Πίσω από τους τακτικισμούς για το χρόνο των εκλογών
Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί το ερώτημα για το χρόνο των εκλογών. Η μεγάλη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ –και η προοπτική επιδείνωσης της κατάστασης για το κυβερνητικό κόμμα– είναι η πολιτική βάση για όσους εισηγούνται στον Τσίπρα «εκλογές τώρα», με στόχο να κρατήσει κάποιες δυνάμεις που θα επιτρέπουν ελπίδες για συμμετοχή στον πολιτικό ανταγωνισμό από θέση πρωταγωνιστή ή, έστω, σημαντικού παίκτη.
Όμως, αυτή τη φορά η επιλογή δεν θα γίνει «ελεύθερα» από την ομάδα Τσίπρα. Οι δανειστές –σε αντίθεση με την «κατανόηση» που έδειξαν το Σεπτέμβρη του 2015– φαίνεται ότι θεωρούν απόλυτη προτεραιότητα τη συνέχεια και τη σταθερότητα στην προώθηση του μνημονιακού προγράμματος, αδιαφορώντας για τις πολιτικές συνέπειες που θα αντιμετωπίσουν όσοι ανέλαβαν αυτή τη βρόμικη δουλειά. Στην επιλογή αυτή συγκλίνουν και ντόπιες καθεστωτικές δυνάμεις: Ο ακραιφνής νεοφιλελεύθερος Κωσταντίνος Μίχαλος ζήτησε «να σταματήσει η καραμέλα περί πρόωρων εκλογών», σημειώνοντας ότι «το μόνο που φέρνουν είναι αναστάτωση στην οικονομία» και προτείνοντας «να δούμε, επιτέλους, να υλοποιείται το Σύνταγμα που προσδιορίζει εκλογές κάθε 4 χρόνια». Όσοι, με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουν εκλογές τον Οκτώβρη του 2019, μοιάζουν επιφανειακά να υποστηρίζουν τον Τσίπρα. Όμως πρόκειται για δηλητηριώδη «υποστήριξη»: Η αναβολή της εκλογικής αναμέτρησης για μετά την 1/1/2019 ταυτίζεται με την ανάληψη της «πατρότητας» των προνομοθετημένων σκληρών μέτρων του μνημονίου 3 και θα έχει συνέπειες στην εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ.
Για να ξεφύγει από ανάλογα διλλήματα, ή απλώς για να χρυσώσει το χάπι, το κυβερνητικό επιτελείο επανέρχεται στο «αφήγημα» ότι το success story του Αυγούστου του 2018 μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για να «γυρίσει το πολιτικό παιχνίδι». Πρόκειται για προσπάθεια χωρίς καμιά προοπτική επιτυχίας.
Η τυπική λήξη του προγράμματος του 3ου μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018, σε κάθε περίπτωση συνοδεύεται με βασικές υποχρεώσεις για την κυβέρνηση:
– Την παραδοχή ότι το «προνομοθετημένο πρόγραμμα» θα υλοποιηθεί στο ακέραιο και εγκαίρως. Που σημαίνει την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις παλιές καταβαλλόμενες συντάξεις από 1/1/2019 και τη θεσμοθέτηση της μείωσης του αφορολόγητου ποσού στα 5.685 ευρώ από 1/1/2020 (αν καμφθεί τελικά η απαίτηση του ΔΝΤ να εφαρμοστεί και αυτό από την 1/1/2019).
– Τη δέσμευση μη ανατροπής όλων των παλαιότερων αντιμεταρρυθμίσεων των μνημονίων 1, 2 και 3, πιθανότατα με «ρήτρα» που θα απαγορεύει ακόμα και δευτερεύουσας σημασίας τροποποιήσεις.
– Τη δέσμευση για τα εξωφρενικά πλεονάσματα, της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, τουλάχιστον μέχρι το 2022.
– Την κατάθεση συγκεκριμένης-δεσμευτικής λίστας ιδιωτικοποιήσεων, που θα περιγράφει τον ετήσιο ρυθμό σε αυτό το μεγάλο πλιάτσικο.
Με αυτά τα δεδομένα θα είναι τουλάχιστον γελοία η απόπειρα της κυβέρνησης να μιλήσει για το τέλος της επιτροπείας. Το πολύ πολύ να της επιτραπεί να δηλώσει ότι περνάμε σε καθεστώς «επιτήρησης» (όπως το χαρακτήρισε ο Μοσκοβισί), για να κάνει επικοινωνιακό παιχνίδι πάνω στο αν οι «επισκέψεις» της τρόικας θα γίνονται 2 ή 4 φορές το χρόνο.
Στα Eurogroup στις 24 Μαΐου και 21 Ιουνίου, η κυβέρνηση θα περιμένει να δει τις προθέσεις των δανειστών για τα ζητήματα του χρέους. Μέχρι τώρα όλα δείχνουν ότι η συζήτηση αυτή θα περιοριστεί σε μια διασπορά των πληρωμών μέσα στο χρόνο και ίσως σε μια προστασία από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Όπως γράφει και ο γερμανικός Τύπος, αυτό σημαίνει ότι οι δανειστές «κλωτσάνε το τενεκεδάκι λίγο παραπέρα», αφήνοντας ανοιχτό για αργότερα το ενδεχόμενο μιας νέας «παρέμβασης».
Στην πραγματικότητα, πέρα από τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται στη θέση: Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πόλεμος κατά της διαφθοράς
Σε αυτό το σημείο, το μόνο όπλο που απομένει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι το να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες των αντιπάλων του.
Και, πράγματι, τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ έχουν πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα τους. Ασκώντας την κυβερνητική εξουσία για δεκαετίες, ταυτίστηκαν με την αθλιότητα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, που πρωταγωνίστησε στη φοροκλοπή, στη λεηλασία του Δημοσίου και των τραπεζών, στη μίζα και στη διαφθορά.
Όμως ο πόλεμος κατά της διαφθοράς δεν μπορεί και δεν πρόκειται να αποδώσει πολιτικά οφέλη, αν είναι εικονικός. Ο Αλ. Τσίπρας βρίσκεται στο Μαξίμου, πλέον, για 3 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, οι διαβόητες «λίστες» αποδείχθηκαν μη αξιοποιήσιμες από μια κυβέρνηση που στην πραγματικότητα δεν τολμά να συγκρουστεί με τους ολιγάρχες. Σε αυτό το διάστημα τα θαλασσοδάνεια των καπιταλιστών από τις τράπεζες εξακολούθησαν να γράφονται στο χιόνι. Σε αυτό το διάστημα οι ιδιωτικοποιήσεις συνέχισαν να είναι ένα θερμοκήπιο διαφθοράς. Σε αυτό το διάστημα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε, με τα πιο απίθανα προσχήματα, να υπόσχεται «φιλέτα» σε ομίλους και οικογένειες καπιταλιστών, με όρους που θα προκαλούσαν ντροπή ακόμα και στα πιο διεφθαρμένα καθεστώτα. Και, κυρίως, έχει δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει απαρέκλιτα έτσι: Το λιμάνι του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, τα αεροδρόμια, ο ΟΠΑΠ, το Ελληνικό κ.ο.κ. έχουν ανοίξει το δρόμο για όσα σχεδιάζονται σχετικά με το ΟΑΚΑ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ κλπ.
Αυτή η πολιτική, παρά τα υπαρκτά ανάλογα «εγκλήματα» των αντιπάλων του Αλ. Τσίπρα, στην πραγματικότητα ξεδοντιάζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στο μέτωπο της επικοινωνιακής αξιοποίησης ενός, τάχα μου, πολέμου κατά της διαφθοράς. Το ξεφούσκωμα της υπόθεσης Novartis (ενός υπαρκτού και μεγάλου σκανδάλου) είναι διδακτικό. Η κυβέρνηση προσεγγίζει με ταχύτητα το σημείο όπου ο «πόλεμος κατά της διαφθοράς» θα στραφεί εναντίον της, όπου τα σκάνδαλα θα αρχίσουν να χτυπάνε την πόρτα των στελεχών της «πρώτης φοράς Αριστερά».
Απέναντι σε όλα αυτά, η μόνη προοπτική είναι η πάλη για την ανατροπή. Πάλη για την ανατροπή στο κεντρικό σημείο, στην καρδιά της κυβερνητικής πολιτικής: ανατροπή των μνημονίων και της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Και η πάλη αυτή αναπόφευκτα στρέφεται κατεξοχήν ενάντια σε αυτούς που σήμερα ασκούν τις μνημονιακές πολιτικές, τρέχοντας με σπασμένα φρένα προς τον πάτο του βούρκου, χωρίς όμως να ξεχνάμε ότι οι ομόλογοί τους, αυτοί της Δεξιάς και του πιο παραδοσιακού σοσιαλφιλελεύθερου «κέντρου» είναι μια από τα ίδια.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά