Είναι κοινό μυστικό ότι η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα έχει συνδυαστεί, σε βαθμό ταύτισης, με περιστατικά, αλλά και χρόνιες καταστάσεις, που συνθέτουν εικόνα περιβαλλοντικής κρίσης. Το γεγονός ότι αυτή η κατάσταση, σε πολλές περιπτώσεις, έγινε ανυπόφορη, σε συνδυασμό με την απειλή οικονομικών κυρώσεων για μη εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών και κανονισμών έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση πανικού και σε κακές επιλογές, που τα τελευταία χρόνια κρατούν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το θέμα της διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων και όχι μόνο αυτών.

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων ήρθε να χειροτερέψει τα πράγματα, κυρίως με την άσκηση έντονης πίεσης, ώστε να υλοποιηθούν με ταχύτατους ρυθμούς οι κακές (προαποφασιμένες) επιλογές, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Χαρακτηριστικό δείγμα των οποίων είναι η πρόσφατη δρομολόγηση τεσσάρων νέων μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων στη Αττική (δύο στη Φυλή και από μία σε Κερατέα και Γραμματικό). Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η εικόνα σήμερα. Ας δούμε, όμως, λίγο καλύτερα αυτήν την εξέλιξη και τα βασικά χαρακτηριστικά της υφιστάμενης κατάστασης και των σχεδιασμών.

Από την καθυστέρηση στη «σύγχρονη διαχείριση»

Για πάρα πολλά χρόνια κεντρικό πρόβλημα στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων ήταν η ανεξέλεγκτη διάθεσή τους σε παράνομες χωματερές, ρέματα, παλιά νταμάρια κλπ. ή σε «νόμιμους» χώρους ταφής, που, όμως, λειτουργούσαν σαν κοινές χωματερές (π.χ. η περίπτωση της Φυλής - Α. Λιοσίων στην Αττική). Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Πελοπόννησος, νησιά κ.λπ.), αυτός ο τρόπος διαχείρισης εξακολουθεί να είναι η βασική επιλογή. Το θέμα ενός στοιχειώδους σχεδιασμού, συνεπώς, έμπαινε σε προτεραιότητα.

Το πρόβλημα επιχειρήθηκε να λυθεί με τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδιασμού, που πήρε μια στοιχειώδη μορφή το 2003 (ΚΥΑ 50910/2727 - ΦΕΚ B 1909/22.12.2003). Επίσης, με τη διαμόρφωση περιφερειακών σχεδιασμών, που μορφοποιήθηκαν στους λεγόμενους ΠΕΣΔΑ (περιφερειακούς σχεδιασμούς διαχείρισης αποβλήτων), την περίοδο από το τέλος τους 2004, έως την αρχή του 2006. Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των σχεδιασμών ήταν η γενικότητα και η αοριστία. Περίσσευαν τα ευχολόγια, ενώ απουσίαζαν (και απουσιάζουν) οι συγκεκριμένοι δεσμευτικοί στόχοι και τα εργαλεία της υλοποίησής τους. Ταυτόχρονα, το συνολικό νομοθετικό πλαίσιο της διαχείρισης των αποβλήτων (επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα, υγρά απόβλητα κ.λπ.) εξακολούθησε να παραμένει αποσπασματικό και διάσπαρτο σε διάφορα νομοθετήματα και υπουργικές αποφάσεις.

Από τότε μέχρι σήμερα, πολλά βήματα δεν έγιναν. Κάποιοι, όμως, ανακάλυψαν το τεράστιο οικονομικό αντικείμενο που «κρύβει» ο τομέας της διαχείρισης των απορριμμάτων. Μεγάλοι οικονομικοί όμιλοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον να εμπλακούν στις σχετικές δραστηριότητες, όχι μόνο σαν εργολάβοι - κατασκευαστές των αντίστοιχων υποδομών, αλλά και σαν διαχειριστές και λειτουργοί των συστημάτων διαχείρισης. Αυτό ήταν το έναυσμα για μια εκτεταμένη «επίθεση» ιδιωτικοποίησης, που, σήμερα, τείνει να καταλάβει όλο το φάσμα της διαχείρισης (από την αποκομιδή, μέχρι την επεξεργασία και τη διάθεση). Στην επέλασή τους αυτή τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, όχι μόνο δεν συναντούν αντίσταση, αλλά ενισχύονται από τις πολιτικές των κυβερνήσεων, τη στάση των διαχειριστών της εξουσίας και την παθητικότητα και συνενοχή των αυτοδιοικητικών παραγόντων, ακόμη και αυτών της ευρύτερης αριστεράς.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των προωθούμενων σχεδιασμών

Με τον τρόπο αυτό και στο συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον, στην πράξη έχει διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο διαχείρισης, στη βάση των εργολαβικών συμφερόντων, πλέον και αυτών που προωθεί η μνημονιακή επιτήρηση της χώρας, που αγνοεί τη διεθνή πρακτική, την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/98/ΕΚ, τη δρομολογημένη από το ν. 4042/2012 εκπόνηση νέου εθνικού σχεδιασμού, την επιβεβλημένη αναθεώρηση των ΠΕΣΔΑ, την κοινή λογική, σε τελευταία ανάλυση.

Αυτό που αποτελεί κεντρικό πρόβλημα σήμερα είναι το ότι οι όποιοι σχεδιασμοί διαμορφώνονται κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση που συντηρούν, μεγεθύνουν και αναπαράγουν πολλά κρίσιμα προβληματικά στοιχεία της υφιστάμενης κατάστασης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα εξής:

η εμφανής απροθυμία της πολιτείας να υποστηρίξει ουσιαστικές πολιτικές πρόληψης, μείωσης των απορριμμάτων, διαλογής στην πηγή, ανακύκλωσης και κομποστοποίησης

  • οι ανεξέλεγκτες πρακτικές επιμόλυνσης των αστικών απορριμμάτων από επικίνδυνα-βιομηχανικά απόβλητα

  • η συνειδητή επιλογή να διατηρείται το μέγιστο μέρος των αστικών απορριμμάτων σε σύμμεικτη μορφή και, στη συνέχεια, να οδηγείται σε κεντρικές, σύνθετες εγκαταστάσεις επεξεργασίας, με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση και την καύση. Κατά κανόνα αυτές οι εγκαταστάσεις είναι υπερδιαστασιολογημένες, δηλαδή, έχουν μέγεθος που δεν αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε, στοιχειωδώς λογική, διαχείριση

  • και το «κερασάκι στην τούρτα» είναι η σταδιακή εκχώρηση όλων των δραστηριοτήτων διαχείρισης (από την αποκομιδή, έως την καύση και τη διάθεση) στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με την παράλληλη υποβάθμιση του δημόσιου - κοινωνικού χαρακτήρα και κάθε ίχνους κοινωνικού ελέγχου. Μια από τις πιο σοβαρές συνέπειες αυτής της επιλογής αποτελεί και η αναμενόμενη εκτόξευση του κόστους διαχείρισης

Η πίεση έχει πολλαπλασιαστεί

Το γεγονός ότι πρόκειται για μια εξέλιξη, το σενάριο της οποίας έχει γραφτεί εδώ και πολύ καιρό, δεν είναι αρκετό για να μας κάνει να παραβλέψουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο επιχειρείται να υλοποιηθεί, στη φάση αυτή που είναι στα σκαριά η τελική διαμόρφωση των νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων. Ούτε να παραβλέψει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της τρόικας, ιδιαίτερα του γερμανικού παράγοντα, σε σημείο που να παρεμβαίνει και να υποδεικνύει προτεραιότητες στις περιφέρειες και τις διοικήσεις τους.

Η υψηλή προτεραιότητα που έχει η διαχείριση των απορριμμάτων στην ατζέντα των υποψήφιων επενδυτών και της τρόικας εξηγεί και τα εξής φαινόμενα:

  • Το γενικευμένο χαρακτήρα που παίρνει η προσπάθεια υλοποίησης αντίστοιχων έργων σε όλη την Ελλάδα, την ίδια χρονική περίοδο. Ήδη, βρίσκονται σε εξέλιξη διεθνείς διαγωνισμοί, με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, σε αρκετές περιφέρειες και νομούς (Δυτ. Μακεδονία, Πελοπόννησο, Αττική, Σέρρες, Ηλεία, Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία).

