Νέα ανάφλεξη στη Συρία μετά την έναρξη της τουρκικής στρατιωτικής επίθεσης κατά των κουρδικών θέσεων σε συριακό έδαφος.
Η τουρκική αεροπορία σφυροκόπησε θέσεις γύρω από τον θύλακο του Αφρίν (κουρδική περιοχή που είναι αποκομμένη από την υπόλοιπη «Ροζάβα», μετά από προηγούμενη τουρκική επιχείρηση που είχε δημιουργήσει μια «σφήνα»), ενώ ξεκίνησε και η χερσαία επίθεση, με τη συμμετοχή και υποστηριζόμενων από την Τουρκία Σύρων ανταρτών, αλλά και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα τη συνέχεια της επιχείρησης που κωμικοτραγικά ονομάστηκε «Κλάδος ελαίας». Άλλωστε, εκτός από το Αφρίν, στο στόχαστρο βρίσκεται και η Μανμπίτζ (που βρίσκεται στην άλλη μεριά της «σφήνας»), ενώ ο Ερντογάν δηλώνει ότι αυτά θα είναι μόνο η αρχή, σε μια εκστρατεία που θα «εξαφανίσει όλες τις φωλιές των τρομοκρατών».
Η απόφαση να χτυπηθούν στρατιωτικά οι περιοχές που ελέγχουν οι κουρδικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους ήταν ειλημμένη από καιρό. Αλλά η υλοποίηση του σχεδίου επιταχύνθηκε μετά το φόβο που προκάλεσαν στην Άγκυρα τα μηνύματα που εξέπεμψαν οι ΗΠΑ το τελευταίο διάστημα.
Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση αμερικανικού σχεδίου για δημιουργία «συνοριακής δύναμης 30.000 ανδρών» από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), δηλαδή τη συμμαχία της οποίας ραχοκοκαλιά αποτελούν οι κουρδικές πολιτοφυλακές YPG. Οι διευκρινίσεις από τον Τίλερσον (Αμερικανός υπ. Εξ.) και από το Πεντάγωνο ότι δεν πρόκειται για δημιουργία νέου σώματος, αλλά για υποστήριξη των υπαρκτών δυνάμεων των SDF στην προσπάθεια να αποκαταστήσουν πλήρως την ασφάλεια των περιοχών που ελέγχουν, δεν αλλάζουν την ουσία.
Αυτή αφορά την δηλωμένη πρόθεση των ΗΠΑ να διατηρήσουν «πόδι» στη Συρία. Μια δύναμη 2.000 στρατιωτών και κάποιες βάσεις στη βορειοανατολική Συρία θα παραμείνουν επ’ αόριστον. Αφορά επίσης τη συνέχεια της συνεργασίας ΗΠΑ-SDF ακόμα και μετά το διαφαινόμενο τέλος του πολέμου ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Αυτή η συνεργασία προκαλούσε φόβους στην Άγκυρα, οι οποίοι όμως δεν εκδηλώνονταν επιθετικά όσο αυτή η συνεργασία έδειχνε «βραχυπρόθεσμη» και «τακτική» στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά του ΙΚ.
Η τουρκική ηγεσία έχει καταληφθεί από «μανία καταδίωξης» από το 2013 και μετά, ενώ από το αποτυχημένο (φιλο-νατοϊκό) πραξικόπημα του 2016 και ύστερα οι φοβίες της έχουν γίνει πιο εύλογες. Σε αυτό το υπόβαθρο, αρκούσαν αυτές οι αμερικανικές διακηρύξεις ώστε να αποφασίσει να δράσει.
Οι εξελίξεις που θα πυροδοτήσει αυτή η στρατιωτική επίθεση είναι απρόβλεπτες, γιατί όλες οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις βρίσκονται σε «λεπτή» θέση. Είναι χαρακτηριστικός ο πόλεμος δηλώσεων.
Οι δηλώσεις του Αμερικανού αξιωματούχου για στήριξη/ενίσχυση των SDF είχαν προκαλέσει πολλαπλές αντιδράσεις. Δεν ήταν μόνο η Άγκυρα που μίλησε για «στρατό τρομοκρατών». Ο Άσαντ μίλησε για «κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας μας», η ρωσική κυβέρνηση προειδοποίησε για ενδεχόμενο διαμελισμού της Συρίας.
Όμως η ανακοίνωση εκ μέρους της τουρκικής ηγεσίας ότι ξεκινά πολεμικές επιχειρήσεις, προκάλεσε επίσης πολλαπλές αντιδράσεις, σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους «παίχτες». Η στρατιωτική επιχείρηση συνάντησε την αποδοκιμασία της Ουάσινγκτον, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να καλεί την Τουρκία να μην υλοποιήσει τις απειλές της. Συνάντησε όμως και την αντίδραση της συριακής κυβέρνησης. Αν και Άσαντ-Ερντογάν μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες ως προς το κουρδικό, ο Σύρος υπ. Εξ. δήλωσε ότι η τουρκική επίθεση θα αντιμετωπιστεί ως εισβολή. Η Άγκυρα επεδίωξε την έγκριση της Ρωσίας και του Ιράν, αλλά φαίνεται ότι βρήκε και εκεί «τοίχο». Η Μόσχα δήλωσε την αντίθεσή της και την υποστήριξή της στις θέσεις της Δαμασκού.
Προς το παρόν, η επιχείρηση «Κλάδος ελαίας» δείχνει να προχωρεί «εναντίον όλων». Αλλά (επίσης προς το παρόν) όλοι, από την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα ως την Τεχεράνη και το Κάιρο, περιορίζονται σε σχετικά χλιαρές διατυπώσεις, πανομοιότυπες στο ύφος τους: «Αυτοσυγκράτηση», «να τερματιστεί σχετικά γρήγορα η επιχείρηση και να γίνει προσπάθεια να περιοριστούν οι απώλειες» κ.ο.κ.
Η τουρκική επίθεση μοιάζει να αποτελεί «ένοπλη διαπραγμάτευση» και δοκιμή των ορίων των άλλων δυνάμεων. Θα υπερασπιστούν ενεργά οι Ρώσοι την Αφρίν; Θα υπερασπιστούν ενεργά οι Αμερικάνοι την Μανμπίτζ; (οι κουρδικές πολιτοφυλακές συνεργάζονται και με τις δύο υπερδυνάμεις, και οι δύο πόλεις βρίσκονται σε διαφορετική «ζώνη ευθύνης»). Σε επίπεδο Μεγάλων Δυνάμεων, ο Ερντογάν «εκβιάζει» απαντήσεις από τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον που (για διαφορετικούς λόγους, σε διαφορετική ένταση, και με διαφορετικές διαδρομές) παίζουν «διπλό παιχνίδι». Σε περιφερειακό/τοπικό επίπεδο, τα διλήμματα που τίθενται είναι αντίστοιχα: Ο Άσαντ και η Τεχεράνη θα ιεραρχήσουν ψηλότερα τον κίνδυνο ενίσχυσης της Τουρκίας στον τοπικό ανταγωνισμό ή την εχθρότητά τους απέναντι στην προοπτική κουρδικής αυτοδιάθεσης;
Όλα αυτά θα φανούν το επόμενο διάστημα. Και θα είναι απολύτως κρίσιμα για τις εξελίξεις στην περιοχή. Η «ζαριά» του Ερντογάν άνοιξε όλα τα ενδεχόμενα, που θα καθοριστούν από τις επιλογές που θα κάνει η κάθε δύναμη. Μια ολοκλήρωση της ρήξης με ΗΠΑ/ΝΑΤΟ (ακόμα και με στρατιωτική εμπλοκή). Μια απομόνωση της Τουρκίας από όλους, «φίλους» και «εχθρούς». Μια διεθνής ανοχή στην τουρκική επιχείρηση, που θα αποτελεί μια «συριακού τύπου» επανάληψη του δημοψηφίσματος στο ιρακινό Κουρδιστάν (όταν οι «συσσωρευμένες επιτυχίες» και το «ευνοϊκό μομέντουμ» των εκεί κουρδικών δυνάμεων οδήγησαν γρήγορα σε μια πανωλεθρία και απώλεια εδαφών από τον ιρακινό στρατό).
Προς το παρόν, το Αφρίν υπερασπίζονται οι πολιτοφυλακές του, οι μόνες που έχουν κάθε δίκιο να δώσουν αυτή τη μάχη. Όμως το «μεγάλο παιχνίδι» στη Μέση Ανατολή τις ξεπερνά. Αυτό αποτελεί την πηγή του κακού, αυτό απειλεί με ακόμα μεγαλύτερες αναφλέξεις την περιοχή, απέναντι σε αυτό έχει να σταθεί η Αριστερά διεθνώς.
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά"