Στην Ουάσινγκτον, στο Βερολίνο, στη Μαδρίτη, στην Αθήνα, στο Κάιρο, στη Δαμασκό πρέπει να θυμόμαστε τη ρήση του Χάουαρντ Ζιν: Δεν έχει σημασία ποιος «καταλαμβάνει» το Λευκό Οίκο, αλλά πόσοι «κάνουν καταλήψεις»…

«Δεν έχει ση­μα­σία αν είσαι μαύ­ρος ή λευ­κός ή ισπα­νό­φω­νος ή Ασιά­της ή ιθα­γε­νής ή νέος ή γέρος ή πλού­σιος ή φτω­χός, υγιής ή ΑΜΕΑ, γκέι ή στρέιτ, εδώ στην Αμε­ρι­κή μπο­ρείς να τα κα­τα­φέ­ρεις, αν είσαι πρό­θυ­μος να προ­σπα­θή­σεις». Από όλη την επι­νί­κια ομι­λία του Μπά­ρακ Ομπά­μα αυτή η απο­στρο­φή απέ­σπα­σε το πιο ει­λι­κρι­νές και θερμό χει­ρο­κρό­τη­μα. Ήταν ανα­με­νό­με­νο, καθώς συ­μπύ­κνω­σε την ιδέα που κι­νη­το­ποί­η­σε την εκλο­γι­κή του βάση και σε αυτές τις εκλο­γές.

Στις εκλο­γές του 2012 επα­νεμ­φα­νί­στη­κε η κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία που έφερε τον Ομπά­μα στο Λευκό Οίκο το 2008, η λε­γό­με­νη «συμ­μα­χία του Ου­ρά­νιου Τόξου» που πε­ρι­λαμ­βά­νει μαύ­ρους, ισπα­νό­φω­νους, νέους, γυ­ναί­κες, ΛΟΑΤ, κα­τώ­τε­ρες τά­ξεις. Σε όλες αυτές τις κα­τη­γο­ρί­ες ψη­φο­φό­ρων ο Ομπά­μα επι­κρά­τη­σε κατά κρά­τος του Ρε­που­μπλι­κά­νου Ρό­μνεϊ.

Η επα­νε­κλο­γή του Ομπά­μα δεν ήταν εύ­κο­λη και δεν είχε σχέση με το θρί­αμ­βο του 2008 και το λαϊκό εν­θου­σια­σμό που είχε προ­κα­λέ­σει. Με­σο­λά­βη­σε η διά­ψευ­ση των λαϊ­κών προσ­δο­κιών στη διάρ­κεια της τε­τρα­ε­τί­ας. Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ο Ρό­μνεϊ επι­δί­ω­ξε να δώσει στις εκλο­γές χα­ρα­κτή­ρα δη­μο­ψη­φί­σμα­τος για τα πε­πραγ­μέ­να του Ομπά­μα. Αντί­στοι­χα, το επι­τε­λείο των Δη­μο­κρα­τι­κών με­τέ­τρε­ψε τις εκλο­γές σε μάχη «για να μην εκλε­γεί ο Ρό­μνεϊ».

Αυτό που θα έκρι­νε το απο­τέ­λε­σμα ήταν κατά πόσο η εκλο­γι­κή βάση του Ομπά­μα θα ιε­ραρ­χού­σε την απει­λή της Δε­ξιάς πάνω από την απο­γο­ή­τευ­σή της για τα πε­πραγ­μέ­να της πρώ­της τε­τρα­ε­τί­ας του.

Και η αλή­θεια είναι πως οι Ρε­που­μπλι­κά­νοι έκα­ναν ό,τι μπο­ρού­σαν για να «ση­μά­νει συ­να­γερ­μός» στην κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία που στή­ρι­ξε τον Ομπά­μα. Οι ακρο­δε­ξιοί του Tea Party επι­λέ­χθη­καν ως υπο­ψή­φιοι Γε­ρου­σια­στές σε μια σειρά Πο­λι­τεί­ες και ο -τα­λι­μπάν της μάχης ενά­ντια στο κοι­νω­νι­κό κρά­τος- Πολ Ράιαν επε­λέ­γη ως υπο­ψή­φιος αντι­πρό­ε­δρος. Τα σε­ξι­στι­κά και ρα­τσι­στι­κά σχό­λια ήταν πυκνά στην προ­ε­κλο­γι­κή φρα­σε­ο­λο­γία των στε­λε­χών του Ρε­που­μπλι­κά­νι­κου Κόμ­μα­τος. Ο ίδιος ο Ρό­μνεϊ, κου­βα­λώ­ντας ήδη τον τίτλο του δι­σε­κα­τομ­μυ­ριού­χου (που στην εποχή μετά το Occupyδεν είναι και πολύ δη­μο­φι­λής), είχε «φτύ­σει στα μού­τρα» τους φτω­χούς, με τη δια­βό­η­τη απα­ξιω­τι­κή δή­λω­σή του για το «47% που ζει από την κρα­τι­κή βο­ή­θεια και δεν πρό­κει­ται να μας ψη­φί­σει».

Η αμε­ρι­κα­νι­κή Δεξιά σε υπαρ­ξια­κή κρίση

Οι Ρε­που­μπλι­κά­νοι δεν είχαν τά­σεις αυ­το­κτο­νί­ας. Αλλά δε­κα­ε­τί­ες μετά τον Νίξον που την εγκαι­νί­α­σε, πα­ρα­μέ­νουν κολ­λη­μέ­νοι στη «νότια στρα­τη­γι­κή», δη­λα­δή την ανα­κί­νη­ση του ρα­τσι­στι­κού μί­σους στις Πο­λι­τεί­ες του Νότου και την απο­κλει­στι­κή απεύ­θυν­ση σε μια μυ­θι­κή «λευκή ερ­γα­τι­κή τάξη». Αυτή η πο­λι­τι­κή απο­δεί­χθη­κε απαρ­χαιω­μέ­νη και εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η πα­ρα­τή­ρη­ση έχει ση­μα­σία όχι για τη μοίρα της αμε­ρι­κα­νι­κής Δε­ξιάς, αλλά γιατί ρί­χνει φως στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία. 

Από το 2008 είχε επι­ση­μαν­θεί πως η νίκη του Ομπά­μα εξέ­φρα­ζε βα­θύ­τε­ρες αλ­λα­γές στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία: δη­μο­γρα­φι­κές, με την αύ­ξη­ση του μαύ­ρου και ισπα­νό­φω­νου πλη­θυ­σμού, και πο­λι­τι­κές, με την πλειο­ψη­φία των νέων να υιο­θε­τούν αρι­στε­ρό­στρο­φες θέ­σεις στα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Η κρίση πρό­σθε­σε την επα­νεμ­φά­νι­ση της τα­ξι­κής οργής στο μίγμα. 

Ακόμα και μια νίκη του Ρό­μνεϊ δεν θα διέ­γρα­φε αυτήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ούτε θα σή­μαι­νε μια συ­νο­λι­κή συ­ντη­ρη­τι­κή στρο­φή της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Θα ήταν απο­τέ­λε­σμα της αδρά­νειας των «προ­ο­δευ­τι­κών» ψη­φο­φό­ρων λόγω απο­γο­ή­τευ­σης. Σε αυτή τη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σκό­ντα­ψε η κα­μπά­νια των Ρε­που­μπλι­κά­νων. Η προ­σέ­λευ­ση μαύ­ρων και ισπα­νό­φω­νων στις κάλ­πες αυ­ξή­θη­κε και η ψήφος τους ήταν «μο­νο­μπλόκ» υπέρ του Ομπά­μα. Η «λευκή ερ­γα­τι­κή τάξη» δεν είχε την ίδια ομοιο­γέ­νεια στην ψήφο, αλλά η πλειο­ψη­φία της επέ­λε­ξε τον Ομπά­μα.

Στα δη­μο­ψη­φί­σμα­τα που έγι­ναν ταυ­τό­χρο­να με τις εκλο­γές, η ει­κό­να επι­βε­βαιώ­θη­κε: Πέντε Πο­λι­τεί­ες νο­μι­μο­ποί­η­σαν το γάμο ομο­φυ­λο­φί­λων και δύο τη χρήση μα­ρι­χουά­νας. Μόνο έτσι μπο­ρού­με να «δια­βά­σου­με» και την επιρ­ροή του Τυ­φώ­να Σάντι στις εκλο­γές: έπλη­ξε το κόμμα που υπο­στη­ρί­ζει το «μι­κρό­τε­ρο κρά­τος» και του οποί­ου στε­λέ­χη θε­ω­ρούν την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή «απάτη των αρι­στε­ρών».

Εξί­σου απο­κα­λυ­πτι­κή είναι η έρευ­να πάνω σε αυ­τούς που δεν ψή­φι­σαν. Επι­βε­βαιώ­νει την αρι­στε­ρή στρο­φή της κοι­νω­νί­ας, αλλά και το γε­γο­νός ότι ο Ομπά­μα κιν­δύ­νε­ψε να χάσει τις εκλο­γές, επει­δή απο­γο­ή­τευ­σε το κοινό του. Σχε­δόν 2 στους 3 που απεί­χαν, έχουν «αρι­στε­ρές» θέ­σεις σε ζη­τή­μα­τα εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής και οι­κο­νο­μί­ας και δη­λώ­νουν πως, αν ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νοι να ψη­φί­σουν, θα στή­ρι­ζαν τον Ομπά­μα.

Η καλή τε­τρα­ε­τία;

Βέ­βαια, αυτή η διά­θε­ση δεν θα αρ­κού­σε από μόνη της. Η επα­νε­κλο­γή Ομπά­μα ήταν ση­μα­ντι­κό πο­λι­τι­κό επί­τευγ­μα του ίδιου και του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος. Αν και δεν ήταν τόσο δύ­σκο­λο με αντί­πα­λο τον Ρό­μνεϊ, ο Ομπά­μα κα­τόρ­θω­σε να δια­τη­ρή­σει ζω­ντα­νή την ει­κό­να του ως ο υπο­ψή­φιος που μπο­ρεί να «βάλει χέρι στο 1%». Ο λε­γό­με­νος «φι­λε­λεύ­θε­ρος» χώρος (στις ΗΠΑ απο­τε­λεί­ται από ένα νε­φέ­λω­μα κοι­νω­νι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, κι­νη­μά­των, προ­σω­πι­κο­τή­των, που υιο­θε­τούν γε­νι­κά αρι­στε­ρό­στρο­φες και προ­ο­δευ­τι­κές από­ψεις και βρί­σκο­νται μέσα ή στις πα­ρυ­φές του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος) στή­ρι­ξε με πίστη το επι­χεί­ρη­μα της «δεύ­τε­ρης, καλής τε­τρα­ε­τί­ας», στην οποία τάχα ο Ομπά­μα, με «λυ­μέ­να τα χέρια» και χωρίς το άγχος της επα­νε­κλο­γής, θα εφαρ­μό­σει την πο­λι­τι­κή που πραγ­μα­τι­κά θέλει. Από τον Μάικλ Μουρ που έκρι­νε σκλη­ρά την πρώτη τε­τρα­ε­τία, για να δη­λώ­σει όμως βέ­βαιος ότι η δεύ­τε­ρη θα είναι κα­λύ­τε­ρη, ως τον Πολ Κρού­γκ­μαν που ισχυ­ρί­στη­κε ότι στην πρώτη τε­τρα­ε­τία έγι­ναν «δειλά βή­μα­τα» και στη δεύ­τε­ρη μπο­ρούν να γί­νουν «ακόμα πιο γεν­ναία».

Το «όχι άλλη μια ίδια τε­τρα­ε­τία» των φι­λε­λεύ­θε­ρων φα­νε­ρώ­νει ότι οι αυ­τα­πά­τες συ­νε­χί­ζο­νται για το Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα, οι οποί­ες ανα­μέ­νε­ται να δια­ψευ­στούν για άλλη μια φορά και πολύ γρή­γο­ρα. Ενώ για τους φι­λε­λεύ­θε­ρους η νίκη του Ομπά­μα ήταν ανα­γκαία για να «του λυ­θούν τα χέρια» και να μην «υπο­κύ­πτει στους εκ­βια­σμούς των Ρε­που­μπλι­κά­νων», ο Ομπά­μα από την επι­νί­κια ομι­λία του κιό­λας δή­λω­σε πα­νέ­τοι­μος να επι­διώ­ξει «δια­κομ­μα­τι­κή συ­ναί­νε­ση» και «κοι­νές λύ­σεις» με τους Ρε­που­μπλι­κά­νους, για να «αντι­με­τω­πι­στεί το έλ­λειμ­μα και το χρέος». Η «δια­κομ­μα­τι­κή συ­ναί­νε­ση» έδει­ξε στην προη­γού­με­νη τε­τρα­ε­τία τι ση­μαί­νει: Οι Ρε­που­μπλι­κά­νοι ξε­κι­νούν από εξω­φρε­νι­κά δε­ξιές προ­τά­σεις στις οποί­ες επι­μέ­νουν, ο Ομπά­μα ξε­κι­νά από κε­ντρώ­ες θέ­σεις τις οποί­ες δεν υπε­ρα­σπί­ζε­ται και πολύ σθε­να­ρά, για να οδη­γη­θούν τε­λι­κά σε μια δεξιά συμ­φω­νία.

