Με πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, έγινε γνωστή η απόφαση της κυβέρνησης σχετικά με τη σταδιακή έξοδοπροσφύγων από τα διαμερίσματα στα οποία φιλοξενούνται και την επικείμενη λήξη της οικονομικής βοήθειας που παρέχεται μέχρι σήμερα, με την υποστήριξη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Η απόφαση αυτή, σε πρώτη φάση, αφορά πρόσφυγες που τους χορηγήθηκε καθεστώς διεθνούς προστασίας έως τις 31/07/2017 και σταδιακά θα συμπεριλάβει το σύνολο των αναγνωρισμένων προσφύγων. Το μέτρο, το οποίο θα εφαρμοστεί από τις 31/3/2019, τους γνωστοποιήθηκε μόλις 40 ημέρες πριν την εφαρμογή του, μέσα από fast-track διαδικασίες, εξωθώντας με βίαιο τρόπο μεγάλο μέρος των ανθρώπων αυτών σε καθεστώς αστεγίας, χωρίς να δίνεται καμία εναλλακτική λύση. Ο ταχύς και ταυτόχρονα ασαφής τρόπος εκκίνησης της όλης διαδικασίας, εγείρει σοβαρές ενστάσεις και ανησυχίες αναφορικά με την ύπαρξη δομημένου πλάνου μέριμνας. Την ίδια ώρα που το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής συντάσσει σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής για την Ένταξη, το οποίο έθεσε σε δημόσια διαβούλευση, λαμβάνει παράλληλα μέτρα αιφνίδιας απομάκρυνσης του συγκεκριμένου πληθυσμού από τις δομές στέγασης, αδιαφορώντας τελικά για την ομαλή και ουσιαστική ένταξή του στη χώρα υποδοχής. Ως εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε πρόγραμμα στέγασης, θεωρούμε πως πρόκειται για κρατική παρέμβαση που επιβάλλεται χωρίς καμία προπαρασκευαστική διαδικασία, με πρόφαση την «αποσυμφόρηση» των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης στα νησιά, αναπαράγοντας τις ίδιες πρακτικές «έκτακτης ανάγκης» που εφαρμόστηκαν αναποτελεσματικά τα τελευταία χρόνια.
Οι επιβαλλόμενες πολιτικές, υιοθετώντας πυροσβεστικές λύσεις, αντιμετωπίζοντας τη μετακίνηση ανθρώπων με κρισιακούς όρους και τοποθετώντας τα ζητήματα των προσφύγων εν γένει στη σφαίρα του «προβλήματος», συντηρούν το καθεστώς επισφάλειας στην κοινωνία υποδοχής ανεξαρτήτως της χορήγησης ή μη διεθνούς προστασίας. Σε αυτό το πλαίσιο και ελλείψει κρατικών ενταξιακών πολιτικών, η ιδιότητα του πρόσφυγα συνιστά απλά μια νομική περιγραφική κατηγορία με ελάχιστες πρακτικές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με εκείνη του αιτούντα άσυλο, ως προς τις παρεχόμενες δυνατότητες για εργασία, εκπαίδευση και περίθαλψη. Στη συχνά επικαλούμενη αναγκαιότητα, λοιπόν, της στέγασης μονάχα των αιτούντων άσυλο, αντιπαραθέτουμε ότι η κατοχύρωση της προσφυγικής ταυτότητας δεν εξαλείφει αυτομάτως τον κοινωνικό διαχωρισμό, ούτε επιταχύνει από μόνη της την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία και την εξασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης και προστασίας.
Στην ίδια λογική των πυροσβεστικών λύσεων και της «διαχείρισης» του προσφυγικού πληθυσμού, καλούμαστε να αξιολογήσουμε ποιοι άνθρωποι δύναται να τεθούν εκτός προγραμμάτων στέγασης, και επομένως σε καθεστώς βέβαιης αστεγίας, εργαλειοποιώντας συγκεκριμένα κριτήρια ευαλωτότητας, ιδιαίτερα προσφιλή καθ’ όλη τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης. Παρόμοια κριτήρια συναντάμε τα τελευταία χρόνια στις διαδικασίες ασύλου, στην άρση γεωγραφικού περιορισμού στα νησιά και εν τέλει στις επιλέξιμες ομάδες για παροχή στέγασης στην ενδοχώρα. Καλούμαστε λοιπόν, πιο συγκεκριμένα, να προχωρήσουμε σε μια περαιτέρω αξιολόγηση ευαλωτότητας και πιθανών σωματικών και ψυχικών κινδύνων σε περίπτωση τερματισμού της στέγασης, του ήδη επιλεγμένα ευάλωτου πληθυσμού που στεγάζουμε μέχρι σήμερα. Η ζητούμενη σύγκριση ιατρικών γνωματεύσεων όχι μόνο ξεπερνάει την επαγγελματική μας ιδιότητα, αλλά πολύ περισσότερο υποβάλλει τους πρόσφυγες σε μία διαρκή διαδικασία «απόδειξης» και έκθεσης του τραύματος -ψυχικού ή σωματικού- που αδιαμφισβήτητα φέρουν, συντηρώντας τη θεσμικά επιβεβλημένη θυματοποίησή τους.
Στον αντίποδα οποιασδήποτε αξιολόγησης, προτάσσουμε το αυταπόδεικτο συμπέρασμα ότι η αστεγία εκθέτει τον κάθε άνθρωπο σε σωματικό και ψυχικό κίνδυνο, καθιστώντας τον αυτομάτως ευάλωτο και πολλαπλασιάζοντας τον ήδη μεγάλο αριθμό αστέγων στη μητρόπολη. Ενώ, με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τη δυσκολία εισόδου στην αγορά εργασίας, καθώς και το υψηλό κόστος των ενοικίων στα ελάχιστα πλέον διαθέσιμα διαμερίσματα στον αστικό ιστό, είναι βέβαιο πως ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που καλούμαστε να απομακρύνουμε από τις δομές στέγασης θα στραφεί σε ακραίες λύσεις για την επιβίωσή του. Ταυτόχρονα, όλη αυτή η συνθήκη θα συμβάλει στην περιθωριοποίηση και γκετοποίηση μερίδας του προσφυγικού πληθυσμού και θα ενισχύσει τόσο την ήδη υπάρχουσα ξενοφοβία μέρους της κοινωνίας, όσο και την έξαρση ρατσιστικών φαινομένων.
Η διαχείριση της προσφυγικής «κρίσης», βαραίνει πρωτίστως τις ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές καθώς και τους διεθνείς ανθρωπιστικούς οργανισμούς που ενώ έχουν αναλάβει εξ’ολοκλήρου την ευθύνη να υποστηρίξουν πολύπλευρα τον προσφυγικό πληθυσμό, ταυτόχρονα τον εκθέτουν σε τόσο επισφαλείς συνθήκες. Επαληθεύεται, επίσης, το γεγονός ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν απλοί αριθμοί και καθίστανται αντικείμενα μελέτης στο βωμό ενός πιλοτικού σχεδιασμού. Ο ρόλος των εργαζομένων στο πεδίο, που μέχρι τώρα στόχευε στη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης και στην ενίσχυση της λειτουργικότητας των ανθρώπων αυτών, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εφαρμογή τέτοιων πρακτικών. Όσο, λοιπόν, δεν συνειδητοποιούμε τις συνέπειες αυτής της εφαρμογής, όχι ποσοτικά αλλά ηθικά και πολιτικά, μπαίνουμε σε μια συνθήκη αποδοχής και αδιαφορίας όσων συμβαίνουν ακριβώς δίπλα μας σε μια χώρα με βαθιά πολιτική και αξιακή κρίση. Για όλους αυτούς τους λόγους, στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους πρόσφυγες και καταγγέλλουμε τέτοιου είδους πολιτικές ενέργειες, κρίνοντάς τες επικίνδυνες, απάνθρωπες και απαράδεκτες, καθώς στερούν από τους ανθρώπους θεμελιώδη δικαιώματα.
Να κινηθούμε ενάντια σε ό,τι κατασκευάζει την ετερότητα του «ξένου», να αποστασιοποιηθούμε από την αυτεπιβεβαίωση της ταυτότητάς μας, εξερευνώντας αξίες συμβατές με το όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης. Αξίες που εντοπίζονται στο κατώφλι της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ελευθερίας.
Ζητάμε την άμεση αναστολή της απόφασης αυτής μέχρι τη διαμόρφωση των απαραίτητων συνθηκών για ασφαλή ένταξη και αξιοπρεπή διαβίωση των προσφύγων στη χώρα μας.
Αντώνης Αργυρού
Νατάσσα Ακριβάκη
Ειρήνη Διακάκη
Λάζαρος Γαλανόπουλος
Κωνσταντίνος Κόκορας
Στέλιος Κουτσιβίτης
Μαρία Κυριακού
Αθηνά Κωνσταντίνου
Ιωάννα Μπουτσάκη
Αντιγόνη Μάρτιν
Σοφία Μπερλή
Άγγελος Ντόζες
Ρίμ Τζαγιούσι
Τιμόκλεια Ψαλλιδάκη