Είμεθα ελεύθεροι να διοικήσωμεν τα εσωτερικά μας κατά την ιδίαν ημών θέλησιν” Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, κατοχικός πρωθυπουργός (διάγγελμα για την ανάληψη των καθηκόντων του, 2.12.1942)
Eκ των πραγμάτων, οι εθνικές επέτειοι δεν προσφέρονται συνήθως για ιδιαίτερα αυτοκριτικές αναγνώσεις του παρελθόντος.
Οχι μόνο οι πανηγυρικοί αλλά και τα επετειακά αφιερώματα των ΜΜΕ δύσκολα αποφασίζουν να θίξουν πτυχές αυτού του παρελθόντος που αντιφάσκουν με ό,τι έχει παραδοσιακά αναγορευτεί σε «νόημα της ημέρας».
Η 28η Οκτωβρίου δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Επέτειος που πρωτοτιμήθηκε μαχητικά –ως αντιστασιακή πράξη– στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής, για να θεσπιστεί αμέσως μετά τον πόλεμο ως δεύτερη εθνική εορτή, υπήρξε μεν εξαρχής αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων της εποχής, δίχως όμως ν’ αμφισβητηθεί η «παλλαϊκή» διάσταση της αντίστασης του ελληνικού λαού στους εισβολείς.
Πλευρές του ελληνοϊταλικού κι ελληνογερμανικού πολέμου του 1940-41 όπως η προληπτική καταστολή του (πραγματικού ή εικαζόμενου) «εσωτερικού εχθρού» από τις μεταξικές αρχές, οι κοινωνικές ή άλλες αντιθέσεις στο εσωτερικό του ελληνικού στρατού, οι λιποταξίες και παρεμφερείς αντιηρωικές πρακτικές (αυτοτραυματισμοί, αυτομολήσεις, αισχροκέρδεια, εκτελέσεις αιχμαλώτων) ή η σχέση του ελληνικού στρατού –ως δύναμης κατοχής– με τον ντόπιο αλβανικό πληθυσμό παραμένουν μέχρι σήμερα ταμπού για την ελληνική ιστοριογραφία.
Οπως ταμπού παρέμενε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ένα ακόμη κεντρικότερο ζήτημα της ευρύτερης περιόδου: η ανοιχτή συνεργασία μιας μερίδας του ελληνικού πληθυσμού με τον κατακτητή.
Οι λόγοι της σιωπής
Η σιωπή που κάλυπτε μέχρι πρόσφατα το δωσιλογικό φαινόμενο δεν είναι καθόλου δύσκολο να ερμηνευθεί. Η ενσωμάτωση της πλειονότητας των δωσιλόγων στο μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων (είτε μέσω της υπηρεσιακής επανεκτίμησης της συμβολής τους στον κατοχικό αντικομμουνιστικό αγώνα είτε ως απόρροια της οικονομικής ισχύος που απέκτησαν -ή διατήρησαν- στη διάρκεια της Κατοχής) συνιστούσε από μόνη της ισχυρό αντικίνητρο για ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή τη σκοτεινή πτυχή της πρόσφατης ιστορίας.
Στη διάρκεια μάλιστα της δικτατορίας, όσοι συνεργάστηκαν ένοπλα με τους ναζί επιβραβεύθηκαν από την πολιτεία με την επίσημη αναγνώρισή τους (Ν.Δ. 179/1969) ως «αντιστασιακών» –όχι βέβαια εναντίον του Αξονα, αλλά κατά του «αντεθνικώς δράσαντος» ΕΑΜικού κινήματος που, εν μέσω εχθρικής κατοχής, «αποσκοπούσε εις την επιβολήν καθεστώτος διαφορετικού του νομίμου τοιούτου»!
Από την άλλη, το γεγονός ότι το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος δεν αντλούσε τη νομιμότητά του από τις δωσιλογικές αλλά από τις εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις και τις εγχώριες δεξιές αντιστασιακές οργανώσεις υποχρέωσε τους πάλαι ποτέ συνεργάτες του κατακτητή σε μια ιδιότυπη αυτολογοκρισία για τα κατοχικά τους πεπραγμένα.
Ακόμη και στο αποκορύφωμα της χούντας, τον Ιούνιο του 1970, οι νεκρολογίες του β΄ αντιπροέδρου της Δημητρίου Πατίλη απέφυγαν κάθε μνεία στη δράση του εκλιπόντος ως αξιωματικού των Ταγμάτων Ασφαλείας, υμνώντας αντ’ αυτού κάποιες απροσδιόριστες «αντιστασιακές» δάφνες του επί Κατοχής.
Στην αντίπερα όχθη, το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση (και) της ΕΑΜικής αντίστασης, εκκρεμές επί δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη δαμόκλειο σπάθη της εμφυλιοπολεμικής νομοθεσίας που απαγόρευε κάθε «κομμουνιστική προπαγάνδα» και ποινικοποιούσε την «αναμόχλευση παθών» από τους ηττημένους, λειτουργούσε εξίσου αποτρεπτικά για την αμφισβήτηση του ιδεολογήματος της πάνδημης αντίστασης στον κατακτητή.
Οταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Ν. 1285/82 περιορίστηκε έτσι στην απαρίθμηση των όντως αντιστασιακών οργανώσεων και την κατάργηση της αντίστοιχης χουντικής νομοθεσίας, για λόγους όμως σκοπιμότητας δεν έθιξε καθόλου τις παροχές και τα υλικά ωφελήματα που είχαν απονεμηθεί βάσει αυτής της τελευταίας.
Με αποτέλεσμα κάποιες γκροτέσκες σκηνές –όπως όταν, εν έτει 1991, η Δικαιοσύνη κλήθηκε ν’ αποφανθεί σε ποιαν από τις δυο χήρες ενός δίγαμου ταγματασφαλίτη, εξαφανισμένου μετά την απελευθέρωση, ανήκε η σύνταξη «αντιστασιακού» που είχε εκδοθεί στο όνομά του.
Η αφύπνιση του ενδιαφέροντος
Η φάση της σιωπής τερματίστηκε ουσιαστικά μέσα στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, με την εμφάνιση ενός κύκλου ερευνητών, αυτοπροσδιοριζόμενου ως «το νέο κύμα» της ελληνικής πολιτικής επιστήμης και ιστοριογραφίας, που εισήγαγαν και στη χώρα μας την υφιστάμενη προ πολλού στη Δυτική Ευρώπη σχολή (Ερικ Νόλτε, Φρανσουά Φιρέ κ.λπ.) μιας φαινομενικά ουδέτερης προσέγγισης του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου», όπου ο φασισμός και ο ένοπλος δωσιλογισμός νομιμοποιούνται σαν μια «αμυντική» πρωτίστως βία απέναντι στην κομμουνιστική (κι αντιφασιστική) «τρομοκρατία».
Επίσημη ιδρυτική πράξη του «κύματος» αποτέλεσε μια δισέλιδη προγραμματική διακήρυξη που δημοσιεύθηκε στα «Νέα» με την υπογραφή των πανεπιστημιακών καθηγητών πολιτικής επιστήμης Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη (20.3.2004), πυροδοτώντας έναν έντονο επιστημονικό διάλογο που κράτησε αρκετούς μήνες.
Οπως επιβεβαιώνεται από μεταγενέστερο ισπανόγλωσσο απολογιστικό κείμενο του Καλύβα, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πώς μετατράπηκα σε αναθεωρητή, δίχως να ξέρω τι σήμαινε αυτό» (περ. «Alcores», 4 [2007], σ.125-42), η εν λόγω διακήρυξη προέκυψε ως εσπευσμένη –και γι’ αυτό πολιτικά ανεπιτυχής– απάντηση σε πρόσφατο άρθρο του «Ιού» που επισήμανε τις σχετικές τάσεις («Η νέα δεξιά ιστοριογραφία. Οι ταγματασφαλίτες δικαιώνονται», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 26.10.2003).
Ακολούθησαν η διενέργεια ειδικού συνεδρίου στη Σαμοθράκη (Ιούλιος 2004) και η αναθέρμανση του σχετικού ενδιαφέροντος, με την έκδοση βιβλίων και τη δημοσίευση επιστημονικών άρθρων που είτε αναφέρονταν ειδικά στον δωσιλογισμό είτε τον περιλάμβαναν ως ουσιαστική πτυχή της αφήγησης.
Με το χρονικό βάθος μιας δεκαετίας να επιτρέπει πια την εξαγωγή συμπερασμάτων, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η θορυβώδης εμφάνιση του «νέου κύματος» τελικά «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν».
Οι θιασώτες του περιορίστηκαν λίγο-πολύ στην προσπάθεια αποκαθήλωσης της αντιφασιστικής αντίστασης, αναθερμαίνοντας τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία περί «ερυθρού τρόμου» και ΕΑΜικών φρικαλεοτήτων αλλά αποφεύγοντας ν’ ασχοληθούν με την ουσιαστική μελέτη του δωσιλογικού φαινομένου –την οικονομική του βάση, τις κοινωνικές συμμαχίες που αυτό οικοδόμησε ή προσπάθησε να οικοδομήσει, τις ιδεολογικές επεξεργασίες που επένδυσαν τις πρακτικές του.
Απεναντίας, η προσφυγή στην «προφορική ιστορία» χρησιμοποιήθηκε συχνά για να προσδώσει αυξημένη φερεγγυότητα στις τωρινές αφηγήσεις (και δικαιολογίες) πάλαι ποτέ δωσιλόγων, με συνειδητό παραγκωνισμό των αυθεντικών τεκμηρίων της εποχής.
Πριν και μετά τα μνημόνια
Σημαντικότερη αποδεικνύεται η κοινωνική λειτουργία που κλήθηκε να εκπληρώσει η πολιτική αυτή αποκατάσταση του δωσιλογισμού.