"Μι­κρό­τε­ρο κακό";

Απέ­να­ντι σε αυ­τούς τους κιν­δύ­νους υπάρ­χει το «όχι άλλη μια ίδια τε­τρα­ε­τία» της αμε­ρι­κα­νι­κής Αρι­στε­ράς, που είναι τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό και ση­μαί­νει τη ρήξη των κι­νη­μά­των με την τα­κτι­κή του «μι­κρό­τε­ρου κακού» και της προ­σμο­νής από τους Δη­μο­κρα­τι­κούς «να κά­νουν τη δου­λειά». Ο Αμε­ρι­κα­νός μαρ­ξι­στής Χαλ Ντρά­περ στο κλα­σι­κό άρθρο για την αμε­ρι­κα­νι­κή Αρι­στε­ρά «Ποιος θα είναι το μι­κρό­τε­ρο κακό το 1968;», είχε εξη­γή­σει πώς η τα­κτι­κή «μι­κρό­τε­ρου κακού» απλά αφή­νει τους Δη­μο­κρα­τι­κούς ανε­νό­χλη­τους από τα αρι­στε­ρά, για να στρα­φούν δεξιά.

Το ερώ­τη­μα γιατί ο Ομπά­μα δεν έγινε «νέος Ρούζ­βελτ» στην πρώτη τε­τρα­ε­τία απα­ντιέ­ται σε με­γά­λο βαθμό από τις ανα­ζη­τή­σεις της άρ­χου­σας τάξης, που είναι σε δια­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση από τον «κρα­τι­σμό» του 1930. Αλλά η άλλη μισή απά­ντη­ση, που θα είναι κρί­σι­μη για το πώς θα εξε­λι­χθεί η επό­με­νη τε­τρα­ε­τία, έχει δοθεί από τον ίδιο τον Ρούζ­βελτ: Ένα ιστο­ρι­κό ανέκ­δο­το λέει πως, όταν ένα συν­δι­κά­το ζή­τη­σε από τον Ρούζ­βελτ μια φι­λερ­γα­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, ο τότε πρό­ε­δρος των ΗΠΑ απά­ντη­σε: «Βγεί­τε στο δρόμο και, αν μπο­ρεί­τε, υπο­χρε­ώ­στε με να την εφαρ­μό­σω».

Οι ακτι­βι­στές του Occupy, οι εκ­παι­δευ­τι­κοί του Σι­κά­γου, τα συν­δι­κά­τα του Ουι­σκόν­σιν, οι ορ­γα­νώ­σεις του ΛΟΑΤ κι­νή­μα­τος, έδει­ξαν την πε­ρα­σμέ­νη τε­τρα­ε­τία ποιος είναι ο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός δρό­μος. Σε αυ­τούς τους αγώ­νες μπο­ρεί να χτι­στεί η τόσο ανα­γκαία στις ΗΠΑ πο­λι­τι­κή δύ­να­μη στα αρι­στε­ρά των Δη­μο­κρα­τι­κών.

Όσο δύ­σκο­λο κι αν δεί­χνει, δεν είναι ανέ­φι­κτο. Από τις αρχές του 20ού αιώνα με τον σο­σια­λι­στή υπο­ψή­φιο Γιου­τζίν Ντε­μπς, μέχρι το πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν και την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Ραλφ Νέι­ντερ το 2004, έχει φανεί πως, όποτε ση­μα­ντι­κές δυ­νά­μεις έδει­ξαν τη διά­θε­ση να εκ­φρά­σουν μια τέ­τοια προ­σπά­θεια, βρή­καν αντα­πό­κρι­ση. Μόνο τα χρή­μα­τα και οι εθε­λο­ντές που διέ­θε­σαν τα αμε­ρι­κα­νι­κά συν­δι­κά­τα, για να ενι­σχυ­θεί η κα­μπά­νια του Ομπά­μα, θα ήταν υπε­ραρ­κε­τά για να στη­ρι­χθεί ένας «υπο­ψή­φιος των ερ­γα­τών».

Επι­λο­γές της αστι­κής τάξης

Η ση­μα­σία μιας τέ­τοιας προ­σπά­θειας υπο­γραμ­μί­ζε­ται από το γε­γο­νός ότι η «κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία», που στη­ρί­ζει τον Ομπά­μα, έχει και «από πάνω» κομ­μά­τι, το οποίο τε­λι­κά κα­θο­ρί­ζει τις προ­τε­ραιό­τη­τες του Λευ­κού Οίκου. Το 2008 το αμε­ρι­κα­νι­κό κε­φά­λαιο επέ­λε­ξε να στη­ρί­ξει τον Ομπά­μα, ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο να δια­χει­ρι­στεί την κρίση του αμε­ρι­κα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, μετά τα ερεί­πια που άφησε η εποχή Μπους, να δια­χει­ρι­στεί την τα­ξι­κή οργή που προ­κά­λε­σε η κρίση, να χει­ρι­στεί την εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή σε μια εποχή που η κρίση της αμε­ρι­κα­νι­κής ηγε­μο­νί­ας δεν σή­κω­νε «κα­ου­μποη­λί­κια».

Τέσ­σε­ρα χρό­νια μετά, τα αδιέ­ξο­δα του πα­γκό­σμιου κα­πι­τα­λι­σμού δί­χα­σαν και τους κα­πι­τα­λι­στές για τον κα­λύ­τε­ρο τρόπο αντι­με­τώ­πι­σής τους. Οι με­γά­λες χρη­μα­τι­κές δω­ρε­ές, ο πιο αξιό­πι­στος δεί­κτης για τις προ­τι­μή­σεις των κα­πι­τα­λι­στών, μοι­ρά­στη­καν ανά­με­σα στους δύο υπο­ψή­φιους.

Τε­λι­κά επι­κρά­τη­σε το «πραγ­μα­τι­στι­κό» τμήμα του κε­φα­λαί­ου. Οι πε­ρι­πέ­τειες της ευ­ρω­ζώ­νης δεν βο­ή­θη­σαν ιδιαί­τε­ρα τους Ρε­που­μπλι­κά­νους να πεί­σουν ότι ο «μερ­κε­λι­κός» δρό­μος εν­δεί­κνυ­ται και για τις ΗΠΑ, ενώ η «από­συρ­ση» των ΗΠΑ (και του ΔΝΤ) από τα προ­βλή­μα­τα της Ευ­ρώ­πης, που εξέ­φρα­ζε ο Ρό­μνεϊ με τη στάση «ας κα­ταρ­ρεύ­σει η Ιτα­λία, ας κα­ταρ­ρεύ­σουν και εδώ οι τρά­πε­ζες που συν­δέ­ο­νται με την ιτα­λι­κή οι­κο­νο­μία, εμείς θα οχυ­ρω­θού­με», δεν έπει­σε για τη βιω­σι­μό­τη­τά της.

Στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή, ο Ρό­μνεϊ επι­χεί­ρη­σε να πεί­σει ότι η «αδυ­να­μία» του Ομπά­μα είναι η αιτία της κρί­σης της αμε­ρι­κα­νι­κής ηγε­μο­νί­ας (επί­θε­ση στην πρε­σβεία της Λι­βύ­ης, ανα­τρο­πές στην Αί­γυ­πτο, αδυ­να­μία πα­ρέμ­βα­σης στη Συρία, ανοχή στο Ιράν). Όταν κλή­θη­κε στο τρίτο ντι­μπέιτ να απα­ντή­σει συ­γκε­κρι­μέ­να τι θα έκανε, υπο­χρε­ώ­θη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει τις πο­λε­μι­κές κραυ­γές και να ταυ­τι­στεί πλή­ρως με την πο­λι­τι­κή Ομπά­μα, δεί­χνο­ντας ότι δεν είναι ο Ομπά­μα «αδύ­να­μος», αλλά ο αμε­ρι­κά­νι­κος ιμπε­ρια­λι­σμός. Και για την άρ­χου­σα τάξη απο­δεί­χθη­κε προ­τι­μό­τε­ρο να δια­χει­ρι­στεί ο Ομπά­μα αυτή τη δύ­σκο­λη θέση από ό,τι ένας πρό­ε­δρος ο οποί­ος λο­γο­δο­τεί σε ένα κόμμα που έχει το «βομ­βαρ­δι­σμό» ως έτοι­μη απά­ντη­ση σε όλα τα προ­βλή­μα­τα.

Ότι η «μπί­λια κά­θι­σε» στον Ομπά­μα φά­νη­κε στην τε­λι­κή ευ­θεία, όταν και ο «Economist» και οι «FinancialTimes» (οι πιο ει­λι­κρι­νείς και ψύ­χραι­μες «φωνές» της άρ­χου­σας τάξης) πήραν ανοι­χτά το μέρος του Δη­μο­κρα­τι­κού προ­έ­δρου, δη­λώ­νο­ντας στην αρ­θρο­γρα­φία τους εμ­μέ­σως πλην σαφώς την απο­γο­ή­τευ­σή τους, επει­δή το «σπλά­χνο από τα σπλά­χνα» της άρ­χου­σας τάξης δεν έχει καμιά σο­βα­ρή απά­ντη­ση στα προ­βλή­μα­τα της τάξης του. Επι­πλέ­ον, βά­ρυ­νε η γνώμη του «έξυ­πνου» κομ­μα­τιού της άρ­χου­σας τάξης που γνω­ρί­ζει από την ιστο­ρία ότι πολ­λοί Δη­μο­κρα­τι­κοί πρό­ε­δροι (και ο Ομπά­μα) κα­τόρ­θω­σαν με την ανοχή των κι­νη­μά­των και των φι­λε­λεύ­θε­ρων να επι­βάλ­λουν πράγ­μα­τα που, αν επι­χει­ρού­σαν οι Ρε­που­μπλι­κά­νοι, θα προ­κα­λεί­το λαϊ­κός ξε­ση­κω­μός.

Και τώρα;

Η ιστο­ρία μετά τις εκλο­γές μένει να γρα­φτεί. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, η κρίση δεν θα ξε­πε­ρα­στεί. Τον Ομπά­μα «υπο­δέ­χε­ται» στο Λευκό Οίκο η επι­στρο­φή της αμε­ρι­κα­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας σε ύφεση και η αδυ­να­μία των «κεϊν­σια­νών» πο­λι­τι­κών του να βγά­λουν τον κα­πι­τα­λι­σμό από το αδιέ­ξο­δο.

Όσον αφορά τους ερ­γά­τες στις ΗΠΑ, στην Ευ­ρώ­πη, στον αρα­βι­κό κόσμο, δεν έχουν να πε­ρι­μέ­νουν τί­πο­τα, ούτε από τις κεϊν­σια­νές λύ­σεις και τον «ήπιο» ιμπε­ρια­λι­σμό, ούτε από τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες λύ­σεις και τον «επι­θε­τι­κό» ιμπε­ρια­λι­σμό. Και οι δύο πτέ­ρυ­γες συμ­φω­νούν στην επί­θε­ση ενά­ντια στην ερ­γα­τι­κή τάξη, δια­φω­νούν μόνο στη με­θο­δο­λο­γία. Στην Ουά­σινγ­κτον, στο Βε­ρο­λί­νο, στη Μα­δρί­τη, στην Αθήνα, στο Κάιρο, στη Δα­μα­σκό πρέ­πει να θυ­μό­μα­στε τη ρήση του Χά­ουαρντ Ζιν: Δεν έχει ση­μα­σία ποιος «κα­τα­λαμ­βά­νει» το Λευκό Οίκο, αλλά πόσοι «κά­νουν κα­τα­λή­ψεις»…

Ετικέτες