Αυτή την Κυριακή, 1η Νοεμβρη, η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ) καλεί σε 24ωρη Πανελλαδική Απεργία στο Εμπόριο, «ενάντια στη συνέχιση της εφαρμογής του μνημονιακού – αντεργατικού νομοθετικού πλαισίου, που επιτρέπει την ελεύθερη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές και καταργεί την Κυριακή Αργία για τους εργαζόμενους». Είναι μια απεργία με ευρύτερη σημασία.

Φυσικά, κάθε απεργία, κάθε δικαίωμα και κάθε κατάκτηση του κάθε κλάδου είναι υψίστης σημασίας και για όλους τους υπόλοιπους. Η μάχη για την Κυριακή ξεχωρίζει ωστόσο. Ξεχωρίζει ως σημείο συνάντησης διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, αφού παράλληλα με την επίθεση στην εργασία αποτελεί και όχημα κυριαρχίας των μεγάλων αλυσίδων στην αγορά, θεσμίζοντας μια εντατικοποίηση την οποία δεν μπορούν να παρακολουθήσουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ξεχωρίζει όμως ακόμη περισσότερο ως σημείο συμπύκνωσης των βιοπολιτικών προϋποθέσεων της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, ως λογικής απόληξης του καπιταλιστικού φαντασιακού παραγωγής και κατανάλωσης.

Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η εργασιακή επισφάλεια, αποτελούν σταθερή επιλογή των ευρωπαϊκών ελίτ ήδη από τη δεκαετία του ’90, πολύ πριν την ευκαιρία αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου που παρουσιάστηκε με την κρίση του 2007. Σε μια προσπάθεια κατανόησης των συνεπειών για την καθημερινή ζωή αλλά και για προπαγανδιστικούς λόγους, αρχικά το ιταλικό και το γαλλικό κίνημα είχαν μάλιστα περιγράψει αυτόν τον τύπο εργαζομένου ως νέο υποκείμενο. Και στα ελληνικά χρησιμοποιείται ο όρος «πρεκαριάτο». Είναι αλήθεια ότι ο «προλετάριος» ως έννοια είναι έτσι κι αλλιώς εκείνος που δεν έχει τίποτε, και από αυτή την άποψη περιττεύει ίσως να μιλάμε για «πρεκαριάτο». Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσαμε να μιλάμε απλώς για υποχώρηση των συνθηκών εργασίας, για επιστροφή στον 19ο αιώνα, όπως λέγεται συχνά. Από την άλλη όμως, με τον τρόπο αυτό θα χάναμε το νέο μέσα στο παλαιό, τις ειδικές συνθήκες και τους συγκεκριμένους παράγοντες, τις τεχνολογικές και κοινωνικές, τις ιστορικές παραμέτρους που διαφοροποιούν τις σημερινές σχέσεις εργασίας αλλά και τα στρώματα και τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους. Αδυνατούμε έτσι να καταλάβουμε πώς και γιατί ένα μέτρο δεν συναντά τις κοινωνικές αντιστάσεις που θα περιμέναμε, παρά τη συμβολική του σημασία και τις έξυπνες καμπάνιες.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο αγώνας για την Κυριακάτικη Αργία είναι πρώτα αγώνας των «πρεκάριων», των «επισφαλών», νέων, γυναικών, μεταναστών, υπαμειβόμενων, ανασφάλιστων, χωρίς σταθερή επαγγελματική ταυτότητα, χωρίς πιθανότητες επαγγελματικής ανέλιξης και, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, εργαζόμενων που δεν προσεγγίζουν τη μεσαία τάξη εισοδηματικά και που δεν σχετίζονται πολιτισμικά, οργανωτικά και πολιτικά με την παραδοσιακή εργατική τάξη και τα δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα. Είναι αγώνας των περιθωριοποιημένων, που παράγει μαζικά το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Για να το κάνουμε λιανά, ενώ θα βρούμε στο κοινοβούλιο μια σειρά από εργαζόμενους σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, δεν θα βρούμε καμιά πωλήτρια και κανέναν ντελιβερά. Αυτή η εικόνα γενικότερης υποεκπροσώπησης και πλήρους επισφάλειας, αυτή η έλλειψη δικαιωμάτων και «φωνής», παραπέμπει εν μέρει στην έννοια του παρία –αν θέλουμε αναφορά στο ρωμαϊκό παρελθόν για να βάλουμε μια τάξη στις διακρίσεις- και όχι στον ρωμαίο πολίτη χωρίς ιδιοκτησία -που διατηρεί ωστόσο δικαιώματα–, από όπου αντλεί ο Μαρξ την έννοια του προλετάριου. Αυτή η παρατήρηση ελπίζω να φωτίζει λίγο και τον τύπο κοινωνικής μεταβολής που συντελείται και συμβολίζεται από την κατάργηση της Κυριακάτικης Αργίας, αλλά και τους λόγους για τους οποίους δεν συναντά τη γενική κατακραυγή.

Στο επίπεδο τώρα της διαχείρισης της ζωής και του θανάτου, στο επίπεδο της βιοπολιτικής, η κατάργηση της Κυριακάτικης Αργίας έρχεται να υπογραμμίσει ότι το ο τύπος αυτός εργαζόμενου, ο τύπος αυτός ανθρώπου, δεν προβλέπεται να έχει οικογενειακή ζωή και άρα οικογένεια. Γενικότερα η ανασφάλιστη εργασία, οι χαμηλές έως ανύπαρκτες αμοιβές, η κατάργηση της σύνταξης στην πράξη, τα ωράρια λάστιχο και η υπερεργασία, υποδεικνύουν την παραίτηση από το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή ενός εργατικού δυναμικού που βρίσκεται εν αφθονία. Μοιάζει να αμφισβητείται η διαλεκτική σχέση κεφαλαίου -εργασίας. Κανένα από τα δύο δεν έχει πια ανάγκη το άλλο και παίρνουμε μέρος σε μια γυμνή πάλη.

Τέλος, η κατανάλωση τις Κυριακές αποτελεί στιγμή ολοκλήρωσης της αποικιοποίησης του φαντασιακού από την οικονομία. Το παραγωγικό κτήνος συμπληρώνεται από το καταναλωτικό κτήνος. Η ανάπτυξη, ως ανέφικτος πλέον οικονομικός στόχος, που εξυπηρετεί πάντοτε μειοψηφίες, βγαίνει από τα κείμενα των πολιτικών ταγών για να καταδυναστεύσει την καθημερινή ζωή συντελώντας μια σχεδόν ανθρωπολογική καταστροφή.  Στο όνομα της ανάπτυξης, όλος ο χρόνος πρέπει να είναι χρόνος παραγωγής και κατανάλωσης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποτελεσματική στάση είναι η νοσταλγία της Κυριακής ως στιγμής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλαδή ως οργανικής στιγμής του κύκλου παραγωγή-κατανάλωση του animal laborans, η νοσταλγία της νεωτερικής κρατικής ρύθμισης της ζωής απέναντι στη μετανεωτερική νεοφιλελεύθερη απορύθμιση, η κυριακάτικη λειτουργία στην Εκκλησία της ενορίας αντί για την επίσκεψη στο mall.  Δεν είναι τυχαίο που οι Κατσιμιχαίοι μισούν τις Κυριακές και τα Υπόγεια Ρεύματα τις Κυριακές αργοπεθαίνουν.  Διεκδικούμε τις Κυριακές μας όπως διεκδικούμε και όλες τις μέρες και τις ώρες της ζωής, διεκδικούμε τη ζωή αντί για την επιβίωση. Κι αυτή την Κυριακή δεν ψωνίζουμε, πάμε στα πάρκα και στις παραλίες, στις πλατείες και στα μουσεία. Ναι, στα μουσεία, εκεί που ανήκει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.