Αντιμετωπίζοντας την «αντικανονικότητα»

Οι εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, ως απάντηση στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της ΝΔ ήταν, μαζί με τις κινητοποιήσεις στο χώρο της υγείας αλλά και μια σειρά άλλους αγώνες, μια σαφής ένδειξη ότι υπάρχουν δέσμες φωτός που σκίζουν το νεοφιλελεύθερο σκοτάδι.

Διαρρηγνύοντας την κανονικότητα της εκπαίδευσης

Παρά την κυβερνητική φρασεολογία περί επιστροφής στην «κανονικότητα», η πολιτική της ΝΔ στο χώρο της εκπαίδευσης έρχεται να ανατρέψει την εκπαιδευτική πραγματικότητα που γνωρίζαμε τα τελευταία πολλά χρόνια. Οι νομοθετικές της πρωτοβουλίες αποτελούν αντιδραστικές τομές οι οποίες σκοπό έχουν να ανατρέψουν την ίδια την έννοια της δημόσιας δωρεάν παιδείας στην Ελλάδα. Πατάνε πάνω στη νομοθεσία Γαβρόγλου αλλά και ειδικότερα σε ότι αφορά την αυτοαξιολόγηση, στην ανοχή τμήματος των εκπαιδευτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Το εκπαιδευτικό κίνημα που αναπτύχθηκε προσπάθησε να αντιμετωπίσει μια σειρά νομοθετήματα ξεκινώντας από την πρώτη ημέρα της καραντίνας. Ας τα θυμηθούμε:

Η τηλεκπαίδευση. Η κυβέρνηση προσπάθησε να εισάγει την τηλεκπαίδευση σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, αξιοποιώντας την κρίση του κορονοϊού και επιχειρώντας να μονιμοποιήσει ένα έκτακτο μέτρο. Η επιτροπή για την εισαγωγή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας ως εκπαιδευτική κανονικότητα είχε δημιουργηθεί επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και η κρίση του κορονοϊού αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία. Οι προθέσεις έγιναν φανερές κατ’ αρχήν, γιατί παρά τον υποτίθεται εθελοντικό χαρακτήρα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, υπήρξαν συστηματικές πιέσεις από διευθύνσεις, διευθυντές και άλλα στελέχη του υπουργείου για την εμπλοκή όλων των εκπαιδευτικών στη διαδικασία, πατώντας πάνω  στο καθολικό ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών για τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. Με ταυτόχρονη προσπάθεια για χρήση ειδικά των πλατφορμών σύγχρονης εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Ο ρόλος των καλοταϊσμένων με δημόσιο χρήμα καναλιών και δημοσιογράφων δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ως μέθοδος άσκησης πίεσης στον κλάδο. Η έλλειψη όρων και προϋποθέσεων για δυνατότητα συμμετοχής στην τηλεκπαίδευση από μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς, λίγο απασχόλησε το υπουργείο και οι όποιες κινήσεις του έγιναν μόνο με όρους διαφημιστικής προβολής ιδιωτικών εταιρειών. Οι όποιες αντιδράσεις αναπτύχθηκαν κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόλα αυτά εξασφάλισαν την επιβολή του εθελοντικού χαρακτήρα της διαδικασίας.

Οι κάμερες στις τάξεις. Η πρώτη προσπάθεια για εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας με ανοιχτά σχολεία ήταν η ταυτόχρονη αναμετάδοση μέσω της πλατφόρμας της Cisco του δια ζώσης μαθήματος. Ήταν ο τρόπος που επέλεξε το υπουργείο ώστε να ανοίξει τις σχολικές μονάδες, χωρίς προσλήψεις εκπαιδευτικών και χωρίς μείωση του αριθμού παιδιών ανά τμήμα. Εδώ περίτρανα αποδείχτηκε ότι η τηλεκπαίδευση ήρθε για να εξασφαλίζει ότι ακόμα και σε συνθήκες κρίσης δε πρόκειται να δοθούν χρήματα για την παιδεία ενώ ανοίγει διάπλατα το δρόμο για φτηνές ιδιωτικές επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στα περισσότερα ιδιωτικά σχολεία η κάμερα στην τάξη εφαρμόστηκε χωρίς μάλιστα τη συναίνεση των εκπαιδευτικών. Το εκπαιδευτικό κίνημα κατόρθωσε με τη δράση του να επιβάλλει τον εθελοντικό χαρακτήρα της διαδικασίας στο δημόσιο σχολείο, η οποία δεν εφαρμόστηκε τελικά σχεδόν πουθενά. Το «άνοιγμα των σχολικών μονάδων» αποδείχτηκε απολύτως προβληματικό μια που πάρα πολλοί γονείς, μη εμπιστευόμενοι το υπουργείο και τα μέτρα που πήρε, επέλεξαν να κρατήσουν τα παιδιά εκτός σχολικών τάξεων.  Πάντως είτε με αυτή τη μορφή, είτε με κάποια άλλη, η τηλεκπαίδευση ήρθε για να αποτελέσει εργαλείο της κυβέρνησης, τόσο για μη αύξηση του κόστους της δημόσιας εκπαίδευσης, ακόμα και σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης, όσο και συνολικότερα για μείωση της χρηματοδότησής της από τον κρατικό προϋπολογισμό. Την επιμονή της κυβέρνησης την δείχνει και η συνέντευξη του Περιφερειακού Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας Αλέξανδρου Κόπτση. Εκεί, για το ζήτημα των καμερών, τοποθετείται ανεπιφύλακτα υπερ.

Το νομοσχέδιο για την παιδεία. Το νομοσχέδιο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» κατατέθηκε για διαβούλευση εν μέσω πανδημίας. Άλλη μια απόδειξη ότι η κυβέρνηση θέλησε να κάνει την κρίση ευκαιρία!  Αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία είχε κέντρο πέρα από την μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών και τη μείωση των δαπανών για την παιδεία, την δημιουργία ενός σχολείου εξεταστικού κέντρου για λίγους και εκλεκτούς. Ακόμα την κατηγοριοποίηση των σχολείων, την δημιουργία συνθηκών ενίσχυσης της ιδιωτικής εκπαίδευσης και τον έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρά την άμβλυνση της διάταξης για τον αριθμό μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την απάλειψη του άρθρου για το ηλικιακό όριο στα ΕΠΑΛ, το νομοσχέδιο, αν εφαρμοστεί, θα σημάνει την εγκατάλειψη του σχολείου από δεκάδες χιλιάδες μαθητές και το ίδιο το απολυτήριο λυκείου θα αποκτιέται από ένα τμήμα μόνο του ενεργού μαθητικού πληθυσμού. Οι αντιδράσεις που αναπτύχθηκαν αφορούσαν και τις τρείς βαθμίδες της εκπαίδευσης ενώ τις κινητοποιήσεις πλαισίωσαν και σύλλογοι γονέων. Ο κλάδος θα αντιμετωπίσει μια σοβαρότατη πρόκληση με την εφαρμογή της «αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας» που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο και θα ξεκινήσει το Σεπτέμβρη. Επιπρόσθετα το προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει ήδη ανακοινωθεί.

Η έξωση της τέχνης και των κοινωνικών επιστημών από το Λύκειο. Η κατάργηση των μαθημάτων της καλλιτεχνικής παιδείας από το λύκειο και η μείωση έως εξαφανίσεως των μαθημάτων των κοινωνικών επιστημών, ήταν το επόμενο μεγάλο χτύπημα της υπουργού παιδείας. Η κατάργηση ξύπνησε μνήμες καλοκαιριού 2013 όταν την κατάργηση των ειδικοτήτων ακολούθησαν οι διαθεσιμότητες στην εκπαίδευση 2500 εκπαιδευτικών των ΕΠΑΛ. Η κατάργηση των παραπάνω αντικειμένων το κάνει πιο ασφυκτικό και ειδικά η κατάργηση των καλών τεχνών στερεί από τα παιδιά τις απαραίτητες ανάσες σε ένα εξετασιοκεντρικό και εντατικοποιημένο σχολείο. Η κατάργηση των κοινωνικών επιστημών εμποδίζει την συζήτηση πάνω στην κοινωνία στην οποία ζουν, λειτουργούν και αναπτύσσονται οι μαθητές και οι μαθήτριες. Το σχολείο φτωχαίνει και μετατρέπεται σε ένα σχολείο δεξιοτήτων και όχι συνολικής μόρφωσης. Επιπρόσθετα, η απόλυση χιλιάδων «αναπληρωτών» είναι ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση που χαράζει η ΝΔ προς το φτηνό σχολείο της αγοράς!

Το νέο νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση. Η νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης που βρίσκεται σε διαβούλευση, σύμφωνα με την ΟΙΕΛΕ, «αποδομεί πλήρως τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, όπως ρυθμίζονταν έως σήμερα, εισάγει δυσμενέστερες ρυθμίσεις ακόμα και από την κοινή εργατική νομοθεσία, νομιμοποιώντας τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, ενώ καθιστά ακραία ευέλικτη την οποιαδήποτε σχέση εργασίας εντός του σχολείου, υποβαθμίζοντας το ρόλο και συνακόλουθα, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του εκπαιδευτικού προσωπικού». Η πλήρης ασυδοσία των εργοδοτών και η μετατροπή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών σε εργαζόμενους στο απόλυτο έλεος του κάθε σχολάρχη μπορεί να φαίνεται ότι αφορά μόνο την ιδιωτική εκπαίδευση αλλά είναι μια εικόνα του μέλλοντος που επιφυλάσσει η κυβέρνηση και στους εκπαιδευτικούς του δημόσιου σχολείου αν η πολιτική της ευοδωθεί. Δεν είναι άλλωστε άγνωστες οι σκέψεις της κυβέρνησης για μεταφορά στους δήμους και του εκπαιδευτικού προσωπικού πέρα από τα σχολικά συγκροτήματα και την υλικοτεχνική τους υποδομή.

Το κίνημα στην εκπαίδευση

Ο κόσμος της εκπαίδευσης δεν περίμενε το τέλος της καραντίνας για να αντιδράσει στην ομοβροντία των αντιδραστικών κυβερνητικών νομοθετημάτων. Ήδη από τα τέλη Απρίλη και πριν την λήξη της καραντίνας οι κινητοποιήσεις έγιναν σχεδόν βδομαδιάτικες. Έτσι, παρότι ελάχιστες στην περίοδο προ κορονοϊού, απέκτησαν μετά την καραντίνα, δυναμισμό, μαζικότητα, και την αλληλεγγύη μεγάλου κομματιού κόσμου που άρχισε να εκφράζεται μέσα από αυτές. Τα χαρακτηριστικά που είχε το εκπαιδευτικό κίνημα καθορίστηκαν εν μέρει από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση ανέπτυξε τις επιθέσεις της. Ποια ήταν λοιπόν τα χαρακτηριστικά του κινήματος στην εκπαίδευση και ποια πρώτα συμπεράσματα θα μπορούσαμε να βγάλουμε;

Η συστηματικότητα των δράσεων είναι το πρώτο χαρακτηριστικό το οποίο πρέπει να αναδείξουμε. Υπήρξε διψήφιος αριθμός κινητοποιήσεων (πάνω από 20) που απλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα και συγκέντρωσαν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς, μαθητές/τριες, φοιτητές/τριες αλλά και γονείς. Οι κινητοποιήσεις περιλάμβαναν συγκεντρώσεις, πορείες, παραστάσεις διαμαρτυρίας σε διευθύνσεις και περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης, αλλά και δρώμενα καθώς και συμμετοχή σε ευρύτερες κινητοποιήσεις όπως για παράδειγμα το νομοσχέδιο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Καμιά πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν έμεινε αναπάντητη, ενώ πέρα από τις «δια ζώσης» κινητοποιήσεις αξιοποιήθηκε το διαδίκτυο με καινοτόμους τρόπους. Συγκέντρωση υπογραφών, διαδικτυακές εκδηλώσεις, μαζέματα παρατάξεων, φόρουμ συζητήσεων, ηλεκτρονικές καμπάνιες που κατέβαιναν τελικά και στο δρόμο (όπως η Covid19: Κανένας Μόνος / Καμία Μόνη).

Οι μαζικές γενικές συνελεύσεις είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που συνέπεσε με την καλύτερη στιγμή του κινήματος, τις κινητοποιήσεις ενάντια στις κάμερες στις τάξεις. Έγινε φανερό ότι όταν η κυβέρνηση πήγε να εφαρμόσει την τηλεκπαίδευση ως αναμετάδοση του δια ζώσης μαθήματος έπεσε στα βράχια. Όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά ο κλάδος που έως τότε στο μεγαλύτερο τμήμα του είχε εφαρμόσει την εξ αποστάσεως διδασκαλία άρχισε να υποψιάζεται ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Γι’ αυτό μαζικοποίησε όσες συνελεύσεις έγιναν εκείνη την περίοδο. Οι απόψεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την τηλεκπαίδευση, που έως τότε ήταν μειοψηφικές, άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερα ακροατήρια. Γίνεται επίσης κατανοητό ότι όταν ο κλάδος προκαλείται, συσπειρώνεται γύρω από τα σωματεία του. Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν, ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση από την ψήφιση κάποιων μέτρων μέχρι την εφαρμογή τους. Βέβαια η κυβέρνηση προσπάθησε καινοτομώντας, πρώτα να εφαρμόσει την εξ αποστάσεως διδασκαλία και μετά να ψηφίσει τους απαραίτητους νόμους δηλαδή την γνωστή «τροπολογία» σε άσχετο νομοσχέδιο. Έτσι όταν κατάλαβε ότι δε μπορεί να εφαρμόσει τις κάμερες στην τάξη ανέκρουσε νομοθετική πρύμνα και διέφυγε δια του εθελοντικού χαρακτήρα της εφαρμογής της. Το ίδιο έπραξε και στη διαβούλευση με το νομοσχέδιο για την παιδεία,  κυρίως για την ρύθμιση για τα ΕΠΑΛ. Μπορεί η τακτική αυτή να δίνει κάποια βαλβίδα διαφυγής αλλά σίγουρα δεν αφορά ψηφισμένα νομοσχέδια.

Το τράβηγμα στο αγώνα όλο και μεγαλύτερων κομματιών του κόσμου της εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση ανοίγοντας τη βεντάλια των επιθέσεών της χτυπάει όλο και μεγαλύτερα τμήματα των άμεσα εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εκπαιδευτικούς, δημόσιους και ιδιωτικούς, μόνιμους και αναπληρωτές, ειδικότητες, μαθητές και μαθήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες, γονείς. Επειδή οι επιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, και ακολουθούν το δόγμα του σοκ, δημιουργούν την πεποίθηση ότι στο τέλος θα θιγούμε όλοι και κανένας δεν γλιτώνει. Και αυτό θα φέρει αργά ή γρήγορα την κατανόηση ότι το χτύπημα στον ένα είναι χτύπημα και στον άλλο. Όταν αυτή η αντίληψη εμπεδωθεί στον κλάδο το απαραίτητο βήμα στη συνείδηση θα έχει γίνει και η απόκρουση της επίθεσης θα έχει έρθει πολύ κοντά.

Η λειτουργία των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων ως πόλος συσπείρωσης ευρύτερου κόσμου είναι μια άλλη παράμετρος που δε πρέπει να υποτιμήσουμε. Και δεν αφορά μόνο τις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις αλλά κάθε κινητοποίηση που δείχνει ότι δίνει μια σοβαρή μάχη με την κυβέρνηση. Η μεγάλη πορεία για την υγεία ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Άλλωστε οι κλαδικές , σωματειακές, κοινωνικές αλλά και κινητοποιήσεις αλληλεγγύης είναι πια καθημερινό φαινόμενο όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε πόλεις της επαρχίας από την Κρήτη μέχρι την Θεσσαλονίκη αλλά και από τα Άγραφα μέχρι την Τήνο και τον Βόλο και μάλιστα συσπειρώνουν γύρω τους έναν κόσμο που έχει την διάθεση να συγκρουστεί για να στηρίξει τα δικαιώματά του, κόσμο που μέχρι τώρα ήταν ή απομονωμένος πολιτικά μετά το ΟΧΙ του 2015 ή δεν πίστευε ότι μπορούν οι κινητοποιήσεις να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Πέρα από τους εκπαιδευτικούς που βρίσκονταν σε συνεχείς κινητοποιήσεις, είναι και οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία που καταγγέλλουν την απαξίωση της κυβέρνησης στην στελέχωση των νοσοκομείων όπου υπάρχουν άμεσες ανάγκες για 30.000 προσλήψεις, αλλά και οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ ,την ΕΥΔΑΠ, τον επισιτισμό που βλέπουν τα κέρδη να τα καρπώνονται οι επιχειρηματίες και οι ζημίες όλες να πηγαίνουν σε αυτούς. Οι αγώνες αυτοί ενώνουν και συσπειρώνουν έναν κόσμο που όχι μόνο αντιστέκεται στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις αλλά αρχίζει να θυμάται και να καταλαβαίνει ότι ο μόνος δρόμος διεκδίκησης και ανατροπής αυτής της εφιαλτικής κατάστασης, είναι ο δρόμος. Και μάλιστα αρχίζει να χρησιμοποιεί όλο το "οπλοστάσιο" ενός αγώνα. Από μαζικές γενικές συνελεύσεις μέχρι και διαδηλώσεις που αποκτούν μορφή και χρώμα,  και συνδικαλιστικά μαζέματα ή καινούριες δράσεις όπως είναι το περίπτερο των εκπαιδευτικών στο Σύνταγμα που στηρίζεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία της Αριστεράς και λειτουργεί για την ενημέρωση για τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των ειδικοτήτων που εκδιώκονται από το δημόσιο σχολείο. Οι αγώνες αυτοί, μπορούν να μαζέψουν νέους αγωνιστές και αγωνίστριες οι οποίοι είχαν αποστασιοποιηθεί από τον "παλιό συνδικαλισμό". Ο συντονισμός των κλάδων θα είναι ένα από τα μεγάλα διακυβεύματα του επόμενου διαστήματος.

Οι ανεπάρκειες των ηγεσιών ΟΛΜΕ και ΔΟΕ καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κινήματος ενάντια στο νομοσχέδιο. Η απογοητευτική εμφάνιση των προεδρείων σε μια σειρά εκπομπές όπου είχαν κληθεί να εξηγήσουν τις θέσεις των ομοσπονδιών απέναντι βέβαια σε εχθρικούς πάντα δημοσιογράφους είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το σοβαρότερο πρόβλημα ήταν η καθυστέρηση με τυπικές δικαιολογίες στο να συγκληθεί συνέλευση προέδρων της ΟΛΜΕ  εγκαίρως ώστε να αναπτυχθεί κίνημα ενάντια στο νομοσχέδιο για την «αναβάθμιση του σχολείου». Έτσι η αντίσταση περιορίστηκε σε μια απεργιακή κινητοποίηση τη μέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου, ενώ η ΔΟΕ προκήρυξε τρίωρη στάση εργασίας! Τα πρωτοβάθμια σωματεία που σήκωσαν το βάρος των αντιδράσεων σε ολόκληρη την περίοδο δε θα μπορούσαν να τα καταφέρουν χωρίς το βαρύ πυροβολικό των Ομοσπονδιών σε μια τόσο κεντρική αντιπαράθεση. Η όποια μάχη δόθηκε για τη μη ψήφιση του νομοσχεδίου, δεν είχε καμμιά ελπίδα επιτυχίας!

Η εκπαιδευτική Αριστερά στήριξε σε μεγάλο βαθμό τις κινητοποιήσεις. Η κοινή της παρουσία βοήθησε στη μαζικοποίησή τους. Υπήρξαν όμως ανεπάρκειες. Η στάση του ΠΑΜΕ απέναντι στην τηλεκπαίδευση και ο περιορισμός της κριτικής του στα προβλήματα προσβασιμότητας δημιουργεί επανάπαυση σε σχέση με τις σκοπιμότητες της εφαρμογής της. Αλλά και η αντιμετώπιση της κινητοποίησης ενάντια στο νομοσχέδιο ως μια συμβολική ενέργεια που δεν μπορούσε να αποτρέψει την ψήφισή του υποτίμησε τις δυνατότητες και στο τέλος υποβάθμισε και την ίδια την απεργιακή κινητοποίηση. Είναι φανερό λοιπόν ότι η συναντίληψη και ο κοινός βηματισμός της εκπαιδευτικής Αριστεράς είναι ένα από τα ανοικτά ζητήματα της περιόδου.

