«Η εθνικότητα του εργάτη δεν είναι γαλλική, αγγλική, ή γερμανική, η εθνικότητα του εργάτη είναι η Εργασία, η ελεύθερη σκλαβιά, το ξεπούλημα του εαυτού του. Η κυβέρνησή του δεν είναι γαλλική, αγγλική, ή γερμανική, η κυβέρνηση του εργάτη είναι το Κεφάλαιο. Ο αέρας της πατρίδας του δεν είναι ο αέρας της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Αγγλίας, είναι ο αέρας του εργοστασίου. Το έδαφος που του ανήκει δεν είναι το γαλλικό, το αγγλικό ή το γερμανικό, το έδαφος που του ανήκει είναι δύο μέτρα κάτω απ’ τη γη».
Με αυτό το απόσπασμα από τον Μαρξ ξεκινά το ενημερωτικό σημείωμα της εικαστικής Έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου 2025, με κεντρικό θέμα τα εργατικά ατυχήματα. Τη διοργάνωση ανέλαβε το «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ146», μια σύμπραξη της ομάδας KUNSTRUKT και του εικαστικού Δημήτρη Χαλάτση. Όπως αναφέρουν οι διοργανωτές, «Πρόκειται για μια εικαστική ‘‘παρέμβαση’’ που, εν είδει Μανιφέστου και με πλαίσιο αναφοράς τα εργατικά ατυχήματα, επιδιώκει να επαναφέρει στο προσκήνιο τις έννοιες της Ταξικότητας, του Κεφαλαίου, της Εργατικής Τάξης και της Καπιταλιστικής Εκμετάλλευσης».
Η έκθεση παρουσιάστηκε σε χώρο εργασίας (σε ένα συνεργείο) και περιλάμβανε φωτογραφίες με αναπαραστάσεις από εργατικούς χώρους, βιντεοπροβολή σχετική με τη μεγάλη απεργία στη Χαλυβουργική, καθώς και διάφορες συμβολικές κατασκευές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε ένα σημείο της έκθεσης, όπου εκτίθετο φωτογραφικό υλικό με αφαιρετικά σχήματα, επηρεασμένο από τα Spomenik, λέξη που στα σερβοκροατικά σημαίνει «μνημείο». Όπως αναφέρεται σε σχετικό σημείωμα, οι δημιουργοί βασίστηκαν στο έργο του αρχιτέκτονα Bogdan Bogdanović, ο οποίος, μαζί με άλλους αρχιτέκτονες, συνέβαλε στην ανέγερση σειράς μνημείων στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας από το 1950. Τα μνημεία αυτά «αποτύπωναν την προσπάθεια του καθεστώτος να εδραιώσει τη συλλογική μνήμη γύρω από τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να αναδείξει τη νίκη του σοσιαλιστικού κινήματος ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα». Δυστυχώς, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, πολλά από αυτά τα μνημεία καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν. Το συγκεκριμένο έργο της έκθεσης επαναχρησιμοποιεί και επανανοηματοδοτεί τα Spomenik, συγκροτώντας μια σειρά από μνημειακές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, «με στόχο την κατασκευή μιας νέας συλλογικής μνήμης γύρω από το εργατικό ατύχημα, ενώ ταυτόχρονα υποκινεί έναν αναστοχασμό για το σύγχρονο εργασιακό καθεστώς».
Η μακάβρια στατιστική
Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα παρουσιάζουν ανησυχητική αύξηση τα τελευταία χρόνια, με τα στοιχεία να αποκαλύπτουν μια κρίσιμη κατάσταση στους χώρους εργασίας, με σοβαρές επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και την κοινωνία συνολικά. «Ένας ακήρυχτος και κατά βάση αθέατος πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια στη χώρα με θύματα άνδρες και γυναίκες που πηγαίνουν στη δουλειά για να βγάλουν το μεροκάματο και είτε δεν γυρνούν σπίτι, καθώς χάνουν τη ζωή τους κατά την εργασία είτε τραυματίζονται σοβαρά» (για περισσότερα βλ. τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Τεχνικών Επιχειρήσεων-ΟΣΕΤΕΕ).
Η αύξηση των εργατικών ατυχημάτων αποδίδεται σε παράγοντες όπως οι κακές έως άθλιες συνθήκες εργασίας, η μαύρη εργασία, τα εξαντλητικά ωράρια και η έλλειψη επαρκούς εποπτείας. Υπό αυτή την έννοια, είναι επιτακτική ανάγκη η ενίσχυση των μέτρων ασφάλειας και υγείας στην εργασία, η ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου με την εφαρμογή αυστηρότερων και συστηματικότερων παρεμβάσεων και η ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων. Η προστασία των εργαζομένων πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, με στόχο τη διασφάλιση ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος.
