.622.»
«Ο κόσμος των αστικών κέντρων είχε επίσης μετασχηματιστεί ριζικά μετά τον πόλεμο. Οι πολυετείς αγώνες, η επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης και, κυρίως, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στις πόλεις έκαναν την εργατική τάξη να οργανωθεί σε μια πιο ριζοσπαστική βάση. Τον Νοέμβριο του 1918 δημιουργήθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων και μια βδομάδα αργότερα το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο θα γίνει μέλος της Κομιντέρν το 1922 και δύο χρόνια αργότερα θα μετατραπεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.»
«Η πλήρης παρακμή και αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κατάτμηση της Αιγύπτου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα επέτρεψαν στις δυτικές δυνάμεις να τους επιβάλουν ένα οιονεί αποικιακό καθεστώς. Μεταξύ των μεγαλύτερων επωφελούμενων ήταν και οι Έλληνες έμποροι και τραπεζίτες, ενώ κατά την περίοδο 1880-1910, τεράστιες περιουσίες δημιουργήθηκαν στη περιφέρεια της Μεσογείου. Η ρωσική επανάσταση εκδίωξε τους Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Ουκρανία και η κρίση του 1922 τους έκανε να αποχωρήσουν από την Τουρκία και την Βουλγαρία. Η θέση τους ωστόσο δεν απειλήθηκε στην Αίγυπτο και, σε κάποιο βαθμό, στη Ρουμανία, όπου Έλληνες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και επιρροή συνέχισαν να πλουτίζουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί από τους στενούς συμβούλους του Βενιζέλου στον οικονομικό και τραπεζικό τομέα ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία. Αυτό αναμφίβολα εξηγεί και το γιατί ο Βενιζέλος ευθυγραμμίστηκε τόσο πρόθυμα με τα διπλωματικά συμφέροντα του βρετανικού και του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Κατανοούμε επίσης τους ενδοιασμούς του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ανάπτυξη της χώρας.»
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το χρέος από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ήττα της στρατιωτικής εκστρατείας που επιχείρησε η Ελλάδα στα τουρκικά εδάφη το 1922 είχε δραματικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. Περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες που ζούσαν στην Τουρκία έπρεπε να διασχίσουν το Αιγαίο και να μεταβούν το συντομότερο δυνατό σε μια χώρα που μόλις είχε χάσει το μέρος της οθωμανικής επικράτειας που την είχε παραχωρηθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη των Σεβρών. Αυτή η μαζική προσέλευση προσφύγων έκανε τις αρχές να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών, πρόγονο του ΟΗΕ, η οποία κατά την περίοδο 1924-1928 παρείχε στην Ελλάδα δάνεια των οποίων το συνολικό ποσό αντιστοιχούσε στο 20% του ΑΕΠ της χώρας. Η Κοινωνία των Εθνών απαίτησε ως αντάλλαγμα τη συνέχιση της εφαρμογής μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας. Η εκπροσώπευση στην Ελλάδα της Κοινωνίας των Εθνών, όπως και της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που είχε δημιουργηθεί το 1898, κυριαρχούνταν από τις μεγάλες δυνάμεις και ειδικότερα την Μεγάλη Βρετανία.
Η αποπληρωμή των δανείων που χορήγησε η ΚτΕ προστέθηκε σε μια σειρά άλλων υποχρεώσεων : τη συνέχιση της εξόφλησης στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία του υπολοίπου του χρέους του 1833 (η Ρωσία είχε πάψει να αποπληρώνεται από την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917), την αποπληρωμή του χρέους του 1898, την εξόφληση των πολεμικών δανείων που είχε λάβει κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Γαλλία (δάνεια πολέμου που αντιπροσώπευαν το 55% του ελληνικού ΑΕΠ)[23]. Το σύνολο των χρεών που όφειλε να καταβάλει η Ελλάδα ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ της, ενώ το ετήσιο ποσό που κατέβαλε αντιπροσώπευε περισσότερο από το 30% των εσόδων του ελληνικού προϋπολογισμού και περίπου το 10% του ΑΕΠ. Όλα αυτά δίνουν μια ιδέα τόσο για τις προσπάθειες που καλούνταν να κάνει όσο και για τα βάρη που είχε επωμιστεί ο ελληνικός λαός και η οικονομία της χώρας.
Όσο η διεθνής οικονομία βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης, όπως συνέβη κατά την περίοδο 1898-1913 και τη δεκαετία του 1920, η Ελλάδα κατάφερνε να πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της και να εξασφαλίζει την καταβολή των δανειακών της δόσεων (δηλαδή, υπό τον αυστηρό έλεγχο της ΔΕΟ, κατάφερε να αντλεί περισσότερα έσοδα από τις δαπάνες της πέραν της εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που της επέτρεπε να χρησιμοποιεί αυτό το πλεόνασμα για τις αποπληρωμές της). Η Ελλάδα κατέγραφε επίσης εισροές κεφαλαίων όπως σε κάθε περίοδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Οι δε πιστωτές της τής χορηγούσαν νέες πιστώσεις για να μπορεί να εξοφλεί τις παλαιότερες.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά από το 1930-1931 και μετά, όταν έγιναν αισθητές οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης που είχε ξεσπάσει στην Wall Street τον Οκτώβριο του 1929. Η Ελλάδα βλέπει και πάλι να εξανεμίζονται τα έσοδά της από τις εξαγωγές (κυρίως από την πώληση καπνού και κορινθιακής σταφίδας), ενώ παράλληλα ένα μέρος των ελληνικών τραπεζών δηλώνει πτώχευση και το ελληνικό νόμισμα υποτιμάται κατά 50% μετά την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να αναστείλει το σύστημα συναλλαγών με βάση τα αποθέματα χρυσού (Gold Standard)[24]. Η υποτίμηση οδηγεί αυτόματα σε διπλασιασμό του εξωτερικού χρέους της χώρας που εκφραζόταν σε εθνικό νόμισμα. Ως εκ τούτου, το κράτος ήταν αναγκασμένο να διπλασιάσει το ποσό των εσόδων που προοριζονταν για την πληρωμή του εξωτερικού χρέους σε ξένο νόμισμα. Έτσι, το 1932, η Ελλάδα αναγκάζεται να αναστείλει εν μέρει την αποπληρωμή του χρέους της.
Γι ακόμα μια φορά, αν εστιάσουμε στην Ελλάδα απομονώνοντάς την από τα διεθνή συμφραζόμενα, θα καταλήξουμε να παρερμηνεύουμε τα ίδια τα γεγονότα, όπως έκαναν αρκετοί σχολιαστές. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1932 η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία και άλλες χώρες αποφάσισαν να αναστείλουν την εξόφληση των πολεμικών χρεών τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δε Γερμανία αναστέλλει την πληρωμή του χρέους της προς τους ιδιώτες πιστωτές από τον Φεβρουάριο του 1932, ενώ τον Μάιο του 1933 ανακοινώνει γενική αναστολή πληρωμών προς το σύνολο των πιστωτών. Σε αναστολή πληρωμών βρίσκονται επίσης η Ουγγαρία, η Λετονία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, καθώς και 14 χώρες της Λατινικής Αμερικής. Κάτι που αποσιωπάται συστηματικά από τα ΜΜΕ είναι ότι ακόμη και μετά το μορατόριουμ που κήρυξε το 1932, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποπληρώνει το χρέος της υπό τις ισχυρές πιέσεις της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών.
Απολογισμός του έργου της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών
Στο άρθρο της εφημερίδας Le Monde που παραθέσαμε στην αρχή του άρθρου μας διαβάζουμε σχετικά με τον απολογισμό της ΔΕΟ : «Ο απολογισμός της παρ’όλα αυτά απέχει πολύ από το να είναι αρνητικός : βοηθά το νεοιδρυθέν ελληνικό κράτος να αναλάβει τον έλεγχο των φορολογικών εσόδων του και να περιορίσει την υπεξαίρεση ξένων κεφαλαίων από την τοπική ελίτ. Συμβάλλει επίσης στην δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων αναγκαίων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.» Είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να γράφει κανείς κάτι τέτοιο. Ασκώντας μια διαρκή και στυγνή επιβολή στα οικονομικά της Ελλάδας προς όφελος των πιστωτών, η ΔΕΟ εμπόδισε συνειδητά τη χώρα να καθορίσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης και την διατήρησε σε μια σχέση δομικής υποταγής και υποτέλειας.
Σύμφωνα με τους Meyer, Reinhart και Trebesch, η πραγματική απόδοση για τους κατόχους τίτλων ελληνικού χρέους που αγοράστηκαν στο εξωτερικό, εκφράζονταν σε ξένα νομίσματα και περιήλθαν κάποια στιγμή σε καθεστώς αναστολής πληρωμών, κυμαίνεται μεταξύ +1% και +5%. Είναι μια πολύ υψηλή απόδοση για δημόσιο χρέος μιας χώρας που περιγράφεται σαν κακοπληρωτής ! Πώς όμως εξηγείται μια τόσο θετική απόδοση ; Τα πραγματικά επιτόκια ήταν υψηλά, το απόθεμα του χρέους δεν απομειώθηκε και, παρά τις επανειλημμένες αναστολές πληρωμών, η χώρα συνέχιζε κατά καν΄να να εξοφλεί. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, η Ελλάδα, καίτοι επίσημα βρισκόταν σε μερική αναστολή πληρωμών, αφιέρωνε το ένα τρίτο των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού της για την αποπληρωμή του χρέους, κάτι που αντιστοιχεί στο 9% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ κατά την ίδια περίοδο η Ρουμανία και η Βουλγαρία αφιέρωναν αντίστοιχα 2,3% και 3% του ΑΕΠ τους για την εξυπηρέτηση του χρέους τους.
Επίλογος
Η ανάλυση που επιχειρήσαμε σε αυτό το άρθρο δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στο να απαλλάξει τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ελληνική άρχουσα τάξη από τις ευθύνες που τους αναλογούν. Αντίθετα, η απόφαση τους να υποκύψουν στις απαιτήσεις των πιστωτών και των μεγάλων δυνάμεων είχε τρομερές συνέπειες για τον ελληνικό λαό. Εξειδικευμένη στους τομείς των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και του διεθνούς εμπορίου, η τάξη των ελλήνων καπιταλιστών ήταν μια αστική τάξη με ερείσματα και συμφέροντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ελληνική επικράτεια, δεν είχε ποτέ ούτε ένα εθνικό σχέδιο δράσης ούτε τη βούληση να προωθήσει μια εθνική ανάπτυξη στη βάση ενός πραγματικού βιομηχανικού ιστού. Τα συμφέροντά της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τα συμφέροντα των πιστωτών. Ενίοτε, ήταν αναπόσπαστο τμήμα αυτών των πιστωτών, εξ ου και η σύμπλευση και συνέργειά της με τους εκπροσώπους των πιστωτριών δυνάμεων. Πρόκειται για ένα πάγιο χαρακτηριστικό της από το 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα.
Κατά την περίοδο που εξετάσαμε εδώ, η Ελλάδα τελούσε διαρκώς υπό την κυριαρχία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Το εξωτερικό χρέος αποτέλεσε ένα μόνιμο όπλο για την άσκηση αυτής της κυριαρχίας. και τούτο, παρό το γεγονός ότι το χρέος αυτό ήταν σαφώς παράνομο, αθέμιτο και επαχθές.
Δείξαμε επίσης ότι οι εκφάνσεις των επαναλαμβανόμενων κρίσεων χρέους σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα, καθώς και ότι πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας υποτάχθηκαν στην ίδια λογική. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την ανάλυση από άλλη σκοπιά και με άλλη στόχευση και να αποδώσουμε δικαιοσύνη σε όλους τους λαούς που καθυποτάχτηκαν μέσω του χρέους.
Βιβλιογραφία 2ου μέρους
- Μπελογιάννης Νίκος, Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα, Άγρα, Αθήνα, 2010. Βλ. ειδικότερα το κεφάλαιο : «Η πτώχευση της Ελλάδας το 1843», σε ελέυθερη πρόσβαση :http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1010:-1833-&catid=55:an-oikonomia&Itemid=283
- Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, Προκαταρκτική Έκθεση, Αθήνα 2015 : http://debt-truth.gr/wp-content/uploads/2015/07/Report_GR_final.pdf
- Delorme, Olivier, La Grèce et les Balkans, du Ve siècle à nos jours, 3 τ., Gallimard, Παρίσι, 2013
- Driault Edouard & Lhéritier Michel, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, 5 τ., Presses universitaires de France, Παρίσι, 1926.
- Levandis John A., The Greek Foreign Debt and the Great Powers, 1821-1898, Columbia University Press, Νέα Υόρκη, 1944.
- Luxembourg Rosa, L’accumulation du capital, Maspero, Παρίσι, (1913) 1969.
- Mandel Ernest, Le troisième âge du capitalisme, La Passion, Παρίσι, (1972) 1997.
- Mandel Ernest, Long Waves of Capitalist Development, The Marxist Interpretation, Based on the Marshall Lectures given at the University of Cambridge, Cambridge University Press & Editions de la Maison des Sciences de l’Homme, Παρίσι, 1978.
- Marichal, Carlos, A Century of Debt crises in Latin America, Princeton University Press, Πρίνστον, 1989.
- Marx–Engels, La crise, 10/18, Παρίσι, 1978.
- Ministère des affaires étrangères de la France. Arrangement financier avec la Grèce: travaux de la Commission internationale chargée
de la préparation du projet, Παρίσι, 1898, 223 σελίδες. Σε ελεύθερη πρόσβαση : http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613443s/f1 - Pantelakis Nikos, «Crédits et rapports franco-helléniques 1917-1928», Actes du colloque tenu en novembre 1989 à Thessalonique, Institut d’histoire des conflits contemporains, Παρίσι, 1992.
- Reinhardt Carmen & Rogoff Kenneth, Cette fois, c’est différent. Huit siècles de folie financière, Pearson, Παρίσι, 2010.
- Reinhardt Carmen M. & M. Belen Sbrancia, «The Liquidation of Government Debt», Economic Policy 30, ν. 82, . 2015, σσ. 291-333.
- Reinhardt Carmen & Trebesch Christoph, The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, BPEA Conference Draft, September 10-11, 2015.
- Sack, Alexander Nahum, Les effets des transformations des États sur leurs dettes publiques et autres obligations financières, Recueil Sirey, Παρίσι, 1927.
- Tsoucalas Constantin, La Grèce de l’indépendance aux colonels, Maspéro, Παρίσι, 1970.
Ευχαριστίες
Ο συγγραφέας ευχαριστεί θερμά τους Olivier Delorme, Pierre Gotiniaux, Γιάννη Θανασέκο, Jean-Marie Harribey, Δάφνη Κιούση, Θάνο Κονταργύρη, Damien Millet, Νίκο Παντελάκη, Claude Quémar, Patrick Saurin και Ελένη Τσέκερη, για την ανάγνωση του δοκιμίου και τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους.
Ο συγγραφέας φέρει ακέραια την ευθύνη για τυχόν λάθη που περιέχονται στο συγκεκριμένο άρθρο.
Μετάφραση Πάνος Αγγελόπουλος
Σημειώσεις
[1] Για την ανάλυση των χρεών αυτών και την κριτική της συμφωνίας του 1878, βλ. το 1ο μέρος αυτής της σειράς άρθρων, http://cadtm.org/La-Grece-independante-est-nee-avec
[2] Βλ. http://www.lemonde.fr/economie/article/2015/07/16/quand-la-france-et-l-allemagne-mirent-la-grece-sous-tutelle-en-1898_4685561_3234.html
[3] Βλ. http://www.bilan.ch/argent-finances-plus-de-redaction/grece-a-deja-faillite-six-lhistoire
[4] Σχετικά με τον ιμπεριαλισμό, βλ. ενδεικτικά, μεταξύ των κλασικών έργων : Rudolf Hilferding, La capital financier (1910), Rosa Luxemburg L’accumulation capitaliste (1913), Vladimir Lénine L’impérialisme, stade suprême du capitalisme (1916), Nicolas Boukharine, L'Économie mondiale et l'impérialisme (1915), Ernest Mandel, Le troisième âge du capitaliste (1972), Samir Amin, Le développement inégal (1973).
[5] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 24. Η Ελλάδα έλαβε 1,3 εκατ. λίρες τα έτη 1824-1825 και το 1878 δέχτηκε να αποπληρώσει 1,2 εκατ. λίρες συν τους τόκους.
[6] Βλ. Louise Abellard, «L’Empire Ottoman face à une “troïka” franco-anglo-allemande : retour sur une relation de dépendance par l’endettement», δημοσιεύτηκε στις 17 Οκτωβρίου 2013 : http://cadtm.org/L-Empire-Ottoman-face-a-une-troika
[7] Βλ. http://cadtm.org/La-Grece-independante-est-nee-avec
[8] Βλ. http://cadtm.org/La-Grece-independante-est-nee-avec
[9] Βλ. Marichal Carlos, A Century of Debt Crises in Latin America, Princeton University Press, 1989, σ. 283, κεφάλαιο 6.
[10] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 25.
[11] Βλ. Edouard Driault & Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Presses universitaires de France, 1926, 5 τ. Η αναφορά στο 56% βρίσκεται στον τόμο 4, σ. 296. Η περιγραφή της κατάστασης από τους Driault και Lhéritier παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Προβολή Εγγράφου : http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/9/b/3/metadata-01-0000787.tkl&do=112683_04.pdf&lang=el&pageno=1&pagestart=1&width=460.08%20pts&height=699.6%20pts&maxpage=604
[12] Ό. π., τόμος 4, σ. 301.
[13] Πρόκειται για την καλά στοιχειοθετημένη θέση των Edouard Driault και Michel Lhéritier, ό. π., τ. 4, σ. 385 κ. εξ. Οι συγγραφείς παραθέτουν μια λεπτομερή περιγραφή της γέννησης και της κατάληξης αυτής της σύγκρουσης. Βλ. ό. π., κεφάλαιο VII.
[14] Βλ. το κείμενο του συμφώνου ειρήνης και το πλήθος των στοιχείων που παταθέουν στο παράρτημα (στα γαλλ.) : http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613297n/f1.image
[15] Το ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) συστάθηκε κατόπιν σχετικής απαίτησης της Τρόικας μετά το 2010 για να φέρει εις πέρας τις προβλεπόμενες από τα μνημόνια διωτικοποιήσεις. Τα έσοδα του χρησιμοποιούνται εξολοκλήρου για την αποπληρωμή του χρέους.
[16] Οικονομική Συμφωνία με την Ελλάδα, εργασίες της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών, επιφορτισμένης με την προετοιμασία του σχεδίου / Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 1898, σ. 33 (Arrangement financier avec la Grèce, travaux de la Commission internationale chargée de la préparation du projet / Ministère des affaires étrangères – Paris, 1898).
[17] Από τα τέλη της δεκαετίας του 1890 έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία αποτελεί τη βασική χώρα απορρόφησης των ελληνικών εξαγωγών.
[18] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 15.
[19] Ό. π., πίνακας 9, σ. 14.
[20] Eugène-Melchior de Vogüé, « Livres Jaunes », στην εφημερίδα Le Figaro, 2 Μαίου 1898.
[21] Σύμφωνα με τους Driault και Lhéritier, οι οποίοι παραπέμπουν σε τεκμηριωμένες εργασίες, οι ελληνικοί τίτλοι χρέους που εκδόθηκαν στη Γαλλία, αγοράστηκαν σεδόν αποκλειστικά από Έλληνες που κατοικούσαν στη Γαλλία και όχι από Γάλλους. Βλ. Edouard Driault & Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Presses universitaires de France, 1926, τ. 4, σ. 304, υποσημείωση 1.
[22] Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε εντός παρενθέσεων προέρχονται από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, La Grèce de l’indépendance aux colonels, Maspéro, Paris, 1970.
[23] Στο παρόν άρθρο, δεν μπορούμε να προβούμε σε μια εκτενή κριτική ανάλυση των χρεών για τα οποία οι συμμαχικές δυνάμεις απαίτησαν εξόφληση από την Ελλάδα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι ένα σημαντικό μέρος τους είναι παράνομο. Για μια εισαγωγή στο εν λόγω ζήτημα, βλ. Nikos Pantelakis, «Crédits et rapports franco-helléniques 1917-1928», Actes du colloque tenu en novembre 1989 à Thessalonique, Institut d’histoire des conflits contemporains, Παρίσι, 1992.
[24] Το Gold Standard ή étalon-or, στα γαλλικά, είναι ένα σύστημα διεθνώς συναλλαγών του οποίου η βασική μονάδα μέτρησης αντιστοιχεί σε ένα καθορισμένο βάρος χρυσού. Οι υποστηρικτές του εν λόγω συστήματος διατείνονται ότι μπορεί να αντιστέκεται καλύτερα στην εξάπλωση των πιστώσεων και του χρέους. Σε αντίθεση με ένα παραστατικό χρήμα, ένα κράτος δεν μπορεί να εκδόσει εθνικό νόμισμα με τρόπο αυθαίρετο αν το νόμισμα καθορίζεται στη βάση της τιμής του χρυσού. Από το 1929 και την έναρξη της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, τα βρετανικά αποθέματα χρυσού καταρρέουν σε βαθμό που το παθητικό της Τράπεζας της Αγγλίας υπερβαίνει τα αποθεματικά της. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1931, αποφασίζει να αναστείλει την εξωτερική μετατρεψιμότητα της αγγλικής λίρας και να την αφήσει να διακυμαίνεται ελεύθερα. Λίγο καιρό αργότερα, η Γερμανία, η Αυστρία και η Νορβηγία ακολούθησαν το παράδειγμά της. οι ΗΠΑ εξήλθαν του εν λόγω συστήματος το 1933.