  • Τις διαδικασίες fast track που ακολουθούνται, δείγμα των οποίων είναι και οι εξελίξεις στην Αττική. Οι οποίες επιχειρείται να μην περιοριστούν στον τομέα των αδειοδοτήσεων και των άλλων διευκολύνσεων, αλλά να επεκταθούν και στο νομικό - δικαστικό επίπεδο, ώστε να παραμεριστούν τα εμπόδια των όποιων προσφυγών και παρεμβάσεων. Ωμά και χωρίς περιστροφές, ο κ. Στυλιανίδης δήλωσε ότι υπάρχει ανάγκη για ένα «δικονομικό fast track».

Το βάρος της ανάσχεσης πέφτει στις πλάτες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών

Η τοπική αυτοδιοίκηση έπρεπε και θα μπορούσε να είναι σοβαρός ανασχετικός παράγοντας των σχεδίων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Δυστυχώς, πρυτανεύει μια καθολική στάση αποφυγής εμπλοκής στη διαμόρφωση και υλοποίηση τοπικών εναλλακτικών σχεδίων διαχείρισης, που την έχει ακυρώσει σαν δύναμη αντίστασης. Για μια σειρά λόγους, ανάμεσα στους οποίους η διαπλοκή με το κεντρικό πολιτικό σύστημα, οι ξεπερασμένες παραδοσιακές αντιλήψεις, η αποφυγή ανάληψης ευθυνών, η δεινή οικονομική θέση των δήμων κ.ά..

Με αυτό το δεδομένο, το βάρος της αντιπαράθεσης με το μέτωπο εξουσίας – εργολάβων πέφτει, ολοκληρωτικά, στις πλάτες των εργαζομένων στην αυτοδιοίκηση, των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών, που θα πρέπει με τη σειρά τους, να ενεργοποιήσουν τα ανακλαστικά του ευρύτερου «αντισυστημικού» χώρου και να συμβάλλουν στη συγκρότηση κοινωνικού μετώπου με συγκεκριμένους στόχους. Το φορτίο είναι βαρύ και έχει δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις:

  • την ύπαρξη μια πειστικής εναλλακτικής λύσης.

  • τον κοινό βηματισμό όλων εκείνων των κοινωνικών πρωτοβουλιών και των τοπικών κινημάτων, που έχουν εμπλακεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη σύγκρουση γύρω από το περιεχόμενο της διαχείρισης των απορριμμάτων.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί η συστηματική προσπάθεια, που αναπτύσσει η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων» (http://prosynat.blogspot.gr), στο λίγο χρόνο που υφίσταται και δραστηριοποιείται (από το Φλεβάρη του 2011). Η προσπάθεια αυτή έχει αποδώσει δύο σημαντικά αποτελέσματα:

  • μια πρόταση εναλλακτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, που έχει καθιερωθεί σαν η πρόταση της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων. Πρόκειται για μια πρόταση στηριγμένη στις αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας, ήπιας όχλησης και μέγιστης ανάκτησης, οικονομική και με προοπτική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σε επίπεδο δήμων ή ομάδων γειτονικών δήμων, κάτω από δημόσιο και κοινωνικό καθεστώς διαχείρισης και ελέγχου και χωρίς την εμπλοκή των μεγάλων εργολαβικών ομίλων.

  • την ώσμωση πολλών τοπικών πρωτοβουλιών, τη σταδιακή διαμόρφωση κοινού λόγου και τις κοινές δράσεις, που, ωστόσο, παρουσιάζουν ακόμη σημαντική υστέρηση.

Στις σημερινές συνθήκες οι προσπάθειες αυτές πρέπει και να επεκταθούν και να ενταθούν. Είναι βέβαιο ότι στην επόμενη περίοδο θα κριθούν πολλά πράγματα. Οφείλουμε να διαψεύσουμε τις προσδοκίες όλων όσων πιστεύουν ότι θα παρακολουθήσουμε απαθείς τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης, που συνεπικουρούνται από τη στάση της πλειοψηφίας των αυτοδιοικητικών αρχών. Και να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας σε μια προσπάθεια άμεσης συνεννόησης για ένα δυναμικό πρόγραμμα κινητοποιήσεων και αντιδράσεων, που θα συνενώνει όλες τις συλλογικότητες που εκφράζουν τις αντιστάσεις των πολιτών στο συγκεκριμένο ζήτημα, πρώτα απ’ όλα στις «στοχευμένες» περιοχές (Φυλή, Γραμματικό, Κερατέα, Μαυροράχη, Ευκαρπία, Αχαΐα κ.λπ.), τους εργαζόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση, τους δήμους που αντιλαμβάνονται τον κοινωνικό τους ρόλο, τοπικά και περιφερειακά αυτοδιοικητικά σχήματα και όλους τους πολίτες.

Οι εξελίξεις στη διαχείριση των απορριμμάτων στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων

Στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κρίσης, που περιγράφεται με διάφορους τρόπους και αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες, φαίνεται ότι αναζητείται ένας νέος ρόλος για την Ελλάδα στο διεθνή καταμερισμό. Αυτό γίνεται εμφανές, κυρίως, στον οικονομικό προσανατολισμό και τις δραστηριότητες που ευνοούνται. Ο ασφυκτικός οικονομικός έλεγχος, μέσω των μνημονίων, οι ιδιωτικοποιήσεις και η εκποίηση του δημόσιου πλούτου, οι ανατροπές στα εργασιακά - ασφαλιστικά, ο περιορισμός πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, οι αλλαγές στην περιβαλλοντική νομοθεσία, οι προσπάθειες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με αξιοσημείωτο στοιχείο τη δράση της «Χρυσής αυγής», αποτελούν εργαλεία υποστήριξης αυτής της κεντρικής επιλογής.

Στην τυπική διαδικασία του fast track, προς το παρόν, βρίσκεται ενταγμένος ένας μικρός αριθμός έργων. Από άποψη ουσίας, όμως, αυτός ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού η λογική της διευκόλυνσης των επενδυτών είναι κυρίαρχη πολιτική, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι βιώνουμε καθεστώς εξαίρεσης. Αξίζει να δούμε μερικά πράγματα ως προς αυτούς τους βασικούς τομείς δραστηριοτήτων, που, καθόλου τυχαία, αποτελούν και μέτωπα κοινωνικών αντιστάσεων σε διάφορες περιοχές:

  • ενέργεια (έρευνες υδρογονανθράκων, διακρατικά δίκτυα μεταφοράς πετρελαίου - φυσικού αερίου - ηλ. ενέργειας, εμμονή στα ορυκτά καύσιμα, ΑΠΕ βιομηχανικού τύπου)

  • εξορυκτικές δραστηριότητες (Β. Ελλάδα, με έμφαση στο χρυσό, Στερεά, ΛΑΡΚΟ)

  • διαχείριση απορριμμάτων

  • τουριστικές δραστηριότητες κλειστού τύπου

  • μεταφορές (λιμάνια, σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, εμπορευματικοί σταθμοί)

  • νερό

Βασικά χαρακτηριστικά:

  • φαίνεται να εξυπηρετούν εξωχώριες ανάγκες, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας

  • εμφανίζουν μια περιορισμένη επιλεκτικότητα σε συγκεκριμένους κλάδους - τομείς

  • σε κάθε περίπτωση υπηρετούν ένα μοντέλο εκτατικής ανάπτυξης και ένα καταναλωτικό μοντέλο, με έναν επιθετικό τρόπο, που δεν συμβαδίζει με τις συνθήκες ύφεσης που βιώνουμε

  • το μεγαλύτερο μέρος του νέου εξοπλισμού και των υποδομών παράγεται εκτός Ελλάδας, χωρίς να δημιουργεί κάποια προστιθέμενη αξία και νέες θέσεις εργασίας

Από τις διαπιστώσεις στις εξηγήσεις και στην αντιμετώπιση

Οι δυσκολίες αρχίζουν από δω και πέρα. Ενώ, λίγο - πολύ, υπάρχει μια σύγκλιση στις διαπιστώσεις, ως προς τα αποτελέσματα, ενώ συνειδητοποιούνται τα αδιέξοδα του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης, υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στο να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργούνται με όρους μαζικούς και σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται, στην ουσία, για τη δυσκολία προβολής μιας πειστικής εναλλακτικής λύσης, που θα συνδυάζει απασχόληση και προστασία του περιβάλλοντος. Και αυτό είναι ένα σύνθετο θεωρητικό - πολιτικό πρόβλημα (θεωρητικό υπόβαθρο, πολιτικό σχέδιο και εναλλακτικές λύσεις). Ορισμένες πλευρές αυτού του ζητήματος είναι οι εξής:

  • δεν φαίνεται να αξιολογείται το «γεγονός» με την ίδια βαρύτητα από όλους. Το ζήτημα αφορά, πρωτίστως, τις πολιτικές δυνάμεις, που στα λόγια είναι στον αντίποδα των παραπάνω επιλογών, αλλά στην πράξη παρουσιάζουν αντιφάσεις και δεν μεταφράζουν σε πολιτικούς στόχους την αντίθεσή τους, αν δεν αναπαράγουν την ίδια λογική, αλλάζοντας, απλά, το πρόσημο του διαχειριστή της όποιας ανάπτυξης

  • στο επίπεδο των κινημάτων και των τοπικών κοινωνιών, πολλές φορές θεωρείται πολυτέλεια η ενασχόληση και η αναζήτηση των βαθύτερων αναγκών των προβλημάτων, είτε στο όνομα της ευρύτητας των αγώνων, είτε λόγω μιας κεκτημένης αντίληψης παραπομπής τέτοιων ζητημάτων στους «ειδικούς». Αυτή η λογική, όμως, αποθαρρύνει τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, «θολώνει» πολλές φορές τον πραγματικό στόχο επιτρέποντας σε συντηρητικές δυνάμεις να αξιοποιούν τις κοινωνικές αντιδράσεις, μειώνει την αποτελεσματικότητα και, τελικά, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή, στην παραίτηση και την απομαζικοποίηση

  • η αντίληψη της αποανάπτυξης ή της απομεγέθυνσης, που εμφανίζεται σαν η πιο πειστική απάντηση στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης εξακολουθεί να παραμένει μια μειοψηφική αντίληψη, που απέχει ακόμη πολύ από το να αποτελέσει ένα ισχυρό ρεύμα στην κοινωνία ή αλλιώς, το «αντίπαλο δέος»

  • οι όποιες πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, συγκρότησης συνεταιριστικών - κολεκτιβίστικων εγχειρημάτων, διατύπωσης τοπικών εναλλακτικών σχεδίων απασχόλησης είναι πολύ λίγες και διάσπαρτες και αυτές προσανατολισμένες, κυρίως, στο πεδίο των αγροτικών δραστηριοτήτων, που δύσκολα φτάνουν και πείθουν το μεγάλο τμήμα του αστικοποιημένου πληθυσμού

  • ακόμη κι αν αυτές οι προσπάθειες ήταν εκτεταμένες, θα είχαν να αντιμετωπίσουν εγγενείς δυσκολίες, όπως ο μεγάλος χρόνος καθιέρωσης και σταθεροποίησης, ο συντονισμός τους στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου συνεννόησης, οι σχέσεις με το ανταγωνιστικό κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο των ταξικών διαχωρισμών και των διαφόρων μορφών εξουσίας

Με ποιο τρόπο απαντάμε - αποτρέπουμε σχέδια που βρίσκονται σε εξέλιξη

Εκ προοιμίου, απορρίπτεται η λογική της ανάθεσης. Η τάση, που ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη και υπαγορεύεται από πρόσφατες και παλιότερες εμπειρίες επιβάλλει μια στάση ενεργότερης κοινωνικής συμμετοχής και αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Πολύ απλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποφασιστικό κριτήριο και το ισχυρότερο μέσο για να αποκτήσουν αποτελεσματικότητα οι αγώνες είναι η συγκρότηση ισχυρού κοινωνικού μετώπου. Το οποίο μέτωπο γίνεται πιο αποτελεσματικό, όσο πιο ευνοϊκό είναι το γενικότερο πολιτικό περιβάλλον και οι πολιτικοί συσχετισμοί.

Η διαδικασία αυτή έχει σαν προϋπόθεση τη σύγκλιση σε βασικά ζητήματα και την αναζήτηση στόχων, ρεαλιστικών σχεδίων και προταγμάτων που να μπορούν να συνεγείρουν μαζικά την κοινωνία.. Μια άλλη, ωστόσο, βασική προϋπόθεση είναι οι διεργασίες και οι ζυμώσεις να γίνονται στο σωστό πεδίο. Δηλαδή, σε ένα πεδίο που θα ευνοεί την αναίρεση τεχνητών ή υπαρκτών διαχωρισμών. Η αναφορά αυτή γίνεται γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι υπάρχουν κάποιοι «παράλληλοι κόσμοι», που λειτουργούν με τη δική τους λογική και με ορισμένα στεγανά, που με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στις εξής κατηγορίες:

  • στο μικρόκοσμο των κινημάτων ή, καλύτερα, των ανθρώπων που προτάσσουν την κινηματική δράση.

  • στον κόσμο τη αριστεράς, στις διάφορες εκδοχές του, ένα τμήμα του οποίου εμπλέκεται με τον κόσμο των κινημάτων, με θετικές, αλλά και με αρνητικές παρενέργειες.

  • στο μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, με μικρή συμμετοχή, ένα μέρος του οποίου προσπάθησε να εκφραστεί δημόσια μέσα από το «κίνημα των πλατειών», χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Δηλαδή, στο τμήμα αυτό του πληθυσμού που οι συμπεριφορές, και η πολιτική του στάση, διαμορφώνεται μέσα από τις τοπικές και προσωπικές εμπειρίες.

Είναι βέβαιο ότι, αν επιχειρήσουμε μια βαθύτερη διείσδυση στις συμπεριφορές και στις διαθέσεις των παραπάνω κατηγοριών, θα προκύψει η ανάγκη της αναθεώρησης και της επανεξέτασης πολλών από τις τρέχουσες πρακτικές μας. Και, κυρίως, η ανάγκη κατάκτησης μιας κουλτούρας σύνθεσης.


ΥΓ: Μια λογική συνέχεια των παραπάνω προβληματισμών θα ήταν η αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα για το πώς διαμορφώνουμε όρους εξόδου από το σύστημα και προς ποια κατεύθυνση. Είναι μια ξεχωριστή και μεγάλη συζήτηση, στην υπηρεσία της οποίας, αυτό που θα ήθελα, αυτήν τη στιγμή, είναι να καταγράψω κάποιες θεματικές, που θεωρώ ότι θα άξιζε να διερευνήσουμε:

  • Πώς τα κινήματα θα διευρύνουν το πεδίο των ενδιαφερόντων τους και θα πλουτίσουν - «χτίσουν» το δικό τους πολιτικό λόγο;

  • Πώς αυτό το «χτίσιμο» θα ξεκινήσει από τα κάτω, στη βάση των υπαρκτών πολιτικών και κοινωνικών εμπειριών και όχι σαν μια κλασική σύνθεση δεδομένων πολιτικών σχεδίων και ιδεολογικών επιλογών;

  • Πώς συμβιβάζονται οι (θεμιτές) δεσμεύσεις από την ένταξη σε πολιτικές - ιδεολογικές συγκροτήσεις με την αναγκαία ελευθερία στη συνδιαμόρφωση των στόχων των κινημάτων;

  • Ποιος είναι ο τρόπος της συνάντησης των επιμέρους κινημάτων σε ευρύτερα πεδία (θεματικά και γεωγραφικά);


* μέλους της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων»

http://prosynat.blogspot.gr/ - prosynat@gmail.com


Ετικέτες