Η Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του κόµµατος (17 Νοέµβρη 1918, στον Πειραιά) είναι ένα κείµενο αντιφατικό.

Αφενός, εντοπίζει κρίσιµα σηµεία και βαθιά λαθεµένες επιλογές, που έπαιξαν σηµαντικά αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη του εργατικού κινήµατος και του ΚΚΕ (π.χ. η 6η Ολοµέλεια του 1934, η εκτίµηση για τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, για τη στρατηγική του αγώνα στη µεγάλη δεκαετία του 1940). Βάζει έτσι «το δάχτυλο στις πληγές» που για πολλά χρόνια έδειχναν οι µειοψηφικές δυνάµεις της άκρας Αριστεράς και ειδικότερα το τροτσκιστικό ρεύµα.

Αφετέρου, προσπαθεί συνειδητά να περιορίσει τη σηµασία της ανάδειξης αυτών των προβληµάτων, να κρατήσει τον έλεγχο πάνω στην ανατρεπτική σκέψη που αντικειµενικά ανοίγει αυτός ο εντοπισµός, να επιβάλει στην επανεξέταση της ιστορίας του κινήµατος και του κόµµατος µια αυτοκριτική «µε βήµα σαλιγκαριού». Χαρακτηριστικό αυτής της πρόθεσης είναι η απουσία από το κείµενο οποιουδήποτε ονόµατος ηγετικού στελέχους, είτε του ΚΚΕ είτε του ΚΚΣΕ είτε της Κοµιντέρν, που θα βοηθούσε στη συγκεκριµενοποίηση της κριτικής-αυτοκριτικής.

Ας βάλουµε όµως τα πράγµατα σε µια χρονική σειρά.

Ίδρυση-Μεσοπόλεµος

Η ΚΕ αναγνωρίζει ως «κοµβικό σηµείο» στην ιδρυτική διαδικασία του ΚΚΕ «τη µετονοµασία του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ» (3ο Έκτακτο Συνέδριο, 26/11-3/12, 1924) και τη σύνδεσή του µε την 3η Διεθνή.

Αναγνωρίζει επίσης ότι σωστά, τότε, «το ΚΚΕ καταδίκασε την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, την αστική στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας, που υπηρετούσε τις ιµπεριαλιστικές επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης στο πλευρό των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Αντάντ, της Βρετανίας και της Γαλλίας».

Η ΚΕ δηλώνει σε µια πυκνή και σηµαντική φράση ότι «κάτω από την επίδραση της στρατηγικής γραµµής του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος (π.χ. το 7ο Συνέδριο της ΚΔ)», το ΚΚΕ οδηγήθηκε «στη στρατηγική που επεξεργάστηκε το 1934 (6η Ολοµέλεια) και το 1935 (6ο Συνέδριο)», µε αποτέλεσµα να µην µπορέσει αργότερα «να συνδέσει στην πράξη τον ηρωικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα µε την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, µε αποτέλεσµα να µην ανταποκριθεί στις συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης που διαµορφώθηκε κατά την απελευθέρωση».

Και οι τρεις διαπιστώσεις είναι ολόσωστες, ενώ ξεχωρίζει η διαυγής σύνδεση της «στροφής» της Κοµιντέρν στο 7ο Συνέδριο (προς τα Λαϊκά Μέτωπα) µε τις στρατηγικές αποφάσεις της 6ης Ολοµέλειας (αστικοδηµοκρατικός χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα) και την ήττα του κινήµατος του 1940.

Το ΚΚΕ «κατορθώνει» να κάνει αυτές τις διαπιστώσεις χωρίς να αναφερθεί στον πρώτο γ.γ. της ΚΕ του, τον Παντελή Πουλιόπουλο, που πρωτοστάτησε στη µετονοµασία του ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ και τη σύνδεσή του µε την Κοµιντέρν, που στήριξε αποφασιστικά τον αντιπολεµικό προσανατολισµό κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους και που -κυρίως!- αντιστάθηκε πεισµατικά στη γραµµή της 6ης Ολοµέλειας («Αστικοδηµοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;»).

Αντίθετα, επιµένει στη θετική αναφορά στον Ν. Ζαχαριάδη, στον εµπνευστή των αποφάσεων της 6ης Ολοµέλειας και στον «ακλόνητο» υποστηρικτή τής, τότε, στροφής της Κοµιντέρν (όπως άλλωστε όλων των «στροφών» του διεθνούς κέντρου…).

Ας θυµηθούµε ορισµένες από τις συνέπειες αυτής της ηγεσίας: Υποτίµηση της µεγάλης ευκαιρίας που δηµιούργησε η Γενική Απεργία στη Θεσσαλονίκη (Μάης 1936). Προσπάθεια αντιµετώπισης της επερχόµενης δικτατορίας του Μεταξά µέσω της συνεργασίας µε τους φιλελεύθερους δηµοκράτες (Σύµφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα). Αδυναµία σοβαρής οργανωτικής αντιµετώπισης της δικτατορίας Μεταξά και ανεκδιήγητη αντιµετώπιση των ελιγµών του Μανιαδάκη, που έφτασε να βαφτίζει τους χαφιέδες «έµπιστους κοµµουνιστές» και τους ανθεκτικούς κοµµουνιστές «ύποπτους» σαν χαφιέδες (προς τιµήν της σηµερινής ΚΕ του ΚΚΕ είναι το γεγονός ότι σε ένα σηµαντικό βαθµό έχει αποκαταστήσει αυτούς τους συκοφαντηµένους αγωνιστές που έκαναν ό,τι µπορούσαν για να διατηρήσουν το κύρος της ηγεσίας του ΚΚΕ).

Αντίσταση-Εµφύλιος

Όπως προαναφέραµε, η ΚΕ σωστά εντοπίζει τις αιτίες της ήττας των µεγάλων αγώνων του ’40 στη ρεφορµιστική στρατηγική των «σταδίων» που διαχώριζε τα δηµοκρατικά από τα σοσιαλιστικά καθήκοντα, στη στρατηγική της Κοµιντέρν και της 6ης Ολοµέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία του ’30. Δείχνει έτσι την «πηγή» της αλυσίδας των λαθών (Λίβανος, Καζέρτα, Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου, Βάρκιζα) που οδήγησαν στην καταστροφή.

Αποφεύγει βέβαια κάποια «εµβληµατικά» σηµεία. Δεν αναφέρεται καν στη διακήρυξη του Γληνού που ορίζοντας τον αγώνα ως σκέτα «εθνικοαπελευθερωτικό», µιλούσε για αγώνα «όλου του έθνους», συµπεριλαµβάνοντας τους Έλληνες αστούς. Δεν αναφέρεται, επίσης, στο πιο γνωστό µαζικό στέλεχος του ΚΚΕ, στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, που αρνήθηκε την υποταγή στη Βάρκιζα (µα ούτε λέξη!).

Κυρίως όµως η ΚΕ «κατορθώνει» να µην αναφερθεί στη Γιάλτα. Σε ένα κείµενο όπου είναι σαφής η επίγνωση του βάρους της σταλινικής ηγεσίας στην ΕΣΣΔ ακόµα και στις λεπτοµέρειες της γραµµής των ΚΚ διεθνώς, το «διεθνές κέντρο» µένει απολύτως στο απυρόβλητο της κριτικής για τη µεγαλύτερη πολιτική καταστροφή του κοµµουνιστικού κινήµατος στη µεταπολεµική Ευρώπη.

Η αναφορά της ΚΕ στον Εµφύλιο είναι από τα πιο αδύναµη σηµαία του κειµένου: «Ο ΔΣΕ έσωσε την τιµή του λαού και του ΚΚΕ». Η βαριά ήττα και η υποχώρηση στην πιο σκληρή παρανοµία µπορεί να µοιάζει «τιµητική» στα ροµαντικά µυθιστορήµατα, δεν µπορεί όµως να παρουσιάζεται ως µιας κάποιας µορφής «σωτηρία» για τους κοµµουνιστές.

Εξίσου αδύναµο είναι το τµήµα που αναφέρεται στη δεκαετία του ’60. Η ΚΕ ερµηνεύει την περίοδο της ΕΔΑ σαν µια «σοσιαλδηµοκρατική» παρεκτροπή που προέκυψε από τα σπλάχνα του κόµµατος (αλήθεια, πώς άραγε;) ενισχυόµενη, ίσως, από τη διαδικασία «αποσταλινοποίησης» στο ΚΚΣΕ. Σβήνει έτσι µε µια µονοκοντυλιά την έκρηξη του εργατικού και νεολαιίστικου ριζοσπαστισµού (εκλογές ’58, φοιτητικοί αγώνες, Ιουλιανά) που έβαλαν τη βάση για την ανασύνταξη του κινήµατος από την ήττα στον εµφύλιο.

Αυτή η ανάλυση οδηγεί την ΚΕ να µη λέει ούτε λέξη για την επιβολή της δικτατορίας του ’67 και τις ευθύνες µιας ηγεσίας που πιάστηκε µε τις πιτζάµες. Όσο για την περιγραφή του αντιδικτατορικού αγώνα, ενώ είναι ακόµα ζωντανά µεταξύ µας βασικά στελέχη του, δεν µπορεί να γίνει πειστική µια περιγραφή που λέει ότι «το ΚΚΕ ήταν το µόνο κόµµα… στον οργανωµένο από τα κάτω αντιδικτατορικό αγώνα ως λαϊκή εξέγερση (!), χωρίς να αποκλείει και την αναγκαιότητα της ένοπλης αναµέτρησης (!!)» ενώ οι δυνάµεις της ΚΝΕ είχαν «κορυφαία συµβολή στις καταλήψεις της Νοµικής και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου». Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του κειµένου η ανάδειξη της απόστασης αυτών των θέσεων από την πραγµατικότητα.

Δεν είναι επίσης στις προθέσεις µας να ανοίξουµε εδώ τα ζητήµατα της πολιτικής του ΚΚΕ στην περίοδο των µεγάλων αγώνων της Μεταπολίτευσης (παθητική αντιµετώπιση των κυβερνήσεων Καραµανλή, αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του ΠΑΣΟΚ στην ανατροπή της Δεξιάς κ.ο.κ.).

Ο επόµενος µεγάλος «κόµβος» για τις εξελίξεις στο διεθνές και ντόπιο κοµµουνιστικό κίνηµα ήταν το 1989.

Ποιος σοσιαλισµός;

Η ΚΕ του ΚΚΕ επιµένει στο σενάριο της «ανατροπής» του σοσιαλισµού στην ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρκετά χρόνια µετά «το σηµείο οπορτουνιστικής στροφής του ΚΚΣΕ στο 20ό συνέδριό του (1956). Το σενάριο αυτό αφήνει ακάλυπτο τον κόσµο του, σε δύο βασικές διαπιστώσεις: α) Όλο το πολιτικό προσωπικό που οργάνωσε στην ΕΣΣΔ τις «ανατροπές», προέρχεται από τα σπλάχνα του παλιού καθεστώτος. β) Δεν υπήρξε η παραµικρή δύναµη από το παλιό καθεστώς που να εκδήλωσε πρόθεση αντίστασης στις «ανατροπές», που να αποπειράθηκε να υπερασπίσει αυτό που το ΚΚΕ εξακολουθεί να θεωρεί ως σοσιαλισµό. Συνεχίζοντας να υπερασπίζει κανείς το σταλινισµό οδηγείται σε πλήρη αδυναµία να ερµηνεύσει µε µαρξιστικούς όρους την κατάρρευσή του.

Στο κρίσιµο ερώτηµα του τι εννοούµε σοσιαλισµό, το ΚΚΕ κάνει στο θεωρητικό πεδίο µια σωστή στροφή προς την εργατική εξουσία/εργατική δηµοκρατία: «πυρήνα της εργατικής εξουσίας αποτελεί η συνέλευση των εργαζοµένων… µε εκλογή των αντιπροσώπων τους από τα κάτω προς τα πάνω, µε δικαίωµα ελέγχου και ανάκλησής τους». Όµως µπορεί κανείς σήµερα να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι αυτού του είδους οι κατακτήσεις υπήρχαν στην ΕΣΣΔ και στις «Λαϊκές Δηµοκρατίες»;

Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή, η ΚΕ του ΚΚΕ θεωρεί σωστά ότι το ενδεχόµενο ενός πολέµου µπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης. Όµως αυτή η σωστή θέση µετατρέπεται σε λαθεµένη αν κάποιος ισχυριστεί ότι ο πόλεµος είναι ο µοναδικός παράγοντας που µπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική κατάσταση. Εντύπωση προκαλεί ότι στις θέσεις της ΚΕ δεν υπάρχει αναφορά στη διεθνή κρίση του καπιταλισµού µετά το 2008, στη µεγαλύτερη κρίση του συστήµατος µετά από εκείνη του 1929. Δεν υπάρχει καν η λέξη µνηµόνια. Δεν υπάρχει εκτίµηση για τη δυναµική που µπορεί να έχει η αντίσταση στον κοινωνικό πόλεµο που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο διά του νεοφιλελευθερισµού και της διαρκούς πολιτικής της λιτότητας.

Η ΚΕ του ΚΚΕ καταλήγει µια έκκληση προς τους «σηµερινούς αγωνιστές». Τους ζητεί να δείξουν «αντοχή σε συνθήκες υποχώρησης του κινήµατος», να δείξουν «πείσµα και καρτερικότητα (!) παρά την έλλειψη εµφανών αποτελεσµάτων». Σε µεγάλο βαθµό η έκκληση είναι σωστή, αντανακλά το ένστικτο και την οργανωτική πείρα του ΚΚΕ. Όµως οι πολιτικές υποχρεώσεις της κάθε ηγεσίας -και κυρίως των σηµαντικών δυνάµεων του ΚΚΕ- είναι να βρει εκείνη την πολιτική τακτική που θα διεκδικεί «εµφανή αποτελέσµατα» µέσα στις συγκεκριµένες σηµερινές συνθήκες, που έχουν διαµορφωθεί ανεξάρτητα από τις επιθυµίες µας. Αλλιώς, µια νέα ήττα, µια νέα σηµαντική υποχώρηση, θα γίνεται όλο και πιο πιθανή. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες