Προτού η πανδημία COVID-19 κατακλύσει τον πλανήτη, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες δεν πραγματοποιούσαν παρά ελάχιστες επενδύσεις για την κατασκευή εμβολίων για παγκόσμιες ασθένειες και ιούς. Απλά δεν ήταν επικερδές.
Από τις 18 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στις ΗΠΑ, οι 15 είχαν εγκαταλείψει πλήρως το πεδίο. Τους «πρωταθλητές» στα κέρδη αποτελούσαν τα φάρμακα για καρδιοπάθειες, τα εθιστικά ηρεμιστικά και τα σκευάσματα για την ανδρική ανικανότητα, όχι η άμυνα ενάντια στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, τις αναδυόμενες ασθένειες ή τις παραδοσιακές, φονικές τροπικές λοιμώξεις. Η κατασκευή ενός οικουμενικού εμβολίου για την γρίπη –δηλαδή ένα εμβόλιο το οποίο να στοχεύει στα μη-μεταλλασσόμενα μέρη της πρωτεϊνικής επιφάνειας του ιού– θεωρείται εφικτή εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν εκτιμήθηκε ποτέ αρκετά κερδοφόρα ώστε να τεθεί ως προτεραιότητα. Συνεπώς, κάθε χρόνο, παρασκευάζονται εμβόλια τα οποία είναι αποτελεσματικά μόλις κατά 50%.
Όμως, η πανδημία COVID-19 άλλαξε τη στάση των μεγάλων φαρμακευτικών (ΣτΜ: Big Pharma εφεξής). Πλέον υπάρχει η δυνατότητα να βγουν δισεκατομμύρια από την πώληση αποτελεσματικών εμβολίων σε κυβερνήσεις και συστήματα υγείας. Οπότε, σε αστραπιαία ταχύτητα, εμφανίστηκε ένα πλήθος αποτελεσματικών κατά τα φαινόμενα εμβολίων, που είναι πολύ πιθανό να είναι διαθέσιμα για τους πολίτες μέσα στους επόμενους 3 με 6 μήνες –κάτι που αποτελεί ρεκόρ.
Αναμένεται να υπάρξει έγκριση των εμβολίων της Pfizer-BioNtech και της Moderna μέχρι το τέλος του έτους στην ΕΕ και το ΗΒ, με την παροχή αρχικά 10-20 εκατομμυρίων δόσεων έκαστη ως το νέο έτος (5-10 εκατομμύρια θεραπείες δηλαδή). Ο μαζικός εμβολιασμός εναντίον του COVID-19, πέραν των ομάδων υψηλού κινδύνου, είναι πιθανό να ξεκινήσει στο σύνολο της Ευρώπης γύρω στην άνοιξη, με ένα επαρκώς μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να έχει εμβολιαστεί ως το τέλος του καλοκαιριού.
Το εμβόλιο της Pfizer-BioNTech κατά του COVID-19 αναφέρεται πως έχει αποτελεσματικότητα κατά 90%. Η Moderna ανακοίνωσε πως το εμβόλιο της μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης από τον COVID-19 κατά 94,5%. Μεταξύ των άλλων μεγάλων κατασκευαστών εμβολίων, η AstraZeneca αναμένεται να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της Φάσης III ως τα Χριστούγεννα, ενώ πλήθος άλλων εταιρειών πραγματοποιεί επίσης δοκιμές τελικών σταδίων. Μέχρι το τέλος του έτους, η ΕΕ και το ΗΒ θα έχουν αρκετές δόσεις για περίπου 5 εκατομμύρια πολίτες έκαστη (ένας εμβολιασμός περιλαμβάνει 2 δόσεις). Και υπάρχουν και άλλες: Gamaleya, Novavax, Johnson&Johnson, Sanofi-GSK, όπως επίσης και το ρωσικό Sputnik και το αντίστοιχο κινεζικό εμβόλιο.
Πως κατέστη αυτό εφικτό τόσο γρήγορα; Απλά και ξεκάθαρα, δεν έγινε χάρη σε προσπάθειες των Big Pharma να βρουν λύσεις στην επιστημονική έρευνα. Αντιθέτως, τα ανωτέρω υπήρξαν αποτέλεσμα των προσπαθειών αφοσιωμένων επιστημόνων που εργάζονται σε πανεπιστήμια και κρατικά ιδρύματα, οι οποίοι και διαμόρφωσαν τις φόρμουλες του εμβολίου. Όπως επίσης, κατέστησαν εφικτά επειδή η Κινεζική Κυβέρνηση παρείχε γρήγορα τις απαραίτητες αλληλουχίες DNA προκειμένου να αναλυθεί ο ιός. Εν ολίγοις, οι κυβερνητικές και γενικότερα δημόσιες δαπάνες ήταν αυτές που οδήγησαν στην φαρμακευτική λύση.
Η βασική έρευνα για την παρασκευή εμβολίων στις ΗΠΑ πραγματοποιείται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH), το Υπουργείο Άμυνας και από κρατικά χρηματοδοτούμενα ακαδημαϊκά εργαστήρια. Τα εμβόλια των Pfizer και Moderna στηρίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε δύο δομικές ανακαλύψεις που πραγματοποιήθηκαν από την κρατικά χρηματοδοτούμενη έρευνα: την ιική πρωτεϊνη –η οποία σχεδιάστηκε από το NIΗ– και τη σύλληψη της ιδέας της τροποποίησης του RNA, η οποία για πρώτη φορά προέκυψε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Για την ακρίβεια, οι ιδρυτές της Moderna βάφτισαν το 2010 την εταιρεία τους με βάση αυτό το σκεπτικό: τροποποιημένο («Modified») + «RNA» = Moderna.
Συνεπώς, το εμβόλιο της Moderna δεν ήλθε ως μάννα εξ ουρανού. Η Moderna εργαζόταν για χρόνια πάνω σε εμβόλια mRNA, σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Μολυσματικών Ασθενειών (NIAID), το οποίο αποτελεί τμήμα του NIH. Η μεταξύ τους συμφωνία προέβλεπε ορισμένη χρηματοδότηση από την Moderna προς το NIH, σε συνδυασμό με ορισμένες κατευθυντήριες για συνεργασία των ερευνητών του NIAID και της Moderna ως προς την βασική έρευνα και τελικά την κατασκευή ενός τέτοιου εμβολίου.
Η Αμερικάνικη Κυβέρνηση διοχέτευσε επιπλέον 10,5 δισ. δολάρια σε διάφορες κατασκευάστριες εμβολίων μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, προκειμένου να επισπεύσουν την παράδοση των προϊόντων τους. Το εμβόλιο της Moderna προέκυψε μέσω της άμεσης συνεργασίας ανάμεσα στην πρώτη και τα εργαστήρια του NIH.
Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ –δύο υπηρεσίες για την ακρίβεια, το NIH και η Αρχή Προχωρημένης Βιοϊατρικής Έρευνας και Ανάπτυξης (BARDA)– επένδυσε πολλά στην ανάπτυξη του εμβολίου. Η BARDA αποτελεί βραχίονα του Υπουργείoυ Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, που δημιουργήθηκε το 2006 με στόχο την αντιμετώπιση του –κρατηθείτε…– SARS-COV-1 (και άλλων απειλών για την υγεία). Αυτή παρέχει άμεσες επενδύσεις σε εταιρικές τεχνολογίες, αλλά πραγματοποιεί επίσης συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ) και συμβάλλει στον συντονισμό υπηρεσιών. Μια συγκεκριμένη αποστολή που έχει η BARDA είναι να βοηθά τεχνολογικές καινοτομίες να διαβούν την «σκοτεινή κοιλάδα» μεταξύ δημιουργίας και εμπορευματοποίησης.
Η Γερμανική Κυβέρνηση διοχέτευσε κεφάλαια της τάξης των 375 εκατομμυρίων ευρώ στην BioNTech, ενώ άλλα 252 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη εμβολίου από την CureVac. Η Γερμανία επίσης αύξησε την συνεισφορά της στον Συνασπισμό Καινοτομιών για Επιδημιολογική Ετοιμότητα (CEPI) κατά 140 εκατομμύρια ευρώ και σχεδιάζει να παράσχει επιπλέον 90 εκατομμύρια ευρώ το επόμενο έτος. Ο CEPI συγκροτήθηκε στο Νταβός της Ελβετίας το 2017, ως μια καινοτόμα παγκόσμια συνεργασία ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όπως και με φιλανθρωπικές και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ώστε να αναπτυχθούν εμβόλια για την αντιμετώπιση επιδημιών και η Γερμανία είχε αρχικά δεσμευτεί στην παροχή 10 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως για την υποστήριξη της πρωτοβουλίας. Η CureVac είναι μια από τις 9 επιχειρήσεις και ινστιτούτα που τους έχει ανατεθεί από τον CEPI η διενέργεια έρευνας για την παρασκευή εμβολίου κατά του COVID-19. Ένας εκ των κύριων μετόχων της CureVac είναι η κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζα Kredinstaltfur Wiederaufbau. (KfW)
Είναι όμως οι Big Pharma αυτές που τελικά αναπτύσσουν τα εμβόλια, τα οποία προέκυψαν από το επιστημονικό έργο των δημόσιων θεσμών. Αυτές είναι που κάνουν κουμάντο. Οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι αυτές που πραγματοποιούν τις κλινικές δοκιμές παγκοσμίως και έπειτα παράγουν και διαθέτουν τα αποτελέσματα ως εμπόρευμα. Έπειτα πουλάνε τα εμβόλια στις κυβερνήσεις πραγματοποιώντας πολύ υψηλά κέρδη. Έτσι γινόντουσαν οι δουλειές προ πανδημίας και έτσι συνεχίζουν να γίνονται και σήμερα. Στις ΗΠΑ, την δεκαετή περίοδο μεταξύ 1988 και 1997, οι δαπάνες του δημόσιου τομέα για αγορά εμβολίων διπλασιάστηκε από 100 δολάρια σε 200 δολάρια ανά παιδί ηλικίας ως 6 ετών. Το συνολικό κόστος του δημοσίου διπλασιάστηκε εκ νέου την περίοδο 1997 έως 2001 –σε λιγότερο από 5 χρόνια δηλαδή– από 200 δολάρια σε 400 δολάρια ανά παιδί.
Ελάχιστα φτάνουν στην δημοσιότητα σε σχέση με τους όρους των συμβολαίων για τα εμβόλια COVID που υπογράφηκαν μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ και φαρμακευτικών εταιριών όπως η AstraZeneca, η Pfizer-BioNTech, η Sanofi-GlaxoSmithKlein και η CureVac. Αλλά μόλις αφαιρεθεί το πέπλο του μυστηρίου, θα διαπιστώσουμε μια τεράστιας κλίμακας ιδιωτικοποίηση δισεκατομμυρίων δολαρίων δημόσιων πόρων. Εκτιμάται πως η AstraZeneca πουλά το εμβόλιο της σε τιμή μεταξύ 3 και 4 δολαρίων κάθε δόση, ενώ το εμβόλιο της Johnson&Johnson όπως και εκείνο που αναπτύχθηκε από κοινού από τις Sanofi και GSK τιμολογείται περίπου στα 10 δολάρια κάθε δόση. Η AstraZeneca υποσχέθηκε να μην πραγματοποιήσει κέρδη από το εμβόλιο της κατά την περίοδο της πανδημίας, αλλά αυτή η πολιτική την δεσμεύει μόλις μέχρι τον Ιούλιο του 2021. Έπειτα, θα μπορούν και αυτοί να εξαργυρώσουν. Η αμερικανική βιοτεχνολογική εταιρεία Moderna θα χρεώσει το εμβόλιο στα 37 δολάρια τη δόση ή στα 50 με 60 δολάρια για τις δύο δόσεις.
Τα εμβόλια για τον κορωνοϊό είναι πιθανό να αποφέρουν δισεκατομμύρια δολάρια στη φαρμακοβιομηχανία, εφόσον αποδειχθούν ασφαλή και αποτελεσματικά. Για να αποκτήσει ανοσία απέναντι στον COVID-19 όλος ο πληθυσμός του πλανήτη θα χρειαστούν ως 14 δισεκατομμύρια εμβόλια. Εάν, όπως εκτιμούν αρκετοί επιστήμονες, η παρεχόμενη από τα εμβόλια ανοσία φθίνει με το χρόνο, τότε μπορεί να πωληθούν δισεκατομμύρια επιπλέον δόσεις στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Και η τεχνολογία και τα εργαστήρια παραγωγής που στηρίχθηκαν από όλη αυτή την κυβερνητική γενναιοδωρία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για άλλα κερδοφόρα εμβόλια και φάρμακα.
Συνεπώς, ενώ η πρωτοπόρα εργασία πάνω στα εμβόλια mRNA πραγματοποιήθηκε με κρατικά κονδύλια, οι ιδιώτες παρασκευαστές φαρμάκων θα είναι οι κερδισμένοι στο τέλος της ημέρας πραγματοποιώντας τεράστια κέρδη, ενώ οι κυβερνήσεις θα πληρώσουν για εμβόλια τα οποία αναπτύχθηκαν ευθύς εξαρχής χάρη στις δικές τους δαπάνες!
Το δίδαγμα από την αντίδραση απέναντι στον κορονοϊό με την παρασκευή εμβολίων, είναι ότι η δαπάνη μερικών επιπλέον δισ. δολαρίων ετησίως σε βασική έρευνα, θα μπορούσε να αποτρέψει απείρως περισσότερους θανάτους και ασθένειες, αλλά και την οικονομική καταστροφή. Σε μια συνέντευξη Τύπου ο εθνικός σύμβουλος Υγείας Άντονι Φάουτσι εστίασε στην δουλειά που έχει γίνει με τις λεγόμενες «αγκαθωτές πρωτεΐνες» (spike proteins). «Δεν πρέπει να υποτιμούμε την αξία της βασικής βιολογικής έρευνας», δήλωσε ο Φάουτσι. Ακριβώς! Αλλά όπως απέδειξαν αρκετοί αρθρογράφοι, όπως η Μαριάνα Ματσακούτο, η κρατική χρηματοδότηση και έρευνα υπήρξαν ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη σχετικών προϊόντων.
Δεν υπάρχει πιο χρήσιμο συμπέρασμα στην υπόθεση του εμβολίου COVID από το ότι οι φαρμακευτικές πολυεθνικές θα έπρεπε να κρατικοποιηθούν ώστε η έρευνα και η ανάπτυξη να μπορεί να κατευθυνθεί προς την κάλυψη των υγειονομικών και φαρμακευτικών αναγκών των ανθρώπων και όχι προς την πραγματοποίηση κερδών για αυτές τις εταιρείες. Πολύ περισσότερο δε, τα αναγκαία εμβόλια θα μπορούσαν να φτάσουν μαζικά στις φτωχότερες χώρες και κοινωνικές συνθήκες και όχι απλώς σε εκείνες τις χώρες και εκείνους τους ανθρώπους που μπορούν να καταβάλλουν το αντίτιμο που ζητούν οι εταιρείες.
«Είναι εμβόλιο του λαού», δήλωσε ο Peter Maybarduk, επικριτής των εταιρειών και διευθυντής του προγράμματος «Δημόσια Πρόσβαση των Πολιτών στα Φάρμακα»: «Οι επιστήμονες του δημοσίου το εφηύραν και οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν την ανάπτυξή του... Θα έπρεπε να ανήκει στην ανθρωπότητα».