Νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης

Έπειτα από έναν σχεδόν μήνα νομοθετικής απραξίας, σε μια περίοδο ωστόσο ασφυκτικών πιέσεων και εκβιασμών εντός και εκτός Ελλάδας, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το πρώτο νομοσχέδιο, ένα μέρος του οποίου αφορά την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Τα μέτρα που προτείνονται απευθύνονται στις κατηγορίες του πληθυσμού που βρίσκονται στην πλέον δεινή κατάσταση, εκείνη της «ακραίας» φτώχειας, και στοχεύουν να καλύψουν, σε αυτή την πρώτη φάση και για 9 μήνες, ένα μέρος από τις βασικότερες ανάγκες, όπως τροφή, στέγη και παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. 

Είναι αλήθεια ότι από το Πρόγραμμα της ΔΕΘ και τον πυλώνα που αφορά την ανθρωπιστική κρίση, μόνο οι 3 από τις 7 δράσεις αντιστοιχίζονται στο νομοσχέδιο αυτό. Από τα 1,3 δισ. που προβλέπονταν για όλο το πακέτο, σήμερα δίνονται 230 εκατ. Είναι γεγονός ότι η προεκλογική θέση μας ότι το Πρόγραμμα της ΔΕΘ θα ισχύσει ανεξάρτητα από τη διαπραγμάτευση δεν έχει ισχύ στη μετεκλογική περίοδο και μάλλον «κουρεύτηκε» αυτό αντί για το χρέος...

Έχουν ήδη εξαγγελθεί αλλά δεν περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο πρωτοβουλίες σε ό,τι αφορά τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων και τη δωρεάν πρόσβαση των ανέργων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Παραπέμπεται, επίσης, για αργότερα, σε αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής χρονικό ορίζοντα, η ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, ενώ η κατάργηση του χαρατσιού στο πετρέλαιο θέρμανσης και το πετρέλαιο κίνησης έχει απαλειφθεί από τις δημόσιες δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης.

Ποιος είναι, εντέλει, ο ορισμός για την «ακραία» φτώχεια και με βάση ποιες διαδικασίες, δημόσιες και διαφανείς, θα καταγραφούν και θα ελεγχθούν οι δικαιούχοι; Επιπλέον, το νομοσχέδιο παραπέμπει όλες τις λεπτομέρειες για τα κριτήρια ένταξης σε υπουργικές αποφάσεις που θα ακολουθήσουν, με τον κίνδυνο λόγω του όγκου των λεπτομερειών που πρέπει να καθοριστούν, της δεδομένης γραφειοκρατίας και των αποψιλωμένων δημόσιων υπηρεσιών, να αργήσει η απορρόφηση αυτών των παροχών από όσους τις έχουν απόλυτη ανάγκη.

Για τη δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος υπολογίζονται μόνο 22 εκατ. ευρώ αντί των 59 εκατ., που σημαίνει ότι αντί για 300.000 δικαιούχους που είχαμε δεσμευθεί προεκλογικά, το μέτρο αφορά 65.000 με 70.000 δικαιούχους.

Στο επίδομα ενοικίου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεσμευθεί για 54 εκατ. Τώρα δίνονται 40,5 εκατ. σε 30.000 δικαιούχους. Η κυβέρνηση είχε εξαγγείλει προεκλογικά πρόγραμμα διασφάλισης στέγης σε 25.000 διαμερίσματα με επιδότηση ενοικίου 4 ευρώ ανά  τετραγωνικό μέτρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καταργηθείς ΟΕΚ προσέφερε επίδομα ενοικίου σε τριπλάσιο ή τετραπλάσιο αριθμό από αυτόν που αναφέρεται στο νομοσχέδιο. Τα επιδόματα είναι ένα άμεσο μέτρο αντιμετώπισης ακραίων περιπτώσεων. Ωστόσο, χωρίς την αξιοποίηση του υποβαθμισμένου στεγαστικού αποθέματος της χώρας και με επιδιόρθωση παλαιών οικιών που μπορούν να διατεθούν σε κοινωνική χρήση, όχι με όρους αγοράς, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί προεκλογικά και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε πρόληψη ούτε επανένταξη, ούτε να προσφέρουμε κοινωνική κατοικία στους ανθρώπους.

Στο άρθρο 3 ορίζεται η επιδότηση σίτισης, μέσω ηλεκτρονικής κάρτας-κουπονιού. Καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για αριθμό ωφελουμένων. Προβλέπονται 137,7 εκατ. Εάν παραμένουν οι 300.000 οικογένειες, τότε προκύπτει ότι θα παίρνουν επί 9 μήνες για σίτιση 1,7 ευρώ ανά ημέρα αντί της προεκλογικής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ για 7 ευρώ την ημέρα.

Είναι ενδεικτικό του πνεύματος του νομοσχεδίου ότι με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια ένταξης σε αυτό, υπάρχει το όριο μέχρι 6.000 ευρώ/χρόνο για οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Πρόκειται, επομένως, για οικογένειες που ζουν σε συνθήκες ακραίας  φτώχειας και αποκλεισμού. 

Αυτό που πρέπει να καθοριστεί, με πιο εξειδικευμένο και πολιτικά επαρκή τρόπο, είναι ποιο είναι εκείνο το επίπεδο διαβίωσης, συγκρινόμενο με το μέσο όρο της κοινωνίας, που χρήζει ενίσχυσης, καθώς και η ουσιαστική δυνατότητα πρόσβασης σε μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών, αν θέλουμε να συμπεριλάβουμε περισσότερους δικαιούχους. Και ας μην ξεχνάμε ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας έχει χάσει πάρα πολλά από τη μείωση μισθών, από τη φορολογία και από την εκτίναξη του κόστους ζωής και ζει στο όριο της κάλυψης απλών βασικών βιοτικών αναγκών και υποχρεώσεων.

Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, συνεπώς, δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο σε σε μια επιδοματική πολιτική, που αφορά μάλιστα ένα μικρό μέρος των «ακραία» φτωχών, πολιτική που διαχρονικά εξάλλου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα ως προς τη μείωση της φτώχειας.

Μια ριζοσπαστική αντιμετώπιση του προβλήματος οφείλει να συνδεθεί με άλλες, ουσιαστικές πολιτικές, που θα ωφελήσουν ολόκληρη την κοινωνία, με πραγματικά καθολικό τρόπο, όπως είναι οι παρεμβάσεις στους τομείς της αξιοπρεπούς εργασίας, της υγείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού.
Μια πολιτική σε αυτή την κατεύθυνση ισοδυναμεί με σημαντική αναδιανομή πλούτου υπέρ των πληττόμενων από την κρίση στρωμάτων, πράγμα που είναι και το μεγάλο διακύβευμα και η λυδία λίθος γι’ αυτή την κυβέρνηση. Χωρίς την υψηλή φορολόγηση των κερδών του κεφαλαίου και της μεγάλης περιουσίας δεν μπορούν να προκύψουν πόροι που θα χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος και τις πολιτικές υπέρ της εργασίας. Ένα τέτοιο σχέδιο προφανώς και δεν μπορεί να στριμωχτεί στις συμπληγάδες της μείωσης του χρέους και της συνεχούς λιτότητας, όπως στρατηγικά επιδιώκουν οι ελληνικές και ξένες ελίτ. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει αυτό το πρώτο, δειλό για τις ανάγκες της κοινωνίας, βήμα στην κατεύθυνση της άρσης των συνεπειών της κρίσης και της διεκδίκησης μιας πραγματικά αξιοπρεπούς ζωής γι’ αυτούς που παράγουν τον πλούτο αλλά καρπώνονται ελάχιστα.

Ετικέτες