Από όταν έγινε σαφές ότι ο αιγυπτιακός στρατός ανακτά την πρωτοβουλία κινήσεων στην Αίγυπτο, μετά την ανατροπή του Μόρσι, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί ο πιο πρόθυμος συνομιλητής του καθεστώτος, τη στιγμή που διεθνείς οργανισμοί, ακόμα και η αμερικανική κυβέρνηση ή η ύπατος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική φροντίζουν να κρατούν αποστάσεις και να εκφράζουν έστω «ανησυχίες» για τις άγριες διώξεις κατά αντιφρονούντων στην Αίγυπτο.
Λίγο μετά τη σφαγή εκατοντάδων διαδηλωτών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωνε πως ο Βενιζέλος θα επισκεφτεί το Κάιρο για να συνομιλήσει με τη μεταβατική, διορισμένη από το στρατό κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος ήταν από τους πρωτοπόρους στην «αναγνώριση» της δοτής κυβέρνησης, μετά τον ΥΠΕΞ της Γερμανίας, και της Κύπρου. Αντίστοιχα, ο διορισμένος πρόεδρος Μανσούρ επέλεξε λίγους μήνες αργότερα την Αθήνα ως «πρώτο προορισμό του» στην Ευρώπη. Πρόσφατα, εν μέσω παγκόσμιου σάλου (ακόμα και σε ΗΠΑ και ΕΕ) για τη «βροχή» θανατικών καταδικών, ο Αβραμόπουλος επισκέφτηκε το Κάιρο συνομιλώντας με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Αιγύπτου και δήλωσε πως προσπαθεί να εξηγήσει τη θέση της Αιγύπτου στις άλλες χώρες της ΕΕ!
Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε νούμερο ένα σύμμαχο της αιγυπτιακής αντεπανάστασης στην περιοχή, λειτουργώντας ακόμα και ως μεσάζοντας-υπερασπιστής του καθεστώτος στην ΕΕ. Η νέα συμμαχία σφυρηλατείται συστηματικά: Τα «πηγαινέλα» είναι πυκνά και οι δύο πλευρές μιλούν για σημαντικά πρακτικά βήματα στη διμερή συνεργασία –πολιτική, οικονομική και στρατιωτική.
Το ελληνικό ενδιαφέρον για τη «σταθερότητα στην Αίγυπτο» έχει διάφορες αιτίες: Μία είναι αυτό που οι πολιτικοί ονομάζουν «ελληνική κοινότητα» και οι οικονομικοί συντάκτες (πιο ειλικρινείς) «εκτεταμένες επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων σε πολλούς τομείς της αιγυπτιακής οικονομίας». Η «σταθερότητα» (η συντριβή του αιγυπτιακού εργατικού κινήματος) είναι κοινός στόχος των Ελλήνων καπιταλιστών και του αιγυπτιακού καθεστώτος.
Η δεύτερη βέβαια είναι ο ανταγωνισμός με την Τουρκία και οι διαβόητες ΑΟΖ. Τίθενται στο τραπέζι όλων των διμερών συναντήσεων, ενώ στο μεταξύ έχουν μεσολαβήσει κι άλλες τριμερείς συναντήσεις αξιωματούχων από Ελλάδα-Κύπρο-Αίγυπτο.
Πρόκειται για επανάληψη της λογικής που οδήγησε στον άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ. Η αντιτουρκική στροφή του στρατηγού Σίσι οδήγησε «ανώτερες διπλωματικές πηγές» κατά τον Τύπο να θεωρούν τη μεταβατική κυβέρνηση της Αιγύπτου «απολύτως αξιόπιστο συνομιλητή».
Είναι οι ΑΟΖ και οι ελληνικές επενδύσεις πίσω από αυτό τον ξεδιάντροπο πολιτικό αμοραλισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που αφού έκανε στρατηγικό σύμμαχο το Ισραήλ, το κράτος-τρομοκράτη, σπεύδει να κάνει σύμμαχο την Αίγυπτο, ακριβώς τη στιγμή που η αντεπανάσταση παίρνει το πάνω χέρι στη χώρα.
Αν δεν αρκούσε ο αντιτουρκικός άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, έρχεται τώρα και το αιγυπτιακό συμπλήρωμα του στρατηγού Σίσι για να δείξει ποια χώρα και ποιο σχέδιο λειτουργούν στη σημερινή συγκυρία ως «δόρυ» του δυτικού ιμπεριαλισμού αλλά και της αραβικής αντεπανάστασης στην ανατολική Μεσόγειο.
Το «δόρυ» αυτό σημαδεύει ανοιχτά τις αραβικές επαναστάσεις και την αραβική εργατική τάξη που αγωνίζεται, από τη Ραμάλα και τη Γάζα ως το Κάιρο και την Τύνιδα.
Με το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στον κοντινό ορίζοντα, αυτά είναι μια κρίσιμη υπενθύμιση στους «ΑΟΖομάχους», αλλά και γενικά τους οπαδούς της «ρεαλπολιτίκ» στην εξωτερική πολιτική.
Αυτή είναι η υπαρκτή «προσφορά» συμμάχων, και η επιλογή τους αυτές τις συνέπειες έχει (από τις πρακτικές συνέπειες της συνενοχής μέχρι τις «ιδεολογικές» συνέπειες που θα έχει για την ανασυγκρότηση της αραβικής Αριστεράς η αξιοποίηση τέτοιων συμμαχιών από το κράτος του Ισραήλ ή τη χούντα της Αιγύπτου, που «διψούν» για διεθνή αναγνώριση για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης). Καμιά φορά, το «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις» είναι αμείλικτο.
Εμείς είμαστε με τους Αιγύπτιους επαναστάτες και με τους Παλαιστίνιους αγωνιστές. Με αυτούς τους συμμάχους μπορεί να μην «οριοθετήσεις ΑΟΖ», μπορεί να μη «στηρίξεις τις ελληνικές εξαγωγές», μπορεί να μη βρεις «έρεισμα απέναντι στην Τουρκία», αλλά μπορεί και να αλλάξεις την περιοχή ολόκληρη, να κάνεις τη Μεσόγειο «θάλασσα της εξέγερσης και της αλληλεγγύης».
Και αυτό δεν είναι «απομόνωση της κυβέρνησης της Αριστεράς από διεθνείς συμμαχίες». Είναι ο μόνος δρόμος για να σπάσει η απομόνωση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ενισχύοντας και στηρίζοντας τους μόνους πραγματικούς και ειλικρινείς συμμάχους της, τις εργατικές τάξεις των άλλων χωρών. Εκεί πρέπει να λογοδοτεί (και) η εξωτερική πολιτική της, αν θέλει να είναι όντως «της Αριστεράς».