Έχουν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια από τη µέρα που ρωσικά τανκς κινήθηκαν προς το Κίεβο και ο Πούτιν δήλωνε ότι «πήρα την απόφαση για µια ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» έχει εξελιχθεί σε έναν µακρόχρονο και απίστευτα αιµατηρό -και για τους δύο στρατούς- πόλεµο, χωρίς να διαφαίνεται ούτε «αποφασιστική νίκη», ούτε θέληση για διπλωµατική διέξοδο στον άµεσο ορίζοντα.

Τα πρώτα 2 χρόνια του πολέµου

Το πρώτο έτος του πολέµου ανήκε στην Ουκρανία. Ο ρωσικός σχεδιασµός «αστραπιαίου πολέµου» και οι αντίστοιχες αρχικές εκτιµήσεις στα δυτικά επιτελεία διαψεύστηκαν από την ουκρανική άµυνα στις πόλεις. Ο πρόχειρος ρωσικός σχεδιασµός και η διάθεση του ουκρανικού πληθυσµού να αντισταθεί είχαν ως αποτέλεσµα την αποτυχία της εισβολής να καταλάβει αστικά κέντρα και την εγκατάλειψη της προσπάθειας γρήγορης κατάληψης του Κιέβου.

Το RIA Novosti υποχρεώθηκε να αποσύρει το επινίκιο άρθρο που ανακοίνωνε την «επίλυση του ουκρανικού ζητήµατος». Έµεινε αναρτηµένο αρκετό χρόνο για να αρχειοθετηθεί και να µείνει ως µνηµείο  του αρχικού (µαταιωµένου) σχεδιασµού: Ο ρωσικός στρατός γινόταν δεκτός πανηγυρικά, η Ουκρανία «επέστρεφε στη Ρωσία» και στις δυτικές πρωτεύουσες γκρίνιαζαν λίγο αλλά έπαιρναν απόφαση ότι δεν µπορούσε να γίνει αλλιώς.

Τα πράγµατα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά -αρχικά ως προς τις ουκρανικές διαθέσεις απέναντι στο ρωσικό στρατό και έπειτα ως προς την αντίδραση στις δυτικές πρωτεύουσες, που βλέποντας την ανθεκτικότητα της ουκρανικής άµυνας, έσπευσαν να στηρίξουν οικονοµικά και στρατιωτικά την κυβέρνηση Ζελένσκι, ενώ εξαπέλυαν κυρώσεις κατά της Ρωσίας και αποκαθιστούσαν την (κλονισµένη ως τότε) συνοχή της «συλλογικής Δύσης».

Η κατάληψη της Μαριούπολης και της πόλης της Χερσώνας υπήρξαν οι βασικές επιτυχίες του ρωσικού στρατού µετά την αναδίπλωση της πολεµικής του προσπάθειας στα νοτιοανατολικά. Στην πορεία του πολέµου, ο ουκρανικός στρατός εξαπέλυσε δύο επιτυχηµένες αντεπιθέσεις. Πρώτα την αιφνιδιαστική στην περιφέρεια του Χαρκόβου, που προκάλεσε µια άτακτη ρωσική υποχώρηση. Κι έπειτα την πιο αργή και σταδιακή αύξηση της πίεσης προς τη Χερσώνα, που οδήγησε στην απελευθέρωση της πόλης και τη συντεταγµένη αναδίπλωση του ρωσικού στρατού στην ανατολική όχθη του Δνείπερου.

Σε αυτή τη δεινή θέση, ο Πούτιν απάντησε µε ένα «ποντάρισµα»: Ανακοίνωσε την προσάρτηση των 4 ουκρανικών επαρχιών (Ντονιέτσκ, Λουγκάνσκ, Ζαπορίζια, Χερσώνα) στις οποίες υπήρχε μερική ρωσική στρατιωτική παρουσία, δηλώνοντας την πρόθεση να ολοκληρώσει την κατάκτησή τους και να θεωρήσει αυτά τα εδάφη «κεκτηµένα», ενώ διέταξε και την υποχρεωτική στρατολόγηση 300.000 πολιτών. Η πολεµική κινητοποίηση στο εσωτερικό προκάλεσε κοινωνική αναστάτωση που συγκρινόταν µόνο µε τις πρώτες αντιπολεµικές διαδηλώσεις στην αρχή της εισβολής, ενώ οι «προσαρτήσεις» δεν αναιρούσαν την δύσκολη πραγµατικότητα στο πεδίο των µαχών.

Το δεύτερο έτος του πολέµου χαρακτηρίστηκε από τη µεγάλη στασιµότητα, µε µια πολύµηνη φονική µάχη («κρεατοµηχανή») να καταλήγει στην κατάληψη της σχετικά ασήµαντης πόλης του Μπαχµούτ από το ρωσικό στρατό και την πολυδιαφηµισµένη ουκρανική αντεπίθεση να καθυστερεί µήνες, έπειτα να αποτυγχάνει παταγωδώς να διασπάσει τις ρωσικές οχυρώσεις και µετά από αρκετούς µήνες και χιλιάδες νεκρούς να µην επιφέρει καµία σηµαντική αλλαγή στον «χάρτη». Από τα τέλη του 2023 µέχρι και την µέρα που γράφονταν αυτές οι γραµµές, η πρωτοβουλία επιθετικών κινήσεων είχε περάσει στα χέρια του ρωσικού στρατού, που καταγράφει σταθερά (και αργά) προόδους, χωρίς όµως κάποιο «θεαµατικό» αποτέλεσµα [Rp: από όταν δημοσιεύτηκε αυτό το άρθρο στην Εργατική Αριστερά, ο ρωσικός στρατός κατέλαβε -με βαρύ τίμημα σε απώλειες -την Αντέγεφκα και συνεχίζει να διατηρεί την πρωτοβουλία κινήσεων].

Απολογισµός

Μετά από 2 χρόνια ατελείωτων µαχών, η εικόνα ως προς τον έλεγχο ουκρανικού εδάφους θυµίζει το ποτήρι, που είναι «µισογεµάτο» και «µισοάδειο». Ο ρωσικός στρατός εξακολουθεί να κατέχει το 17-18% της χώρας, έχοντας υπερδιπλασιάσει τα εδάφη που έλεγχε πριν τις 24 Φλεβάρη του 2022. Από την άλλη, στα 2 χρόνια του πολέµου, ο ουκρανικός στρατός έχει ανακτήσει περίπου τα µισά εδάφη από όσα έχασε τις πρώτες εβδοµάδες της εισβολής (όταν η Ρωσία είχε φτάσει να ελέγχει το 25% της Ουκρανίας).

Στο στρατιωτικό πεδίο, µε βάση τα σηµερινά-υπαρκτά δεδοµένα, επικρατεί η εκτίµηση «αδιέξοδης ισορροπίας», όπου καµιά από τις δυο πλευρές δεν δείχνει σε θέση να επιβάλει µια ριζική ανατροπή και σαρωτικές αλλαγές στη «γραµµή επαφής».

Πολιτικά, στο Κίεβο (και στους δυτικούς συµµάχους του…) βαραίνει ιδιαίτερα η αποτυχία της αντεπίθεσης του καλοκαιριού του 2023. Αυτή υπήρξε η «µεγάλη ζαριά» του Ζελένσκι, η απόπειρα να αποδείξει ότι µπορεί να αντιστρέψει τα τετελεσµένα της ρωσικής εισβολής µε στρατιωτικά µέσα και να επιβάλει µια επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων από θέση ισχύος. Η αδυναµία που καταγράφηκε έχει δηµιουργήσει πολλά ερωτηµατικά για τα επόµενα βήµατα, και µέσα στο Κίεβο, αλλά και στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες…

Στη Μόσχα, κανείς δεν µπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» έχει τραβήξει 2 χρόνια και ότι στη διάρκειά τους ο ρωσικός στρατός δεν έχει να επιδείξει ακόµα κάποια σηµαντική (επιθετική) επιτυχία πέραν της -συµβολικής- νίκης στο Μπαχµούτ.

Πού βρισκόµαστε σήµερα;

Όµως στη συζήτηση για τις προοπτικές, το κλίµα στο Κίεβο είναι πιο σκοτεινό από ό,τι στο Κρεµλίνο. Όχι άδικα.

Πίσω από την εικόνα διαρκών µαχών δίχως κέρδη στην Ουκρανία, η ρωσική ηγεσία έχει κάνει προσαρµογές στη στρατηγική της και έχει επιλέξει να επενδύσει σε έναν «µαραθώνιο αντοχής», εκτιµώντας ότι θα αντέξει το υλικό-ανθρώπινο κόστος περισσότερο από το Κίεβο.

Σε άρθρο του για «τις προοπτικές του ρωσικού ιµπεριαλισµού», ο Ρώσος σύντροφος Ίλια Μπουντράιτσκις καταγράφει τις δραστηριότητες του καθεστώτος Πούτιν στα εξής µέτωπα: Σταθεροποίηση της ρωσικής κοινωνίας, υποδαύλιση πολιτικών εντάσεων στο εσωτερικό των δυτικών συµµάχων της Ουκρανίας, νοµιµοποίηση της εξουσίας του µέσω των προεδρικών εκλογών το Μάρτη και κινητοποίηση ρωσικών στρατευµάτων για µια νέα µεγάλη επίθεση την άνοιξη.

Στο εσωτερικό µέτωπο, σηµειώνει την επιτυχή αντιµετώπιση της ανταρσίας Πριγκόζιν, την σχετική ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονοµίας στις δυτικές κυρώσεις (που παρέµειναν αµιγώς «δυτικές», δίνοντας άλλες διεξόδους στη ρωσική οικονοµία), το τσάκισµα της αντιπολεµικής αντιπολίτευσης και την προώθηση µιας βαθιά αντιδραστικής ιδεολογίας για να ενοποιήσει την κοινωνική βάση του καθεστώτος. Στη διεθνή σκηνή, αξιοποιεί την αµερικανική στήριξη στην ισραηλινή επιθετικότητα στη Γάζα για να «ξεπλυθεί» (υποκριτικά), ενώ υπολογίζει (πολύ πιο ειλικρινά…) στην διαφαινόµενη άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Οι εκλογές θα αποτελέσουν «ρουτίνα», ενώ στο στρατιωτικό ζήτηµα, έχει κατορθώσει να προσελκύσει σηµαντικό αριθµό «συµβασιούχων», καθώς ο µισθός του επαγγελµατία οπλίτη στη Ρωσία είναι υπερ-πολλαπλάσιος του µέσου µισθού του εργάτη (και µόνη διέξοδος από τη φτώχεια).

Η εικόνα είναι διαφορετική στην Ουκρανία. Στην αρχή του πολέµου και για µεγάλο χρονικό διάστηµα, οι 3 δηµοφιλέστεροι άνθρωποι στη χώρα ήταν ο πρόεδρος Ζελένσκι, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ζαλούζνι και ο Αρεστόβιτς, σύµβουλος του Προέδρου και «εθνικό αντικαταθλιπτικό» (όπως ονοµάστηκε για τις ψύχραιµες βραδινές εκποµπές του). Σήµερα, η «τριανδία» αυτή έχει σπάσει. Ο Αρεστόβιτς αποπέµφηκε και έχει πέσει σε δυσµένεια ενώ καθώς γράφονταν αυτές οι γραµµές, οι φήµες για επικείµενη απόλυση του Ζαλούζνι είχαν «χτυπήσει κόκκινο», µετά από εβδοµάδες ρεπορτάζ για τη ψύχρανση ή και τη ρήξη µεταξύ του στρατηγού και του προέδρου. [Rp: Ο Ζαλούζνι αποπέμφθηκε τις επόμενες μέρες]

Η δηµόσια (διόλου ασήµαντη) αφορµή είναι το ζήτηµα της λειψανδρίας και της αντιµετώπισής της. Ο Ζαλούζνι φέρεται να ζητά 500.000 εφέδρους σε βάθος χρόνου, για να αναπληρωθούν απώλειες και να ξεκουραστεί η «φουρνιά» που έσπευσε να καταταγεί και πλέον πολεµά επί 2 χρόνια ασταµάτητα. Ο Ζελένσκι διστάζει να προχωρήσει σε δραστικά µέτρα, υπολογίζοντας και την αντιδηµοφιλία µιας υποχρεωτικής επιστράτευσης και το οικονοµικό κόστος µαζικής «απόσυρσης» ανθρώπινου δυναµικού από την παραγωγή. Ο Αρεστόβιτς στρέφει τα βέλη του στην ανικανότητα του ουκρανικού πολιτικού συστήµατος να απαντήσει ελκυστικά στο «για ποια Ουκρανία αξίζει να πολεµήσει κανείς». Οι διαφωνίες σίγουρα είναι βαθύτερες και αφορούν τα ερωτήµατα για την ευρύτερη ουκρανική στρατηγική, αλλά το ζήτηµα της λειψανδρίας -σε σύγκριση µε τις δυνατότητες της Ρωσίας- είναι υπαρκτό.

Η αβεβαιότητα αφορά και τη διεθνή στρατιωτική στήριξη, στην οποία επέλεξε να στηρίξει όλη του την στρατηγική το ουκρανικό καθεστώς. Η ενδοκαθεστωτική διαφωνία στις ΗΠΑ (για την χρησιµότητα ή µη της συνέχειας της στήριξης στην ουκρανική κυβέρνηση) είχε επιλυθεί προσωρινά µε την αναµονή να στηριχθεί η «µεγάλη ζαριά» του Ζελένσκι µε την αντεπίθεση και να επαναξιολογηθεί η κατάσταση µετά την έκβασή της. 

Μετά την αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης, τα ερωτήµατα έχουν πυκνώσει. Ο Τζο Μπάιντεν έχει ήδη µετατοπιστεί διακριτικά, από τη «στήριξη για όσο χρειαστεί» στη «στήριξη για όσο µπορούµε». Ενώ η Ρεπουµπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή µπλοκάρει ως τώρα κάθε νέο «πακέτο» για την Ουκρανία, µε τους πόρους του προηγούµενου να έχουν ήδη εξαντληθεί.  

Τρία σενάρια για το 2024 (και το 2025)

Θεωρείται κοινά αποδεκτό και ειληµµένη απόφαση του Κιέβου ότι το 2024 θα είναι έτος παρατεταµένης άµυνας και εγκατάλειψης της τακτικής  «διαρκούς πίεσης» στο ρωσικό στρατό µε στόχο την ανακατάληψη εδαφών. Ήδη ο ουκρανικός στρατός έχει περάσει ντεφάκτο σε θέσεις άµυνας, ενώ έγινε τελικά δεκτή από τον Ζελένσκι η εισήγηση για οχυρωµατικά έργα σε όλη τη σηµερινή γραµµή του µετώπου (και σε µεγαλύτερο βάθος) αλλά και στα σύνορα µε τη Λευκορωσία.

Κάποιοι εκτιµούν ότι µια επιτυχηµένη άµυνα, η οποία θα φθείρει ακόµα περισσότερο το ρωσικό στρατό, µπορεί να εµπεδώσει και στη ρωσική πλευρά το αίσθηµα «αδιεξόδου» και να ανοίξει το δρόµο σε διαπραγµατεύσεις ή σε ένα «πάγωµα» της σύρραξης περίπου στις σηµερινές γραµµές.

Άλλοι συµµερίζονται το στόχο του περιορισµού σε άµυνα για το 2024, αλλά θεωρούν ότι αυτή η φάση θα είναι «µεταβατική», ελπίζοντας ότι η φθορά του ρωσικού στρατού και µια πετυχηµένη ενίσχυση/ανασυγκρότηση του ουκρανικού στα µετόπισθεν θα επιτρέψει µια νέα -αποτελεσµατική αυτή τη φορά- αντεπίθεση το 2025.

Η ρωσική πλευρά εκτιµά ότι ακόµα κι αν η ουκρανική άµυνα αντέξει το 2024, θα καταρρεύσει το 2025. Αυτό το σενάριο έχουν υπονοήσει και Ρώσοι αξιωµατούχοι, κάνοντας λόγο για παράταση του πολέµου ως το 2025, αλλά και για νίκη εκείνη τη χρονιά.

Το 2024 θεωρείται κρίσιµο και για έναν άλλο λόγο, τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέµβρη. Η διχογνωµία στο αµερικανικό κατεστηµένο ως προς την «προτεραιότητα» του ουκρανικού µετώπου για τα αµερικανικά συµφέροντα είναι δεδοµένη από καιρό και εκφράζεται σε πολιτικό-κοµµατικό επίπεδο από την αντιπαράθεση Δηµοκρατικών/Ρεπουµπλικάνων. Μια πιθανή εκλογή Τραµπ το Νοέµβρη θα είναι «ορόσηµο» που συνυπολογίζουν όλοι.

Μια µερίδα προσκείµενων στον Μπάιντεν αναλυτών εισηγείται να ανοίξουν οι διαπραγµατεύσεις έγκαιρα, πριν αλλάξει η «βάρδια» στο Λευκό Οίκο και βρεθεί η σύγκρουση σε αχαρτογράφητα νερά. Οι «µαξιµαλιστές» επιµένουν ότι θα είναι δείγµα αδυναµίας ένα σινιάλο στη Μόσχα για διαπραγµατεύσεις και ουσιαστικά ελπίζουν σε νίκη του Μπάιντεν το Νοέµβρη και ανάκτηση της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο, µε προοπτική την υλική υποστήριξη σε µια ουκρανική αντεπίθεση το 2025. Στη Μόσχα, επενδύουν στην εκλογή Τραµπ το Νοέµβρη, το τέλος κάθε αµερικανικής στήριξης στο Κίεβο και πάνω σε αυτό το σενάριο στέκονται οι εκτιµήσεις για ουκρανική κατάρρευση µέσα στο 2025.

Στην Ουκρανία, εκτός από την αναδίπλωση σε θέσεις άµυνας και την ανάγκη στελέχωσης/ανανέωσης του στρατού, η συζήτηση έχει πλέον στραφεί και στην ενίσχυση της εγχώριας πολεµικής παραγωγής. Είναι µια αναγκαιότητα (η αµερικανική βοήθεια «στέρεψε» ήδη), αλλά είναι και µέρος του ευρύτερου σχεδιασµού: είτε για συνέχεια του πολέµου και σε περίπτωση διακοπής της δυτικής στήριξης, είτε για τη µετατροπή της χώρας σε «φρούριο», εφόσον υπάρξει µια (πάντα εύθραστη) εκεχειρία («σενάριο Κορέας»).

Στη Ρωσία, ο δρόµος προς τα αισιόδοξα σενάρια που πατάνε στο σηµερινό ευνοϊκό φεγγάρι, δεν θα είναι στρωµένος µε ροδοπέταλα. Στο άρθρο που προαναφέραµε, ο Μπουντράιτσκις µαζί µε την περιγραφή της σταθεροποίησης της κατάστασης, εντοπίζει και τα σηµεία που µπορούν να λειτουργήσουν υπονοµευτικά. Πχ, η οικονοµία «αντέχει» αλλά η ζωή παραµένει σκληρή για την κοινωνική πλειοψηφία, η ρωσική-ορθόδοξη ιδεολογία συσπειρώνει αλλά µπορεί και να αποξενώσει εθνικές και θρησκευτικές µειονότητες. Αλλά το πιο σηµαντικό αφορά τις πιθανότητες µιας νέας µεγάλης στρατιωτικής κινητοποίησης. Η εξασφαλισµένη ροή επαγγελµατιών οπλιτών επιτρέπει στη Μόσχα να αναπληρώνει τις διαρκείς απώλειές της, αλλά για την κατάκτηση νέων εδαφών και τον έλεγχό τους θα απαιτηθεί ένα πολύ µεγαλύτερο στράτευµα και µια πιθανή υποχρεωτική στρατολόγηση (µόνο µετά τις προεδρικές εκλογές…) που µπορεί να αναταράξει το «κοινωνικό συµβόλαιο» που συντηρεί την παθητική στήριξη στον πόλεµο.

Σε κάθε περίπτωση, αν δεν µεσολαβήσουν απρόβλεπτες εξελίξεις στο πεδίο της µάχης, εσωτερικές πολιτικές ανατροπές ή ασφυκτικές εξωγενείς πιέσεις, ο πόλεµος δείχνει βέβαιο ότι θα συνεχιστεί και για τρίτο χρόνο. Αν και η ένταση της σχετικής δηµόσιας συζήτησης έχει µειωθεί, αντανακλώντας µια γεωγραφική-διπλωµατική «οριοθέτηση» της σύγκρουσης, όσο οι µάχες συνεχίζονται και η σύρραξη «αποκτά τη δική της δυναµική», η απειλή της γενίκευσης θα παραµένει. Αλλά ακόµα και αν κάπως-κάποτε λήξει ή «παγώσει», δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι η 24η Φλεβάρη του 2022 εγκαινίασε µια νέα εποχή όξυνσης της ιµπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, που ήρθε για να παραµείνει απειλητικά ενεργή, και πέρα και µετά από τον ουκρανικό πόλεµο. Αλλά αυτά θα µας απασχολήσουν σε επόµενο άρθρο…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες