Η ομιλία της Δέσποινας Κουτσούμπα (πρόεδρος συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Γ.Σ. ΑΔΕΔΥ) στην σχετική συζήτηση στο διεθνές τριήμερο του Rproject την Κυριακή 3/3.
Η κρίση των συνδικάτων προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης
Είναι κοινή πλέον η αντίληψη για τις τεράστιες ευθύνες και τη χρεοκοπία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Όχι μόνο των τριτοβάθμιων οργανώσεων, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, που έχουν καταστεί παντελώς ανυπόληπτες, αλλά όλης εκείνης της πορείας μετασχηματισμού των πρωτοβάθμιων συνδικάτων σε φορείς κοινωνικής ειρήνης, κλαδικές ενώσεις με αποκλειστικά κλαδικά αιτήματα, που αναπαρήγαγαν στο εσωτερικό τους την αστική δημοκρατία, με ισόβιους συνδικαλιστές που «συνδιοικούσαν» επιχειρήσεις ή δημόσιους οργανισμούς, κάνοντας τη διαδρομή από τα συνδικαλιστικά οφίκια στα βουλευτικά έδρανα να μην προξενεί πλέον καμία έκπληξη ή κατακραυγή.
Αν όλα τα παραπάνω είναι κοινός τόπος, τόσο για τον κόσμο της Αριστεράς όσο και για την πλειονότητα του κόσμου της εργασίας πλέον, τόσο κοινός τόπος θα ’πρεπε να είναι και το γεγονός ότι τρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, και με την κοινωνική καταστροφή που έχει επέλθει, η συζήτηση δεν μπορεί να στριφογυρίζει ακόμη γύρω από το πόσο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα συνδικάτα που ελέγχει δεν στάθηκαν στο ύψος τους.
Έχω την αίσθηση ότι η χρεοκοπία της γραφειοκρατίας συζητιέται από την Αριστερά δυσανάλογα πολύ σε σχέση με το τι κάνει η ίδια. Είναι σαν να πιστεύουμε ότι η δική τους χρεοκοπία θα πείσει τον κόσμο να έρθει με μας. Υπάρχει όμως πάντα και η περίπτωση, και αυτό συμβαίνει ως τώρα, απλώς να απομακρύνει τον κόσμο από τα σωματεία εν γένει.
Άλλωστε, μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια οι συσχετισμοί, τουλάχιστον σε πολλά πρωτοβάθμια, έχουν ήδη αλλάξει προς όφελος της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Άρα το πραγματικό ερώτημα είναι ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, αν δεν θέλουμε να γίνουμε το αγωνιστικό κομμάτι του ίδιου παζλ.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χρεοκόπησε. Εμείς τι κάνουμε;
Δύο είναι οι κυρίαρχες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα: Η πρώτη είναι η αλλαγή των συσχετισμών. Να «καταλάβουμε» τα συνδικάτα. Να πάρει την πλειοψηφία η Αριστερά, όχι μόνο στα πρωτοβάθμια, αλλά ει δυνατόν και στις Ομοσπονδίες και τις Τριτοβάθμιες Οργανώσεις. Η δεύτερη είναι η αλλαγή των δομών. Να βγούμε έξω από αυτή τη δομή των συνδικάτων, να φτιάξουμε νέες μορφές και άλλες δομές που θα βρίσκονται μακριά από το συνδικαλισμό που χρεοκόπησε.Οι απαντήσεις αυτές, που ορίζουν και αντίστοιχες τάσεις μέσα στη συνδικαλιστική Αριστερά, είναι στην πραγματικότητα μερικές. Γιατί θεωρούν ως δεδομένο το πραγματικό ζητούμενο: ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙ; Τι σημαίνει σήμερα, σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, ριζοσπαστική παρέμβαση των συνδικάτων (ή στα συνδικάτα) και αν μπορούμε να το επιτύχουμε.
Γι’ αυτό το λόγο θα περιορίσω την αναφορά μου από δω και πέρα στις περιπτώσεις των αγωνιστικών σωματείων και τη δράση της Αριστεράς, γιατί από τις δικές μας αδυναμίες και τα λάθη θα διδαχτούμε αν θέλουμε να αλλάξουμε την εικόνα.
Τα συνδικάτα σε ένα τοπίο που αλλάζει
Τα σημερινά συνδικάτα οικοδομήθηκαν σε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από αυτό που διαμορφώνεται τα τελευταία 3 χρόνια. Ιδιαίτερα η δεκαετία του ’80, με τις σημαντικές παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη και την υπαλληλία από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, μας κληροδότησε ένα θεσμικό πλαίσιο προστασίας του εργαζόμενου απέναντι στον εργοδότη, αλλά και συνδικαλιστικής ελευθερίας και δημοκρατίας στο συνδικαλισμό. Παρότι η δημιουργία μιας κάστας κυβερνητικών και εργοδοτικών συνδικαλιστών, αλλά και οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, το έκαναν στην πράξη ανενεργό, εντούτοις υπήρχε και χρησιμοποιήθηκε στο έπακρο από όλες τις τάσεις ριζοσπαστικού συνδικαλισμού, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’90 και μετά (που έχω και καλύτερη εικόνα). Ταυτόχρονα, το ίδιο πλαίσιο υπέβαλε και τη δομή των σωματείων. Αυτό επείχε μια σειρά από αποτελέσματα, ακόμη και στα αγωνιστικά σωματεία και το συνδικαλισμό που ασκούσε η Αριστερά:
· Καταρχάς, έναν ιδιότυπο λεγκαλισμό. Σε μεγάλο βαθμό τα σωματεία, ακόμη και τα πιο ριζοσπαστικά, πάλευαν πρώτα από όλα για την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας: το ωράριο, τη σύμβαση, τα δώρα, το μισθό, τις εργασιακές σχέσεις, τις συνθήκες εργασίας. Η διεκδίκηση της συλλογικής σύμβασης είχε συγκεκριμένο τρόπο: απεργία, προσφυγή στον ΟΜΕΔ (Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας), κήρυξη της σύμβασης ως υποχρεωτικής, πάλη για την εφαρμογή της. Ήταν ένας ιδιότυπος λεγκαλισμός, εκπορευόμενος από το γεγονός ότι, όσο περνούσαν τα χρόνια, ο νομικός συσχετισμός βρέθηκε να είναι καλύτερος για τις δυνάμεις της εργασίας από τον πραγματικό ταξικό συσχετισμό.
· Τη συγκρότηση κατά κλάδο και τα δυνατά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία. Οι διεκδικήσεις ήταν πάνω από όλα και για πολλά χρόνια κλαδικές. Δεν ξέρω αν ο κλαδικός συνδικαλισμός γέννησε το θεσμικό του πλαίσιο ή το ανάποδο, όμως γνωρίζουμε όλοι ότι ο διαχωρισμός κατά κλάδους και η ενασχόληση των σωματείων με «τα δικά τους θέματα» γέννησε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για να ξεδιπλωθεί και να πετύχει η επίθεση στους εργαζόμενους την τελευταία τριετία. Το γεγονός ότι τα σωματεία του δημόσιου τομέα ασχολιόντουσαν με τα δικά τους αιτήματα και όχι με την προστασία του κοινωνικού αγαθού που αφορούσε την κοινωνία. Το γεγονός ότι κλάδοι με ισχυρά ερείσματα (λχ γιατροί, μηχανικοί) μέσα από τις ισχυρές τους ενώσεις μπορούσαν να επιβάλλουν μια καλύτερη θέση για τους ίδιους, με αντάλλαγμα να μην αμφισβητήσουν ποτέ το ρόλο τους ή να μην ενδιαφερθούν για τους άλλους εργαζόμενους εντός του ίδιου εργασιακού χώρου. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η συνδικαλιστική Αριστερά, που μπορούσε να πετυχαίνει καλά εκλογικά αποτελέσματα σε αντίστοιχους συλλόγους (εν πολλοίς μικροαστικής σύνθεσης), χωρίς να προχωρά τα δύο βήματα ακόμη: πχ να πετυχαίνει καλές πλειοψηφίες στους γιατρούς, αλλά να μην ασχολείται με το πώς αυτό θα αντιστοιχηθεί στο σωματείο του νοσοκομείου που καλύπτει όλους τους εργαζόμενους ή πώς θα μεταφραστεί σε πάλη ενάντια στο «φακελάκι». Πολλές φορές ο εκλογικός συσχετισμός μέτραγε περισσότερο από τον όποιο μετασχηματισμό.
(Κι εδώ θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω, διατυπώνοντας ένα ερώτημα που με βασανίζει για όσα χρόνια ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό:πού τοποθετείται εκείνη η λεπτή γραμμή που χωρίζει το κλαδικό από το συντεχνιακό αίτημα, τον κλαδικό από τον συντεχνιακό αγώνα; Πόσο «μικρός» (και με τις δύο έννοιες) μπορεί τελικά να είναι ένας κλάδος; Πόσο επηρεάζει στον τρόπο που κι εμείς οι ίδιοι βλέπουμε τον κλαδικό συνδικαλισμό η μικροαστική σύνθεση της Αριστεράς;)
· Οι διεκδικήσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα μέλη του σωματείου.Αυτό είχε μία σειρά από πραγματικές συνέπειες στον ταξικό συσχετισμό: πλάι σε παραδοσιακά ισχυρούς συνδικαλιστικά κλάδους χτίστηκαν ολόκληρα πεδία καπιταλιστικής κερδοφορίας με εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα, ενοικιαζόμενους ή «μαύρους». Εκεί που γεννιόταν η νέα εργατική τάξη, απουσίαζαν τα συνδικάτα. Καταστρατηγούνταν το 8ωρο, κουρελιάζονταν οι συμβάσεις για τα μη μέλη των σωματείων, αυξανόταν η εκμετάλλευση της ημιαπασχόλησης των γυναικών, της εργασίας των μεταναστών. Για πολλά χρόνια υπήρχε ένα ορατό και ένα μη ορατό τμήμα της εργασίας: ο κόσμος των συνδικάτων βρισκόταν στο ορατό τμήμα και δεν επικοινωνούσε με τον μη ορατό κόσμο. Οι εργαζόμενοι που εκπροσωπούνται από κάποιο σωματείο αποτελούσαν μειοψηφία όχι μόνο στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, αλλά ακόμα και μέσα στον ίδιο χώρο δουλειάς, ήδη πριν την κρίση. Το δημόσιο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού πλάι στον μόνιμο υπάλληλο και μέλος του ισχυρού σωματείου, την ίδια δουλειά εκτελούσαν οκταμηνίτες συμβασιούχοι, ενοικιαζόμενοι, stage, συνήθως χωρίς καμία συνδικαλιστική εκπροσώπηση και συχνά σε αντιπαλότητα με τα σωματεία ή τις διεκδικήσεις των μονίμων. Υπάρχουν παραδείγματα κλάδων (και μάλιστα με ισχυρή παρουσία αριστεράς) που κέρδιζαν αύξηση της αμοιβής τους μέσω υπερωριών με αντάλλαγμα τις απολύσεις συμβασιούχων ή τις μη προσλήψεις νέου προσωπικού.
Αν δει κανείς τα πράγματα πιο ψύχραιμα, θα κατανοήσει ότι η συντριβή των εργασιακών κεκτημένων την τελευταία τριετία, δεν είναι παρά μια ήπια «προσαρμογή» της εργασιακής νομοθεσίας στον πραγματικό ταξικό συσχετισμό. Η μείωση των μισθών, η καταπάτηση του ωραρίου, η διάλυση κάθε δικαιώματος είχε προεπικυρωθεί στους χώρους δουλειάς πολύ πριν αποτυπωθεί αυτό και σε θεσμικό επίπεδο. Απλώς, τότε, δεν τους αφορούσε όλους…
Το ίδιο θα συμβεί το επόμενο διάστημα και με την αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον συνδικαλισμό. Παρότι ο Ν. 1264/82 δεν έχει αλλάξει ακόμη, στην πράξη έχει αναιρεθεί. Το δικαίωμα στην απεργία καταργείται στην πράξη με την επίταξη ακόμη και των απλήρωτων ναυτεργατών. Επανέρχεται το δικαίωμα του εργοδότη στο λοκ άουτ. Οι μαχητικοί συνδικαλιστές διώκονται ανοιχτά πλέον: συνδικαλιστές απολύονται, υπάρχουν πρωτοβάθμια σωματεία του ιδιωτικού τομέα των οποίων τα μέλη των Διοικητικά Συμβούλια δεν βρίσκουν πια δουλειά, ενώ απειλούνται και τα απλά μέλη με ένταξη σε «μαύρες λίστες». Στο δημόσιο, η προληπτική αργία με την κατηγορία της «ανάρμοστης συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας» έρχεται να ποινικοποιήσει κάθε πράξη αντίστασης ή ανυπακοής. Η μηδενική ανοχή εκδηλώνεται σε κάθε κινητοποίηση εργαζομένων, ακόμη και με συλλήψεις και δίκες συνδικαλιστών. Η λάσπη εκτοξεύεται εναντίον οποιουδήποτε δεν χειροκροτά την πολιτική της Τρόικας, ακόμη κι αν πρόκειται για τμήματα της γραφειοκρατίας. Το στήσιμο εργοδοτικών σωματείων είναι σε εξέλιξη τα ίδια ακριβώς χρόνια στα οποία χτυπιούνται όλοι οι εργατικοί αγώνες, κι έχει ήδη αποδώσει καρπούς: από τη χαλυβουργία στο Βόλο ως τα χρυσωρυχεία της Χαλκιδικής.
Με τις νέες ρυθμίσεις, άλλωστε, ο συνδικαλισμός των διαδρόμων δείχνει τα όριά του στον βαθύ πυρήνα του: την –έστω– διατήρηση των δικαιωμάτων των λίγων εργαζομένων που επέλεγε να εκπροσωπεί. Το κενό αυτό είτε θα καλυφθεί από την αναγέννηση διεκδικητικών σωματείων είτε θα γεμίσει με εργοδοτικά σωματεία και λόμπυ της εργατικής ή υπαλληλικής «αριστοκρατίας». Κι αυτό είναι μια μάχη που θα τη δώσει λυσσαλέα και η εργοδοσία.
Κωδικός: μετασχηματισμός
Οι ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο μάς προκαλούν κι εμάς να αλλάξουμε! Άλλωστε, (θα ’πρεπε να) γνωρίζουμε πολύ καλά πως όλα αυτά που τώρα μας παίρνουν πίσω δεν ήταν παραχωρήσεις, ήταν κατακτήσεις. Δεν ήταν πάντοτε δεδομένο το οχτάωρο, ούτε η νομοθεσία για τις συλλογικές συμβάσεις και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες – για την ακρίβεια κατακτήθηκαν με αίμα. Ο συνδικαλισμός δεν ήταν πάντοτε «θεσμός της δημοκρατίας», για πολλά χρόνια ήταν απλώς παράνομος.
Η διάλυση κάθε εργασιακού τοπίου, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, απαιτεί να ξαναγυρίσουμε στις απαρχές:
Καταρχάς, να ξαναδούμε κατάματα την ταξική πάλη και τον συσχετισμό δύναμης. Για παράδειγμα, η κατάργηση της συλλογικής σύμβασης δεν μας γυρνάει αναγκαστικά πίσω στον εργασιακό μεσαίωνα: μας γυρίζει πίσω στον «καθαρό» ταξικό αγώνα, μας θυμίζει ότι το ύψος του μισθού ή η αποτροπή των απολύσεων κατακτιέται με τη σημερινή απεργία και διεκδίκηση, και όχι μέσα από τις θεσμικές κατακτήσεις που μας άφησαν με τους αγώνες τους οι παλαιότερες γενιές εργαζομένων.
Κατά δεύτερον, να ξαναδούμε τα συνδικάτα στην «καθαρή τους μορφή»: ως δομές συλλογικής οργάνωσης της πάλης της τάξης. Να στηθούν ή να αναγεννηθούν τα σωματεία, μέσα από την ανάγκη των ίδιων των εργαζόμενων να ενοποιήσουν τις δυνάμεις τους απέναντι στον εργοδότη που τους εκμεταλλεύεται αρχικά, απέναντι στην ίδια την εκμετάλλευση τελικά. Μόνο που αυτή η οργάνωση από τα κάτω δεν είναι ούτε απλή, ούτε εξαντλείται στην πεπατημένη.
1. Για να έχουν δύναμη τα συνδικάτα, χρειάζεται να αντιστοιχηθούν με τη μορφή που έχει σήμερα η εργασία, ξεφεύγοντας από τα δεδομένα σχήματα: πρέπει, δηλαδή, να εκπροσωπούν όλους τους εργαζόμενους σε ένα χώρο, ανεξαρτήτως της σχέσης εργασίας τους. Να πάμε πέρα από τους διαχωρισμούς που βάζει ο ίδιος ο εργοδότης, μετασχηματίζοντας τα συνδικάτα σε μορφές ενότητας των εργαζόμενων. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, στο δημόσιο ή στις τράπεζες τα σωματεία να εκπροσωπήσουν τους ελαστικά εργαζόμενους, τους «διαθέσιμους» προς απόλυση, τους ενοικιαζόμενους. Δεν πρόκειται για «καταστατικό» θέμα, αλλά για ζήτημα πολιτικής κατεύθυνσης: ακόμη κι εκεί που υπάρχουν διαφορετικά σωματεία, στόχος πρέπει να είναι το να είναι κοινός ο αγώνας και κοινά τα αιτήματα.
2. Να είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά από τον αντίπαλο: όταν ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής δύναμης θα απασχοληθεί σε προγράμματα «καταπολέμησης της ανεργίας» μέσω ΜΚΟ, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ετοιμάσουμε εκείνες τις δομές που θα ενοποιούν τα συμφέροντα αυτών των εργαζόμενων χωρίς δικαιώματα και θα τα κάνουν συλλογική διεκδίκηση, πχ με σωματεία εργαζομένων σε ΜΚΟ ανά νομό. Αντίστοιχα θα πρέπει να υπάρξει συνδικαλιστική οργάνωση των ανέργων. Δεν υπάρχουν πια προνομιακοί και μη προνομιακοί χώροι παρέμβασης: όπου βρίσκεται ο καθένας, πρέπει να μπορεί να ενοποιεί συμφέροντα και να τα εκφράζει συλλογικά. Αλλιώς, θα τα εκφράσει ο εργοδοτικός συνδικαλισμός ή η ιδιώτευση.
3. Οι συντονισμοί των σωματείων, είτε επιμέρους είτε γενικοί, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Όπου ενοποιείται το κεφάλαιο, στους ίδιους «τόπους» πρέπει να ενοποιείται και η τάξη: ο διεθνής συντονισμός των λιμενεργατών αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Κάθε συντονισμός έχει, βέβαια, μια βασική προϋπόθεση: να καταλαβαίνει κάθε κλάδος ότι η εποχή των εξαιρέσεων ή της κλαδικής επιβίωσης έχει περάσει, και είναι αναγκαίος ο κοινός βηματισμός και η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων για να ξανακερδίσουμε το οτιδήποτε. Πέραν του συντονισμού, θα πρέπει να δούμε ακόμη και το ενδεχόμενο ενοποιήσεων σωματείων προκειμένου να είναι πιο ισχυρά στις διεκδικήσεις τους.
4. Τα σωματεία να είναι μαχητικά και συγκρουσιακά, πραγματικά ανεξάρτητα από την εργοδοσία, το κράτος, τα κόμματα (και τα κόμματα της Αριστεράς). Από την πιο μικρή απόλυση έως τη μεγαλύτερη μάχη, πρέπει να πείθουν τους εργαζόμενους να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στις συλλογικές μορφές δράσης. Η σύγκρουση θα έχει και χαρακτηριστικά εμφυλίου εντός των συνδικάτων: θα συγκρουστούμε με τον εργοδοτικό, τον διεφθαρμένο, τον απεργοσπάστη. Είναι αναγκαίο να προσπεράσουμε το άγχος της Αριστεράς να τους «εκφράσει» όλους. Εκπροσώπηση συλλογικού συμφέροντος δεν σημαίνει τον μέσο όρο των (μικρο)συμφερόντων που θεωρεί ο καθένας ότι έχει, αλλά το κοινό συμφέρον των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο. Θα χρειαστεί να σπάσουμε αυγά, και όχι να χαϊδέψουμε αυτιά.
5. Τα σωματεία εκπροσωπούν τα συλλογικά συμφέροντα και τις ανάγκες των μελών τους. Είναι όμως ανάγκη να ξαναδούμε ποιες είναι αυτές οι ανάγκες σήμερα. Σε μια εποχή που έως και τα μισά μέλη ενός σωματείου είναι άνεργοι, ο τρόπος που θα επιβιώσουν αυτοί οι άνθρωποι, το επίδομα ανεργίας, το πώς θα μπορέσουν να τραφούν, να ντυθούν, να μην τους πάρει το σπίτι η τράπεζα, είναι ζήτημα του ίδιου του συνδικάτου. Όλες οι μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσονται, πρέπει να μπολιάσουν και τα σωματεία, με τη λογική της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών τους, της συλλογικής οργάνωσης της επιβίωσης. Δομές οργάνωσης όπως τα Εργατικά Κέντρα θα έπρεπε ιδιαίτερα να εξαναγκαστούν να στραφούν σε αυτή την κατεύθυνση: να αναλαμβάνουν τη νομική στήριξη, να δημιουργούν συλλογικές κουζίνες και αγορές προϊόντων χωρίς μεσάζοντες. Μορφή ταξικής αλληλεγγύης είναι και μια κουζίνα όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να τρώνε με 4 ευρώ, ώστε οι άνεργοι να τρώνε δωρεάν. Και πολλές από τις μορφές που χρειάζονται για να γίνουν πράξη όλα αυτά, βρίσκονται έξω από τα όρια της τυπικής νομιμότητας.
6. Τα σωματεία μπορούν να πάνε πέρα από την αστική εκπροσώπηση, σε μια πραγματική δημοκρατία στο εσωτερικό τους. Η λογική της ανάθεσης δεν ξεπερνιέται παρά μόνο μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες που επιτρέπουν σε κάθε μέλος να έχει λόγο για την πορεία του αγώνα και να δεσμεύεται εντέλει από τη συλλογική απόφαση. Με το ξεπέρασμα και των αναλογικών προεδρείων στα σωματεία: το ζητούμενο είναι η πολιτική, και όχι η αναλογική εκπροσώπηση.
7. Τα σωματεία δεν εξαντλούν την πάλη τους στον «οικονομικό αγώνα». Και δεν εννοώ μόνο τα πολιτικά αιτήματα, για τη διαγραφή του χρέους, την αμφισβήτηση της ΕΕ κ.ά. Το πιο ουσιαστικό είναι η ίδια η αμφισβήτηση και η καθημερινή πάλη ενάντια στο ρόλο που μας επιβάλλει ο καπιταλισμός εντός του καταμερισμού εργασίας ως «δεδομένο».
Το αντικείμενο της εργασίας, ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής, η τιμή του προϊόντος, το κόστος μιας δημόσιας επιχείρησης, η γραφειοκρατία του Δημοσίου, ήταν θέματα ταμπού στον συνδικαλισμό έτσι όπως τον γνωρίζαμε. Όχι πια. Από τα απεργιακά δελτία στους κατειλημμένους από τους εργαζόμενους ραδιοφωνικούς σταθμούς έως τους υπαλλήλους της ΔΕΗ που ξανασυνδέουν το ρεύμα, όλο και περισσότερο οι εργαζόμενοι ανακτούν το αντικείμενο της εργασίας τους αμφισβητώντας το ρόλο που τους έχει επιβάλλει ο καταμερισμός εργασίας. Πολύ περισσότερο, το πείραμα των «εκδόσεων των συναδέλφων» από το Σωματείο Βιβλίου-Χάρτου*, τα πειράματα αυτοδαχειριζόμενων εφημερίδων, και –κορυφαίο- το πείραμα του εργοστασίου της ΒΙΟΜΕΤ, που λειτουργεί από τους ίδιους τους εργαζόμενους, είναι τα καλύτερα παραδείγματα εγχειρημάτων εργατικού ελέγχου και πρέπει να στηριχτούν.
Τέτοιες πρακτικές δεν είναι «παραπληρωματικές» στον καθημερινό αγώνα, ούτε είναι μορφές «συνδιοίκησης»: ήταν και είναι πρακτικές αντιηγεμονίας, που θίγουν τον πυρήνα της αστικής εξουσίας και δίνουν στους εργαζομένους την αναγκαία αυτοσυνείδηση και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Είναι, σε τελική ανάλυση, τα αναγκαία βήματα για να πιστέψει η εργατική τάξη ότι μπορεί να οικοδομήσει έναν κόσμο διαφορετικό, έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, ξεκινώντας από το πώς μπορεί να λειτουργήσει η επιχείρηση, το νοσοκομείο, το υπουργείο τους. Είναι αυτές οι πρακτικές που μπορούν να κάνουν τα σωματεία μορφές εν δυνάμει «δυαδικής εξουσίας» και να τα καταστήσουν πολιτικά επικίνδυνα.
Αν ξαναγυρίσουμε στην αρχή αυτού του κειμένου, το ζητούμενο δεν είναι η δομή ούτε ο συσχετισμός: το ζητούμενο είναι ο μετασχηματισμός. Με κάθε δομή και κάθε συσχετισμό που θα βοηθάει να αλλάξουμε εμείς τα πράγματα και όχι εκείνα εμάς. Για να μην παρεξηγηθώ: βάλτε στη θέση του όρου συνδικάτο οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης των εργαζομένων, από την Συνομοσπονδία έως την επιτροπή αγώνα. Και πάλι, η πορεία μετασχηματισμού έχει σημασία: είναι επίπονη, αργή, περνάει από εξάρσεις και υφέσεις, ενώσεις και συγκρούσεις, αλλά πάντα υπόκειται στη βασική αρχή: αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς (το χειρότερο: θα πας εκεί που πήγαν και οι άλλοι…)
Ποιος θα κρεμάσει την κουδούνα στου γάτου την ουρά;
Προφανώς όλα τα παραπάνω έχουν και τις αντίστοιχες απαιτήσεις από το συνδικαλιστικό δυναμικό της Αριστεράς. Όπως και στο παρελθόν, θα χρειαστεί αυτοθυσία, αποφασιστικότητα, διάθεση σύγκρουσης, χάραξη τακτικής και στρατηγικής και πολλές, μικρές και μεγάλες, μάχες που θα μας φέρνουν κάθε φορά σε ένα καλύτερο σημείο για να δώσουμε την επόμενη μάχη μέχρι να κερδίσουμε τον πόλεμο. Και απόλυση θα φάμε, και διώξεις, και επιθέσεις, και μάλιστα σε μια περίοδο που δεν αισθανόμαστε καν μια πολιτική Αριστερά που να αισθανόμαστε ότι μπορούμε να ακουμπήσουμε πάνω της.
Όμως, όπως λέει και ο φιλόσοφος: «Υπάρχει συνεπώς πρωτείο της πολιτικής ταξικής πάλης: αλλά τούτο το πρωτείο γίνεται κούφια λέξη όσο η βάση της πολιτικής πάλης, η οικονομική ταξική πάλη, δεν διεξάγεται σε καθημερινό επίπεδο, ακούραστα, σε βάθος και με την ορθή γραμμή».(Λ. Ατουσέρ, Ταξική πάλη και συνδικαλιστικοί αγώνες). Η Αριστερά πρέπει να βάλει πλάτη σε αυτόν τον καθημερινό αγώνα, και όχι να βρίσκει ως επιχείρημα τον πολιτικό αγώνα για να υπεκφύγει. Και έχει πολλά να μάθει από την αυτοθυσία του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού. Τουλάχιστον όσα διδαχτήκαμε, όχι από όλα τα βιβλία του μαρξισμού, αλλά μέσα σε ένα βράδυ από την αυτοθυσία μιας γυναίκας μετανάστριας συνδικαλίστριας, της Κωνσταντίνας Κούνεβα.
Ίσως όλα τα παραπάνω να ακούγονται ουτοπικά εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Κι όμως, την εικόνα που μπορεί να περιγράψει το τι πρέπει να κάνουμε τη βρήκα μέσα σε ένα άρθρο στην Εφ.Συν., άλλο ένα συνεταιριστικό εγχείρημα που πρέπει να στηριχτεί: «Τον περασμένο Σεπτέμβριο, στις φυλακές Κορυδαλλού, κάηκε ολοσχερώς ο χώρος όπου συναντιούνταν οι κρατούμενοι που έδιναν μάχη για να απεξαρτηθούν. Το πλήγμα ήταν μεγάλο. Μια νησίδα ελπίδας, για αυτούς, δεν υπήρχε πια. Μέσα από την καταστροφή όμως ξεπήδησε και πάλι η ελπίδα. Οι κατάμαυροι από τις φλόγες και την κάπνα τοίχοι έγιναν ένα είδος καμβά. Ένα σκοτεινό περιβάλλον που αποκάλυπτε μορφές κρυμμένες μέσα του. Οι εξαρτημένοι έγκλειστοι των φυλακών μπήκαν στη διαδικασία να αποκαλύψουν αυτές τις μορφές. Πήραν κιμωλίες και ξεκίνησαν την προσπάθεια να βγάλουν αυτές τις μορφές και τα σχήματα από το σκοτάδι της καπνίλας και να τα φέρουν στο φως. Ετσι, δίπλα στις σιδερένιες πόρτες, στα παράθυρα, άρχισαν να εμφανίζονται μορφές, σαν ανθρώπινες, σαν πρόσωπα, σαν σώματα. Ακόμη και σαν ζώα. Οι μορφές αυτές γέμισαν τους καμένους τοίχους κι έφεραν την ελπίδα στους φυλακισμένους που προσπαθούσαν να απεξαρτηθούν. Και μαζί με τις μορφές στους τοίχους άρχισε να ξαναγεννιέται στους ανθρώπους η φλόγα για τη ζωή και την ελευθερία.»
Αυτές τις μορφές πρέπει να διακρίνουμε κι εμείς στους καπνισμένους τοίχους της κοινωνικής καταστροφής και να βάλουμε όλη μας τη φαντασία και τη δύναμη για να τη φέρουμε στην επιφάνεια!
*Σημείωση από συμμετέχοντα στις "εκδόσεις των συναδέλφων": Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων δεν είναι εγχείρημα του Συλλόγου. Ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2009, ως πρωτοβουλία στα πλαίσια του συλλόγου από 3 μέλη του συλλόγου. Ήταν μια προσπάθεια για να αποδείξουμε πως και εμείς οι εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου (όχι μόνο τα αφεντικά) μπορούμε να βγάλουμε καλό και ποιοτικό βιβλίο. Να βγάλουμε βιβλίο που επίσης θα είναι προσιτό από οικονομική άποψη σε πλατιά στρώματα εραζομένων. Παράλληλα θέλαμε να προβάλλουμε έναν άλλο τρόπο εργασίας με εθελοντική προσφορά και αλληλο-υποστήριξη. Η πρωτοβουλία αγκαλιάστηκε από πολλούς συναδέλφους και από τα μέλη του συλλόγου. Τα έσοδα από τα 3 βιβλία που κυκλοφόρησαν ενίσχυσαν το ταμείο του συλλόγου. Στην πορεία, και καθώς η κρίση και τα συνακόλουθά της γέμισαν τον κλάδο του βιβλίου με εκατοντάδες απολυμένους συναδέλφους, γεννήθηκε η ιδέα για την μετατροπή των Εκδόσεων των Συναδέλφων από μια εκδοτική πρωτοβουλία εθελοντικής προσφοράς, σε μια κολλεκτίβα εργασίας με στόχο τον βιοπορισμό ανέργων συναδέλφων...