Εμπειρικά διαπιστώνουμε ότι, σε μια πρώτη φάση, το «νέο κύμα» έγινε ενθουσιωδώς δεκτό από δυο κυρίως πολιτικοϊδεολογικούς χώρους.
Ο πρώτος ήταν φυσικά η ακροδεξιά, που την ίδια ακριβώς εποχή έβγαινε από το μεταπολιτευτικό περιθώριο διεκδικώντας μια θέση στο πολιτικό σκηνικό˙ το έργο του Μαραντζίδη διαφημίστηκε έτσι την περασμένη δεκαετία από τα έντυπα της Χρυσής Αυγής ως βασικό συστατικό στοιχείο μιας «αντικομμουνιστικής βιβλιοθήκης».
Ο δεύτερος χώρος που αγκάλιασε το εγχείρημα ήταν το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ»: μια μεσοαστική γενιά, αριστερών συχνά καταβολών, που ένιωθε πλέον την ανάγκη ν’ αποκαθηλώσει οριστικά τις νεανικές της αναφορές στον Αρη Βελουχιώτη, αντικαθιστώντας τις με ιδεολογήματα συμβατότερα προς την πραγματικότητα της τότε «ισχυρής Ελλάδας».
Η κεντροδεξιά, αντίθετα, άργησε κάπως να καβαλήσει το κύμα, αφοσιωμένη καθώς ήταν στην κάρπωση της προσόδου από την «εθνική συμφιλίωση» των προηγούμενων χρόνων.
Η τομή θα σημειωθεί εδώ με την επιβολή των μνημονίων και τη διαμόρφωση ενός ενιαίου «φιλομνημονιακού» χώρου που αναζητούσε –κι αυτός– ιδεολογική νομιμοποίηση της πολιτικής στάσης του μέσω των κατάλληλων αναδρομών στο ιστορικό παρελθόν.
Υπαρκτό από καιρό στους χώρους της εκλαϊκευτικής «δημόσιας ιστορίας» (και παραϊστορίας), ένα άλλο ρεύμα που αναβαθμίστηκε επικοινωνιακά στην τρέχουσα συγκυρία αξίζει επίσης να σημειωθεί.
Ο λόγος για τη σκανδαλοθηρική διεύρυνση και διάχυση της έννοιας του «δωσιλογισμού», ώστε αυτή να περιλαμβάνει σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα σε συνθήκες ξένης κατοχής, αλλά και τη διαπλοκή αυτού του φαινομένου με τις προσπάθειες των γόνων επιφανών συνεργατών του κατακτητή (Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Ιωάννης Βουλπιώτης) ν’ αποκαταστήσουν τη μνήμη των γονιών τους.
Καθόλου ευκαταφρόνητο, το φαινόμενο αυτό θα μας απασχολήσει αναλυτικά σε κάποιο άλλο αφιέρωμα.
Από την άλλη, πρέπει κανείς να ομολογήσει πως ο θόρυβος της περασμένης δεκαετίας γύρω από το «νέο κύμα» είχε τελικά ορισμένες πολύ θετικές παρενέργειες.
Πρόσφερε κατ’ αρχάς το ερέθισμα για τη συγγραφή ή την έκδοση πολύτιμων μαρτυριών, που για πρώτη φορά επικεντρώθηκαν τόσο αναλυτικά σε ζητήματα όπως ο δωσιλογισμός και η εαμική βία.
Ιδίως ο «Κόκκινος επιτάφιος» της Γιόνας Μικέ-Παϊδούση (Αθήνα 2008, εκδ. Βιβλιόραμα), μια εκπληκτικά ζωντανή και πλούσια σε πληροφορίες σκιαγράφηση της κατοχικής πραγματικότητας στην αρβανίτικη ενδοχώρα της Αργολίδας, αξίζει πολύ να διαβαστεί σε αντιπαραβολή με τις επεξεργασίες του Καλύβα για την ίδια περιοχή.
Σε μια δεύτερη φάση, η όλη συζήτηση προσέλκυσε το ενδιαφέρον μιας πλειάδας αξιόλογων νέων επιστημόνων, η ουσιαστική μελέτη του δωσιλογισμού από τους οποίους έχει ήδη αρχίσει ν’ αποδίδει καρπούς. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ όσων έχουν ήδη εκδοθεί κατέχει η διδακτορική διατριβή του Δημήτρη Κουσουρή («Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», Αθήνα 2014, εκδ. Πόλις).
Επ’ αυτού, αρμοδιότεροι να μιλήσουν είναι ωστόσο οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που ασχολούνται επαγγελματικά με το ζήτημα.
Ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης και το ευζωνικό σύνταγμα Αθηνών τιμούν στον Αγνωστο Στρατιώτη τη χιτλερική «Ημέρα των Ηρώων» (12.3.1944) | ΦΩΤ.: ΤΑΚΗΣ ΨΑΡΑΚΗΣ, «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ» (1980)