Η αναγκαιότητα κουλτούρας ασφάλειας στην εργασία
Όμως, από τα στοιχεία για τα εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα, προκύπτει με σαφήνεια η ανάγκη να αναζητηθούν και άλλες παράμετροι πίσω από τους συνεχώς αυξανόμενους αριθμούς. Η ανησυχητική αύξηση των εργατικών ατυχημάτων στην Ελλάδα αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στην έλλειψη ελέγχων ή στην παραβίαση κανόνων ασφαλείας, αλλά και στη βαθύτερη απουσία μιας ουσιαστικής κουλτούρας ασφάλειας στην εργασία. Η έλλειψη αυτής της κουλτούρας έχει ως συνέπεια οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα να μην συστήνουν Επιτροπές Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (ΕΥΑΕ). Παρότι ο νόμος προβλέπει τέτοια όργανα (βλ. Ν. 3850/2010), η απουσία τους στην πράξη δείχνει είτε αδράνεια είτε αδυναμία διεκδίκησης είτε έλλειψη πίεσης από τη βάση των εργαζομένων.
Επιπρόσθετα, οι συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας, αποδυνάμωσαν το εργατικό κίνημα, το απομάκρυναν από τη διεκδίκηση συνθηκών ασφαλούς εργασίας και ενίσχυσαν την ατομική ευθύνη εις βάρος της συλλογικής διεκδίκησης. Είχαν δε ως αποτέλεσμα την υπαναχώρηση των εργαζομένων από μια εργατική κουλτούρα (αυτο)σεβασμού της υγείας και της ασφάλειας και άρα την παραίτησή τους από τη διεκδίκηση όρων αξιοπρεπούς και ασφαλούς εργασίας. Η ατομικοποίηση των ευθυνών οδήγησε πολλούς εργαζόμενους/-ες να βλέπουν την ασφάλεια όχι ως συλλογικό δικαίωμα, αλλά ως προσωπική υπόθεση. Έτσι, η απουσία κουλτούρας κοινωνικής ασφάλειας είχε ως αποτέλεσμα να εντείνει την αποδοχή επικίνδυνων και ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας ως «κανονικότητα», με συνέπεια να αποσιωπούνται οι απαιτήσεις για αξιοπρεπή και ασφαλή εργασία. Όπως εύστοχα τονίζουν σε σημείωμα τους οι διοργανωτές της προαναφερθείσας εικαστικής έκθεσης, «η διαχείριση της συλλογικής μνήμης αποτελεί διαχρονικό στόχο κάθε εξουσιαστικού μηχανισμού. […] Η απουσία θεσμικών και συμβολικών μορφών αναγνώρισης για τα θύματα των εργατικών ατυχημάτων αποκλείει συστηματικά την εργασιακή βία από τη συλλογική συνείδηση, συντηρώντας έτσι μια επίπλαστη εικόνα εργασιακής πραγματικότητας».
Απέναντι σε αυτή την παραίτηση, είναι αναγκαία μια αντιστροφή της υπάρχουσας κατάστασης, η οποία δεν είναι άλλη από την επανεκκίνηση μιας εργατικής κουλτούρας αξιοπρέπειας και συλλογικής προστασίας. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα οφείλουν να επανακτήσουν τόσο το δικαίωμα όσο και την ευθύνη να απαιτούν και να διεκδικούν ασφαλείς χώρους εργασίας που προστατεύουν τη ζωή και την υγεία τους ως μια αξία που δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, να συστήσουν Επιτροπές Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΕΥΑΕ), να προχωρούν σε καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας και να διασφαλίζουν τη σταθερή λειτουργία Μεικτών Επιτροπών Ελέγχου σε όλους τους κλάδους, με ουσιαστική συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων. Παράλληλα, πρέπει να διεκδικούν την ενίσχυση του ρόλου των ιατρών εργασίας και να απαιτούν την αναβάθμιση των υποδομών και του εξοπλισμού, με στόχο τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις αποτελούν αναγκαία βήματα, ώστε να μη θρηνούμε στο μέλλον άλλες χαμένες εργατικές ζωές. Διότι, μόνο τότε θα μπορέσει να αλλάξει ουσιαστικά η σημερινή, επικίνδυνη πραγματικότητα στους χώρους δουλειάς.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αναδείξει η πρωτότυπη αυτή εικαστική έκθεση μέσα από το αφιέρωμά της. Μέσα από συμβολικές αναπαραστάσεις, παρεμβάσεις και αισθητικές αφηγήσεις, καθρεφτίζει τις συνθήκες εκμετάλλευσης, αναδεικνύει την αξία της ανθρώπινης ζωής και προκαλεί συναισθηματική και πολιτική εμπλοκή. Με αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί τη σκέψη και ενθαρρύνει τη δράση των εργαζομένων, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μιας νέας κουλτούρας συλλογικής διεκδίκησης και προστασίας. Έτσι, η τέχνη, παρότι δεν αλλάζει από μόνη της τον κόσμο, μπορεί να συμβάλει στην ευαισθητοποίηση και στην πρόκληση προβληματισμού, ώστε να αλλάξουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Και η σύνδεσή της με τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης ευαισθητοποίησης και συλλογικής αφύπνισης.
(*) Το εν λόγω άρθρο έχει δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών, στις 3-6-2025.