Η μάχη που έρχεται

Η κυβέρνηση προσπαθεί σε πολύ μικρό διάστημα να εφαρμόσει πολιτικές που σε άλλες χώρες χρειάστηκαν δεκαετίες για να επιβληθούν. Το βάθος της οικονομικής κρίσης που έρχεται δε της δίνει άλλα περιθώρια. Πρέπει να φορτώσει σε μας μια κρίση που άλλοι δημιούργησαν. Η ταχύτητα όμως εισαγωγής των μέτρων και οι ανατροπές που συνεπάγονται για τη δημόσια δωρεάν παιδεία, δημιουργούν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή τους. Εκεί τελικά, δηλαδή στην εφαρμογή, είναι που θα κριθεί και η κυβερνητική πολιτική.

Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να παρέμβει στη δημόσια δωρεάν παιδεία με τέτοιο τρόπο ώστε το κράτος να ξεφορτωθεί το κόστος της και οι «επενδυτές» να βρουν νέα πεδία κερδοφορίας. Για να το κάνει αυτό, πρόκειται να εφαρμόσει όλο το οπλοστάσιο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ καθώς και τις προτάσεις του ΣΕΒ. Θα αξιοποιήσει τα ΜΜΕ, τις απειλές από τις  διευθύνσεις εκπαίδευσης αλλά και σχολείων, την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και του κλάδου, το νομοσχέδιο απαγόρευσης των διαδηλώσεων, αλλά και το δήθεν ενδιαφέρον της για τα παιδιά.  Όμως, μπορεί πολύ γρήγορα να διαπιστώσει ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα σχέδια και στο τι τελικά υλοποιείται. Ας θυμηθούμε και την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ όταν δόθηκε η μάχη για την αξιολόγηση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και την σταμάτησε η δράση των συνδικάτων, με εργαλείο την απεργία αποχή της ΑΔΕΔΥ, και η συγκρουσιακή τους διάθεση με την Γεροβασίλη ή και την αξιολόγηση στα σχολεία που πάγωσε μετά από την οργανωμένη δράση της βάσης της ΔΟΕ. Γιατί ο κόσμος της εκπαίδευσης θα βρει, τώρα όπως και τότε, τον τρόπο να αντιδράσει. Και δε θα είναι μόνος. Οι εργαζόμενοι και άλλων κλάδων που θίγονται θα είναι μαζί μας. Αρκεί η Αριστερά να παίξει το ρόλο της. Που είναι, όχι μόνο η αποκάλυψη όσων σχεδιάζονται αλλά και η δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων για την νίκη.

Πρώτο βήμα είναι να γενικευτεί η απόφαση των 77 συλλόγων ΕΛΜΕ και πρωτοβάθμιων σωματείων για απεργία αποχή από κάθε μορφή αξιολόγησης, καθώς καλούν τους υπόλοιπους Συλλόγους Π.Ε. και τις ΕΛΜΕ να πάρουν αντίστοιχες αποφάσεις, αλλά και τις Ομοσπονδίες, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ να  κηρύξουν άμεσα απεργία-αποχή, στη βάση και της αντίστοιχης απόφασης της ΑΔΕΔΥ και να προχωρήσουν σε όλα τα οργανωτικά μέτρα προετοιμασίας του κλάδου. Η μάχη για την κατοχύρωση αυτής της διεκδίκησης περνάει μέσα από τους συλλόγους διδασκόντων.

Αυτό είναι λοιπόν το βασικό καθήκον της Αριστεράς. Σε αυτό θα μετρηθούμε όλοι και όλες.

* Η Πόλυ Σύριγγα-Μανώλη είναι εκπαιδευτικός Α΄ θμιας Αλίμου-Ελληνικού-Αργυρούπολης, μέλος ΔΣ Συλλόγου «ο Θουκυδίδης»

Ο Νίκος Αναστασιάδης είναι εκπαιδευτικός B’ θμιας Ανατολικής Θεσσαλονίκης)

Ετικέτες