ή αλλιώς Αποχαιρετώντας τον Λουκιανό Κηλαηδόνη
“Στην πάντα να περάσει η παρέα μας”, γιατί ο καθένας και η καθεμιά από μας είχε και έχει ένα –τουλάχιστον- τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που σήμαινε γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν πολύ περισσότερα απ’ όσα μπόρεσαν να πουν οι στίχοι ή η μουσική του.
Άλλοι θυμούνται ένα “πάρτι στη Βουλιαγμένη”, κάποιοι “νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν”. Κάποιες πάλι πάνε και θυμούνται ένα (άλλο) πάρτι με τα “πιο καλά παιδιά”, που θα ξεκινούσε “σε ένα βαθύ μπουντρούμι με ένα μπουκάλι ρούμι” και θα συνεχιζόταν “σε ένα αερόστατο στον ουρανό”.
Και μέσα σ’ αυτά θυμούνται πόσο τρομακτικά επίκαιρα παραμένουν τα “Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας”, και επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά πόσο χαραγμένο είναι τελικά στα μυαλά και στις ψυχές όσων έτσι τα βρήκαν και δεν μπαίνουν στον κόπο να τ’ αλλάξουν το μότο “ησυχία, τάξη κι ασφάλεια”.
Γράφουμε, λοιπόν, αυτό εδώ για να αποχαιρετήσουμε εκείνον που ακόμα κι όταν μιλούσε για τα πιο βαθιά και σοβαρά πολιτικά πράγματα, άφηνε μια τόση δα χαραμάδα, ικανή όμως να χωρέσει την ευαισθησία, τη λεπτότητα και την αξία των πολύ μικρών πραγμάτων τούτης της ζωής.
Γράφουμε αυτό εδώ για ν’ αποχαιρετήσουμε εκείνον,
Που μας ξεκαθάριζε πως αν πεθάνει ποτέ -Κούφια η ώρα- δε θέλει “φιέστες ούτε φωνές”…
“Και κάποια μπάντα στο πουθενά, να παίζει "τα θερινά σινεμά"
Που έδωσε μια ιδέα για τα “ναι” μας και έβαλε σε λόγια αρκετά από τα “όχι” μας, συνθέτοντας τον απόλυτο ύμνο των εφήβων (και όχι μόνο)
Που μας εξήγησε όμορφα κι απλά με την Αριθμητική του ότι “Ένα και δύο κάνουνε τρία, σαν δε σου φτάνουν, κάνε απεργία”, αλλά και την ίδια στιγμή δεν άφηνε καμιά παρερμηνεία για το ποιοι και ποιες θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα μιας οικονομικής κρίσης “Σαν το κεφάλαιο θα κινδυνεύσει, πάλι ο γιος σου στη μάχη θα τρέξει”
Που έβαλε σε λόγια και μουσική πόσο ρευστό πράγμα είναι η τιμιότητα “Αυτό που είναι τίμιο για τον καπιταλίστα, για τον εργαζόμενο είναι μια ατιμία, πώς να χωρέσει το μυαλό του μικροκτηματία, η ιδιοκτησία πως είναι ατιμία”
Που μας έκανε να νιώσουμε όμορφα με το να είμαστε “απάτριδες, άθρησκοι και κτήνη”, όταν αυτοί που μας το καταλογίζουν, οι “Παπάδες, δάσκαλοι και χωροφυλάκοι” είναι στην ουσία αυτοί που το μόνο που θέλουν είναι “νόμο και τάξη”
Που μας έκλεινε συντροφικά το μάτι λέγοντας πως είναι εντάξει κάποιες στιγμές να ξεχνάς για λίγο όσα σε δυσκολεύουν ή σε περιορίζουν και να επιχειρείς μια Χαμηλή Πτήση με μια δυνατή μοτοσικλέτα, καθώς “Είναι όμορφο να τρέχεις σ’ άδειους δρόμους, και τριγύρω σου να βλέπεις τα βουνά, μακριά από συνθήματα και νόμους, και να μη σταματάς πουθενά”
Που μας έδινε εκείνη την καθησυχαστική διαβεβαίωση πως όταν παρασκουραίνουν τα πράγματα “κάποια δειλινά”, μπορούμε πάντα να παίρνουμε τ’ άλογό μας και να “την κάνουμε” για τα βουνά (ακόμα κι αν άλογο δεν έχουμε και τα βουνά πέφτουν λιγάκι μακριά)
Που έντυσε μια από τις εμβληματικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, κι αν μας έμεινε κάτι από τον “Θίασο” –ας το ομολογήσουμε με συντριβή κάποιες- είναι τα κινηματογραφικά κάδρα και η μουσική του
Που στη δική του “Μαίρη Παναγιωταρά” αναγνωρίσαμε λίγο τη μαμά μας (και πολύ κάποιες φίλες της), λίγο τη φιλόλογό μας στο Γυμνάσιο, που κάθε τόσο ερχόταν με ένα καινούριο κάψιμο στα χέρια από τον φούρνο, γιατί μαγείρευε και διόρθωνε ταυτόχρονα τις εκθέσεις μας, λίγο την κυρία του κάτω ορόφου που τη συναντούσαμε κάποιες φορές στις σκάλες ξέπνοη από την προσπάθεια να τα προλάβει όλα (και να μας χαμογελάσει αφηρημένα κι εμάς)
Που τραγούδησε τόσο πειστικά πως “όταν χτυπάει το τηλέφωνο, εννιά φορές στις δέκα είναι για κακό” (και ήρθε η πραγματικότητα -χρόνια μετά- να το επιβεβαιώσει)
Που συμβούλευε τους νέους συνθέτες πως “Πρώτα βρίσκουμε τα λόγια με μεγάλη προσοχή, μια που κι άλλοι γράφουν χρόνια κι ίσως τα ‘χουνε πει, και σιγά-σιγά αρχίζεις να τους βάζεις μουσική, που όλο κάτι να θυμίζει και να μην ξέρουμε τι…”
Που κάποια στιγμή τέντωσε επικίνδυνα μια χορδή με το “Μη μου πεις για σένανε μέσα σ’ αυτό το μακελειό, κάπου μοιάζουμε εμείς οι δυο”
Που ούτε ο ίδιος ο Νεγρεπόντης δεν θα φανταζόταν ότι οι στίχοι του “Κολλήγα γιος του παππού μου ο παππούς, κολλήγα γιος του παππού μου ο πατέρας, κι ο παππούς μου κολλήγας κι αυτός. Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος, είμαι πια ένας αστός… είμαι πια καθεστώς” θα έβρισκαν εκείνο το μουσικό ταίρι που θα μας συντρόφευε μοναδικά έκτοτε
Που μας έκανε να ταυτιστούμε σε τέτοιο βαθμό με το “Γι’ αυτό σου λέω μη μου λες εμένα για όλα αυτά τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά”, ώστε δεν θελήσαμε να τ’ αποκτήσουμε, δεν τα αποκτήσαμε κι ούτε μας βλέπω να τα αποκτούμε και ποτέ
Που δεν ξεχνάμε να τον ευχαριστούμε επειδή μας χάρισε κάποια στιγμή εκείνο το “Περπατάμε στους δρόμους κι η ζωή μας κυλά, όμως έχουμε μάθει καλά, πως αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη, όπως αλλάξαν στις μέρες μας πολλά”
Που μας έκανε να μετράμε “5 μείον 5 μείον 5, 6 δια 2 συν 8, 20 φορές το 15, 11 και 7 18, σύνολο 16, σίγουρα είν’ εντάξει…” και νιώθαμε από την αρχή ότι κάπου υπήρχε λάθος, πολύ πριν φτάσουμε στον τελευταίο στίχο
Που ορκιζόμασταν στον εαυτό μας ότι την επόμενη φορά που θα ακούσουμε το “Πού βαδίζουμε, κύριοι;” θα θυμόμαστε ποιος τα ’φτιαξε με ποια, αλλά πάντα στο τέλος χάναμε τη σειρά, γιατί πού να θυμάσαι τι έκανε “ο Μηνάς με την Ανέτα, που τα ’χε με το Δήμο τον τρελό…” για να μη μιλήσουμε καν για το ότι “Χώθηκε η Τασία στον Νικήτα και τη Σία, που γουστάριζε τον Στάθη που αγαπούσε τη Γωγώ, που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με τη Μάρη” και πάει λέγοντας…
Που μας τραγούδησε για τα “πέντε πράγματα που αγάπησε, που τον έκαναν να αντέξει και να μην τρελαθεί”, που τελικά ήταν… έξι και που μπορεί να μη μοιάζουν με τα δικά μας πέντε/έξι αγαπημένα πράγματα –εκτός από “το πιο καινούριο”-, αλλά πάντα μας αρέσει να τον ακούμε να μας τα απαριθμεί σε τζαζ ρυθμούς
Που όταν ζορίζουν τα πράγματα και χάνουμε τα κουράγια μας σιγοτραγουδάμε “Θα ‘ρθούνε καλύτερες μέρες, Να μη μου θυμώνει κανείς, Σαν έρθουνε εκείνες οι μέρες, Δεν ξέρω που θα ‘μαστε εμείς” και πάντα χαμογελάμε στο ίδιο σημείο, στη βεβαιότητα του τελευταίου στίχου που μετασχηματίζει το “Δεν ξέρω” στο “Και ξέρω…” και δίνει νόημα στην προσπάθεια και τους αγώνες που ως τώρα παραμένουν αδικαίωτοι “Θα ‘ρθούνε πιο ξένοιαστα χρόνια, κι αλλιώτικοι τρόποι ζωής… Θα ‘ρθούνε καλύτερες μέρες, Και ξέρω που θα ‘μαστε εμείς...”
Και, τώρα που φτάνουμε στο τέλος σιγά-σιγά και δυσκολευόμαστε, έρχεται ο ίδιος και μας βοηθά να τον αποχαιρετήσουμε
“Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω,
που να μην το ‘χει πει κανένας για κανέναν,
εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω.
Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα”.